του Θόδωρου Γιαχουστίδη
6η ανταπόκριση – Τετάρτη 7 Νοεμβρίου
Συναινετικό διαζύγιο με μπόλικη διατροφή!
Συναινετικό διαζύγιο με μπόλικη διατροφή!
Μέχρι τώρα γκρίνιαζα εδώ για την έλλειψη ειδήσεων και ήρθε μία ειδησάρα να πούμε out of the blue που λέμε και στο χωριό μου. Συμφώνησαν Τσίπρας – Ιερώνυμος για το διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους! Παιδιά, πραγματικά, όταν άκουσα την είδηση, ενθουσιάστηκα! «Επιτέλους», είπα! «Ένα αίτημα χρόνων γίνεται πραγματικότητα»! «Επιτέλους, να και κάτι που κάνει σωστά η κυβέρνηση»! Και μετά διαβάζεις τη συμφωνία των 15 σημείων και λες «ok, πάλι το κρέας βαφτίστηκε ψάρι για τους ιθαγενείς». Το πιο τραγικό απ' όλα είναι το σημείο εκείνο που λέει πως οι παπάδες δεν θα είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θα πληρώνονται από το κράτος, αλλά τα χρήματα με τα οποία θα πληρώνονται θα τα δίνει εν είδη επιχορήγησης το... κράτος!!!!!!!!!! Όχι Γιάννης, Γιαννάκης δηλαδή! Ήμαρτον, έλεος και τιναφτόρε ταυτόχρονα και εξακολουθητικά. Το ωραίο είναι ότι ο Κλήρος θα ξεσηκωθεί, λέει! Ναι, θα σταματήσουν να έχουν παγκάρια στην εκκλησία! Ντροπή ρε. Ντροπή. Σε άλλα νέα ο πρόεδρος της Μονακό και ιδιοκτήτης του Σκορπιού Ριμπολόβλεφ συνελήφθη, η Καίτη Γαρμπή κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος, καλός άνθρωπος, οδηγός του ΟΑΣΘ, κατέβασε προσφυγόπουλα από το 56 (γραμμή Ωραιοκάστρου) επειδή δεν τα ήθελε μωρέ, προτάθηκε στον Νεϊμάρ να κάνει εμφάνα στον νέο κύκλο του «Casa de papel» και ο Ερυθρός Αστέρας νίκησε την Λίβερπουλ στο Τσάμπιονς Λιγκ! Και μία απώλεια: πέθανε ο Κώστας Βρεττάκος, σκηνοθέτης μεταξύ των άλλων της ταινίας «Τα παιδιά της χελιδόνας»...
Ο Μάριος Πιπερίδης γεννήθηκε το 1975 στην πρωτεύουσα της Κύπρου, τη Λευκωσία. Σπούδασε Κινηματογράφο και Διοίκηση Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στις ΗΠΑ. Το 2005 ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής AMP Filmworks. Έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ και δύο ταινίες μικρού μήκους. Το Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, στην οποία εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει και το σενάριο. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Tribeca του Robert De Niro, και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης διεθνούς ταινίας μυθοπλασίας! Στη Θεσσαλονίκη είναι η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Η υπόθεση: Ο Γιάννης είναι ένας αποτυχημένος μουσικός εκεί γύρω στα 40, που ζει στη Λευκωσία και που έχει βγάλει αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να βρει την τύχη του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Ολλανδία. Η μοναδική του παρέα είναι ο σκύλος του, ο Χέντριξ, που εννοείται πως τον φωνάζει με το μικρό του: Τζίμι. Όταν μια μέρα έχοντας βγάλει βόλτα τον Τζίμι, προσπαθεί ταυτόχρονα να αποφύγει τόσο την πρώην του, την Κίκα, όσο και τον τοκογλύφο Πάμπο και το τσιράκι του, στους οποίους χρωστάει λεφτά, ο Γιάννης αναγκάζεται να κρυφτεί, και ως συνέπεια, χάνει τον Τζίμι. Ο οποίος διασχίζει την Πράσινη Γραμμή και περνάει στην κατεχόμενη μεριά της Λευκωσίας.
Όταν με χίλια βάσανα τον ξαναβρίσκει και προσπαθεί να τον γυρίσει πίσω στην ελεύθερη Κύπρο, μαθαίνει πως κάτι τέτοιο απαγορεύεται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ρητά και κατηγορηματικά, απαγορεύει τη μεταφορά ζώων ή φυτών και τροφίμων από τα Κατεχόμενα! Ο Γιάννης, όμως, πρέπει να γυρίσει με τον Τζίμι πίσω. Θα ζητήσει τη βοήθεια του Χασάν, του συνομήλικού του γιου Τούρκων εποίκων, που μένουν στο σπίτι των γονιών του Γιάννη, στα Κατεχόμενα. Και μαζί θα ζητήσουν τη βοήθεια του Τουμπέρκ, ενός ζεν λαθρεμπόρου, ο οποίος υποτίθεται ότι μπορεί να περάσει οτιδήποτε προς την άλλη μεριά. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μέχρι τώρα η πλέον απολαυστική και ευχάριστη ταινία του φετινού φεστιβάλ στο διαγωνιστικό τμήμα ειδικότερα αλλά και της διοργάνωσης συνολικά εικάζω. Κι αφού μου αρέσει να τζογάρω, βάζω στοίχημα πως θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Πιπερίδης έχει κάτι να πει και ξέρει πως να το πει. Καταπιάνεται με ένα καθόλα σημαντικό και σοβαρό θέμα και αποφασίζει να μεταφέρει στο κοινό τους προβληματισμούς του μέσω της πιο ελαφριάς πλευράς του θέματος. Δεν το ευτελίζει όμως. Καθόλου. Ίσα ίσα, το αναδεικνύει. Κι όχι μόνον αυτό: κατορθώνει να το κοινωνήσει απλά και κατανοητά ακόμα και σε ένα ενδεχόμενο διεθνές κοινό που πιθανόν να μην γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στην Κύπρο. Στην Κύπρο και δη στη Λευκωσία, την τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη!
Χωρίς μεγαλόσχημες δηλώσεις, βαρύγδουπους διαλόγους αλλά και χωρίς να υποβαθμίζει ούτε κατ' ελάχιστο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το μήνυμα απλό και κατανοητό: για όλα τα ζωντανά αυτής της πλάσης, δεν υπάρχουν σύνορα. Τα σύνορα αποτελούν ανθρώπινο κατασκεύασμα για να χωρίζουν ανθρώπους, που πρέπει να μάθουν να μισούν τους γείτονές τους! Τα σκυλιά, τα γατιά, τα πουλιά, τα ψάρια, όμως, δεν γνωρίζουν από σύνορα. Το ξέρετε το σύνθημα των αναρχικών: Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του! Ο Πιπερίδης χρησιμοποιεί εύστοχα το χιούμορ αλλά δεν φοβάται να ασχοληθεί με πολύ τραυματικές και δύσκολες καταστάσεις. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά δεν «θάβεται» κάτω από το βάρος τους! Ο Γιάννης δεν έχει περάσει ποτέ στα Κατεχόμενα από τότε που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οικογενειακώς το σπίτι όπου γεννήθηκε. Στο σπίτι εκείνο, όμως, γεννήθηκε ο Χασάν. Γιος Τούρκων εποίκων. Το σπίτι, αν το εξετάσουμε ηθικά, ανήκει στον Γιάννη. Φταίει ο Χασάν, όμως, που βρέθηκε εκεί; Εκεί γεννήθηκε. Εκεί μεγαλώνουν τα δικά του παιδιά. Είναι και οι δυο τους θύματα μιας πολιτικής κατάστασης που τους ξεπερνάει.
Ο Χασάν αναφέρει μια πραγματικότητα που προσωπικά δεν τη γνώριζα. Ως γιος εποίκων δεν διαθέτει διαβατήριο. Δεν είναι αναγνωρισμένος από κανέναν! Οι Ελληνοκύπριοι δεν τον γουστάρουν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν τον γνωρίζουν. Και ο ίδιος δεν γυρνάει πίσω στην Τουρκία! Αναγνωρίζει ως πατρίδα του το μέρος όπου γεννήθηκε. Να γιατί είναι δύσκολο να επιλυθεί το Κυπριακό σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Σε μια μικρή σκηνή ακούγεται κάτι που έχει πολύ πλάκα αλλά είναι και τόσο ρεαλιστικό που πονάει: ακούγοντας ραδιόφωνο μέσα στο αυτοκίνητο στην μεριά των Κατεχόμενων, οι εκφωνητές ειδήσεων αναφέρουν ότι οι συνομιλίες ανάμεσα στην Κυπριακή πλευρά και την πλευρά των Τουρκοκυπρίων για άλλη μια φορά διακόπηκαν άσχημα. Οι Τουρκοκύπριοι παρεξηγήθηκαν επειδή οι Ελληνοκύπριοι έφυγαν από τις συνομιλίες. Και ακούγεται το μυθικό: «Από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων λέγεται πως διέκοψαν τις συνομιλίες επειδή ήθελαν να κάνουν τσιγάρο»!
Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων περιγράφονται με σαφήνεια, οι χαρακτήρες είναι καλογραμμένοι και βγαίνουν ως κανονικοί, τρισδιάστατοι άνθρωποι με σάρκα και οστά και ουχί ως καρικατούρες και η ταινία είναι σοβαρή αλλά βγάζει γέλιο, πολύ γέλιο! Από εκεί που δεν το περιμένεις! Από μια ατάκα του στυλ «Γέρασε ο Καράτε Κιντ». «Ο Ραλφ Μάτσιο;». «Ναι, έγινε 55 ετών». Τέτοια. Ο Αδάμ Μπουσδούκος πάντα είναι απολαυστικός σε ότι και να τον δούμε, η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι χάρμα οφθαλμών και φέρνει εις πέρας μια χαρά τον πιο άχαρο ρόλο από το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο, ο Fatih Al ως Χασάν είναι εντελώς συμπαθής και σε κερδίζει, γιατί υποδύεται με ειλικρίνεια τον χαρακτήρα του, εκείνος όμως που για μένα κλέβει την παράσταση είναι ο Özgür Karadeniz στο ρόλο του Τουμπέργκ. Απολαυστικός σε κάθε του σκηνή, από εκείνη στο χαμάμ μέχρι εκεί που αναφέρεται για τον μύθο ότι οι τουλίπες είναι από την Ολλανδία!!! Και βέβαια, να μην ξεχνάμε τον σκυλάκο, τον Τζίμι τον Χέντριξ, που εννοείται πως είναι βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας και είναι γλυκύτατος, κλείνοντας το φιλμ ο ίδιος με ένα υπέροχο φινάλε.
Πολύ καλή ταινία, που ασχολείται με ένα δύσκολο θέμα κι όμως καταφέρνει να κάνει τους θεατές να νιώσουν ευφορία, έχοντας παράλληλα περάσει τα ενδιαφέροντα ερωτήματά της. Όχι με διδακτισμό, όχι με μελοδραματισμό, όχι με ακρότητες. Ανθρώπινα, καθαρά, ξάστερα και προτείνοντας ως μια καλή αρχή την κατανόηση. Μπράβο σε όλους που συμμετείχαν στη δημιουργία αυτής της τόσο έξυπνης και γενναιόδωρης ταινίας.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Γιάννης είναι ένας αποτυχημένος μουσικός εκεί γύρω στα 40, που ζει στη Λευκωσία και που έχει βγάλει αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να βρει την τύχη του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Ολλανδία. Η μοναδική του παρέα είναι ο σκύλος του, ο Χέντριξ, που εννοείται πως τον φωνάζει με το μικρό του: Τζίμι. Όταν μια μέρα έχοντας βγάλει βόλτα τον Τζίμι, προσπαθεί ταυτόχρονα να αποφύγει τόσο την πρώην του, την Κίκα, όσο και τον τοκογλύφο Πάμπο και το τσιράκι του, στους οποίους χρωστάει λεφτά, ο Γιάννης αναγκάζεται να κρυφτεί, και ως συνέπεια, χάνει τον Τζίμι. Ο οποίος διασχίζει την Πράσινη Γραμμή και περνάει στην κατεχόμενη μεριά της Λευκωσίας.
Όταν με χίλια βάσανα τον ξαναβρίσκει και προσπαθεί να τον γυρίσει πίσω στην ελεύθερη Κύπρο, μαθαίνει πως κάτι τέτοιο απαγορεύεται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ρητά και κατηγορηματικά, απαγορεύει τη μεταφορά ζώων ή φυτών και τροφίμων από τα Κατεχόμενα! Ο Γιάννης, όμως, πρέπει να γυρίσει με τον Τζίμι πίσω. Θα ζητήσει τη βοήθεια του Χασάν, του συνομήλικού του γιου Τούρκων εποίκων, που μένουν στο σπίτι των γονιών του Γιάννη, στα Κατεχόμενα. Και μαζί θα ζητήσουν τη βοήθεια του Τουμπέρκ, ενός ζεν λαθρεμπόρου, ο οποίος υποτίθεται ότι μπορεί να περάσει οτιδήποτε προς την άλλη μεριά. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μέχρι τώρα η πλέον απολαυστική και ευχάριστη ταινία του φετινού φεστιβάλ στο διαγωνιστικό τμήμα ειδικότερα αλλά και της διοργάνωσης συνολικά εικάζω. Κι αφού μου αρέσει να τζογάρω, βάζω στοίχημα πως θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Πιπερίδης έχει κάτι να πει και ξέρει πως να το πει. Καταπιάνεται με ένα καθόλα σημαντικό και σοβαρό θέμα και αποφασίζει να μεταφέρει στο κοινό τους προβληματισμούς του μέσω της πιο ελαφριάς πλευράς του θέματος. Δεν το ευτελίζει όμως. Καθόλου. Ίσα ίσα, το αναδεικνύει. Κι όχι μόνον αυτό: κατορθώνει να το κοινωνήσει απλά και κατανοητά ακόμα και σε ένα ενδεχόμενο διεθνές κοινό που πιθανόν να μην γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στην Κύπρο. Στην Κύπρο και δη στη Λευκωσία, την τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη!
Χωρίς μεγαλόσχημες δηλώσεις, βαρύγδουπους διαλόγους αλλά και χωρίς να υποβαθμίζει ούτε κατ' ελάχιστο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το μήνυμα απλό και κατανοητό: για όλα τα ζωντανά αυτής της πλάσης, δεν υπάρχουν σύνορα. Τα σύνορα αποτελούν ανθρώπινο κατασκεύασμα για να χωρίζουν ανθρώπους, που πρέπει να μάθουν να μισούν τους γείτονές τους! Τα σκυλιά, τα γατιά, τα πουλιά, τα ψάρια, όμως, δεν γνωρίζουν από σύνορα. Το ξέρετε το σύνθημα των αναρχικών: Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του! Ο Πιπερίδης χρησιμοποιεί εύστοχα το χιούμορ αλλά δεν φοβάται να ασχοληθεί με πολύ τραυματικές και δύσκολες καταστάσεις. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά δεν «θάβεται» κάτω από το βάρος τους! Ο Γιάννης δεν έχει περάσει ποτέ στα Κατεχόμενα από τότε που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οικογενειακώς το σπίτι όπου γεννήθηκε. Στο σπίτι εκείνο, όμως, γεννήθηκε ο Χασάν. Γιος Τούρκων εποίκων. Το σπίτι, αν το εξετάσουμε ηθικά, ανήκει στον Γιάννη. Φταίει ο Χασάν, όμως, που βρέθηκε εκεί; Εκεί γεννήθηκε. Εκεί μεγαλώνουν τα δικά του παιδιά. Είναι και οι δυο τους θύματα μιας πολιτικής κατάστασης που τους ξεπερνάει.
Ο Χασάν αναφέρει μια πραγματικότητα που προσωπικά δεν τη γνώριζα. Ως γιος εποίκων δεν διαθέτει διαβατήριο. Δεν είναι αναγνωρισμένος από κανέναν! Οι Ελληνοκύπριοι δεν τον γουστάρουν. Οι Τουρκοκύπριοι δεν τον γνωρίζουν. Και ο ίδιος δεν γυρνάει πίσω στην Τουρκία! Αναγνωρίζει ως πατρίδα του το μέρος όπου γεννήθηκε. Να γιατί είναι δύσκολο να επιλυθεί το Κυπριακό σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Σε μια μικρή σκηνή ακούγεται κάτι που έχει πολύ πλάκα αλλά είναι και τόσο ρεαλιστικό που πονάει: ακούγοντας ραδιόφωνο μέσα στο αυτοκίνητο στην μεριά των Κατεχόμενων, οι εκφωνητές ειδήσεων αναφέρουν ότι οι συνομιλίες ανάμεσα στην Κυπριακή πλευρά και την πλευρά των Τουρκοκυπρίων για άλλη μια φορά διακόπηκαν άσχημα. Οι Τουρκοκύπριοι παρεξηγήθηκαν επειδή οι Ελληνοκύπριοι έφυγαν από τις συνομιλίες. Και ακούγεται το μυθικό: «Από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων λέγεται πως διέκοψαν τις συνομιλίες επειδή ήθελαν να κάνουν τσιγάρο»!
Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων περιγράφονται με σαφήνεια, οι χαρακτήρες είναι καλογραμμένοι και βγαίνουν ως κανονικοί, τρισδιάστατοι άνθρωποι με σάρκα και οστά και ουχί ως καρικατούρες και η ταινία είναι σοβαρή αλλά βγάζει γέλιο, πολύ γέλιο! Από εκεί που δεν το περιμένεις! Από μια ατάκα του στυλ «Γέρασε ο Καράτε Κιντ». «Ο Ραλφ Μάτσιο;». «Ναι, έγινε 55 ετών». Τέτοια. Ο Αδάμ Μπουσδούκος πάντα είναι απολαυστικός σε ότι και να τον δούμε, η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι χάρμα οφθαλμών και φέρνει εις πέρας μια χαρά τον πιο άχαρο ρόλο από το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο, ο Fatih Al ως Χασάν είναι εντελώς συμπαθής και σε κερδίζει, γιατί υποδύεται με ειλικρίνεια τον χαρακτήρα του, εκείνος όμως που για μένα κλέβει την παράσταση είναι ο Özgür Karadeniz στο ρόλο του Τουμπέργκ. Απολαυστικός σε κάθε του σκηνή, από εκείνη στο χαμάμ μέχρι εκεί που αναφέρεται για τον μύθο ότι οι τουλίπες είναι από την Ολλανδία!!! Και βέβαια, να μην ξεχνάμε τον σκυλάκο, τον Τζίμι τον Χέντριξ, που εννοείται πως είναι βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας και είναι γλυκύτατος, κλείνοντας το φιλμ ο ίδιος με ένα υπέροχο φινάλε.
Πολύ καλή ταινία, που ασχολείται με ένα δύσκολο θέμα κι όμως καταφέρνει να κάνει τους θεατές να νιώσουν ευφορία, έχοντας παράλληλα περάσει τα ενδιαφέροντα ερωτήματά της. Όχι με διδακτισμό, όχι με μελοδραματισμό, όχι με ακρότητες. Ανθρώπινα, καθαρά, ξάστερα και προτείνοντας ως μια καλή αρχή την κατανόηση. Μπράβο σε όλους που συμμετείχαν στη δημιουργία αυτής της τόσο έξυπνης και γενναιόδωρης ταινίας.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η Isabella Eklöf, γεννήθηκε το 1978 στην πόλη Έστρα Ριντ στην Ούπλαντ της Σουηδίας. Έχει πτυχίο στη Σκηνοθεσία Κινηματογράφου από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και αποφοίτησε ως σκηνοθέτις από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας το 2007. Ζει και εργάζεται στη Δανία από το 2007. Το 2012 κέρδισε το Bisballeprisen, ένα καλλιτεχνικό βραβείο της Δανίας, για τη μικρού μήκους ταινία της Notes from Underground (2011). Η Eklöf εργάζεται επίσης ως επιμελήτρια, σεναριογράφος και μεταφράστρια από και προς τα σουηδικά, τα αγγλικά και τα δανικά, και έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις και διηγήματα στα σουηδικά. Η ταινία Holiday είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους, στην οποία συνυπογράφει και το σενάριο. Ξεκίνησε τη φεστιβαλική της καριέρα με την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Η υπόθεση: Μπόντρουμ (ή Αλικαρνασσός), απέναντι από την Κω, στην Τουρκική Ριβιέρα. Είναι καλοκαίρι και η Σάσα φτάνει σε τούτο τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Είναι ξανθή (βαμμένη) και δείχνει όμορφη με έναν φτηνό τρόπο. Είναι η νέα γκόμενα ενός συμπατριώτη της μεγαλέμπορου ναρκωτικών. Ο κακοποιός, ονόματι Μάικλ, είναι μεγαλύτερός της (όχι πολύ) και μαζί με την παρέα του έχουν νοικιάσει μια βίλα στην περιοχή για να περάσουν εκεί τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Κανένα μέλος της παρέας δεν έχει τρόπους και ο Μάικλ δεν δείχνει τρυφερότητα απέναντι στην Σάσα παρά μόνον περιφρόνηση: τη βλέπει ως αντικείμενο. Η Σάσα συναντά τυχαία έναν όμορφο νεαρό Ολλανδό, τον Τόμας, και μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα φλερτ. Πώς θα αντιδράσει ο Μάικλ σ' αυτήν την κατάσταση; Και η Σάσα πως θα διαχειριστεί τη συγκεκριμένη αντίδραση;
Η άποψή μας: Ένα επίθετο που σίγουρα ταιριάζει σε τούτη την ταινία είναι το «ενδιαφέρουσα». Ένα άλλο επίθετο που αυθορμήτως βγαίνει από τα στόματα όλων μετά τη θέασή της είναι το «προβοκατόρικη». Σίγουρα πάντως δεν είναι μια ταινία που περνάει απαρατήρητη. Μια κοπέλα, που δεν έχει τίποτα άξιο λόγου επάνω της εκτός από την (συζητήσιμο κι αυτό, αλλά anyway) εμφάνισή της, μπλέκει με έναν γκάνγκστερ. Είναι η κοπέλα – τρόπαιο. Το ντιλ είναι ολοφάνερο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Εκείνη είναι δίπλα του, πάντα διαθέσιμη για σεξ, συνοδός στις εξόδους του (αυτά) κι ως αντάλλαγμα ζει μια προνομιούχο και πλούσια ζωή – δεν δείχνει να έχει κάποιο ταλέντο που θα τη βοηθούσε να επιβιώσει με άλλον τρόπο. Εννοείται πως δεν αγαπάει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει έρωτας ή άλλες τέτοιες ψευδαισθήσεις.
Υπάρχει όμως βία. Πολύ βία. Από τον Μάικλ προς την Σάσα. Αλλά και από τα τσιράκια του προς την Σάσα. Πρέπει να ξέρει τη θέση της. Πρέπει να παίρνει μόνο όσα τις δίνουν – τίποτε παραπάνω. Η παρέα είναι τουλάχιστον βάρβαρη. Κι ας πέρασαν οι Δανοί... διαφωτισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην παραλία: η παρέα έχει πάρει μαζί της ηχείο, η μουσική είναι στη διαπασών κι έχουν γραμμένους όλους τους υπόλοιπους λουόμενους. Ο ορισμός του μπούλινγκ. Επειδή μπορούν. Επειδή υπερισχύουν αριθμητικά. Επειδή έχουν τη δύναμη. Επειδή έχουν τα λεφτά. Είναι τόσο βαρετοί, είναι τόσο άδειοι, είναι τόσο αδιάφοροι, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τρώνε, να αγοράζουν ακριβά πράγματα και να «φτιάχνονται» με οποιονδήποτε τρόπο. Η Σάσα δείχνει πως υπό άλλες συνθήκες τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά για εκείνην. Δεν περνάει καλά με την παρέα. Κι όταν σε ένα παγωτατζίδικο γνωρίζει τον Τόμας, νιώθει να την ελκύει. Επιζητεί την παρέα του, περνάει καλά μαζί του. Εντέλει, όμως, όντας την ελκύει; Μήπως απλά τον χρησιμοποιεί για να πικάρει τον Μάικλ; Ή ευελπιστεί να είναι εκείνος η διαφυγή της; Να ξεφύγει από αυτό το ασφυκτικό κύκλο βίας και ανοησίας; Βλέπει πχ μπροστά στα μάτια της και ακούει με τα ίδια της τα αυτιά πώς τιμωρεί ο Μάικλ ένα από τα τσιράκια του, όταν κάνει μια μαλακία.
Η ταινία κυλάει, υπάρχει το αναγνωρίσιμο φεστιβαλικό κλίμα και ατμόσφαιρα, διακρίνεις μια πρόθεση από τη σκηνοθέτιδα κι έρχεται μετά η σκηνή σοκ – η πρώτη και βασικότερη. Ο σε κακή διάθεση Μάικλ θέλει κάπου να ξεσπάσει. Τι πιο εύκολο για εκείνον να ξεσπάσει στη Σάσα. Θέλει να τη γαμήσει με βία – όχι τρυφερότητες εδώ, όχι προκαταρκτικά. Εκείνη αντιστέκεται. Τρώει τη σφαλιάρα της, ακινητοποιείται και μετά αρχίζει το γαμήσι – βιασμός. Είναι το σεξ ως επιβολή δύναμης. Θέλει να την εξευτελίσει. Μπαίνει με βία μέσα της, την αναγκάζει να του πάρει τσιμπούκι, χύνει στο πρόσωπό της. Και την παρατάει στο πάτωμα, σαν σκουπίδι, κι εκείνος, όχι με καλύτερη διάθεση, ξαπλώνει στον καναπέ για να ξαποστάσει. Ok. Σοκ. Δεν μιλάμε για τσόντα, γιατί στις τσόντες όλο αυτό θα το βλέπαμε με κοντινά πλάνα, να μην χαθεί και το cumshot. Εδώ το πλάνο είναι ακίνητο, από μέση απόσταση, αλλά από απόσταση never the less, αποστασιοποιημένο λοιπόν, ψυχρό, κλινικό, καθόλου ερωτικό. Και τα βλέπουμε όλα, κανονικά. Είναι μια σκηνή απαραίτητη για την ταινία; Εδώ σε θέλω.
Εδώ θα υπάρξουν φοβερές και τρομερές αντιπαλότητες. Δεν θα μπορούσε να κρύψει τη διείσδυση, το πέος, την εκσπερμάτιση; Θα ήταν υποκριτική η σκηνοθέτιδα; Και τώρα που τα δείχνει όλα; Μήπως είναι στυγνή υπολογίστρια; Θα το πάω ένα βήμα παραπέρα: αν τη σκηνή τη γύριζε άνδρας σκηνοθέτης, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις; Θα έβγαζαν πολεμικές ιαχές οι φεμινίστριες; Θα κάνουν το ίδιο και τώρα που γνωρίζουν πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται μια γυναίκα; Μια σκηνή ενός λεπτού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ταινία. Και επισκιάζει άλλες σκηνές, που κατ' εμέ είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες. Σε μία από αυτές η Σάσα βγαίνει βόλτα με το σκούτερ της για να εξερευνήσει την περιοχή μόνη της. Και φοράει ένα σάλι. Σταματάει και ζητάει βοήθεια και κατευθύνσεις από μια ομάδα ντόπιων, που δεν ξέρουν αγγλικά. Ο ένας από αυτούς της λέει: πρόσεξε το σάλι σου. Φόρα το γύρω από το κεφάλι σου. Οι θεατές, έχοντας στερεότυπα μέσα μας, πιστεύουμε πως της το λέει επειδή είναι φανατικός μουσουλμάνος και επιθυμεί όλες οι γυναίκες να φοράνε μαντίλα. Η Σάσα απλά δεν καταλαβαίνει. Το μόνο που ήθελε ο άνθρωπος ήταν να την προστατέψει: το μακρύ σάλι μπαίνει στις ρόδες του σκούτερ και παραλίγο να τη σκοτώσει!
Πλησιάζοντας προς το φινάλε, η ταινία θαρρείς πως βγήκε κατευθείαν από το σύμπαν μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ και πως η Σάσα θα μπορούσε να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Τομ Ρίπλεϊ. Και ακολουθεί το «μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια». Αν μαθαίνεις να ζεις μέσα στη βία, μόνο με τη βία μπορείς να διαχειριστείς ότι σε υπερβαίνει. Όταν η Σάσα νιώθει προσβεβλημένη το μόνο που κάνει είναι να επιλέξει τη βία για να λύσει το πρόβλημα. Καμία ενοχή. Έτσι αγαπούλα; Αν μη τι άλλο, μια ταινία που μπορεί να προκαλέσει πολύωρες συζητήσεις. Ίσως και βίαιες...
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Μπόντρουμ (ή Αλικαρνασσός), απέναντι από την Κω, στην Τουρκική Ριβιέρα. Είναι καλοκαίρι και η Σάσα φτάνει σε τούτο τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Είναι ξανθή (βαμμένη) και δείχνει όμορφη με έναν φτηνό τρόπο. Είναι η νέα γκόμενα ενός συμπατριώτη της μεγαλέμπορου ναρκωτικών. Ο κακοποιός, ονόματι Μάικλ, είναι μεγαλύτερός της (όχι πολύ) και μαζί με την παρέα του έχουν νοικιάσει μια βίλα στην περιοχή για να περάσουν εκεί τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Κανένα μέλος της παρέας δεν έχει τρόπους και ο Μάικλ δεν δείχνει τρυφερότητα απέναντι στην Σάσα παρά μόνον περιφρόνηση: τη βλέπει ως αντικείμενο. Η Σάσα συναντά τυχαία έναν όμορφο νεαρό Ολλανδό, τον Τόμας, και μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα φλερτ. Πώς θα αντιδράσει ο Μάικλ σ' αυτήν την κατάσταση; Και η Σάσα πως θα διαχειριστεί τη συγκεκριμένη αντίδραση;
Η άποψή μας: Ένα επίθετο που σίγουρα ταιριάζει σε τούτη την ταινία είναι το «ενδιαφέρουσα». Ένα άλλο επίθετο που αυθορμήτως βγαίνει από τα στόματα όλων μετά τη θέασή της είναι το «προβοκατόρικη». Σίγουρα πάντως δεν είναι μια ταινία που περνάει απαρατήρητη. Μια κοπέλα, που δεν έχει τίποτα άξιο λόγου επάνω της εκτός από την (συζητήσιμο κι αυτό, αλλά anyway) εμφάνισή της, μπλέκει με έναν γκάνγκστερ. Είναι η κοπέλα – τρόπαιο. Το ντιλ είναι ολοφάνερο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Εκείνη είναι δίπλα του, πάντα διαθέσιμη για σεξ, συνοδός στις εξόδους του (αυτά) κι ως αντάλλαγμα ζει μια προνομιούχο και πλούσια ζωή – δεν δείχνει να έχει κάποιο ταλέντο που θα τη βοηθούσε να επιβιώσει με άλλον τρόπο. Εννοείται πως δεν αγαπάει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει έρωτας ή άλλες τέτοιες ψευδαισθήσεις.
Υπάρχει όμως βία. Πολύ βία. Από τον Μάικλ προς την Σάσα. Αλλά και από τα τσιράκια του προς την Σάσα. Πρέπει να ξέρει τη θέση της. Πρέπει να παίρνει μόνο όσα τις δίνουν – τίποτε παραπάνω. Η παρέα είναι τουλάχιστον βάρβαρη. Κι ας πέρασαν οι Δανοί... διαφωτισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην παραλία: η παρέα έχει πάρει μαζί της ηχείο, η μουσική είναι στη διαπασών κι έχουν γραμμένους όλους τους υπόλοιπους λουόμενους. Ο ορισμός του μπούλινγκ. Επειδή μπορούν. Επειδή υπερισχύουν αριθμητικά. Επειδή έχουν τη δύναμη. Επειδή έχουν τα λεφτά. Είναι τόσο βαρετοί, είναι τόσο άδειοι, είναι τόσο αδιάφοροι, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τρώνε, να αγοράζουν ακριβά πράγματα και να «φτιάχνονται» με οποιονδήποτε τρόπο. Η Σάσα δείχνει πως υπό άλλες συνθήκες τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά για εκείνην. Δεν περνάει καλά με την παρέα. Κι όταν σε ένα παγωτατζίδικο γνωρίζει τον Τόμας, νιώθει να την ελκύει. Επιζητεί την παρέα του, περνάει καλά μαζί του. Εντέλει, όμως, όντας την ελκύει; Μήπως απλά τον χρησιμοποιεί για να πικάρει τον Μάικλ; Ή ευελπιστεί να είναι εκείνος η διαφυγή της; Να ξεφύγει από αυτό το ασφυκτικό κύκλο βίας και ανοησίας; Βλέπει πχ μπροστά στα μάτια της και ακούει με τα ίδια της τα αυτιά πώς τιμωρεί ο Μάικλ ένα από τα τσιράκια του, όταν κάνει μια μαλακία.
Η ταινία κυλάει, υπάρχει το αναγνωρίσιμο φεστιβαλικό κλίμα και ατμόσφαιρα, διακρίνεις μια πρόθεση από τη σκηνοθέτιδα κι έρχεται μετά η σκηνή σοκ – η πρώτη και βασικότερη. Ο σε κακή διάθεση Μάικλ θέλει κάπου να ξεσπάσει. Τι πιο εύκολο για εκείνον να ξεσπάσει στη Σάσα. Θέλει να τη γαμήσει με βία – όχι τρυφερότητες εδώ, όχι προκαταρκτικά. Εκείνη αντιστέκεται. Τρώει τη σφαλιάρα της, ακινητοποιείται και μετά αρχίζει το γαμήσι – βιασμός. Είναι το σεξ ως επιβολή δύναμης. Θέλει να την εξευτελίσει. Μπαίνει με βία μέσα της, την αναγκάζει να του πάρει τσιμπούκι, χύνει στο πρόσωπό της. Και την παρατάει στο πάτωμα, σαν σκουπίδι, κι εκείνος, όχι με καλύτερη διάθεση, ξαπλώνει στον καναπέ για να ξαποστάσει. Ok. Σοκ. Δεν μιλάμε για τσόντα, γιατί στις τσόντες όλο αυτό θα το βλέπαμε με κοντινά πλάνα, να μην χαθεί και το cumshot. Εδώ το πλάνο είναι ακίνητο, από μέση απόσταση, αλλά από απόσταση never the less, αποστασιοποιημένο λοιπόν, ψυχρό, κλινικό, καθόλου ερωτικό. Και τα βλέπουμε όλα, κανονικά. Είναι μια σκηνή απαραίτητη για την ταινία; Εδώ σε θέλω.
Εδώ θα υπάρξουν φοβερές και τρομερές αντιπαλότητες. Δεν θα μπορούσε να κρύψει τη διείσδυση, το πέος, την εκσπερμάτιση; Θα ήταν υποκριτική η σκηνοθέτιδα; Και τώρα που τα δείχνει όλα; Μήπως είναι στυγνή υπολογίστρια; Θα το πάω ένα βήμα παραπέρα: αν τη σκηνή τη γύριζε άνδρας σκηνοθέτης, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις; Θα έβγαζαν πολεμικές ιαχές οι φεμινίστριες; Θα κάνουν το ίδιο και τώρα που γνωρίζουν πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται μια γυναίκα; Μια σκηνή ενός λεπτού βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ταινία. Και επισκιάζει άλλες σκηνές, που κατ' εμέ είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες. Σε μία από αυτές η Σάσα βγαίνει βόλτα με το σκούτερ της για να εξερευνήσει την περιοχή μόνη της. Και φοράει ένα σάλι. Σταματάει και ζητάει βοήθεια και κατευθύνσεις από μια ομάδα ντόπιων, που δεν ξέρουν αγγλικά. Ο ένας από αυτούς της λέει: πρόσεξε το σάλι σου. Φόρα το γύρω από το κεφάλι σου. Οι θεατές, έχοντας στερεότυπα μέσα μας, πιστεύουμε πως της το λέει επειδή είναι φανατικός μουσουλμάνος και επιθυμεί όλες οι γυναίκες να φοράνε μαντίλα. Η Σάσα απλά δεν καταλαβαίνει. Το μόνο που ήθελε ο άνθρωπος ήταν να την προστατέψει: το μακρύ σάλι μπαίνει στις ρόδες του σκούτερ και παραλίγο να τη σκοτώσει!
Πλησιάζοντας προς το φινάλε, η ταινία θαρρείς πως βγήκε κατευθείαν από το σύμπαν μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ και πως η Σάσα θα μπορούσε να είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Τομ Ρίπλεϊ. Και ακολουθεί το «μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια». Αν μαθαίνεις να ζεις μέσα στη βία, μόνο με τη βία μπορείς να διαχειριστείς ότι σε υπερβαίνει. Όταν η Σάσα νιώθει προσβεβλημένη το μόνο που κάνει είναι να επιλέξει τη βία για να λύσει το πρόβλημα. Καμία ενοχή. Έτσι αγαπούλα; Αν μη τι άλλο, μια ταινία που μπορεί να προκαλέσει πολύωρες συζητήσεις. Ίσως και βίαιες...
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η ταινία Καλοκαίρι (Leto / Summer) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Kirill Serebrennikov, ο οποίος συμμετείχε μ' αυτήν φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, δύο χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία του, «Ο πιστός» ((M)uchenik), που είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο ίδιο φεστιβάλ. Ο Serebrennikov αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό από τη ρωσική κυβέρνηση, καθώς κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε χρήματα από φιλανθρωπικό οργανισμό που διευθύνει, και καταδικάστηκε γι’ αυτό. Όλοι όμως γνωρίζουν πως πίσω από την κατηγορία βρίσκεται ο Putin, ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι στημένο για να τιμωρηθεί ο σκηνοθέτης, μιας που ποτέ δεν σταμάτησε να καταφέρεται εναντίον του Ρώσου ηγέτη. Οπότε στις Κάννες υπήρχε μια φάση Free Kirill… Η ταινία στο δικό μας φεστιβάλ προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από επιτροπή λογοκρισίας και να εγκρίνονται.
Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...
Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εξαιρετικά δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμά του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια. Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό.
Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ. Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω, και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το υπέροχα φωτογραφημένο ασπρόμαυρο αυτό φιλμ από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision.
Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από επιτροπή λογοκρισίας και να εγκρίνονται.
Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...
Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εξαιρετικά δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμά του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια. Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό.
Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ. Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω, και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το υπέροχα φωτογραφημένο ασπρόμαυρο αυτό φιλμ από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision.
Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 17.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)