του Θόδωρου Γιαχουστίδη
5η ανταπόκριση – Τρίτη 6 Νοεμβρίου
Ινδός γκουρού έσυρε αμάξι με τα γεννητικά του όργανα
Ινδός γκουρού έσυρε αμάξι με τα γεννητικά του όργανα
Στην εισαγωγή σήμερα θα πω δυο κουβέντες για τις παπαριές που είπε ο Βορίδης – τις οποίες και συνδέω εντελώς meta με τον τίτλο του πονήματος, που αποτελεί κανονική είδηση κι όχι... παπαριά (#diplhs). Αλήθεια τώρα; Αλήθεια; Υπάρχουν ακόμα νοήμονες άνθρωποι σ' αυτήν τη χώρα, που παίρνουν στα σοβαρά αυτά (τα συγκεκριμένα, έτσι, δεν κρίνουμε συνολικά τη ρητορική του Βορίδη, oups, I did it again, μουάχαχαχαχαχα #triplhs) τα περί κατάργησης των Χριστουγέννων και τα περί αφαίρεσης του σταυρού από την ελληνική σημαία; Καλά, είμαστε σοβαροί; Μόνον όταν επιτέλους θα ξεσηκωθούμε και θα ρίξουμε τους προύχοντες στη θάλασσα κι έχουμε μια λαϊκή δημοκρατία, μια σωστή σοβιετία (σημείωση: θα μου πεις, εδώ υπάρχουν σήμερα κάποιοι που πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι σοβιετία και ότι ο Τσίπρας είναι αριστερός, τον Βορίδη δεν θα πιστέψουν;) τότε πολλά πράγματα θα τεθούν υπό νέο πρίσμα. Άσχημα θα είναι να έχουμε το κόκκινο χρώμα του Ολυμπιακού σε συνδυασμό με τον δικέφαλο αετό του ΠΑΟΚ, των δύο πιο δημοφιλών ομάδων στη χώρα μας παντού στην Ελλάδα να είναι κυρίαρχα; 'Ακου θα καταργήσουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα Χριστούγεννα. Ναι, αφού διαχωρίσουν τις σχέσεις εκκλησίας – κράτους. Τα τσιμέντα γελάνε στη διαπασών. Τρεις ταινίες σήμερα – επάθαμεν υπερκόπωση!
Ο Στηβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και το θέατρο. Το 2010 ξεκινησε τη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To The Waiter είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία κάνει τη διεθνή της πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Κρικρής υπογράφει και το σενάριο και είναι ένας από τους παραγωγούς, ενώ εμπνεύστηκε την ιστορία από πραγματικά γεγονότα, που βίωσε ο ίδιος
Η υπόθεση: Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που ζει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η καθημερινή του ρουτίνα, όμως, θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο σκοτεινοί χαρακτήρες, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, μπλεγμένοι με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων. Ο Ρένος, πλέον, θα δοκιμάσει την ικανότητά του και την προθυμία του να αλλάξει τη ζωή του σε ότι αφορά τα θέματα της αγάπης και του θανάτου. Νέες σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν και η εμπιστοσύνη θα αμφισβητηθεί. Το αναπάντεχο που έρχεται στη ζωή του Ρένου, του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Θα τον αλλάξει ή τελικά θα παραμείνει ο ίδιος;
Η άποψή μας: Τελικά το weird του ελληνικού σινεμά έχει χίλια καλά, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά. Παρακολουθείς πχ αυτήν την ταινία. Και κατασκευαστικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Και αισθητικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Θέλω να πω, μπορεί κάποιοι να διαφωνήσουν, να πουν ότι φέρνει σε αισθητική βιντεοκλίπ κι άλλα τέτοια, αλλά ο άνθρωπος δεν ένωσε απλά διαφορετικές εικόνες μεταξύ τους τυχαία. Κάθε κάδρο είναι προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια και η επιλογή των χώρων έγινε και με μεράκι και με τελικό αποτέλεσμα, που προσωπικά, με εντυπωσίασε. Από τον ψυχρό διάδρομο της πολυκατοικίας με τα αντικριστά διαμερίσματα, το καφέ όπου δουλεύει ο σερβιτόρος μας, τα εσωτερικά των σπιτιών, ιδίως του Ρένου, με τα φυτά και τις ζωγραφιές του, μέχρι και ο χώρος με το πλυντήριο ρούχων και γενικώς όλα τα εξωτερικά σε μέρη τόσο της Αθήνας που αξίζει να βλέπεις, πέρα από τα τουριστικά, αλλά και το παραλίμνιο δάσος όπου λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος, όλα δείχνουν υψηλά στάνταρ παραγωγής.
Κι έχει γίνει τρομερή δουλειά σε ότι αφορά τη διεύθυνση φωτογραφίας (το καταλαβαίνεις αυτό στο ότι τα πλάνα είναι τρομερά είτε μιλάμε για νυχτερινά (το δύσκολο) είτε για πλάνα ημέρας. Και η μουσική είναι πολύ καλή – η σκηνή στο μπαρ με την σερβιτόρα να τραγουδάει την «Σκλάβα» της Τζένη Βάνου χρησιμοποιώντας ένα λουλούδι, είναι και σουρεάλ αλλά μια χαρά ενταγμένη στο σύμπαν της ταινίας. Τι απομένει; Ναι, καλά το καταλάβατε. Το σενάριο. Το σενάριο λοιπόν είναι «λίγο». Αν όπως διατείνεται ο δημιουργός της ταινίας αυτό είναι ένα υπαρξιακό νεονουάρ, εγώ θα έλεγα πως πρόκειται για ένα υπαρξιακό νεονουάρ the weird way. Και, ρε παιδί μου, καλή η αφαίρεση και το ότι το σενάριο δεν φλυαρεί είναι καλό πράγμα, αλλά δώσε κάτι στον θεατή να πιαστεί. Όχι μόνον αναφορές. Από τον Μελβίλ έως τον (τηλεοπτικό) Hannibal!
Στην ταινία έχουμε μία (συν μία) δολοφονία (εντάξει, τη μία την λες και αυτοάμυνα) αλλά δεν έχουμε κίνητρο, έστω να ψελλιστεί ρε παιδί μου, να πεις ως θεατής «α, γι' αυτό τον σκότωσε». Επίσης, ο μεφιστοφελικός ήρωας που υποδύεται ο Στάνκογλου ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί «κολλάει» με τον σερβιτόρο του Σερβετάλη. Γιατί τον καλεί για φαγητό, γιατί τον πάει στη σάουνα, γιατί του γνωρίζει την κοπέλα (;) του. Οπότε, εντέλει, σε μιάμιση ώρα ταινίας, κάτι τόσο ισχνό ως «τσιτσί» δεν φτάνει. Χαίρομαι πάντως πως έμαθα: πώς να κάνω τσάκιση στο παντελόνι, πώς να βγάζω τσίχλα από παπούτσι, για ποιον λόγο κάποιος γίνεται τζογαδόρος και πως προκαλείται ο λόξιγκας. Αλλά αυτές οι σκηνές με τις συγκεκριμένες πληροφορίες θυμίζουν... Φιλίππου. Αγαπάμε Σερβετάλη, που όμως ουσιαστικά, δεν κάνει κάτι υποκριτικά. Είναι το ίδιο ανέκφραστος σε όλη την ταινία γιατί αυτό απαιτεί το σενάριο.
Είναι λες και μεταπήδησε κατευθείαν από το παλιότερο «L» στο σύμπαν τούτης της ταινίας. Και στο τέλος, ενώ σε όλες τις ταινίες, λέμε πως ο βασικός ήρωας μπαίνει στην αρχή α και βγαίνει στο φινάλε β, αλλαγμένος, εδώ ο σερβιτόρος μας δεν αλλάζει παρά το γεγονός ότι συμμετέχει σε life changing εμπειρίες. Με τίποτα δεν λες την ταινία του πεταματού, ήθελε όμως δουλίτσα σεναριακά.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που ζει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η καθημερινή του ρουτίνα, όμως, θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο σκοτεινοί χαρακτήρες, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, μπλεγμένοι με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων. Ο Ρένος, πλέον, θα δοκιμάσει την ικανότητά του και την προθυμία του να αλλάξει τη ζωή του σε ότι αφορά τα θέματα της αγάπης και του θανάτου. Νέες σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν και η εμπιστοσύνη θα αμφισβητηθεί. Το αναπάντεχο που έρχεται στη ζωή του Ρένου, του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Θα τον αλλάξει ή τελικά θα παραμείνει ο ίδιος;
Η άποψή μας: Τελικά το weird του ελληνικού σινεμά έχει χίλια καλά, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά. Παρακολουθείς πχ αυτήν την ταινία. Και κατασκευαστικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Και αισθητικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Θέλω να πω, μπορεί κάποιοι να διαφωνήσουν, να πουν ότι φέρνει σε αισθητική βιντεοκλίπ κι άλλα τέτοια, αλλά ο άνθρωπος δεν ένωσε απλά διαφορετικές εικόνες μεταξύ τους τυχαία. Κάθε κάδρο είναι προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια και η επιλογή των χώρων έγινε και με μεράκι και με τελικό αποτέλεσμα, που προσωπικά, με εντυπωσίασε. Από τον ψυχρό διάδρομο της πολυκατοικίας με τα αντικριστά διαμερίσματα, το καφέ όπου δουλεύει ο σερβιτόρος μας, τα εσωτερικά των σπιτιών, ιδίως του Ρένου, με τα φυτά και τις ζωγραφιές του, μέχρι και ο χώρος με το πλυντήριο ρούχων και γενικώς όλα τα εξωτερικά σε μέρη τόσο της Αθήνας που αξίζει να βλέπεις, πέρα από τα τουριστικά, αλλά και το παραλίμνιο δάσος όπου λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος, όλα δείχνουν υψηλά στάνταρ παραγωγής.
Κι έχει γίνει τρομερή δουλειά σε ότι αφορά τη διεύθυνση φωτογραφίας (το καταλαβαίνεις αυτό στο ότι τα πλάνα είναι τρομερά είτε μιλάμε για νυχτερινά (το δύσκολο) είτε για πλάνα ημέρας. Και η μουσική είναι πολύ καλή – η σκηνή στο μπαρ με την σερβιτόρα να τραγουδάει την «Σκλάβα» της Τζένη Βάνου χρησιμοποιώντας ένα λουλούδι, είναι και σουρεάλ αλλά μια χαρά ενταγμένη στο σύμπαν της ταινίας. Τι απομένει; Ναι, καλά το καταλάβατε. Το σενάριο. Το σενάριο λοιπόν είναι «λίγο». Αν όπως διατείνεται ο δημιουργός της ταινίας αυτό είναι ένα υπαρξιακό νεονουάρ, εγώ θα έλεγα πως πρόκειται για ένα υπαρξιακό νεονουάρ the weird way. Και, ρε παιδί μου, καλή η αφαίρεση και το ότι το σενάριο δεν φλυαρεί είναι καλό πράγμα, αλλά δώσε κάτι στον θεατή να πιαστεί. Όχι μόνον αναφορές. Από τον Μελβίλ έως τον (τηλεοπτικό) Hannibal!
Στην ταινία έχουμε μία (συν μία) δολοφονία (εντάξει, τη μία την λες και αυτοάμυνα) αλλά δεν έχουμε κίνητρο, έστω να ψελλιστεί ρε παιδί μου, να πεις ως θεατής «α, γι' αυτό τον σκότωσε». Επίσης, ο μεφιστοφελικός ήρωας που υποδύεται ο Στάνκογλου ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί «κολλάει» με τον σερβιτόρο του Σερβετάλη. Γιατί τον καλεί για φαγητό, γιατί τον πάει στη σάουνα, γιατί του γνωρίζει την κοπέλα (;) του. Οπότε, εντέλει, σε μιάμιση ώρα ταινίας, κάτι τόσο ισχνό ως «τσιτσί» δεν φτάνει. Χαίρομαι πάντως πως έμαθα: πώς να κάνω τσάκιση στο παντελόνι, πώς να βγάζω τσίχλα από παπούτσι, για ποιον λόγο κάποιος γίνεται τζογαδόρος και πως προκαλείται ο λόξιγκας. Αλλά αυτές οι σκηνές με τις συγκεκριμένες πληροφορίες θυμίζουν... Φιλίππου. Αγαπάμε Σερβετάλη, που όμως ουσιαστικά, δεν κάνει κάτι υποκριτικά. Είναι το ίδιο ανέκφραστος σε όλη την ταινία γιατί αυτό απαιτεί το σενάριο.
Είναι λες και μεταπήδησε κατευθείαν από το παλιότερο «L» στο σύμπαν τούτης της ταινίας. Και στο τέλος, ενώ σε όλες τις ταινίες, λέμε πως ο βασικός ήρωας μπαίνει στην αρχή α και βγαίνει στο φινάλε β, αλλαγμένος, εδώ ο σερβιτόρος μας δεν αλλάζει παρά το γεγονός ότι συμμετέχει σε life changing εμπειρίες. Με τίποτα δεν λες την ταινία του πεταματού, ήθελε όμως δουλίτσα σεναριακά.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Gustav Möller γεννήθηκε το 1988 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Είναι δηλαδή μόλις 30 ετών. Αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου με την ταινία In Darkness, η οποία κέρδισε το βραβείο Next Generation Award της πόλης Χάουγκεσουντ. Κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, που έχει προκαλέσει (δικαιολογημένο) ενθουσιασμό όπου κι αν έχει προβληθεί. Τίτλος της: Ο ένοχος (Den skyldige / The Guilty). Μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού στο τμήμα World Cinema. Μια ταινία που προβλήθηκε σε μπόλικα φεστιβάλ από τότε κι έφτασε και στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τον Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Δανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Η υπόθεση: Ο Άσγκερ είναι ένας αστυνομικός που έχει υποπέσει σε δυσμένεια εξαιτίας κάτι που έχει κάνει και κάνει βάρδιες στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην Κοπεγχάγη. Είναι μια δουλειά που δεν τη γουστάρει: θέλει να βρίσκεται έξω, στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχει δράση, εκεί όπου μπορεί να σταματήσει το κακό. Ένα απόγευμα, το τελευταίο πριν περάσει ακρόαση για την πράξη για την οποία ελέγχεται, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Ο Άσγκερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Καθηλωμένος στην καρέκλα του, αναγκάζεται να πείσει άλλους να γίνουν τα μάτια και τα αυτιά του, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά το μέγεθος του εγκλήματος. Αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος...
Η άποψή μας: Ότι διαβάσατε για το συγκεκριμένο θρίλερ είναι αληθινά! Πρόκειται για τις πιο συναρπαστικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία, με το σασπένς να βαράει κόκκινο σε κάθε δευτερόλεπτο. Προσωπικά, είμαι λάτρης αυτού του είδους ταινιών, ας τις βαφτίσω κλειστοφοβικά θρίλερ. Όλη (ή η περισσότερη) δράση περιορίζεται μέσα σε έναν πεπερασμένο χώρο, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Στην ταινία «Buried» ο Ryan Reynolds προσπαθούσε να βγει ζωντανός από ένα φέρετρο θαμμένο στη γη, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν! Στην ταινία «Σε λάθος χρόνο» ο Tom Hardy προσπαθούσε να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα της ζωής του μέσα σε μια νύχτα, ευρισκόμενος μέσα στο αμάξι του, οδηγώντας. Ακόμα ακόμα στην ταινία «Τηλεφωνικός θάλαμος» ο Colin Farrell προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και να σώσει κι άλλους ευρισκόμενος καθηλωμένος στον τηλεφωνικό θάλαμο, κάπου στη Νέα Υόρκη, μιλώντας με τον «κακό» της ταινίας.
Στην περίπτωσή μας ο Άσγκερ (τρομερή δουλειά από τον άγνωστό μας ηθοποιό, Jakob Cedergren) βρίσκεται κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Άμεσης Δράσης. Και πρέπει να σώσει μια γυναίκα που έπεσε θύμα απαγωγής. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και το δικό του δράμα, τη δική του ψυχική αναταραχή: είναι ανήσυχος, με εκρήξεις βίας, καθόλου ευγενικός, απότομος, τρώγεται με τα ρούχα του, τον κατατρώνε οι Ερινύες: παλεύει με τη συνείδησή του. Πέρα από το γεγονός ότι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ο σκηνοθέτης μας έχει καρφωμένους στην καρέκλα, υπάρχει μια ανατροπή που οδηγεί την ταινία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Είναι ο καταλύτης που την οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και σε τρομερές αναρωτήσεις σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Δεν είναι χωρίς ψεγάδια η ταινία, αλλά ρε παιδιά, ο άνθρωπος έκανε μια ταινιάρα με δυνατότερο όπλο του το σενάριο! Είναι αυτή μια ακριβή ταινία; Αδυνατώ να φανταστώ ότι δεν θα μπορούσε να γυριστεί με ελάχιστο μπάτζετ από τον οποιονδήποτε. Το σενάριο όμως είναι όλα τα λεφτά. Και η σκηνοθετική αντιμετώπιση και το μοντάζ, εντάξει, εννοείται.
Πολύ εύκολα το εξαιρετικό σενάριο θα ευτελιζόταν ή θα οδηγούσε στην κούραση αν ο σκηνοθέτης δεν έβρισκε τρόπους να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση, τόσο παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας όσο και σε οπτικό επίπεδο. Διάφορες γωνίες τοποθέτησης της κάμερας, πολλά κοντινά (να βλέπουμε τον ιδρώτα του ήρωά μας, την αγωνία του, τον πόνο του, να καταλαβαίνουμε πως πρέπει να σώσει τη γυναίκα αυτή, πρέπει να το κάνει για να εξιλεωθεί ο ίδιος, γιατί τα έχει κάνει λίγο σκατά), μικρά ιντερλούδια για να πάρουμε και μια ανάσα – ακόμα και το πέταγμα ενός αναβράζοντος δισκίου φαρμάκου σε ένα ποτήρι νερό δίνει την απαραίτητη ανάσα, να ξαποστάσουμε λίγο και μετά βουρ και πάλι στον ίλιγγο – μέχρι και το χιούμορ επιστρατεύει πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) για να χαλαρώνουν οι θεατές. Το περιστατικό με την ποδηλάτισσα δηλαδή δίνει στον θεατή το δικαίωμα να διώξει λίγη αδρεναλίνη, να μην κινείται μονίμως στα κόκκινα. Στο τέλος, οι ένοχοι είναι περισσότεροι του ενός. Και παραδόξως, το γεγονός ότι δεν κατακρίνεται η άτιμη κοινωνία, δεν λειτουργεί αρνητικά για την ταινία. Ίσα ίσα.
Δεν χρειάζεται εδώ πολιτική ή κοινωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Πάρα πολύ καλό θρίλερ που νομίζω μέσα στο 2020 το αργότερο θα είναι έτοιμο για να δούμε και το αμερικάνικο ριμέικ του. Αποκλείεται να το αφήσουν ανεκμετάλλευτο τέτοιο διαμαντάκι οι χολιγουντιανοί.
(η ταινία προβάλλεται την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)
Η υπόθεση: Ο Άσγκερ είναι ένας αστυνομικός που έχει υποπέσει σε δυσμένεια εξαιτίας κάτι που έχει κάνει και κάνει βάρδιες στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην Κοπεγχάγη. Είναι μια δουλειά που δεν τη γουστάρει: θέλει να βρίσκεται έξω, στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχει δράση, εκεί όπου μπορεί να σταματήσει το κακό. Ένα απόγευμα, το τελευταίο πριν περάσει ακρόαση για την πράξη για την οποία ελέγχεται, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Ο Άσγκερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Καθηλωμένος στην καρέκλα του, αναγκάζεται να πείσει άλλους να γίνουν τα μάτια και τα αυτιά του, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά το μέγεθος του εγκλήματος. Αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος...
Η άποψή μας: Ότι διαβάσατε για το συγκεκριμένο θρίλερ είναι αληθινά! Πρόκειται για τις πιο συναρπαστικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία, με το σασπένς να βαράει κόκκινο σε κάθε δευτερόλεπτο. Προσωπικά, είμαι λάτρης αυτού του είδους ταινιών, ας τις βαφτίσω κλειστοφοβικά θρίλερ. Όλη (ή η περισσότερη) δράση περιορίζεται μέσα σε έναν πεπερασμένο χώρο, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Στην ταινία «Buried» ο Ryan Reynolds προσπαθούσε να βγει ζωντανός από ένα φέρετρο θαμμένο στη γη, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν! Στην ταινία «Σε λάθος χρόνο» ο Tom Hardy προσπαθούσε να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα της ζωής του μέσα σε μια νύχτα, ευρισκόμενος μέσα στο αμάξι του, οδηγώντας. Ακόμα ακόμα στην ταινία «Τηλεφωνικός θάλαμος» ο Colin Farrell προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και να σώσει κι άλλους ευρισκόμενος καθηλωμένος στον τηλεφωνικό θάλαμο, κάπου στη Νέα Υόρκη, μιλώντας με τον «κακό» της ταινίας.
Στην περίπτωσή μας ο Άσγκερ (τρομερή δουλειά από τον άγνωστό μας ηθοποιό, Jakob Cedergren) βρίσκεται κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Άμεσης Δράσης. Και πρέπει να σώσει μια γυναίκα που έπεσε θύμα απαγωγής. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και το δικό του δράμα, τη δική του ψυχική αναταραχή: είναι ανήσυχος, με εκρήξεις βίας, καθόλου ευγενικός, απότομος, τρώγεται με τα ρούχα του, τον κατατρώνε οι Ερινύες: παλεύει με τη συνείδησή του. Πέρα από το γεγονός ότι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ο σκηνοθέτης μας έχει καρφωμένους στην καρέκλα, υπάρχει μια ανατροπή που οδηγεί την ταινία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Είναι ο καταλύτης που την οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και σε τρομερές αναρωτήσεις σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Δεν είναι χωρίς ψεγάδια η ταινία, αλλά ρε παιδιά, ο άνθρωπος έκανε μια ταινιάρα με δυνατότερο όπλο του το σενάριο! Είναι αυτή μια ακριβή ταινία; Αδυνατώ να φανταστώ ότι δεν θα μπορούσε να γυριστεί με ελάχιστο μπάτζετ από τον οποιονδήποτε. Το σενάριο όμως είναι όλα τα λεφτά. Και η σκηνοθετική αντιμετώπιση και το μοντάζ, εντάξει, εννοείται.
Πολύ εύκολα το εξαιρετικό σενάριο θα ευτελιζόταν ή θα οδηγούσε στην κούραση αν ο σκηνοθέτης δεν έβρισκε τρόπους να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση, τόσο παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας όσο και σε οπτικό επίπεδο. Διάφορες γωνίες τοποθέτησης της κάμερας, πολλά κοντινά (να βλέπουμε τον ιδρώτα του ήρωά μας, την αγωνία του, τον πόνο του, να καταλαβαίνουμε πως πρέπει να σώσει τη γυναίκα αυτή, πρέπει να το κάνει για να εξιλεωθεί ο ίδιος, γιατί τα έχει κάνει λίγο σκατά), μικρά ιντερλούδια για να πάρουμε και μια ανάσα – ακόμα και το πέταγμα ενός αναβράζοντος δισκίου φαρμάκου σε ένα ποτήρι νερό δίνει την απαραίτητη ανάσα, να ξαποστάσουμε λίγο και μετά βουρ και πάλι στον ίλιγγο – μέχρι και το χιούμορ επιστρατεύει πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) για να χαλαρώνουν οι θεατές. Το περιστατικό με την ποδηλάτισσα δηλαδή δίνει στον θεατή το δικαίωμα να διώξει λίγη αδρεναλίνη, να μην κινείται μονίμως στα κόκκινα. Στο τέλος, οι ένοχοι είναι περισσότεροι του ενός. Και παραδόξως, το γεγονός ότι δεν κατακρίνεται η άτιμη κοινωνία, δεν λειτουργεί αρνητικά για την ταινία. Ίσα ίσα.
Δεν χρειάζεται εδώ πολιτική ή κοινωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Πάρα πολύ καλό θρίλερ που νομίζω μέσα στο 2020 το αργότερο θα είναι έτοιμο για να δούμε και το αμερικάνικο ριμέικ του. Αποκλείεται να το αφήσουν ανεκμετάλλευτο τέτοιο διαμαντάκι οι χολιγουντιανοί.
(η ταινία προβάλλεται την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)
Ο Άγγελος Φραντζής γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα και σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου στην INSAS στις Βρυξέλλες. Οι ταινίες του έχουν βραβευθεί και προβληθεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Ασχολήθηκε με την κινηματογραφική κριτική και θεωρητικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε αρκετά έντυπα και βιβλία. Επίσης, διδάσκει Κινηματογράφο στο Τμήμα Κινηματογράφου της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί και με έργα μικτών τεχνικών (εγκαταστάσεις, περφόρμανς). Παραστάσεις και έργα του έχουν φιλοξενηθεί μεταξύ άλλων στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών καθώς και στην Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η ταινία Ακίνητο ποτάμι είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους της καριέρας του. Έχουν προηγηθεί τα: «Polaroid», «Το όνειρο του σκύλου», «Μέσα στο δάσος» και «Σύμπτωμα». Αυτή η πιο φιλόδοξη ταινία του. Δεν θα έλεγα, όμως, πως είναι και η πιο επιτυχημένη του.
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα, που πρόσφατα μετακόμισε σε μια βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Πέτρου, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι η Άννα είναι έγκυος, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα. Τον απάτησε; Μήπως έχουν πέσει θύματα συνωμοσίας; Ή μήπως ευλογηθηκαν με ένα θαύμα; Αναζητώντας μια λογική εξήγηση, ο Πέτρος αμφισβητεί την Άννα, η οποία στρέφεται προς τη θρησκεία. Ο μέχρι πρότινος ακλόνητος δεσμός τους βρίσκεται σε κρίση, καθώς η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο ορθολογικό και το πνευματικό.
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από εκείνες τις ταινίες, που τις παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα. Το καλό... άνοιγμα οφείλεται στην ομορφιά που ξεχειλίζει από την οθόνη, από κάθε κάδρο, από κάθε παιχνίδισμα του φωτός. Το κακό... άνοιγμα έχει να κάνει – ναι, καλά το καταλάβατε – με το σενάριο. Είναι θεμιτό να πάρεις οποιοδήποτε θέμα, να το καταγράψεις ως σενάριο και να το κάνεις ταινία. Η μαγκιά και το ταλέντο κρίνονται από το πώς θα μεταφέρεις αυτό το θέμα. Το πως είναι γραμμένο το σενάριο. Το πως μπορείς να το υποστηρίξεις κατασκευαστικά. Και το αν οι ηθοποιοί σου λειτουργούν ως ζωντανοί άνθρωποι με βάθος, με τρεις διαστάσεις ή ως ντεκόρ, που συμπληρώνει το γενικότερο σκηνικό της ταινίας.
Σε τούτη λοιπόν την ελληνο-γαλλο-λετονική συμπαραγωγή έχει πράγματα για να κάνεις «like». Μέχρι και πράγματα για να κάνεις «γουάου». Ο Φραντζής αποδεικνύεται για άλλη μια φορά εξαιρετικός στο να κινηματογραφεί εξωτερικά και χώρους. Με τη συνδρομή του φοβερού και τρομερού διευθυντή φωτογραφίας Simon Beaufils μας προσφέρει σκηνές που σου κόβουν την ανάσα από την ομορφιά τους. Δεν θυμάμαι να έχω δει πρόσφατα τόσο όμορφες σκηνές όπου αυτό που κυριαρχεί είναι το πάνλευκο χιόνι! Από το απλό κύλισμα νερού μέσα στα χιόνια έως το να βλέπει ένας από τους ήρωες τη λευκή απεραντοσύνη! Και η μουσική του Coti K. είναι από τα πράγματα στην ταινία, στα οποία κάνεις like. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα «λυπάμαι». Το σενάριο προσπαθεί να συγκεράσει ένα γενικότερο, οικολογικό μήνυμα, με το θέμα του πώς μπορούν να κρατηθούν ζωντανές τη σήμερον ημέρα οι ανθρώπινες σχέσεις κι όλα αυτά με ακόμα πιο κυρίαρχο το θέμα της πίστης.
Με αναφορές που ξεκινούν από το «Λεβιάθαν» του Zvyagintsev και φτάνουν μέχρι το... «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, υπό τον μανδύα μιας χριστιανικής παραβολής. Για να το προχωρήσουμε λίγο: Η εκτροπή ενός μολυσμένου ποταμού στη Σιβηρία από τη μια, η ερωτική σχέση ενός ζευγαριού που φθίνει από την άλλη, κι ένα μωρό που έρχεται με τον... κρίνο, με θρησκευτικά υπονοούμενα κι έτσι, δημιουργούν έναν σεναριακό μύλο πέρα από κάθε φαντασία. Κι ένας ξανθός Ρώσος scarface (!!!) που πνίγεται, ενώ είναι πρωταθλητής κολύμβησης, πηγαίνοντας να σώσει κάποιον είναι ένα από τα πολλά σύμβολα: κάτι θέλει να μας πει, αλλά τι ακριβώς; Και να οι σταυροί και να τα σταυρουδάκια και τίνος είναι βρε γυναίκα το παιδί; Του θεούλη;
Η Κάτια Γκουλιώνη σ' αυτήν την ταινία είναι περισσότερο ατρόμητη παρά καλή ερμηνευτικά. Θέλω να πω, τουρτούριζα και μόνο που την έβλεπα να βυθίζεται σε νερά μέσα στους πάγους ή που έβγαζε τα ρούχα της από έξαψη πάνω σε μια παγωμένη γέφυρα. Στις δραματικές της κορυφώσεις, όμως, ως άπιστος Θωμάς, δεν την... πίστευα με τίποτα. Επίσης, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου: τι καλός που ήταν στο «Τελευταίο σημείωμα»! Είναι καλός ηθοποιός. Εδώ, όμως, εμ δεν ταιριάζει νομίζω ως κάστινγκ, εμ δεν έχει έναν ρόλο να τον πιστέψει για να τον υποδυθεί κατά πως πρέπει. Κι έρχεται και το φινάλε να μην ταράξει τα νερά σε αυτό το ακίνητο ποτάμι. Που έχει και μεγάλη διάρκεια. Κρίμα.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 14.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα, που πρόσφατα μετακόμισε σε μια βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Πέτρου, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι η Άννα είναι έγκυος, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα. Τον απάτησε; Μήπως έχουν πέσει θύματα συνωμοσίας; Ή μήπως ευλογηθηκαν με ένα θαύμα; Αναζητώντας μια λογική εξήγηση, ο Πέτρος αμφισβητεί την Άννα, η οποία στρέφεται προς τη θρησκεία. Ο μέχρι πρότινος ακλόνητος δεσμός τους βρίσκεται σε κρίση, καθώς η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο ορθολογικό και το πνευματικό.
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από εκείνες τις ταινίες, που τις παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα. Το καλό... άνοιγμα οφείλεται στην ομορφιά που ξεχειλίζει από την οθόνη, από κάθε κάδρο, από κάθε παιχνίδισμα του φωτός. Το κακό... άνοιγμα έχει να κάνει – ναι, καλά το καταλάβατε – με το σενάριο. Είναι θεμιτό να πάρεις οποιοδήποτε θέμα, να το καταγράψεις ως σενάριο και να το κάνεις ταινία. Η μαγκιά και το ταλέντο κρίνονται από το πώς θα μεταφέρεις αυτό το θέμα. Το πως είναι γραμμένο το σενάριο. Το πως μπορείς να το υποστηρίξεις κατασκευαστικά. Και το αν οι ηθοποιοί σου λειτουργούν ως ζωντανοί άνθρωποι με βάθος, με τρεις διαστάσεις ή ως ντεκόρ, που συμπληρώνει το γενικότερο σκηνικό της ταινίας.
Σε τούτη λοιπόν την ελληνο-γαλλο-λετονική συμπαραγωγή έχει πράγματα για να κάνεις «like». Μέχρι και πράγματα για να κάνεις «γουάου». Ο Φραντζής αποδεικνύεται για άλλη μια φορά εξαιρετικός στο να κινηματογραφεί εξωτερικά και χώρους. Με τη συνδρομή του φοβερού και τρομερού διευθυντή φωτογραφίας Simon Beaufils μας προσφέρει σκηνές που σου κόβουν την ανάσα από την ομορφιά τους. Δεν θυμάμαι να έχω δει πρόσφατα τόσο όμορφες σκηνές όπου αυτό που κυριαρχεί είναι το πάνλευκο χιόνι! Από το απλό κύλισμα νερού μέσα στα χιόνια έως το να βλέπει ένας από τους ήρωες τη λευκή απεραντοσύνη! Και η μουσική του Coti K. είναι από τα πράγματα στην ταινία, στα οποία κάνεις like. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα «λυπάμαι». Το σενάριο προσπαθεί να συγκεράσει ένα γενικότερο, οικολογικό μήνυμα, με το θέμα του πώς μπορούν να κρατηθούν ζωντανές τη σήμερον ημέρα οι ανθρώπινες σχέσεις κι όλα αυτά με ακόμα πιο κυρίαρχο το θέμα της πίστης.
Με αναφορές που ξεκινούν από το «Λεβιάθαν» του Zvyagintsev και φτάνουν μέχρι το... «Αόρατος βιαστής» του Sidney J. Furie, υπό τον μανδύα μιας χριστιανικής παραβολής. Για να το προχωρήσουμε λίγο: Η εκτροπή ενός μολυσμένου ποταμού στη Σιβηρία από τη μια, η ερωτική σχέση ενός ζευγαριού που φθίνει από την άλλη, κι ένα μωρό που έρχεται με τον... κρίνο, με θρησκευτικά υπονοούμενα κι έτσι, δημιουργούν έναν σεναριακό μύλο πέρα από κάθε φαντασία. Κι ένας ξανθός Ρώσος scarface (!!!) που πνίγεται, ενώ είναι πρωταθλητής κολύμβησης, πηγαίνοντας να σώσει κάποιον είναι ένα από τα πολλά σύμβολα: κάτι θέλει να μας πει, αλλά τι ακριβώς; Και να οι σταυροί και να τα σταυρουδάκια και τίνος είναι βρε γυναίκα το παιδί; Του θεούλη;
Η Κάτια Γκουλιώνη σ' αυτήν την ταινία είναι περισσότερο ατρόμητη παρά καλή ερμηνευτικά. Θέλω να πω, τουρτούριζα και μόνο που την έβλεπα να βυθίζεται σε νερά μέσα στους πάγους ή που έβγαζε τα ρούχα της από έξαψη πάνω σε μια παγωμένη γέφυρα. Στις δραματικές της κορυφώσεις, όμως, ως άπιστος Θωμάς, δεν την... πίστευα με τίποτα. Επίσης, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου: τι καλός που ήταν στο «Τελευταίο σημείωμα»! Είναι καλός ηθοποιός. Εδώ, όμως, εμ δεν ταιριάζει νομίζω ως κάστινγκ, εμ δεν έχει έναν ρόλο να τον πιστέψει για να τον υποδυθεί κατά πως πρέπει. Κι έρχεται και το φινάλε να μην ταράξει τα νερά σε αυτό το ακίνητο ποτάμι. Που έχει και μεγάλη διάρκεια. Κρίμα.
(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου στις 14.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)