Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

4η ανταπόκριση – Δευτέρα 5 Νοεμβρίου
Ένα... άλογο στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης!

Την είδηση της αλιεύσαμε από το ethnos.gr του νταβάριτς Ιβάν Σαββίδη και τη μεταφέρουμε αυτούσια για να ευθυμήσομεν και λίγο: «Περίπου στις 8.30 το πρωί ένα άλογο έκανε απρόσμενα την εμφάνισή του στους δρόμους της πόλης και ο χαρακτηριστικός ήχος από τα πέταλα που χτυπούν την άσφαλτο αντήχησε στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ένας πολίτης κατάφερε να το σταματήσει και να το δέσει σε δέντρο, μέχρι να πάει εκεί η αρμόδια υπηρεσία του δήμου. Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ο ιδιοκτήτης του». Καθετί που αλλάζει τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων δίνει την ευκαιρία για χαμόγελο. Συνήθως. Κι εμείς επί τω έργον! Σήμερα, έργα πέντε. Και εκλεκτά και φόλες έχουμε, ελάτε, διαλέχτε!

Ισόβιοι δεσμώτες (Chained for Life) TIFF 2018

Ψάχνοντας στο imdb να βρω στοιχεία για την ταινία Ισόβιοι δεσμώτες (Chained for Life) του Aaron Schimberg, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ μας, έπεσα σε μια άλλη ταινία με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, την οποία δεν εγνώριζα. Είναι μια ταινία του 1952, του Harry L. Fraser, με πρωταγωνίστριες τις αληθινές σιαμαίζες δίδυμες Violet και Daisy Hilton! Η υπόθεση εκείνης της ταινίας; Η Βίβιαν Χάμιλτον δολοφονεί τον σύζυγό της, ο οποίος την εγκατέλειψε. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο, το οποίο έχει μια δύσκολη κατάσταση να αντιμετωπίσει: αν η Βίβιαν καταδικαστεί σε θάνατο, πώς θα γίνει εφικτό να μην καταδικαστεί ταυτόχρονα και η σιαμαίζα αδελφή της, Ντόροθι, που είναι αθώα; Αυτά είναι και μόλις τελειώσει το φεστιβάλ εννοείται ότι θα σπεύσω σαν μανιακός να τη βρω και να τη δω. Η δική μου συμβουλή προς όλους εσάς τους σινεφίλ, που «νιώθετε», είναι να μην χάσετε επ' ουδενί την ευκαιρία να απολαύσετε τη σύγχρονη ταινία. Μια από τις μεγαλύτερες και θετικότερες εκπλήξεις έως τώρα στο φετινό φεστιβάλ!

Η υπόθεση: Η εγκαταλελειμμένη πτέρυγα ενός εν λειτουργία παλιού νοσοκομείου γίνεται το φυσικό σκηνικό στο οποίο ένας διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης, που λέγεται πως μεγάλωσε σε τσίρκο, επιχειρεί να γυρίσει την πρώτη του αμερικάνικη ταινία. Το πιο γνωστό όνομα του καστ είναι η όμορφη Μέιμπελ, μια καλή ηθοποιός που δεν τα κατάφερε στο Χόλιγουντ αλλά κατορθώνει να κερδίζει επανειλημμένως τα δικά της 15 λεπτά δημοσιότητας. Στην ταινία υποδύεται μια τυφλή δεσποσύνη σε κίνδυνο, η οποία είναι να κάνει μια πολύ προχωρημένη εγχείρηση για να βρει το φως της από έναν γιατρό με αμφισβητούμενες ικανότητες. Έναν γιατρό που μεταξύ των ασθενών του συμπεριλαμβάνονται ένας άντρας με φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπο, νάνοι και γίγαντες, γυναίκες με μούσια, σιαμαίες δίδυμες κι άλλοι μη «φυσιολογικοί» άνθρωποι.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει τους ρόλους των «φρικιών» να τους υποδυθούν άνθρωποι που έχουν ακριβώς αυτά τα προβλήματα. Η Μέιμπελ είναι αγχωμένη, κυρίως σε ότι αφορά τη γνωριμία της με τον βασικό συμπρωταγωνιστή της, τον Ρόσενθαλ, αυτόν με το φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπο. Πώς θα εξελιχθούν τα γυρίσματα; Θα τα πάνε καλά στο σετ οι άνθρωποι από το εντελώς ετερόκλητο καστ; Κι όλα αυτά ενώ στην περιοχή κυκλοφορεί ένας αγνώστου ταυτότητας δολοφόνος, που το μόνο στοιχείο το οποίο γνωρίζει γι' αυτόν η αστυνομία, είναι πως είναι φρικτά παραμορφωμένος στο πρόσωπο...

Η άποψή μας: Μόνο ενθουσιασμένος μπορεί να είναι κάποιος παρακολουθώντας αυτήν την εκπληκτική – για πολύ παραπάνω από έναν λόγους – ταινία. Ένα κινηματογραφικό διαμάντι, όχι απλά λαμπερό, αλλά γεμάτο ομορφιά, γοητεία και καλοσύνη. Και καθόλου μα καθόλου ακατέργαστο: ο τύπος ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει και πως να το κάνει και παίρνει άριστα από όλες τις απόψεις. Η ταινία ξεκινάει με κάτι που είχε γράψει μια από τις πιο διάσημες κριτικούς κινηματογράφου όλων των εποχών: η Pauline Kael. Κάτι που έχει να κάνει με την ανάγκη των θεατών να βλέπουν όμορφους, γοητευτικούς ηθοποιούς επί της μεγάλης οθόνης. Μια ανάγκη που, σύμφωνα με την κριτικό, και απόλυτα κατανοητή είναι, και τίποτε μεμπτό δεν έχει ή κρύβει.

Υποψιάζεσαι πως ο σκηνοθέτης βάζει αυτήν τη ρήση για να την κατακεραυνώσει. Κι όμως, είναι απίθανο το πως διαχειρίζεται το όλον μέσα στην ταινία. Καμία σχέση! Ένα από τα πολλά θέματα λοιπόν με τα οποία ασχολείται η ταινία, είναι αυτό: ο ορισμός της ομορφιάς. Και ναι, μέσα σε έναν μικρόκοσμο «άσχημων» ανθρώπων με τα μέσα στάνταρ των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, υπάρχει ομορφιά, απλά σε πολλές και διαφορετικές μορφές. Κάτι που επίσης κάνει πολύ συχνά ο δημιουργός είναι να θέτει φράσεις που περικλείουν ένα μήνυμα, τσιτάτα και catch phrases, χωρίς όμως να παίρνει θέση. Πχ, ακριβώς πάνω στο θέμα της ομορφιάς, υπάρχει η φράση «beauty lies in the eye of the beholder» - η ομορφιά βρίσκεται στο βλέμμα του θεατή. Το λέει κάποιος στην ταινία, ακούγεται όμως και κάποιος που λέει «διαφωνώ». Χωρίς να συνεχίζεται. Έριξε τη βόμβα, έθεσε τον αντίλογο, στο χέρι και στη διάθεση του θεατή είναι να αποφασίσει. Ποτέ δεν γίνεται διδακτικός, ποτέ δεν γίνεται χειριστικός, ποτέ δεν χρησιμοποιεί τους ήρωές του για να κερδίσει εύκολες συγκινήσεις. Ποτέ. Αγαπάει τους ήρωές του, όλους του τους ήρωες, και τους «όμορφους» και τους «άσχημους».

Δεν θα ψάξω να βρω τον πολιτικά ορθό χαρακτηρισμό – θα χρησιμοποιώ τον όρο «φρικιά» σε παρένθεση. Ένας ακόμα λόγος για να λατρέψεις την ταινία: είναι η πλέον κινηματογραφόφιλη ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια! Οι αναφορές στα «Τέρατα» του Tod Browning και στον «Άνθρωπο ελέφαντα» του David Lynch είναι οι πιο προφανείς. Συνεχώς αναφέρεται ο Orson Welles, συνεχώς έχουμε αναφορές έμμεσες ή άμεσες στον Σαίξπηρ κι έχουμε και τα πιο ψαγμένα κλεισίματα ματιού στους Werner Herzog και Fassbinder! Πανηγύρι κανονικό, να έχεις όρεξη να καταμετράς. «Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow»... Και να υπάρχει χιούμορ, μπόλικο χιούμορ, για να προσπερνάει τη σοβαροφάνεια, για να βάζει στο παιχνίδι και τους άλλους θεατές, εκείνους που δεν έχουν απαραίτητα όλες τις γνώσεις του παγκόσμιου σινεμά. Ποτέ δεν πετάει έξω η ταινία τους θεατές. Ακόμα κι όταν επιτυχημένα θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές.

Έχουμε τα γυρίσματα της ταινίας. Έχουμε σκηνές από το φιλμικό παρόν, εκτός γυρισμάτων. Έχουμε πρωθύστερα. Έχουμε σκηνές ονείρου. Έχουμε σκηνές γυρισμάτων που μοιάζουν με το ρεαλιστικό σύμπαν της ταινίας και σκηνές που υποτίθεται ότι αφορούν το ρεαλιστικό σύμπαν αλλά είναι σκηνές γυρισμάτων. Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το παζλ ο θεατής νιώθει ασφάλεια. Κι αυτό επειδή ο σκηνοθέτης τον σέβεται. Ποτέ δεν το παίζει ανώτερος από τον θεατή. Ποτέ. Κι έχουμε κι όλες εκείνες τις υπέροχες σκηνές γυρισμάτων, που αποκαλύπτουν κινηματογραφικά μυστικά, όπως εκείνη όπου ο Ρόζενθαλ θα πρέπει με ένα άλμα από το σκοτάδι να βγει στο φως. Ή η άλλη όπου η νοσοκόμα, μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (χε χε χε), βλέπει ένα από τα «φρικιά» να την κατασκοπεύει με λαγνεία. Ή εκείνη όπου η κάμερα βλέπει τη βασική ηρωίδα να ξυπνάει μετά την επέμβαση που κάνει και πετυχαίνει εντελώς διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα κάνοντας ζουμ ιν απ' ότι ζουμ άουτ!

Όλοι οι ηθοποιοί που υποδύονται τα «φρικιά» είναι... «φρικιά» εκτός από τις σιαμαίες δίδυμες, που είναι μεν ομοζυγωτές δίδυμες, αλλά δεν είναι σιαμαίες. Στο ρόλο του Ρόζενθαλ πχ βλέπουμε τον Adam Pearson, έναν Βρετανό καλλιτέχνη με πολυσχιδή προσωπικότητα, που πάσχει από Neurofibromatosis, μια ασθένεια εξαιτίας της οποίας το κεφάλι του είναι παραμορφωμένο, έτσι όπως το βλέπουμε στην ταινία! Έχει παίξει και σε άλλες ταινίες, και μάλλον θα τον θυμάστε από το «Κάτω από το δέρμα». Οπότε, δεν υπάρχουν οπτικά εφέ εδώ και μάσκες και προσθετικά. Και πάντοτε τα σχόλια να πετιούνται σε ρυθμούς πολυβόλου, αλλά πάντα με τέτοιον τρόπο που να μπορεί να τα χειριστεί ο θεατής. Μιλάμε για ατακάρες: «τα ειδικά εφέ είναι η πλαστική χειρουργική των σημερινών ταινιών». Η κορυφαία είναι εκείνη, όμως, που ακούγεται σε διάλογο της Μέιμπελ με τον «φυσιολογικό» και με υπερβάλλονται ζήλο συμπρωταγωνιστή της. Λέει εκείνος κάτι στα λατινικά, εκείνη του απαντάει «τα λατινικά σου είναι υπέροχα». Απαντάει εκείνος «είναι μια νεκρή γλώσσα». «Ναι», λέει εκείνη, «αλλά είναι για πάντα αποτυπωμένα στο σελιλόιντ». Και τι απαντάει ο θεούλης; «Άλλη μια νεκρή γλώσσα»!!!

Νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω πεντακόσιες χιλιάδες λέξεις για αυτήν την ταινιάρα και να μην κατόρθωνα να κλείσω μέσα στις λέξεις τον ενθουσιασμό μου! Λίγα πράγματα ακόμα θα τα πω. Πχ, το πόσο καλή και ατρόμητη είναι η Jess Weixler που υποδύεται την Μέιμπελ. Τη θυμάμαι από μια άλλη παράδοξη ταινία, το «Teeth», όπου υποτίθεται ήταν μια παρθένα με vagina rondata, δηλαδή αιδοίο με δόντια, που... δάγκωνε (μέχρι αποκοπής) οτιδήποτε προσπαθούσε να μπει μέσα της! Εξαιρετική στο ρόλο της. Μέσα στην κανονική διάρκεια της ταινίας τίθενται και μια σειρά από άλλα ζητήματα όπως αυτό της διασημότητας, της ματαιότητας ή ματαιοδοξίας να δείχνουμε όλοι νέοι, και της υποκρισίας της πολιτικής ορθότητας. Και ολοκληρώνονται τα γυρίσματα της ταινίας και πλησιάζουμε στο τέλος και η Μέιμπελ μπαίνει σε ταξί. Κι έχουμε άλλα δέκα λεπτά συναρπαστικού φιλμικού έπους! Σαν μια άλλη ταινία δίπλα στην κυρίως ταινία, που όμως ως συνδυασμός λειτουργούν φίνα! Κι εδώ μπαίνει και το στοιχείο του θρίλερ και του σασπένς: είναι ο γεμάτος εκπλήξεις Νιγηριανός οδηγός του ταξί ο δολοφόνος που τριγυρίζει στην περιοχή;

Κι εδώ βγάζει απίστευτη ερμηνευτική δύναμη η Weixler, η οποία σε έναν απολύτως δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να πάρει δέκα Όσκαρ! Ελπίζω να πάρει το βραβείο ερμηνείας εδώ τουλάχιστον. Τρομερή, τρομερή, τρομερή ταινία. Και με τα λόγια του John Keats, που επίσης μνημονεύεται στην ταινία: «Heard melodies are sweet, but those unheard are sweeter». Μην χάσετε την ευκαιρία να ακούσετε αυτήν την υπέροχη μελωδία.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 18.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Ρέι και Λιζ (Ray & Liz) TIFF 2018

Τον Richard Billingham δεν τον γνώριζα, να το ομολογήσω αυτό. Σύμφωνα με αυτά που υπάρχουν γραμμένα στο επίσημο site του φεστιβάλ «Ο Richard Billingham είναι Βρετανός εικαστικός καλλιτέχνης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Το 1997 ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που τιμήθηκε με το Βραβείο Φωτογραφίας Deutsche Börse. Η δουλειά του έχει εκτεθεί στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2001 και ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Τέρνερ την ίδια χρονιά. Το έργο του αντλεί τη θεματολογία του από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, από τα ζώα που κρατούνται σε ζωολογικούς κήπους ανά τον κόσμο και από το βρετανικό τοπίο. Έργα του βρίσκονται σε πολλές συλλογές, όπως στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο V&A και στην Tate Gallery του Λονδίνου. Η ταινία Ρέι και Λιζ (Ray & Liz) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους που έκανε για τη μεγάλη οθόνη. Είναι μια ταινία που γυρίστηκε σε πραγματικές τοποθεσίες στα Μίντλαντς, όπου και μεγάλωσε. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Και στη Θεσσαλονίκη διαγωνίζεται διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η υπόθεση: Αγγλία, τέλη της δεκαετίας του '70. Στα προάστια του Μπέρμιγχαμ και στο περιθώριο της κοινωνίας, ο Ρέι και η Λιζ Μπίλινχαμ είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι, που μεγαλώνουν τα δύο ανήλικα παιδιά τους σε ένα άθλιο, πανβρώμικο και ακατάστατο διαμέρισμα, μια εργατική κατοικία κι ας μην δουλεύει κανείς από τους δυο τους – και δεν κάνουν και τίποτε για να πιάσουν δουλειά. Σε γειτονικό διαμέρισμα μένει η μητέρα του Ρέι και ο αδελφός του, ένας 40άρης που δεν του κόβει ιδιαίτερα. Το παζλ συμπληρώνει ο χεβιμεταλάς, μικροαπατεώνας αδελφός της Λιζ, ο οποίος περνάει αραιά και που από το διαμέρισμα. Μια οικογένεια σε πλήρη αποδόμηση, κι ένας δεσμός από καιρό φθαρμένος που όμως δεν θα χαθεί ποτέ. Τρία (συχνά σοκαριστικά) αυτοβιογραφικά επεισόδια, που διαπλέκονται με μια ανοίκεια αίσθηση χιούμορ, αποδίδουν την εμπειρία τού να μεγαλώνεις στην εποχή της (θατσερικής) λιτότητας.

Η άποψή μας: Επαναλαμβάνω εδώ κάτι που ανέφερα στην εισαγωγή. Δεν γνωρίζω το έργο του σκηνοθέτη ως φωτογράφου. Από αυτά που είδα στην ταινία, πρέπει να είναι εκπληκτικός στη δουλειά του. Στη φωτογραφία. Την οποία δεν πρέπει να εγκαταλείψει. Γιατί ως σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών, δεν τον βλέπω να μακροημερεύει. Θα μου πεις, πάντοτε υπάρχουν καλοθελητές, έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν το όραμα ενός ψαγμένου δημιουργού. Το ότι αυτό το όραμα θα το δουν ελάχιστοι άνθρωποι και μόνο σε φεστιβάλ, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια αποκλειστικά φεστιβαλική ταινία. Η τέχνη για την τέχνη, που λένε. Βαρέθηκα από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Οχτώ ώρες να πίνει ο γέρος το σκούρο ζουμί. Και να το ξαναβάζει. Και να το ξαναπίνει. Να ζουν όλοι μαζί σ' αυτό το άθλιο διαμέρισμα άνθρωποι, σκύλος και πουλί. Ψυχασθένεια! Βροχή, καταχνιά, αλκοόλ και πάλι από την αρχή.

Η ταινία να λέγεται «Ρέι και Λιζ» και οι δυο τους να εμφανίζονται πολύ λίγο μέσα στον φιλμικό χρόνο ως χαρακτήρες. Περισσότερο ως απουσία υπάρχουν. Κι εγώ λίγο (λίιιιιιγο, ελάχιστα) να βρήκα ενδιαφέρουσα τη φάση με τον χαζούλι, που από τη μια κάνει τον Κουασιμόδο, από την άλλη μεθάει από τον χεβιμεταλά μπαγαπόντη την ίδια ώρα που ο Ρέι και η Λιζ έχουν βγει έξω για να ψωνίσουν παπούτσια! Με τον έναν από τους δύο γιους τους. Τζίζας! Τόση αποθέωση της μιζέριας σου προκαλεί πονοκέφαλο. Σχεδόν misery porn! Κρίμα τα ωραία τραγούδια, ιδίως το πρώτο των Siouxsie and the Banshees, που το αγαπώ πολύ, ντεμέκ περιγράφει κατά μία έννοια την κατάσταση στο σπίτι («This is a happy house») αλλά εντέλει πάει χαράμι. Μακριά!

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Σοφία (Sofia) TIFF 2018

Η ταινία Σοφία (Sofia) της Meryem Benm'Barek-Aloïsi μας έρχεται από τη βόρεια Αφρική και συγκεκριμένα από το Μαρόκο. Η σκηνοθέτιδα γεννήθηκε το 1984 στο Ραμπάτ του Μαρόκου. Σπούδασε Αραβική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών του Παρισιού, και στη συνέχεια πέρασε στον τομέα Σκηνοθεσίας του INSAS των Βρυξελλών το 2010. Εκεί σκηνοθέτησε πέντε μικρού μήκους ταινίες, εκ των οποίων ξεχώρισε το «Jennah» (2014), μια ταινία που συμμετείχε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και προτάθηκε για υποψηφιότητα στα βραβεία Όσκαρ το 2015. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», κερδίζοντας το βραβείο σεναρίου. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο. Για να δούμε πως θα τα πάει...

Η υπόθεση: Η 20χρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο. Κατά τη διάρκεια γεύματος όπου κλείνεται μια συμφωνία ανάμεσα στο σύζυγο της θείας της (της αδελφής της μητέρας της) και τον πατέρα της - συμφωνία που θα αποφέρει πολλά χρήματα και στις δύο οικογένειες - η Σοφία βιώνει άσχημους πόνους στην περιοχή της κοιλιάς της. Πόνους που δεν περνούν. Όταν την εξετάζει η ξαδέλφη της, η Λένα, που σπουδάζει ιατρική, της λέει κάτι που δεν το περίμενε με τίποτε η Σοφία: είναι έγκυος! Και δεν το είχε πάρει χαμπάρι ούτε η ίδια ούτε κανείς γύρω της, επειδή η Σοφία είχε αποκλείσει αυτήν την πιθανότητα από το μυαλό της. Η Σοφία λοιπόν είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη: της ‘σπάσαν τα νερά!

Η Λένα την κουβαλάει σε κλινικές και νοσοκομεία για να γεννήσει χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της. Κι αυτό επειδή η Σοφία δεν είναι παντρεμένη. Αν όμως αφού γεννήσει, δεν προσκομίσει τα χαρτιά του πατέρα, ενός άνδρα δηλαδή που θα αναγνωρίσει το παιδί, τότε η Σοφία κινδυνεύει με φυλάκιση από λίγους μήνες μέχρι έναν χρόνο! Επειδή αυτό θα σημαίνει πως έκανε σεξ εκτός γάμου! Αυτό λέει ο νόμος του Κράτους. Η Σοφία δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Νιώθοντας πιεσμένη, όμως, τελικά υποχωρεί. Κατονομάζει τον Όμαρ ως πατέρα του παιδιού της, έναν φτωχοδιάβολο που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Καζαμπλάνκας. Εκείνος, αρνείται τα πάντα. Οι δυο οικογένειες πληροφορούνται τα καθέκαστα. Ποια είναι η αλήθεια όμως πίσω από όλα αυτά;

Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι το αράβικο αντίστοιχο του συγκλονιστικού «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» αλλά αυτή η ταινία είναι πολύ πιο μικρών επιδιώξεων, πιο μετριοπαθών συγκινήσεων, πιο συγκαταβατική, πιο απλή, πιο… γραμμική. Είναι μια ταινία που καταγράφει μια κοινωνία υποκριτική, μια κοινωνία έτοιμη να κάνει τα κλειστά μάτια αρκεί το μπαξίσι να είναι αρκετό, μια κοινωνία που φοβάται τι θα πουν οι άλλοι. Κι εδώ έχουμε τρεις εκπροσώπους διαφορετικών οικονομικών τάξεων. Η Σοφία βρίσκεται στη μέση. Δεν ανήκει στη μεσαία τάξη, με τίποτε, αλλά δεν είναι φτωχή. Η ξαδέλφη της είναι μέλος της μεσαίας τάξης και πάνω. Και ο Όμαρ είναι ο φτωχός και μόνος… καουμπόι. Οι δυναμικές των σχέσεών τους καθορίζονται από την οικονομική τους ευχέρεια. Η πλούσια ξαδέλφη θέλει να βοηθήσει, η Σοφία θέλει αρχικά να εξαφανίσει (κυριολεκτικά) το πρόβλημα και μετά να το συγκαλύψει και ο Όμαρ…

Ο Όμαρ παραδόξως είναι ο πιο παγιδευμένος ήρωας από όλους. Γιατί υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην ταινία. Το βεληνεκές του φιλμ δεν είναι μεγάλο, αυτό που θέλει να μας πει, πάντως, μας το λέει καθαρά και ξάστερα. Το γνωστότερο όνομα από τους συμμετέχοντες είναι αυτό της Lubna Azabal στο ρόλο της θείας αλλά και ο ηθοποιός που υποδύεται τον πατέρας της Σοφίας, έχει γνώριμη φάτσα – είναι Άραβες, που τους έχουμε πετύχει σίγουρα σε γαλλικές παραγωγές. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Σοφία είναι πολύ καλή στο ρόλο της καθώς κατορθώνει να υποδυθεί την πρωταγωνίστρια της ταινίας ως έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα, καθόλου ελκυστικό για τον θεατή! Πιο πολύ συμπαθούμε την ξαδέλφη και τον έρημο τον Όμαρ παρά την υπολογίστρια και (όπως αποδεικνύεται) καθόλου θύμα Σοφία. Κάπως πρέπει να ξεφύγει κι αυτή, όμως, έτσι; Κι αν μη τι άλλο, έχει καλές προθέσεις. Ξέρετε τι λένε για το δρόμο για την κόλαση όμως, σωστά; Ένα ενδιαφέρον κοινωνικό δράμα, τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο...

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Μη μ' αγγίζεις (Touch Me Not) TIFF 2018

Η ταινία Μη μ' αγγίζεις (Touch Me Not) της Adina Pintilie από τη Ρουμανία είναι αυτή που κέρδισε την Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας στην περασμένη Berlinale! Μιλάμε για την πιο «γεια σου» Χρυσή Άρκτο των τελευταίων χρόνων! Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται στο επίσημο πρόγραμμα εκτός συναγωνισμού. Όσο και να έψαξα, δεν βρήκα να αναφέρεται πουθενά η πιθανότητα συγγένειας της σκηνοθέτιδας με τον σπουδαίο Ρουμάνο σκηνοθέτη Lucian Pintilie. Απλή συνωνυμία, που λένε. Όπως απλή «συνωνυμία» θα πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι και οι δυο δηλώνουν σκηνοθέτες!!! Έλεος! Αυτή είναι μία από τις αρκετές ταινίες είναι η αλήθεια, που με εκνεύρισαν περισσότερο στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Γενικά, είδαμε πολλές παπαριές στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale φέτος, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω παρά μόνον με την απλή σκέψη πως μεγάλοι σκηνοθέτες δεν έχουν έτοιμες τις ταινίες τους τον Φεβρουάριο και πολλοί είναι εκείνοι που προτιμούν να διαγωνιστούν στις Κάννες ή τη Βενετία. Τέλος πάντων, αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας (!!!!!) της σκηνοθέτιδας. Κι αφού την επιβράβευσαν, έχουν πολλά να δουν τα καημένα τα ματάκια μας ακόμα...

Η υπόθεση: «Πες μου πώς με αγαπάς, για να καταλάβω πώς να αγαπήσω»... Μια σκηνοθέτιδα και μερικοί άνθρωποι τους οποίους έχει επιλέξει, αφιερώνονται σε ένα σχέδιο προσωπικής αναζήτησης σχετικά με την οικειότητα. Στο ρευστό μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, η ταινία ακολουθεί τα συναισθηματικά ταξίδια της Λάουρα, του Τόμας και του Κρίστιαν, προσφέροντας μια βαθιά και εμφατική ματιά στις ζωές τους. Λαχταρώντας την οικειότητα αλλά ταυτόχρονα τρέμοντας στην ιδέα της, οι παραπάνω χαρακτήρες παλεύουν να ξεπεράσουν παλιές συμπεριφορές, αμυντικούς μηχανισμούς και ταμπού, να κόψουν τον ομφάλιο λώρο και να είναι επιτέλους ελεύθεροι...

Η άποψή μας: «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τι να σου πω ρε φιλενάδα, εγώ ένα γαμησάκι ήθελα να ρίξω, αυτά με τα τι αισθάνθηκες και τέτοια δεν τα καταλαβαίνω! Ναι, θα γίνω κακός μέχρι παρεξηγήσεως εδώ. Και ίσως, ίσως λέω, να ακούσω τα σκολιανά μου. Αλλά ήμαρτον κάπου, δεν μας λυπάται κανείς εμάς τους ταπεινούς σκαπανείς της 7ης Τέχνης; Δεν θυμάμαι τη διάρκεια τούτης της ταινίας αλλά μου φάνηκε αιώνας, πραγματικά! Η σκηνοθέτιδα βάζει πολύ τον εαυτό της μέσα σε όλο αυτό. Η παρουσία της αποτυπώνεται στα πλάνα, κάνει ερωτήσεις που ακούγονται, φαίνεται το συνεργείο της, οι κάμερες, τα πάντα. «Α, κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας», θα σκεφτεί ο καλοπροαίρετος κάποιος. Ε, και; Ποιο είναι το πόιντ ρε φίλη, τι θέλεις να μας πεις, γιατί μας ζαλίζεις τον έρωτα;

Μιλάμε, όλα όσα λέγονται στην ταινία δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα συζήτησης ούτε για 15χρονα παιδιά. Ευαισθησία του κώλου! Μια γυναίκα (ε, δεν μπορώ, θα ξεφύγω κι άλλο, κι ας με πούνε σεξιστή, το δέχομαι, καταδικάστε με), άσχημο πρόσωπο, κοντά στα 50 της αλλά... βυζάρες, δεν αντέχει να την αγγίζουν! Νοικιάζει αγόρια, τα βάζει να αυνανίζονται μπροστά της και μετά μυρίζει τα σεντόνια! Τι τρυφερό! Ναι ρε, κοροϊδεύεις, η γυναίκα έχει πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα. Ας μην είχε να φάει, ναι, θα είχε πρόβλημα. Ας μην είχε δουλειά, ναι, θα είχε πρόβλημα. Τώρα, το πρόβλημα είναι πως... δεν έχει πρόβλημα. Οπότε, ας κάνουμε μια ψυχανάλυση on camera. «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Τζίζας, όταν ακούω κάτι τέτοια (όχι μόνον στις ταινίες, είναι new age σκατά όλο αυτό) αισθάνομαι ότι μόλις έχω κατέβει από τον πλανήτη Ποσειδώνα στη Γη και ότι δεν ανήκω στο ανθρώπινο είδος, ότι είμαι εξωγήινος.

Να αναλύσουμε, να υπεραναλύσουμε, να το πιάσουμε το θέμα από όλες τις πλευρές, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων! Κι όλο αυτό για μια ταινία που πέρασε από εργαστήρια στα σπάργανά της και πέρασε από 40 κύματα και την τσέκαραν δεκάδες ειδικοί πριν γυριστεί, πριν καν δοθεί το πράσινο φως για να γυριστεί, πριν βρεθεί τελικά στη μεγάλη οθόνη! Έλεος κάπου! Κάποτε υπήρχε ως κινηματογραφική έκφραση το «σινεμά του δημιουργού», αυτό όμως είναι σκέτος αυνανισμός. Μια σοβαροφάνεια σκεπάζει τα πάντα, ένα ύφος χιλίων καρδιναλίων, αλλά και μια στειρότητα, μια αποστασιοποίηση, ένα χειρουργικό πράγμα, ενώ υποτίθεται πως η ταινία ενδιαφέρεται πέρα και πάνω από όλα για... συναισθήματα! Αν η κυρία γύρισε την ταινία για να μας δείξει πως στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν πλέον συναισθήματα, και πάλι δεν έπιασα το αστείο, δεν κατάλαβα τις προθέσεις της ή πολύ απλά διάλεξε λάθος τρόπο για να μας τις δείξει! Βεβαίως έχουμε και σκηνές σεξ και παρτούζες και τέτοια στην ταινία, ε, πως θα ψαχθείς για τα συναισθήματά σου αν δεν γαμηθείς, έτσι, χωρίς... συναισθήματα. Και τι ένιωσες που έλαβες μέρος σε παρτούζα; Ξέρω 'γω, ωραία ήταν. Να το ξανακάνουμε μωρέ, να γνωρίσουμε και καναν άνθρωπο!

Α, υπάρχει κι ένας άνθρωπος με ειδικές ικανότητες στην ταινία (πολιτική ορθότητα παιδιά), έτσι, για να είναι όλοι μέσα! Επιτήδευση και άγιος ο Θεός! Να, δείτε τι καλά κάνω σινεμά, εσείς δεν ξέρετε. Κανένα ενδιαφέρον για τον θεατή, καμιά συμπάθεια για τον διάβολο, κανένα ίχνος ταπεινότητας και σεμνότητας. Μετά από μένα, το χάος. Συγνώμη, αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι ταινία. Αυτό το πράγμα δεν είναι σινεμά! «Πώς αισθάνθηκες όταν σε ακούμπησε;». Μια τάση προς έμετο την αισθάνθηκα τελικά.

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 12.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας στις 8 Νοεμβρίου από την Feelgood Entertainment)

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας (The Happy Prince) TIFF 2018

Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας είναι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που έχει γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Αφηγείται την ιστορία της φιλίας ανάμεσα στο άγαλμα ενός πρίγκιπα και σε ένα χελιδόνι, που αποφασίζει να ξαποστάσει για ένα βράδυ επάνω στο άγαλμα. Το άγαλμα παρατηρεί τον κόσμο και ανακαλύπτει τη φτώχεια, την ασχήμια, τη διαφθορά και την υποκρισία. Κάθε βράδυ δακρύζει για όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν γύρω του. Μαζί με το χελιδόνι αποφασίζουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, με κάθε δυνατό τρόπο. Καθόλου τυχαία λοιπόν, ο γνωστός Βρετανός ηθοποιός Rupert Everett, στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία υπογράφει και το σενάριο και πρωταγωνιστεί, την ονομάζει (πρωτότυπος τίτλος) The Happy Prince, όταν ο ελληνικός τίτλος της είναι Ευτυχισμένος Όσκαρ. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς – με το οποίο το φεστιβάλ Βερολίνου έχει αναπτύξει εξαιρετικά καλές σχέσεις – και στο φεστιβάλ Βερολίνου προβλήθηκε στο τμήμα Berlinale Special Gala. Στο δικό μας φεστιβάλ αποτελεί μία από τις Ειδικές Προβολές.

Η υπόθεση: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Λονδίνο! Έξυπνος, ετοιμόλογος, γεμάτος χιούμορ και σκανδαλώδης. Όμως, όταν δικάζεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και βαριά, καταναγκαστικά έργα εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, ο Ουάιλντ κλονίζεται. Μέσα στη φυλακή γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του, το «De Profundis». Βγαίνοντας από τη φυλακή, η υγεία του είναι σε κακά χάλια, έχει χωρίσει και τυπικά από τη γυναίκα του και ουσιαστικά δεν του έχει μείνει τίποτε, τόσο από άποψη φήμης όσο και σε σχέση με την περιουσία του. Επιλέγει να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι.

Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του, μπλέκει εκ νέου με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, γνωστό με το παρατσούκλι Μπόσι, ο οποίος ουσιαστικά ήταν εκείνος που οδήγησε τον Όσκαρ στη φυλακή! Με αλλαγμένο πλέον όνομα και χωρίς φράγκο στην τσέπη του, ο Ουάιλντ θα πέσει ακόμα πιο χαμηλά εξαιτίας του Μπόσι. Πάντως, πιστοί φίλοι του και πρώην εραστές του προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον προστατέψουν από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις, κάτι που καταφέρνουν για λίγο, μέχρι το πικρό του τέλος στην ηλικία των μόλις 46 ετών...

Η άποψή μας: Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί η δημιουργία αυτής της ταινίας αποτέλεσε όραμα ζωής για τον Rupert Everett. Μα επειδή μέσα από την αφηγούμενη ιστορία ο Everett παρουσιάζει όλα όσα τράβηξε και ο ίδιος (όπως ο Ουάιλντ – εντάξει, σε μικρότερη κλίμακα) αλλά και πάμπολλοι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και συνεχίζουν να λοιδορούνται ακόμα και σήμερα, εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Πόσο εύκολα ένα αγαπημένο από την κοινή γνώμη και από την «καλή κοινωνία» πρόσωπο πέφτει σε δυσμένεια επειδή ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της καθεστηκυίας τάξης και της αποδεκτής συμπεριφοράς.

Ο Everett δεν δημιουργεί μια αγιογραφία. Μας παρουσιάζει τον Ουάιλντ ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: έναν ιδιοφυή άνθρωπο γεμάτο παρορμήσεις, που οι αποφάσεις που πήρε (σωστές ή λάθος, αν τις κρίνεις από απόσταση) τον οδήγησαν στον αφανισμό του. Έναν άνθρωπο, που σκάρωνε υπέροχες ιστορίες επιτόπου, που πλήρωνε σε καμπαρέ τις ζημιές του τραγουδώντας, που λύγισε αλλά δεν έσπασε και που πάντα μα πάντα αποζητούσε τις «μωβ ώρες» του, τις στιγμές δηλαδή που έκανε σεξ με νεαρούς άντρες. Τις στιγμές που τον κρατούσαν ζωντανό. Ο Everett κάνει πολύ καλή δουλειά, δεν χωράει καμία αντίρρηση επί τούτου, επειδή όμως το «Νερούδα» του Pablo Larrain σήκωσε ψηλά τον πήχη των βιογραφιών, λέμε πως στην καταγραφή και την αφήγηση της ιστορίας του είναι κάπως άνισος. Και σε ότι αφορά τον ρυθμό του δεν είναι καλοκουρδισμένος. Σε κάποιες στιγμές, χάσκει και ξεχειλώνει. Η σκηνή με την ναπολιτάνα, που μπαίνει σε χώρο με άρρενες να οργιάζουν μεταξύ τους, αναζητώντας γυναίκες-πόρνες, δεν βρίσκει καμία και καθησυχάζεται από αυτό, μιας που άντρας της, που βρίσκεται εκεί, δεν την... κερατώνει, βγάζει πολύ γέλιο!

Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σπουδαίοι ηθοποιοί κάνουν το χατήρι ουσιαστικά στον Everett και παίζουν σε μικρούς ρόλους. Μιλάμε για τον Colin Firth και την Emma Watson αλλά και τον Tom Wilkinson και την Beatrice Dalle αν έχετε τον θεό σας! Όλοι συντονισμένοι στο κοινό όραμα, όλοι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό. Αγνώριστος ο Everett κάτω από στρώσεις προσθετικών που τον δείχνουν με περισσότερα κιλά και με «φουσκωμένο» κεφάλι, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και μπρίο, παραίτηση και αιχμηρότητα. Δεν θα εκπλαγώ αν σε λίγους μήνες τον δούμε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι πέρα όλων των άλλων, ο Everett – Ουάιλντ βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι ή μάλλον ακόμα καλύτερα, σαν όνειρο! «It's just a dream», μας λέει, απευθυνόμενος κατευθείαν σε μας, τους θεατές. Είναι απλά ένα όνειρο, όπως το σινεμά. Ένα όνειρο όπου κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά. Παρά τις αδυναμίες της, αυτή είναι μια ωραία δουλειά.

(η ταινία προβάλλεται τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Ολύμπιον – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την FilmTrade σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live