του Θόδωρου Γιαχουστίδη
2η ανταπόκριση – Σάββατο 3 Νοεμβρίου
Χρυσός και... περιττώματα!!!
Χρυσός και... περιττώματα!!!
Το φεστιβάλ πήρε για τα καλά φόρα. Ο καιρός είναι θεσπέσιος αλλά και λίγο σε μπερδεύει: ρε φίλε, 2 Νοεμβρίου και να έχει τόσο υψηλές θερμοκρασίες; Κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει ξεβιδωθεί, κάτι με τη θερμορρύθμιση έχει ξεφύγει. Κατά τα άλλα, ο Λευτέρης Πετρούνιας κέρδισε ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο στους κρίκους – τρίτη συνεχόμενη φορά σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, κι αυτήν τη φορά αγωνίστηκε όντας τραυματίας, ο Θερμαϊκός, λογικά λόγω της αφύσικης για την εποχή ζέστης, πήρε ένα χρώμα βαθύ σκατί (πάρντον μάι φρεντς), ο Σιώπης τραυματίστηκε και δεν θα παίξει εναντίον του Ολυμπιακού (γελάνε και τα τσιμέντα) κι εμείς στη σημερινή ανταπόκριση (που, εννοείται, αφουγκράζεται στον πρόλογο το κλίμα και τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής) θα μιλήσουμε για τέσσερις ταινίες. Α, ναι, και ο ΟΑΣΘ αντί για να βελτιώσει υποτίθεται τα πράγματα με συγκεκριμένες αλλαγές στα δρομολόγια προς και από τα ανατολικά, τα έκανε πολύ χειρότερα. Σαρδέλες γινόμαστε καθημερινώς – και λόγω ζέστης, μυρίζουμε και σαν σαρδέλες. Εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες...
Πρώτη ταινία για τη σημερινή μας ανταπόκριση, μία από τις συμμετοχές στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Είναι μια ταινία που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της ταινίας Κάρμεν και Λόλα ή Carmen y Lola αν προτιμάτε. Την ταινία σκηνοθέτησε η Arantxa Echevarria, βασισμένη σε σενάριο που έγραψε η ίδια. Και αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Μάλιστα, αυτή είναι η πρώτη ταινία Ισπανίδας που προβλήθηκε στο συγκεκριμένο τμήμα των Καννών, οπότε αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτιά.
Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.
Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα που έχει δει στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια από εκείνες τις ταινίες που, ok, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Ok λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας (με πρωτεύουσα τη Ναϊρόμπι, που ήταν ένας από τους χαρακτήρες στο «Casa de papel», ρε μικρός που είναι ο κόσμος!!!) στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο επίσης προβάλλεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα αναφερθούμε σε αυτήν στην ώρα της. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.
Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ρεζιλίκι και το «τι θα πει ο κόσμος») ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χωρών, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των στενόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από την ηλικία που υποτίθεται πως είναι στην ταινία).
Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα. Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 21.30 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 14.15 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.
Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα που έχει δει στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια από εκείνες τις ταινίες που, ok, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Ok λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας (με πρωτεύουσα τη Ναϊρόμπι, που ήταν ένας από τους χαρακτήρες στο «Casa de papel», ρε μικρός που είναι ο κόσμος!!!) στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο επίσης προβάλλεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα αναφερθούμε σε αυτήν στην ώρα της. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.
Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ρεζιλίκι και το «τι θα πει ο κόσμος») ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χωρών, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των στενόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από την ηλικία που υποτίθεται πως είναι στην ταινία).
Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα. Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 21.30 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 14.15 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας και σε επανάληψη την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Γενικά, είμαι καλόβολος κριτικός. Πολύ δύσκολα θα με βρείτε να είμαι κακός με ταινίες. Να τις θάβω δίχως να υπάρχει αύριο. Μερικές ταινίες, όμως, με βγάζουν κυριολεκτικά έξω από τα ρούχα μου και, ομολογουμένως, αυτό δεν είναι πάρα πολύ ωραίο θέαμα! Μια τέτοια ταινία είναι το Σύνορο (Gräns / Border). Μια ταινία που δείχνει πολύ ενδιαφέρουσα στα χαρτιά αλλά πρόκειται για... τρολάρα ολκής! Συμπαραγωγή Σουηδίας και Δανίας, το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο παλαιστινιακής καταγωγής Ali Abbasi, μετά το «Shelley», μια ταινία που προβλήθηκε στην Berlinale του 2016. Το «Σύνορο» το είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Είναι μια αληθινά φρικτή ταινία. Όσοι αγοράσατε εισιτήριο, όμως, μιας που φάγατε πλύση εγκεφάλου για την ταινία, υπάρχει τρόπος να ρεφάρετε: να αρχίσετε να την... τρολάρετε με τη σειρά της κατά τη διάρκεια προβολής της. Πάντα υπάρχει τρόπος να ρεφάρεις τα σπασμένα...
Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένα μοναχικό άτομο αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός, που δουλεύει σε ένα πορθμείο. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης κι έχει την ικανότητα να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει (πηγαίνοντάς τα σε διαγωνισμούς) παρά για εκείνην. Για να το θέσουμε πιο σωστά, αδιαφορεί για εκείνην.
Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση κι όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;
Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά της σκανδιναβικής μυθολογίας. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008).
Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας. Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Υπερβολική επιτήδευση. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορο. Μιλάμε για το σύνορο ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται πάνω σε αυτό το σύνορο. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της.
Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά. Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε!
Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 21.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένα μοναχικό άτομο αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός, που δουλεύει σε ένα πορθμείο. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης κι έχει την ικανότητα να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει (πηγαίνοντάς τα σε διαγωνισμούς) παρά για εκείνην. Για να το θέσουμε πιο σωστά, αδιαφορεί για εκείνην.
Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση κι όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;
Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά της σκανδιναβικής μυθολογίας. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008).
Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας. Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Υπερβολική επιτήδευση. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορο. Μιλάμε για το σύνορο ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται πάνω σε αυτό το σύνορο. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της.
Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά. Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε!
Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου στις 21.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Radu Jude είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση Ρουμάνου σκηνοθέτη. Κάθε του ταινία διαφέρει από την προηγούμενη και όλες μαζί διαφέρουν από τη νόρμα του νέου ρουμάνικου σινεμά. Εννοείται ότι όλες του οι ταινίες έχουν προβληθεί στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φέτος, είναι μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης, ο οποίος μας συνεπήρε πριν λίγα χρόνια με το «Άφεριμ», τη μία από τις δύο μόλις ταινίες του, που βρήκαν εμπορική διανομή στην Ελλάδα, με ευκαιρία και τη φυσική του παρουσία στη Θεσσαλονίκη, έφερε μαζί τους και την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, που είναι η έκτη στη σειρά. Έχει τίτλο – μακρινάρι: Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι (Îmi este indiferent daca în istorie vom intra ca barbari / I do not care if we go down in history as barbarians). Συμμετείχε με αυτήν στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου και τιμήθηκε με την Κρυστάλλινη Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας. Στο φεστιβάλ μας η ταινία προβάλλεται στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια».
Η υπόθεση: «Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι». Αυτές ήταν οι λέξεις που ακούστηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο της Ρουμανίας το καλοκαίρι του 1941, σηματοδοτώντας την αρχή της εθνοκάθαρσης στο Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία αυτή επιχειρεί να σχολιάσει αυτή τη δήλωση. Σημειώσεις: «στρατιωτική αναπαράσταση / Χάνα Άρεντ / 1941, “η χρονιά που επιστρέφει επίμονα”, από τη σκοπιά του 2018 / αποσπάσματα / πυροβόλα / πλάνα αρχείου / η Σφαγή της Οδησσού / μπουρλέσκ / διάλογοι / Ισαάκ Μπάμπελ / κατακερματισμένη αφήγηση / “Wenn die Soldaten durch die Stadt marschieren” / υποβάθμιση μέσω της σύγκρισης / στρατιωτικά ανέκδοτα / το παροντικό παρελθόν, το παρελθοντικό παρόν».
Η άποψή μας: Παραθέσαμε πιο πάνω την υπόθεση της ταινίας, έτσι όπως υπάρχει στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Επίτηδες. Για να πάρετε μια ιδέα για το τι πράμα είναι αυτή η sui generis ταινία. Εννοείται πως αν δεν τη δείτε, ντιπ δεν θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλάβει κάποιος περί τίνος πρόκειται αφού δει την ταινία! Γενικά, βλέπω πως όλο και περισσότεροι σκηνοθέτες αρέσκονται να βάζουν στοιχεία ντοκιμαντέρ στις ταινίες τους, να παίζουν με το θέμα «γεγονός – αναπαράσταση – καταγραφή».
Εδώ, αυτή η μορφάρα από την Ρουμανία το πάει ένα βήμα παραπάνω καθώς μας παρουσιάζει την προετοιμασία, τη «σκηνοθεσία» της αναπαράστασης μιας σκοτεινής σελίδας από την πρόσφατη ρουμάνικη ιστορία: τη Σφαγή της Οδησσού. Το 1941 ρουμανικά στρατεύματα (σημείωση: η Ρουμανία ήταν μέλος του Άξονα – είχε ταχθεί στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας) «απελευθέρωσαν» την Οδησσό από τον «Κόκκινο Τρόμο». Από τις 22 έως τις 24 Οκτωβρίου περίπου 24 με 35 χιλιάδες Εβραίοι της Οδησσού δολοφονήθηκαν από Ρουμάνους στρατιώτες είτε μέσω πυροβολισμών είτε μέσω φωτιάς! Και μας δείχνει μια σκηνοθέτιδα να ετοιμάζει ένα χάπενινγκ που είναι να παρουσιαστεί μπροστά σε ένα live κοινό – μια μικρή θεατρική παράσταση σαν να λέμε, με στόχο ακριβώς να αναπαραστήσει τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Μπολιάζει την ταινία του με πολλά ιστορικά δεδομένα, με ολόκληρα αποσπάσματα από βιβλία, αναφέρει πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν (όπως το ότι το μπαρούτι το τύλιγαν με χαρτί σαν καραμέλες και για να αποφύγουν κάποιοι τη στράτευση έβγαζαν τα δόντια τους για να μην μπορούν να ανοίξουν την καραμέλα – μπαρούτι!!!) και βεβαίως καυτηριάζει τη συμπεριφορά μιας ολόκληρης κοινωνίας που ακόμα και σήμερα (κι αυτό είναι το τραγικό) είναι απίστευτα αντισημιτική!
Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης ο κόσμος χειροκροτεί τους Ναζί όταν εμφανίζονται και γιουχάρει τον Κόκκινο Στρατό! Ελπίζω αυτό να ήταν σκηνοθετημένο κι όχι αληθινή αντίδραση μαζεμένου τυχαία κοινού!!!!!! Που, μεταξύ όλων των άλλων, έβγαζε και... σέλφις με μπαγκράουντ ένα Ολοκαύτωμα! Το ότι πχ οι Ρουμάνοι ήταν εκείνοι που σκότωσαν περισσότερους Εβραίους μετά τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με κούφανε! Το ότι σύγχρονοι πολιτικοί της χώρας είναι σφόδρα αντισημίτες με κούφανε επίσης! Ωραία όλα αυτά, αλλά από τη μια το ιδιαίτερο αφηγηματικό στιλ, από την άλλη η πολύ μεγάλη διάρκεια, έρχεται ο έρμος ο θεατής και νιώθει ξεθεωμένος! Πολύς λόγος στο σενάριο (χαρακτηριστικό των ταινιών του Jude – βρε μπας και κατά λάθος είναι... Γάλλος;), πολύ «ρουμάνικη» η υπόθεση (με στοιχεία για την ιστορία της χώρας, πχ πολλά πράγματα για αυτόν τον φασίστα τον Αντονέσκου, που δεν μπορεί να τα ξέρει ο μέσος σινεφίλ μη Ρουμάνος θεατής), πολύ αποστασιοποιημένη για ένα κοινό που θέλει τη μυθοπλασία του κανονική κι όχι έτσι.
Σημαντική ταινία για φεστιβάλ, μπρεχτική όσο χρειάζεται, με διαλογική αντιπαράθεση της πρωταγωνίστριας – σκηνοθέτιδας με κάποιον που ουσιαστικά είναι ο δικηγόρος του διαβόλου, είναι δύσκολο να βρει κοινό εκτός των φεστιβαλικών προβολών της ανά τον κόσμο.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 20.15 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές και σε επανάληψη την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: «Αδιαφορώ αν καταγραφούμε στην Ιστορία ως βάρβαροι». Αυτές ήταν οι λέξεις που ακούστηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο της Ρουμανίας το καλοκαίρι του 1941, σηματοδοτώντας την αρχή της εθνοκάθαρσης στο Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία αυτή επιχειρεί να σχολιάσει αυτή τη δήλωση. Σημειώσεις: «στρατιωτική αναπαράσταση / Χάνα Άρεντ / 1941, “η χρονιά που επιστρέφει επίμονα”, από τη σκοπιά του 2018 / αποσπάσματα / πυροβόλα / πλάνα αρχείου / η Σφαγή της Οδησσού / μπουρλέσκ / διάλογοι / Ισαάκ Μπάμπελ / κατακερματισμένη αφήγηση / “Wenn die Soldaten durch die Stadt marschieren” / υποβάθμιση μέσω της σύγκρισης / στρατιωτικά ανέκδοτα / το παροντικό παρελθόν, το παρελθοντικό παρόν».
Η άποψή μας: Παραθέσαμε πιο πάνω την υπόθεση της ταινίας, έτσι όπως υπάρχει στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Επίτηδες. Για να πάρετε μια ιδέα για το τι πράμα είναι αυτή η sui generis ταινία. Εννοείται πως αν δεν τη δείτε, ντιπ δεν θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλάβει κάποιος περί τίνος πρόκειται αφού δει την ταινία! Γενικά, βλέπω πως όλο και περισσότεροι σκηνοθέτες αρέσκονται να βάζουν στοιχεία ντοκιμαντέρ στις ταινίες τους, να παίζουν με το θέμα «γεγονός – αναπαράσταση – καταγραφή».
Εδώ, αυτή η μορφάρα από την Ρουμανία το πάει ένα βήμα παραπάνω καθώς μας παρουσιάζει την προετοιμασία, τη «σκηνοθεσία» της αναπαράστασης μιας σκοτεινής σελίδας από την πρόσφατη ρουμάνικη ιστορία: τη Σφαγή της Οδησσού. Το 1941 ρουμανικά στρατεύματα (σημείωση: η Ρουμανία ήταν μέλος του Άξονα – είχε ταχθεί στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας) «απελευθέρωσαν» την Οδησσό από τον «Κόκκινο Τρόμο». Από τις 22 έως τις 24 Οκτωβρίου περίπου 24 με 35 χιλιάδες Εβραίοι της Οδησσού δολοφονήθηκαν από Ρουμάνους στρατιώτες είτε μέσω πυροβολισμών είτε μέσω φωτιάς! Και μας δείχνει μια σκηνοθέτιδα να ετοιμάζει ένα χάπενινγκ που είναι να παρουσιαστεί μπροστά σε ένα live κοινό – μια μικρή θεατρική παράσταση σαν να λέμε, με στόχο ακριβώς να αναπαραστήσει τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Μπολιάζει την ταινία του με πολλά ιστορικά δεδομένα, με ολόκληρα αποσπάσματα από βιβλία, αναφέρει πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν (όπως το ότι το μπαρούτι το τύλιγαν με χαρτί σαν καραμέλες και για να αποφύγουν κάποιοι τη στράτευση έβγαζαν τα δόντια τους για να μην μπορούν να ανοίξουν την καραμέλα – μπαρούτι!!!) και βεβαίως καυτηριάζει τη συμπεριφορά μιας ολόκληρης κοινωνίας που ακόμα και σήμερα (κι αυτό είναι το τραγικό) είναι απίστευτα αντισημιτική!
Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης ο κόσμος χειροκροτεί τους Ναζί όταν εμφανίζονται και γιουχάρει τον Κόκκινο Στρατό! Ελπίζω αυτό να ήταν σκηνοθετημένο κι όχι αληθινή αντίδραση μαζεμένου τυχαία κοινού!!!!!! Που, μεταξύ όλων των άλλων, έβγαζε και... σέλφις με μπαγκράουντ ένα Ολοκαύτωμα! Το ότι πχ οι Ρουμάνοι ήταν εκείνοι που σκότωσαν περισσότερους Εβραίους μετά τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με κούφανε! Το ότι σύγχρονοι πολιτικοί της χώρας είναι σφόδρα αντισημίτες με κούφανε επίσης! Ωραία όλα αυτά, αλλά από τη μια το ιδιαίτερο αφηγηματικό στιλ, από την άλλη η πολύ μεγάλη διάρκεια, έρχεται ο έρμος ο θεατής και νιώθει ξεθεωμένος! Πολύς λόγος στο σενάριο (χαρακτηριστικό των ταινιών του Jude – βρε μπας και κατά λάθος είναι... Γάλλος;), πολύ «ρουμάνικη» η υπόθεση (με στοιχεία για την ιστορία της χώρας, πχ πολλά πράγματα για αυτόν τον φασίστα τον Αντονέσκου, που δεν μπορεί να τα ξέρει ο μέσος σινεφίλ μη Ρουμάνος θεατής), πολύ αποστασιοποιημένη για ένα κοινό που θέλει τη μυθοπλασία του κανονική κι όχι έτσι.
Σημαντική ταινία για φεστιβάλ, μπρεχτική όσο χρειάζεται, με διαλογική αντιπαράθεση της πρωταγωνίστριας – σκηνοθέτιδας με κάποιον που ουσιαστικά είναι ο δικηγόρος του διαβόλου, είναι δύσκολο να βρει κοινό εκτός των φεστιβαλικών προβολών της ανά τον κόσμο.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 4 Νοεμβρίου στις 20.15 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές και σε επανάληψη την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Το 2015 ο 38χρονος τότε László Nemes από την Ουγγαρία εξέπληξε τους πάντες και τα πάντα και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε, που δεν ήταν άλλη από το «Ο γιος του Σαούλ» (Saul fia), ταινία που κέρδισε τόσο τη Χρυσή Σφαίρα όσο και το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Φέτος, ο Ούγγρος σκηνοθέτης παρουσίασε στο φεστιβάλ Βενετίας (συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα) τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Τίτλος της: Δύση ηλίου (Napszállta / Sunset). O Nemes βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και παρουσίασε την ταινία του, η οποία συμμετείχε στο τμήμα «Ειδικές Προβολές». Κι όπως συμβαίνει συνήθως, η δεύτερη ταινία (όπως και το δεύτερο άλμπουμ) θαρρείς και εμφανίζει όλα τα προβλήματα που ενδεχομένως να είχαν κρυφτεί από το γεγονός ότι η πρώτη ταινία έπιανε απίστευτα υψηλές επιδόσεις. Στο κατάμεστο «Ολύμπιον» καταλάβαινες πως ο κόσμος που παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή την ταινία, ήταν ολοφάνερα μουδιασμένος...
Η υπόθεση: 1913. Η νεαρή Ίρις Λέιτερ φτάνει στη Βουδαπέστη έχοντας ξεκινήσει από την Τεργέστη. Θέλει να πιάσει δουλειά στο πιο διάσημο κατάστημα καπέλων της πόλης, που καθόλου τυχαία, φέρει το επίθετό της. Ναι, το Leiter ανήκε στους γονείς της, οι οποίοι πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όταν η Ίρις ήταν μόλις δύο ετών, οπότε δεν τους πολυθυμάται. Το κατάστημα πλέον ανήκει στον Όσκαρ Μπριλ, παλιό υπάλληλο στη συγκεκριμένη εταιρία. Ο Μπριλ δεν θέλει την Ίρις στα πόδια του, εκείνη όμως επιμένει. Ένας οδηγός άμαξας ονόματι Γκάσπαρ την πληροφορεί πως έχει έναν αδελφό, τον Κάλμαν, του οποίου την ύπαρξη η Ίρις αγνοούσε. Η Ίρις προσπαθεί να μάθει περισσότερα στοιχεία για τον αδελφό της, να τον βρει και να μιλήσουν από κοντά. Θα βρει τον αδελφό της τελικά; Γιατί έχει κακή φήμη; Τι ακριβώς συμβαίνει με την κοπέλα από το κατάστημα, που επιλέγεται κάθε χρόνο για να δουλέψει στις υπηρεσίας της Αυτού Μεγαλειότητας στη Βιέννη; Κινδυνεύει ο Μπριλ, όπως φοβάται; Μέχρι πού θα φτάσει η Ίρις;
Η άποψή μας: Δεν μας τα λέει καλά ο κύριος Nemes στη δεύτερη ταινία του. Συμβαίνει καμιά φορά με τους σκηνοθέτες αυτό. Ιδίως όταν η πρώτη προσπάθεια έχει την καθολική αναγνώριση και δέχεται μόνον επαίνους. Φουσκώνουν τα μυαλά, μην νομίζετε. Σαν τους ποδοσφαιριστές (α ρε Ντιαμαντίνο...). Αν κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος στις μεγάλες κατηγορίες ακούει συνέχεια «τι παικτάρα είσαι εσύ», «μα ποιος είσαι, ο Μαραντόνα;», «δεν υπάρχει παίκτης σαν κι εσένα» και τέτοια, δεν έχει πλέον το μυαλό του στο κεφάλι του, δεν προσπαθεί το ίδιο, τα θεωρεί όλα δεδομένα: εφόσον εγνωσμένα υπάρχει το ταλέντο δεν χρειάζεται να κάνει... προπόνηση. Έτσι θαρρώ ότι την πάτησε ο Nemes. Σκέφτηκε: «ταινιάρα θα γυρίσω με αυτό το υλικό». Δεν άκουγε τη φωνούλα που προσπαθούσε απεγνωσμένα να του πει: «αγόρι μου, ταλέντο υπάρχει, από σενάριο πώς πάμε;».
Το σενάριο της ταινίας είναι το απόλυτο συνονθύλευμα. Και η πλάκα είναι πως δεν το υπογράφει μόνος του ο σκηνοθέτης: έχει και δύο ακόμα συνσεναριογράφους. Το όλον βγάζει μια τρικυμία εν κρανίω! Καμία κατεύθυνση, κανένας ειρμός, καμία διάθεση να βοηθηθεί ο έρμος ο θεατής που δίνει σημασία και προσπαθεί απεγνωσμένα να ενώσει τις κουκκίδες, μπας και βγάλει μια υποτυπώδη άκρη. Δεν νοιάζεται ο Nemes ολοφάνερα. Σου βγάζει τα μάτια με το πόσο όμορφη είναι η ταινία, πόσο τέλεια και άρτια κατασκευαστικά, πόσο συναρπαστική σε επίπεδο εικόνας, που μάλλον ο δημιουργός της αποφάνθηκε πως αυτό και μόνο αυτό αρκεί. Αμ δε.
Εννοείται ότι η ιστορία της κοπέλας είναι γεμάτη σύμβολα, αναφορές και μεταφορές, αλλά δεν υπάρχει ένα αναθεματισμένο γλωσσάρι για να ερμηνευτεί ο γρίφος. Προσωπικά, κατέληξα πως η Ίρις δεν ονομάζεται τυχαία έτσι. Η ίριδα είναι το έγχρωμο φυσικό διάφραγμα του ματιού, το οποίο ελέγχει την ποσότητα του φωτός που δέχονται τα κύτταρα της οράσεως. Μοιάζει δηλαδή με τον μηχανισμό διαφράγματος μιας φωτογραφικής μηχανής. Το κέντρο της ίριδας παραμένει πάντοτε ανοιχτό και ονομάζεται κόρη του οφθαλμού. Σε έντονες συνθήκες φωτισμού, η κόρη κλείνει, ενώ στο σκοτάδι διαστέλλεται. Ο μηχανισμός αυτός, βελτιώνει την αντίθεση μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών αντικειμένων και αυξάνει το εύρος εστίασης. Η Ίρις λοιπόν είναι ο μέσος συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Το υποκείμενο της Ιστορίας. Δεν είναι άνθρωπος – είναι Ιδέα. Γι' αυτό και η όλη αίσθηση που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας την ταινία είναι εκείνη ενός ονείρου. Γι' αυτό δεν υπάρχει Λογική, καμία. Ίσως αυτό να ήταν το λάθος μου: το γεγονός δηλαδή ότι προσπάθησα να παρακολουθήσω την ταινία με βάση τη λογική. Καμία σχέση.
Η Ίρις όταν ξεκινάει η ταινία θέλει να πιάσει δουλειά στο καπελάδικο. Όταν τα καταφέρνει (;) μαθαίνει πως έχει έναν αδελφό και θέλει να τον δει, να τον συναντήσει. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει να μάθει τι απέγινε το κορίτσι που επιλέχθηκε την προηγούμενη φορά για να πάει στη Βιέννη προκειμένου να ζήσει στην Αυλή της Βασιλικής Οικογένειας. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει η ίδια να είναι το επόμενο κορίτσι που θα επιλεχθεί. Όταν τα καταφέρνει (;) βιώνει την πιο σουρεαλιστική συνάντηση με τον ίδιο τον ηγέτη της Αυστροουγγαρίας, ξυπόλητη (γιατί; ρωτάει η ίδια – σιγά μην μας δώσει απάντηση ο δημιουργός). Μετά, θέλει να πάει σε ένα παράξενο μαγαζί όπου επιτρέπεται να μπουν μόνον άνδρες. Όταν τα καταφέρνει (;) ξεκινάει μια μικρή επανάσταση. Κι άλλα συμβαίνουν, πολλά και παράξενα. «Σκοτώνει» πχ τον αδελφό της αλλά δεν δείχνει να «νιώθει» οτιδήποτε. Σε όλη την ταινία η Ίρις έχει το ίδιο σφιγμένο πρόσωπο, την ίδια απορία στο βλέμμα. Μόνο στο τέλος, μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (;;;;;;;;) δείχνει μια αποφασιστικότητα, να πούμε. Δεν βγάζεις νόημα, δεν βγάζεις άκρη. Δυσανασχετείς.
Κι αν αφεθείς, τουλάχιστον απολαμβάνεις τις μεγαλειώδεις εικόνες, τη σύνθεση του κάδρου, την απίστευτη πλανοθεσία, τη χρήση της κινούμενης κάμερας, που δεν αφήνει ποτέ την Ίρις (άντε, την Ίριδα) από τα... μάτια της: την ακολουθεί παντού είτε από πίσω της είτε από μπροστά της, κατά μέτωπο. Και με την ηχητική μπάντα να είναι γεμάτη φωνές και ψίθυρους: ποτέ δεν υπάρχει μόνο σιωπή. Μα, θα μου πείτε, το ίδιο έκανε και στον «Γιο του Σαούλ»! Μήπως λοιπόν απλώς επαναλαμβάνεται; Όταν θα δούμε την τρίτη του ταινία θα έχουμε να πούμε πολλά περισσότερα...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την FilmTrade, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: 1913. Η νεαρή Ίρις Λέιτερ φτάνει στη Βουδαπέστη έχοντας ξεκινήσει από την Τεργέστη. Θέλει να πιάσει δουλειά στο πιο διάσημο κατάστημα καπέλων της πόλης, που καθόλου τυχαία, φέρει το επίθετό της. Ναι, το Leiter ανήκε στους γονείς της, οι οποίοι πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όταν η Ίρις ήταν μόλις δύο ετών, οπότε δεν τους πολυθυμάται. Το κατάστημα πλέον ανήκει στον Όσκαρ Μπριλ, παλιό υπάλληλο στη συγκεκριμένη εταιρία. Ο Μπριλ δεν θέλει την Ίρις στα πόδια του, εκείνη όμως επιμένει. Ένας οδηγός άμαξας ονόματι Γκάσπαρ την πληροφορεί πως έχει έναν αδελφό, τον Κάλμαν, του οποίου την ύπαρξη η Ίρις αγνοούσε. Η Ίρις προσπαθεί να μάθει περισσότερα στοιχεία για τον αδελφό της, να τον βρει και να μιλήσουν από κοντά. Θα βρει τον αδελφό της τελικά; Γιατί έχει κακή φήμη; Τι ακριβώς συμβαίνει με την κοπέλα από το κατάστημα, που επιλέγεται κάθε χρόνο για να δουλέψει στις υπηρεσίας της Αυτού Μεγαλειότητας στη Βιέννη; Κινδυνεύει ο Μπριλ, όπως φοβάται; Μέχρι πού θα φτάσει η Ίρις;
Η άποψή μας: Δεν μας τα λέει καλά ο κύριος Nemes στη δεύτερη ταινία του. Συμβαίνει καμιά φορά με τους σκηνοθέτες αυτό. Ιδίως όταν η πρώτη προσπάθεια έχει την καθολική αναγνώριση και δέχεται μόνον επαίνους. Φουσκώνουν τα μυαλά, μην νομίζετε. Σαν τους ποδοσφαιριστές (α ρε Ντιαμαντίνο...). Αν κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος στις μεγάλες κατηγορίες ακούει συνέχεια «τι παικτάρα είσαι εσύ», «μα ποιος είσαι, ο Μαραντόνα;», «δεν υπάρχει παίκτης σαν κι εσένα» και τέτοια, δεν έχει πλέον το μυαλό του στο κεφάλι του, δεν προσπαθεί το ίδιο, τα θεωρεί όλα δεδομένα: εφόσον εγνωσμένα υπάρχει το ταλέντο δεν χρειάζεται να κάνει... προπόνηση. Έτσι θαρρώ ότι την πάτησε ο Nemes. Σκέφτηκε: «ταινιάρα θα γυρίσω με αυτό το υλικό». Δεν άκουγε τη φωνούλα που προσπαθούσε απεγνωσμένα να του πει: «αγόρι μου, ταλέντο υπάρχει, από σενάριο πώς πάμε;».
Το σενάριο της ταινίας είναι το απόλυτο συνονθύλευμα. Και η πλάκα είναι πως δεν το υπογράφει μόνος του ο σκηνοθέτης: έχει και δύο ακόμα συνσεναριογράφους. Το όλον βγάζει μια τρικυμία εν κρανίω! Καμία κατεύθυνση, κανένας ειρμός, καμία διάθεση να βοηθηθεί ο έρμος ο θεατής που δίνει σημασία και προσπαθεί απεγνωσμένα να ενώσει τις κουκκίδες, μπας και βγάλει μια υποτυπώδη άκρη. Δεν νοιάζεται ο Nemes ολοφάνερα. Σου βγάζει τα μάτια με το πόσο όμορφη είναι η ταινία, πόσο τέλεια και άρτια κατασκευαστικά, πόσο συναρπαστική σε επίπεδο εικόνας, που μάλλον ο δημιουργός της αποφάνθηκε πως αυτό και μόνο αυτό αρκεί. Αμ δε.
Εννοείται ότι η ιστορία της κοπέλας είναι γεμάτη σύμβολα, αναφορές και μεταφορές, αλλά δεν υπάρχει ένα αναθεματισμένο γλωσσάρι για να ερμηνευτεί ο γρίφος. Προσωπικά, κατέληξα πως η Ίρις δεν ονομάζεται τυχαία έτσι. Η ίριδα είναι το έγχρωμο φυσικό διάφραγμα του ματιού, το οποίο ελέγχει την ποσότητα του φωτός που δέχονται τα κύτταρα της οράσεως. Μοιάζει δηλαδή με τον μηχανισμό διαφράγματος μιας φωτογραφικής μηχανής. Το κέντρο της ίριδας παραμένει πάντοτε ανοιχτό και ονομάζεται κόρη του οφθαλμού. Σε έντονες συνθήκες φωτισμού, η κόρη κλείνει, ενώ στο σκοτάδι διαστέλλεται. Ο μηχανισμός αυτός, βελτιώνει την αντίθεση μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών αντικειμένων και αυξάνει το εύρος εστίασης. Η Ίρις λοιπόν είναι ο μέσος συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Το υποκείμενο της Ιστορίας. Δεν είναι άνθρωπος – είναι Ιδέα. Γι' αυτό και η όλη αίσθηση που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας την ταινία είναι εκείνη ενός ονείρου. Γι' αυτό δεν υπάρχει Λογική, καμία. Ίσως αυτό να ήταν το λάθος μου: το γεγονός δηλαδή ότι προσπάθησα να παρακολουθήσω την ταινία με βάση τη λογική. Καμία σχέση.
Η Ίρις όταν ξεκινάει η ταινία θέλει να πιάσει δουλειά στο καπελάδικο. Όταν τα καταφέρνει (;) μαθαίνει πως έχει έναν αδελφό και θέλει να τον δει, να τον συναντήσει. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει να μάθει τι απέγινε το κορίτσι που επιλέχθηκε την προηγούμενη φορά για να πάει στη Βιέννη προκειμένου να ζήσει στην Αυλή της Βασιλικής Οικογένειας. Όταν τα καταφέρνει (;) θέλει η ίδια να είναι το επόμενο κορίτσι που θα επιλεχθεί. Όταν τα καταφέρνει (;) βιώνει την πιο σουρεαλιστική συνάντηση με τον ίδιο τον ηγέτη της Αυστροουγγαρίας, ξυπόλητη (γιατί; ρωτάει η ίδια – σιγά μην μας δώσει απάντηση ο δημιουργός). Μετά, θέλει να πάει σε ένα παράξενο μαγαζί όπου επιτρέπεται να μπουν μόνον άνδρες. Όταν τα καταφέρνει (;) ξεκινάει μια μικρή επανάσταση. Κι άλλα συμβαίνουν, πολλά και παράξενα. «Σκοτώνει» πχ τον αδελφό της αλλά δεν δείχνει να «νιώθει» οτιδήποτε. Σε όλη την ταινία η Ίρις έχει το ίδιο σφιγμένο πρόσωπο, την ίδια απορία στο βλέμμα. Μόνο στο τέλος, μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (;;;;;;;;) δείχνει μια αποφασιστικότητα, να πούμε. Δεν βγάζεις νόημα, δεν βγάζεις άκρη. Δυσανασχετείς.
Κι αν αφεθείς, τουλάχιστον απολαμβάνεις τις μεγαλειώδεις εικόνες, τη σύνθεση του κάδρου, την απίστευτη πλανοθεσία, τη χρήση της κινούμενης κάμερας, που δεν αφήνει ποτέ την Ίρις (άντε, την Ίριδα) από τα... μάτια της: την ακολουθεί παντού είτε από πίσω της είτε από μπροστά της, κατά μέτωπο. Και με την ηχητική μπάντα να είναι γεμάτη φωνές και ψίθυρους: ποτέ δεν υπάρχει μόνο σιωπή. Μα, θα μου πείτε, το ίδιο έκανε και στον «Γιο του Σαούλ»! Μήπως λοιπόν απλώς επαναλαμβάνεται; Όταν θα δούμε την τρίτη του ταινία θα έχουμε να πούμε πολλά περισσότερα...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την FilmTrade, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία εξόδου)