του Θόδωρου Γιαχουστίδη
1η ανταπόκριση – Παρασκευή 2 Νοεμβρίου
"Αυτήν τη φορά διαφορετικά"
"Αυτήν τη φορά διαφορετικά"
Αν ισχύσει για το φεστιβάλ μας το κοινότυπο ρητό «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» τότε καλά θα κυλήσουν αυτές οι 10 ημέρες. Ο καιρός είναι σύμμαχος, η διάθεση είναι η πρέπουσα, ε, ήρθε και μια επιτέλους-καθόλου-κουραστική-τελετή-έναρξης και νιώθουμε απολύτως ικανοποιημένοι. Αντί για βαρετούς λόγους από τη σκηνή του «Ολύμπιον» είδαμε δηλώσεις μέσα από ένα έξυπνο ταινιάκι σε σκηνοθεσία Περικλή Πηλείδη. Τι σου είναι το σινεμά ρε παιδί μου. Τα ίδια πράγματα αν μας έλεγαν ο Περιφερειάρχης, ο Δήμαρχος, η Υφυπουργός Μακεδονίας Θράκης και η Υφυπουργός Πολιτισμού από τη σκηνή, ακόμα θα προσπαθούσαμε να κλείσουμε το στόμα μας από τα χασμουρητά. Βγήκαν οι ίδιοι άνθρωποι, μίλησαν on camera, δεν είπαν τίποτε πολύ σπουδαίο πέρα από γενικότητες (πλάκα, πλάκα, αυτά που είπε ο Τζιτζικώστας για το film office στη Θεσσαλονίκη είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ενώ χωρίς σχόλιο θα αφήσω το μπαγκράουντ με τις αφίσες από το γαλλικό Μάη στις δηλώσεις Νοτοπούλου, μουάχαχαχαχαχαχα) κι όμως, ως θεατής, δεν βαριόσουνα, δεν ήθελες να τους βαρέσεις, να τους πεις «τελειώνετε».
Τι σου είναι το σινεμά (το ξαναείπα αυτό). Όλα τα αλλάζει μαγικά. Και τι ωραία πινελιά η παρουσία τόσο στο μικρού μήκους όσο και μέσα στο «Ολύμπιον» των δίδυμων αδελφών Ανέστη και Μιχάλη Κόντη, από τις μασκότ (μην παρεξηγείτε σας παρακαλώ τη λέξη) του φεστιβάλ! Τους θυμάμαι από το πρώτο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που παρακολούθησα δια ζώσης, το μακρινό 1988 (31 χρόνια ρε φίλε, είναι πολλά, γουάου)!!! Και συγκίνηση και αμεσότητα (παράδοξο: αμεσότητα μέσω φιλμ κι όχι μέσω φυσικής, ζωντανής παρουσίας) και ταχύτητα και... μοντάζ που κόβει τις αμηχανίες και δίνει ρυθμό. Να χαρώ εγώ. Βγήκε και ο Hirokazu Koreeda (σημείωση: χρησιμοποιώ τη γραφή που έχει για το επίθετό του το imdb) σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμα από την Ιαπωνία να χαιρετήσει το γεγονός ότι η ταινία του ήταν εκείνη που θα άνοιγε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, θυμήθηκε και την παρουσία του πριν χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όλα κομπλέ. Μετά, έσβησαν τα φώτα (σβηστά ήταν ρε, καθ'όλη τη διάρκεια της τελετής). Και δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα!
Τι σου είναι το σινεμά (το ξαναείπα αυτό). Όλα τα αλλάζει μαγικά. Και τι ωραία πινελιά η παρουσία τόσο στο μικρού μήκους όσο και μέσα στο «Ολύμπιον» των δίδυμων αδελφών Ανέστη και Μιχάλη Κόντη, από τις μασκότ (μην παρεξηγείτε σας παρακαλώ τη λέξη) του φεστιβάλ! Τους θυμάμαι από το πρώτο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που παρακολούθησα δια ζώσης, το μακρινό 1988 (31 χρόνια ρε φίλε, είναι πολλά, γουάου)!!! Και συγκίνηση και αμεσότητα (παράδοξο: αμεσότητα μέσω φιλμ κι όχι μέσω φυσικής, ζωντανής παρουσίας) και ταχύτητα και... μοντάζ που κόβει τις αμηχανίες και δίνει ρυθμό. Να χαρώ εγώ. Βγήκε και ο Hirokazu Koreeda (σημείωση: χρησιμοποιώ τη γραφή που έχει για το επίθετό του το imdb) σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμα από την Ιαπωνία να χαιρετήσει το γεγονός ότι η ταινία του ήταν εκείνη που θα άνοιγε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, θυμήθηκε και την παρουσία του πριν χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όλα κομπλέ. Μετά, έσβησαν τα φώτα (σβηστά ήταν ρε, καθ'όλη τη διάρκεια της τελετής). Και δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα!
Ταινία έναρξης, λοιπόν, ο φετινός Χρυσός Φοίνικας. Που ως μπούφος (ναι, ξέρω, σκληρή αυτοκριτική) δεν είδα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Καλά να πάθω. Αλλά δεν πειράζει, είδαμε τη νέα ταινία του Hirokazu Koreeda, Κλέφτες καταστημάτων (Manbiki kazoku / Shoplifters) στο κατάμεστο «Ολύμπιον» και το φχαριστηθήκαμε! Μια ταινία που αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ιαπωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Μια ταινία που αναρωτιέται για τον ορισμό της οικογένειας. Και όχι μόνον...
Η υπόθεση: Επιστρέφοντας από ένα σούπερ μάρκετ με τα κλοπιμαία τους, ο Οσάμου και ο γιος του, ο Σότα, συναντούν ένα μικρό κορίτσι εγκαταλελειμμένο μέσα στο κρύο. Αρχικά, αποφασίζουν να τη φιλοξενήσουν προσωρινά• όταν όμως καταλαβαίνουν ότι αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, θα της δώσουν μια κανονική θέση στο σπίτι τους. Αν και η μεγάλη οικογένεια, που περιλαμβάνει τη γιαγιά Χατσούε, τη γυναίκα του Οσάμου, τη Νομπούγιο και την μεγάλη κόρη τους, την Άκι, είναι φτωχή και ίσα ίσα τα βγάζει πέρα με τις δουλειές τους και τις μικροκλοπές, ζουν ευτυχισμένοι όλοι μαζί. Τη μικρή τη λένε Γιούρι, αλλά τη βαφτίζουν Λιν. Όλα βαίνουν καλώς, οι εποχές εναλλάσσονται, ώσπου μία απώλεια κι ένα απρόσμενο γεγονός αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, θέτοντας σε κίνδυνο τους δεσμούς που ενώνουν τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Η άποψή μας: Έχει ειπωθεί κι έχει γραφτεί χιλιάδες φορές – άλλη μία λοιπόν δεν πειράζει: ο Hirokazu Koreeda είναι ο σύγχρονος εκφραστής του σινεμά του συμπατριώτη του Yasujirô Ozu. Αν και ο ίδιος έχει δηλώσει παλιότερα ότι πιο λογικό είναι να τον συγκρίνει κανείς με τον... Ken Loach! Δεχόμαστε και τα δύο ως σωστά. Ο άνθρωπος είναι μάστορας στο να στήνει κοινωνικά δράματα, με κωμικά στοιχεία, επικεντρωμένος πάντοτε στην οικογένεια κι έχοντας παράλληλα και επαναστατική διάθεση, να θίξει τα κακώς κείμενα, χωρίς να δείχνει απαραίτητα στρατευμένος, άρα και αγκυλωμένος ιδεολογικά. Όταν το μείγμα πετυχαίνει η συγκίνηση είναι ατόφια, ειλικρινής, αφιλτράριστη και μεγαλειώδης. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου χάνει τον βηματισμό του (όπως στην προηγούμενη ταινία του, «Το τρίτο έγκλημα») συνήθως όμως τα καταφέρνει περίφημα. Και ενίοτε πιάνει πολύ υψηλές επιδόσεις.
Το έκανε στο «Κανείς δεν ξέρει». Το πέτυχε και σε τούτη την ταινία. Αυτό για το οποίο θα πρέπει όλοι να βγάλουμε το καπέλο σε τούτον το σπουδαίο σκηνοθέτη είναι το γεγονός ότι κατορθώνει να κάνει ουσιαστικά την ανατομία μιας ολόκληρης κοινωνίας χωρίς να προσεγγίζει το θέμα του κλινικά. Ίσα – ίσα, το προσεγγίζει ανθρώπινα, άρα με λάθη, με παραλείψεις, με υπερβολικό ζήλο αλλού. Κανείς δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει ως στυγνό, στρυφνό και αμέτοχο κριτή των πάντων. Αγαπάει υπερβολικά τους ήρωές του για να προβεί σε μια τέτοια αντιμετώπισή τους. Σε τούτη του την ταινία όλο του το ενδιαφέρον πέφτει σε μια οικογένεια. Μια οικογένεια που από την αρχή της ταινίας δίνονται ψήγματα στον θεατή πως δεν είναι η κλασική οικογένεια. Όχι, αυτή δεν είναι μια οικογένεια με την ληξιαρχική έννοια του όρου. Περισσότερο με παζλ μοιάζει. Ένα παζλ που δημιουργήθηκε από κομμάτια που ανήκουν σε άλλα παζλ.
Κι όμως, τι ωραίο δημιούργημα! Ναι, κάθε μέλος αυτής της ιδιότυπης οικογένειας παραβαίνει τον νόμο με περισσότερους από έναν τρόπους. Ναι, κάθε μέλος της οικογένειας προβαίνει σε κινήσεις μεμπτές κάτω από το βλέμμα το ηθικής. Ναι, στόχος είναι να εξασφαλιστούν με οποιονδήποτε τρόπο τα απαραίτητα χρήματα και αγαθά για να περάσει άλλη μια μέρα. Η απατεωνιά απατεωνιά αλλά και η αγάπη αγάπη. Μια αγάπη τόσο ανιδιοτελής, τόσο θριαμβευτική, τόσο μεγάλη, που σε κάνει να λιώνεις. Μια αγάπη που έρχεται τόσο έντονα σε αντιπαράθεση με μια κοινωνία υποκριτική, σκληρή και αδυσώπητη. Ναι κυρίες και κύριοι, στην Ιαπωνία των ευγενικών ανθρώπων, του καπιταλισμού με... ανθρώπινο πρόσωπο, υπάρχουν άνθρωποι που για να επιβιώσουν, κλέβουν. Υπάρχουν άνθρωποι που δέρνουν τα παιδιά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά τους είναι να πηγαίνουν σε peep shows.
Μια κοινωνία που δεν μπορεί να προστατέψει τα πιο αδύναμα μέλη της: τα παιδιά. Μια κοινωνία που προχωράει σε ελαστικές μορφές εργασίας, καθώς τα αφεντικά «δεν βγαίνουν». Λιγότερη εργασία για όλους και όλοι γίνονται λίγο περισσότερο φτωχοί (τρομερή ατάκα, βγαλμένη με κωμικό ύφος, αλλά πονάει σαν μαχαίρι σε πληγή). «Γιατί μάθαινες στα παιδιά σου να κλέβουν;» ρωτάει ένας αστυνομικός τον Οσάμου. «Δεν ξέρω τι άλλο να τους μάθω» απαντάει εκείνος και μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται η ανθρωπιστική ήττα ενός ολόκληρου πολιτισμού. Μια κοινωνία που κοιτάει τους τύπους και όχι την ουσία: ποιος λέει ότι είναι περισσότερο μητέρα μια γυναίκα που γεννάει απλά ένα παιδί από μια άλλη γυναίκα που το μεγαλώνει με αγάπη;
Ο σκηνοθέτης βγάζει απίστευτες ερμηνείες από όλο το καστ του: από τη φλεγματική και ήρεμη δύναμη γιαγιά (η Kirin Kiki στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της, μιας που απεβίωσε μετά τα γυρίσματα) μέχρι τα δύο πιτσιρίκια που είναι τρομερά φυσικά, με τον φακό να τα λατρεύει, την ατρόμητη Mayu Matsuoka σε έναν δύσκολο και αποκαλυπτικό ρόλο, εκείνη όμως που κλέβει την παράσταση είναι η Sakura Andô. Είναι θεάρα! Τρομερά ρεαλίστρια, το παίζει σκληρή και ατρόμητη αλλά είναι φοβερά ευαίσθητη και τρυφερή και δοτική απέναντι σε όλους. Είναι και αισθαντική και αισθησιακή και αληθινή και η σκηνή της στην ανάκριση είναι ανατριχιαστικά βαθιά. «Εγώ τη βρήκα. Κάποιος άλλος την πέταξε». Γουάου! Η σκηνή στην παραλία δείχνει απλή, απέριττη οικογενειακή ευτυχία! Και η σκηνή με τα πυροτεχνήματα, που όλοι μαζί τα ακούν αλλά δεν μπορούν να τα δουν, στο καταγώγιο που ζουν είναι απλά σκέτο ποίημα. «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί». Φτωχοδιάβολοι. Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Ένα φιλμ που ζεσταίνει την ψυχούλα σου παρακολουθώντας την, όπως συμβαίνει όταν τρως ένα μπολ γεμάτο λαχταριστά νουντλς. Ρουφώντας τα με θόρυβο!
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας στις 6 Δεκεμβρίου από την One From The Heart)
Η υπόθεση: Επιστρέφοντας από ένα σούπερ μάρκετ με τα κλοπιμαία τους, ο Οσάμου και ο γιος του, ο Σότα, συναντούν ένα μικρό κορίτσι εγκαταλελειμμένο μέσα στο κρύο. Αρχικά, αποφασίζουν να τη φιλοξενήσουν προσωρινά• όταν όμως καταλαβαίνουν ότι αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, θα της δώσουν μια κανονική θέση στο σπίτι τους. Αν και η μεγάλη οικογένεια, που περιλαμβάνει τη γιαγιά Χατσούε, τη γυναίκα του Οσάμου, τη Νομπούγιο και την μεγάλη κόρη τους, την Άκι, είναι φτωχή και ίσα ίσα τα βγάζει πέρα με τις δουλειές τους και τις μικροκλοπές, ζουν ευτυχισμένοι όλοι μαζί. Τη μικρή τη λένε Γιούρι, αλλά τη βαφτίζουν Λιν. Όλα βαίνουν καλώς, οι εποχές εναλλάσσονται, ώσπου μία απώλεια κι ένα απρόσμενο γεγονός αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, θέτοντας σε κίνδυνο τους δεσμούς που ενώνουν τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Η άποψή μας: Έχει ειπωθεί κι έχει γραφτεί χιλιάδες φορές – άλλη μία λοιπόν δεν πειράζει: ο Hirokazu Koreeda είναι ο σύγχρονος εκφραστής του σινεμά του συμπατριώτη του Yasujirô Ozu. Αν και ο ίδιος έχει δηλώσει παλιότερα ότι πιο λογικό είναι να τον συγκρίνει κανείς με τον... Ken Loach! Δεχόμαστε και τα δύο ως σωστά. Ο άνθρωπος είναι μάστορας στο να στήνει κοινωνικά δράματα, με κωμικά στοιχεία, επικεντρωμένος πάντοτε στην οικογένεια κι έχοντας παράλληλα και επαναστατική διάθεση, να θίξει τα κακώς κείμενα, χωρίς να δείχνει απαραίτητα στρατευμένος, άρα και αγκυλωμένος ιδεολογικά. Όταν το μείγμα πετυχαίνει η συγκίνηση είναι ατόφια, ειλικρινής, αφιλτράριστη και μεγαλειώδης. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου χάνει τον βηματισμό του (όπως στην προηγούμενη ταινία του, «Το τρίτο έγκλημα») συνήθως όμως τα καταφέρνει περίφημα. Και ενίοτε πιάνει πολύ υψηλές επιδόσεις.
Το έκανε στο «Κανείς δεν ξέρει». Το πέτυχε και σε τούτη την ταινία. Αυτό για το οποίο θα πρέπει όλοι να βγάλουμε το καπέλο σε τούτον το σπουδαίο σκηνοθέτη είναι το γεγονός ότι κατορθώνει να κάνει ουσιαστικά την ανατομία μιας ολόκληρης κοινωνίας χωρίς να προσεγγίζει το θέμα του κλινικά. Ίσα – ίσα, το προσεγγίζει ανθρώπινα, άρα με λάθη, με παραλείψεις, με υπερβολικό ζήλο αλλού. Κανείς δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει ως στυγνό, στρυφνό και αμέτοχο κριτή των πάντων. Αγαπάει υπερβολικά τους ήρωές του για να προβεί σε μια τέτοια αντιμετώπισή τους. Σε τούτη του την ταινία όλο του το ενδιαφέρον πέφτει σε μια οικογένεια. Μια οικογένεια που από την αρχή της ταινίας δίνονται ψήγματα στον θεατή πως δεν είναι η κλασική οικογένεια. Όχι, αυτή δεν είναι μια οικογένεια με την ληξιαρχική έννοια του όρου. Περισσότερο με παζλ μοιάζει. Ένα παζλ που δημιουργήθηκε από κομμάτια που ανήκουν σε άλλα παζλ.
Κι όμως, τι ωραίο δημιούργημα! Ναι, κάθε μέλος αυτής της ιδιότυπης οικογένειας παραβαίνει τον νόμο με περισσότερους από έναν τρόπους. Ναι, κάθε μέλος της οικογένειας προβαίνει σε κινήσεις μεμπτές κάτω από το βλέμμα το ηθικής. Ναι, στόχος είναι να εξασφαλιστούν με οποιονδήποτε τρόπο τα απαραίτητα χρήματα και αγαθά για να περάσει άλλη μια μέρα. Η απατεωνιά απατεωνιά αλλά και η αγάπη αγάπη. Μια αγάπη τόσο ανιδιοτελής, τόσο θριαμβευτική, τόσο μεγάλη, που σε κάνει να λιώνεις. Μια αγάπη που έρχεται τόσο έντονα σε αντιπαράθεση με μια κοινωνία υποκριτική, σκληρή και αδυσώπητη. Ναι κυρίες και κύριοι, στην Ιαπωνία των ευγενικών ανθρώπων, του καπιταλισμού με... ανθρώπινο πρόσωπο, υπάρχουν άνθρωποι που για να επιβιώσουν, κλέβουν. Υπάρχουν άνθρωποι που δέρνουν τα παιδιά τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά τους είναι να πηγαίνουν σε peep shows.
Μια κοινωνία που δεν μπορεί να προστατέψει τα πιο αδύναμα μέλη της: τα παιδιά. Μια κοινωνία που προχωράει σε ελαστικές μορφές εργασίας, καθώς τα αφεντικά «δεν βγαίνουν». Λιγότερη εργασία για όλους και όλοι γίνονται λίγο περισσότερο φτωχοί (τρομερή ατάκα, βγαλμένη με κωμικό ύφος, αλλά πονάει σαν μαχαίρι σε πληγή). «Γιατί μάθαινες στα παιδιά σου να κλέβουν;» ρωτάει ένας αστυνομικός τον Οσάμου. «Δεν ξέρω τι άλλο να τους μάθω» απαντάει εκείνος και μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται η ανθρωπιστική ήττα ενός ολόκληρου πολιτισμού. Μια κοινωνία που κοιτάει τους τύπους και όχι την ουσία: ποιος λέει ότι είναι περισσότερο μητέρα μια γυναίκα που γεννάει απλά ένα παιδί από μια άλλη γυναίκα που το μεγαλώνει με αγάπη;
Ο σκηνοθέτης βγάζει απίστευτες ερμηνείες από όλο το καστ του: από τη φλεγματική και ήρεμη δύναμη γιαγιά (η Kirin Kiki στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της, μιας που απεβίωσε μετά τα γυρίσματα) μέχρι τα δύο πιτσιρίκια που είναι τρομερά φυσικά, με τον φακό να τα λατρεύει, την ατρόμητη Mayu Matsuoka σε έναν δύσκολο και αποκαλυπτικό ρόλο, εκείνη όμως που κλέβει την παράσταση είναι η Sakura Andô. Είναι θεάρα! Τρομερά ρεαλίστρια, το παίζει σκληρή και ατρόμητη αλλά είναι φοβερά ευαίσθητη και τρυφερή και δοτική απέναντι σε όλους. Είναι και αισθαντική και αισθησιακή και αληθινή και η σκηνή της στην ανάκριση είναι ανατριχιαστικά βαθιά. «Εγώ τη βρήκα. Κάποιος άλλος την πέταξε». Γουάου! Η σκηνή στην παραλία δείχνει απλή, απέριττη οικογενειακή ευτυχία! Και η σκηνή με τα πυροτεχνήματα, που όλοι μαζί τα ακούν αλλά δεν μπορούν να τα δουν, στο καταγώγιο που ζουν είναι απλά σκέτο ποίημα. «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί». Φτωχοδιάβολοι. Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Ένα φιλμ που ζεσταίνει την ψυχούλα σου παρακολουθώντας την, όπως συμβαίνει όταν τρως ένα μπολ γεμάτο λαχταριστά νουντλς. Ρουφώντας τα με θόρυβο!
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας στις 6 Δεκεμβρίου από την One From The Heart)
Όπως κάνουμε τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, οι ανταποκρίσεις μας από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα αποτελούν ένα μείγμα κειμένων για ταινίες που βλέπουμε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και για ταινίες για τις οποίες έχουμε ήδη γράψει κείμενα, μιας που τις έχουμε ήδη δει σε περασμένα φεστιβάλ και δη των Καννών και του Βερολίνου. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ταινία Ντιαμαντίνο (Diamantino) των Gabriel Abrantes και Daniel Schmidt, που εδώ προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες έχει γυρίσει άπειρες μικρού μήκους κι αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους και ο άλλος έχει γυρίσει λιγότερες μεν μικρού μήκους, αλλά έχει γυρίσει και μια μεγάλου μήκους μαζί με άλλον σκηνοθέτη. Είναι μια ταινία που προβλήθηκε στην «Εβδομάδα της Κριτικής» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο του συγκεκριμένου τμήματος ως η καλύτερη ταινία του. Κέρδισε όμως και το βραβείο... Palm Dog, ως η ταινία από όλα τα τμήματα του φεστιβάλ, που παρουσιάζει καλύτερα τα σκυλιά που εμφανίζονται σε αυτήν!!! Και ναι, αν σας κάνει κάτι το όνομα της ταινίας και η χώρα προέλευσής της, το Ντιαμαντίνο, το όνομα του πρωταγωνιστή ήρωά μας, παραπέμπει κατευθείαν στον Ronaldo – κι όχι παραδόξως στον Ronaldinio...
Η υπόθεση: Ο Πορτογάλος Ντιαμαντίνο είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι όμως ταλαντούχος κι όταν βάζει γκολ, σκίζει τα δίχτυα! Ο πατέρας του, του δίδαξε την συμπόνια και την ταπεινότητα ενώ οι δίδυμες αδελφές του είναι μέγαιρες, που τρώνε τα λεφτά του. Όταν μια μέρα πριν τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ρωσία, όπου η Πορτογαλία παίζει με τη Σουηδία (!!!) ο Ντιαμαντίνο βλέπει σε μια βόλτα με το γιοτ του, ένα φουσκωτό με πρόσφυγες, κάτι σπάζει μέσα του. Κι όταν στον τελικό, ενώ συνήθως τον πιάνει ευφορία παίζοντας και «βλέπει» στο γήπεδο τεράστια χνουδωτά κουταβάκια (!!!), στο κρίσιμο σημείο θυμάται μια γυναίκα πρόσφυγα και καταρρέει.
Το σκορ είναι 0-1 υπέρ της Σουηδίας, απομένουν ελάχιστα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας και ο διαιτητής παρερμηνεύει την κατάρρευση ως φάουλ και δίνει πέναλτι. Ο Ντιαμαντίνο το εκτελεί! Και το χάνει! Και γίνεται ο περίγελος των πάντων! Έτσι, τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα στην ντροπή κι έχοντας πλέον τη στάμπα του αποτυχημένου. Αναζητώντας ένα νέο σκοπό, ο άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εκατομμύρια ανθρώπων, στρέφεται σε μια ντελιριακή οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίζει την προσφυγική κρίση, τον νεοφασισμό, τη γενετική τροποποίηση και το κυνήγι για την εύρεση της προέλευση της μεγαλοφυΐας...
Η άποψή μας: Τουλάχιστον σε αυτήν την ταινία διακρίνεις ψήγματα ενός ενδιαφέροντος μείγματος, με καλές ιδέες και μερικές τρομερές ατάκες. Η διαχείριση και η εκτέλεση είναι προβληματικές. Πχ, μετά το χαμένο πέναλτι, ο σπορτκάστερ λέει: «αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία για την Πορτογαλία μετά την ήττα από την Ελλάδα»!!! Αυτά είναι! Ο Ντιαμαντίνο από καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο γίνεται πρωταγωνιστής των ευφυέστερων memes. Τέτοια πράγματα. Οι σκηνές με τα τεράστια, χνουδωτά κουτάβια μέσα στο γήπεδο είναι απίστευτες. Και υπάρχει και πολύ πολιτική. Ο Ντιαμαντίνο γίνεται το πρόσωπο που εκφράζει όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως η Πορτογαλία πρέπει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαφήμιση στην οποία παίζει για να προμοτάρει αυτόν τον σκοπό, εννοείται ότι βγάζει πολύ γέλιο. Επίσης, για να εξιλεωθεί αλλά και συγκλονισμένος από τους «σφυγες» (σημείωση: δεν μπορεί να πει «πρόσφυγες») αποφασίζει να... υιοθετήσει ένα προσφυγόπουλο. Και υιοθετεί μια μαύρη (από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες) λεσβία πράκτορα των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών, η οποία το παίζει πρόσφυγας (και αγόρι – τύφλα να έχει ο Πίπης της Βουγιουκλάκη!) για να ξεσκεπάσει τον Ντιαμαντίνο, καθώς πιστεύουν όλοι ότι κάνει ξέπλυμα χρημάτων. Εντωμεταξύ, μια υπουργός για κάποιον παράξενο λόγο, θέλει να κλωνοποιήσει τον Ντιαμαντίνο για να υπάρχει το ταλέντο του πολλαπλασιασμένο. Το μόνο που είχε ο ποδοσφαιριστής ήταν τεράστιο ταλέντο και φοβερή συμπόνια για τον κόσμο. Από μυαλό, χάλια. Ναι, αλλά στη διαδικασία, ο Ντιαμαντίνο βγάζει... βυζιά! Α, και είναι παρθένος. Δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σεξ. Αυτός ο πάμπλουτος και διάσημος ποδοσφαιριστής!
Η ταινία που μου θύμισε τούτη εδώ ήταν, αν έχετε το θεό σας, «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά». Ο Κούτρας όμως είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Εδώ, οι δύο δημιουργοί δεν χρησιμοποιούν κόλπα που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία τους περισσότερο θελκτική και προσβάσιμη στο μεγάλο κοινό. Επιλέγουν να κρατήσουν μια αποστασιοποίηση του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να έχει ενσυναίσθηση. Οπότε, στην τελική, αποτυγχάνουν. Κρίμα, γιατί αυτή θα μπορούσε να είναι μια εντελώς ΠΑΟΚ ταινία!
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Ολύμπιον – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Πορτογάλος Ντιαμαντίνο είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο. Δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι όμως ταλαντούχος κι όταν βάζει γκολ, σκίζει τα δίχτυα! Ο πατέρας του, του δίδαξε την συμπόνια και την ταπεινότητα ενώ οι δίδυμες αδελφές του είναι μέγαιρες, που τρώνε τα λεφτά του. Όταν μια μέρα πριν τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ρωσία, όπου η Πορτογαλία παίζει με τη Σουηδία (!!!) ο Ντιαμαντίνο βλέπει σε μια βόλτα με το γιοτ του, ένα φουσκωτό με πρόσφυγες, κάτι σπάζει μέσα του. Κι όταν στον τελικό, ενώ συνήθως τον πιάνει ευφορία παίζοντας και «βλέπει» στο γήπεδο τεράστια χνουδωτά κουταβάκια (!!!), στο κρίσιμο σημείο θυμάται μια γυναίκα πρόσφυγα και καταρρέει.
Το σκορ είναι 0-1 υπέρ της Σουηδίας, απομένουν ελάχιστα λεπτά για να τελειώσει ο αγώνας και ο διαιτητής παρερμηνεύει την κατάρρευση ως φάουλ και δίνει πέναλτι. Ο Ντιαμαντίνο το εκτελεί! Και το χάνει! Και γίνεται ο περίγελος των πάντων! Έτσι, τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα στην ντροπή κι έχοντας πλέον τη στάμπα του αποτυχημένου. Αναζητώντας ένα νέο σκοπό, ο άνθρωπος που αποτελούσε ίνδαλμα για εκατομμύρια ανθρώπων, στρέφεται σε μια ντελιριακή οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας αντιμετωπίζει την προσφυγική κρίση, τον νεοφασισμό, τη γενετική τροποποίηση και το κυνήγι για την εύρεση της προέλευση της μεγαλοφυΐας...
Η άποψή μας: Τουλάχιστον σε αυτήν την ταινία διακρίνεις ψήγματα ενός ενδιαφέροντος μείγματος, με καλές ιδέες και μερικές τρομερές ατάκες. Η διαχείριση και η εκτέλεση είναι προβληματικές. Πχ, μετά το χαμένο πέναλτι, ο σπορτκάστερ λέει: «αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία για την Πορτογαλία μετά την ήττα από την Ελλάδα»!!! Αυτά είναι! Ο Ντιαμαντίνο από καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο γίνεται πρωταγωνιστής των ευφυέστερων memes. Τέτοια πράγματα. Οι σκηνές με τα τεράστια, χνουδωτά κουτάβια μέσα στο γήπεδο είναι απίστευτες. Και υπάρχει και πολύ πολιτική. Ο Ντιαμαντίνο γίνεται το πρόσωπο που εκφράζει όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως η Πορτογαλία πρέπει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαφήμιση στην οποία παίζει για να προμοτάρει αυτόν τον σκοπό, εννοείται ότι βγάζει πολύ γέλιο. Επίσης, για να εξιλεωθεί αλλά και συγκλονισμένος από τους «σφυγες» (σημείωση: δεν μπορεί να πει «πρόσφυγες») αποφασίζει να... υιοθετήσει ένα προσφυγόπουλο. Και υιοθετεί μια μαύρη (από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες) λεσβία πράκτορα των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών, η οποία το παίζει πρόσφυγας (και αγόρι – τύφλα να έχει ο Πίπης της Βουγιουκλάκη!) για να ξεσκεπάσει τον Ντιαμαντίνο, καθώς πιστεύουν όλοι ότι κάνει ξέπλυμα χρημάτων. Εντωμεταξύ, μια υπουργός για κάποιον παράξενο λόγο, θέλει να κλωνοποιήσει τον Ντιαμαντίνο για να υπάρχει το ταλέντο του πολλαπλασιασμένο. Το μόνο που είχε ο ποδοσφαιριστής ήταν τεράστιο ταλέντο και φοβερή συμπόνια για τον κόσμο. Από μυαλό, χάλια. Ναι, αλλά στη διαδικασία, ο Ντιαμαντίνο βγάζει... βυζιά! Α, και είναι παρθένος. Δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή του σεξ. Αυτός ο πάμπλουτος και διάσημος ποδοσφαιριστής!
Η ταινία που μου θύμισε τούτη εδώ ήταν, αν έχετε το θεό σας, «Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά». Ο Κούτρας όμως είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Εδώ, οι δύο δημιουργοί δεν χρησιμοποιούν κόλπα που θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία τους περισσότερο θελκτική και προσβάσιμη στο μεγάλο κοινό. Επιλέγουν να κρατήσουν μια αποστασιοποίηση του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να πετυχαίνουν να κάνουν τον θεατή να έχει ενσυναίσθηση. Οπότε, στην τελική, αποτυγχάνουν. Κρίμα, γιατί αυτή θα μπορούσε να είναι μια εντελώς ΠΑΟΚ ταινία!
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 23.15 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Ολύμπιον – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Κλείνουμε την πρώτη μας ανταπόκριση με μια γαλλική ταινία, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο τμήμα «Orizzonti» - κι εντελώς ταιριαστά στο φεστιβάλ μας, προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες: Another Take». Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Mikhaël Hers, έχει γυρίσει έξι ταινίες: τρεις μεσαίου μήκους (διάρκειας κοντά στην ώρα) και τρεις μεγάλου μήκους. Τίτλος της συγκεκριμένης που θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη: Αμάντα (Amanda). Μια ταινία που είδαμε μέσω της πλατφόρμας FestivalScope, κατά τη διάρκεια που λάμβανε χώρα το φεστιβάλ Βενετίας, τον περασμένο Σεπτέμβριο...
Η υπόθεση: Ο Νταβίντ είναι ένας 20άρης Παριζιάνος, που κάνει διάφορες παράξενες δουλειές και απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα γνωρίσει τη Λένα, μια δασκάλα πιάνου, και θα την ερωτευθεί. Η ζωή του όμως θα αλλάξει δραματικά όταν η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονείται κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Ο Νταβίντ καλείται να γίνει ο κηδεμόνας της 7χρονης ανιψιάς του, της Αμάντα, κόρης της αδικοχαμένης αδελφής του. Και καλείται επίσης να διαχειριστεί την προσπάθεια της μητέρας του να τα ξαναβρούν, 20 χρόνια αφού τους εγκατέλειψε, αφήνοντας τον πατέρα του να μεγαλώσει εκείνον και την αδελφή του...
Η άποψή μας: Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες, τις γλυκιές και αγαπημένες, που ασχολούνται με πολύ σοβαρά θέματα, γνωρίζουν το μικρό βεληνεκές τους αλλά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ταπεινά, χωρίς φανφάρες, αρθρώνοντας κατανοητό λόγο, που αν μη τι άλλο, αφορά τον θεατή. Και τον συγκινεί. Κι όλα αυτά χωρίς να... κλέβει. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια αμυδρή, εκλεκτική σχέση με τους «Κλέφτες καταστημάτων», σε ότι έχει να κάνει με τη δημιουργία μιας πραγματικής οικογένειας, πέρα από τον τυπικό ορισμό της... Η ταινία κινείται σε τρεις διαφορετικούς άξονες, και κατορθώνει να τους βαδίσει με αξιοπρέπεια, χωρίς να μπερδευτεί ή να εξοκείλει.
Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλότονη, όμορφη αισθηματική ιστορία. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, που θέλει να καταπιαστεί με το θέμα της τρομοκρατίας, κι ευτυχώς, δεν καταπλακώνεται από αυτό. Κυρίως, όμως, αυτή είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Ενηλικίωσης μέσω της ανάληψης ευθυνών. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά και στη σύνοψη που έχει δώσει το φεστιβάλ για την ταινία, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που συνοψίζεται με τη φράση «ο δεσμός ανάμεσα σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει απότομα και σ’ έναν ενήλικα που δεν έχει ξεπεράσει την παιδική ηλικία». Η μικρούλα Αμάντα σε μία στιγμή χάνει κυριολεκτικά τον κόσμο της. Είναι τόσο μεγάλο το χτύπημα που δέχεται, που θα μπορούσε να την καταστρέψει. Εννοείται πως θα κουβαλάει το τραύμα σε όλη της ζωή. Κι εννοείται πως χάνει με μιας όλη την παιδική της αθωότητα. Είναι μικρή, όμως. Χρειάζεται βοήθεια για να σταθεί στα πόδια της. Είναι ο θείος της η καλύτερη επιλογή αρωγής; Είναι ο Νταβίντ ώριμος ώστε να αναλάβει αυτήν την τεράστια ευθύνη; Ένας τύπος, που πέρα όλων των άλλων, έχει να αντιμετωπίσει και τα δικά του άλυτα ζητήματα με τη μητέρα του, μιας που ουσιαστικά από τη μεριά του δεν βίωσε τη μητρική αγάπη, έτσι όπως θα πρέπει να τη βιώνουν τα παιδιά παντού στον κόσμο;
Αυτό που κάνει πολύ έξυπνα η ταινία είναι ο χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας. Δεν δαιμονοποιεί τον μουσουλμανισμό: οι ήρωές της είναι άθεοι, και η αντίδρασή τους είναι αυτή λογικών και ψύχραιμων ανθρώπων. Αυτές είναι μικρές λεπτομέρειες, που έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία είναι συγκινητική χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Το καστ της είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Ο συνήθως αντιπαθής Vincent Lacoste είναι πολύ καλός στο ρόλο του Νταβίντ, η Stacy Martin (της φήμης του «Nymphomaniac») τα πάει εξαιρετικά ως η φιλενάδα του Νταβίντ – και είναι ένας ρόλος ζουμερός, όχι προσχηματικός και για να γεμίσει τα όποια κενά – ακόμα και η εξαφανισμένη τα τελευταία χρόνια Greta Scacchi έχει τον μικρό αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της μητέρας του Νταβίντ. Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την οικογένειά της και η σκηνοθετική και σεναριακή αντιμετώπιση, αλλά και η ερμηνεία της Scacchi, δεν επιτρέπουν στον θεατή να την χαρακτηρίσει στερεοτυπικά ως «κακή» ή «άκαρδη» μάνα. Και η πιτσιρίκα που υποδύεται την Αμάντα είναι καλή.
Γενικώς, η ταινία διαχειρίζεται τα θέματά της διακριτικά και σε καμία περίπτωση μισαλλόδοξα ή διδακτικά. Πιο πολύ επικεντρώνεται στο πως μπορεί κάποιος να συνέλθει μετά από κάτι εξαιρετικά σκληρό που του συμβαίνει. Είτε όταν είναι ενήλικας είτε όταν είναι παιδί. Λίγο χαλαρή μπορείς να τη χαρακτηρίσεις σε ότι αφορά επιμέρους δραματουργικά στοιχεία. Σε κάποιες στιγμές σου δίνει το δικαίωμα να θεωρήσεις ότι αναλώνεται σε πράγματα που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και παραλείπει άλλα σημαντικά (όπως πχ τι γίνεται με τον εραστή της δολοφονημένης αδελφής) αλλά έξυπνα ο σκηνοθέτης ακολουθεί το ρυθμό της ζωής. Στη ζωή συμβαίνουν τυχαία πράγματα, που δεν έχουν σημασία, αλλά μπαίνουν στην καθημερινότητα. Έτσι αντιμετωπίζει την ταινία του ο σκηνοθέτης: σαν μια άναρχη φέτα ζωής. Τίποτα συγκλονιστικό ή σπουδαίο, σίγουρα όμως άξιο παρακολούθησης.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 20.00 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την ίδια μέρα στις 23.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Danaos Films σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)
Η υπόθεση: Ο Νταβίντ είναι ένας 20άρης Παριζιάνος, που κάνει διάφορες παράξενες δουλειές και απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα γνωρίσει τη Λένα, μια δασκάλα πιάνου, και θα την ερωτευθεί. Η ζωή του όμως θα αλλάξει δραματικά όταν η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονείται κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Ο Νταβίντ καλείται να γίνει ο κηδεμόνας της 7χρονης ανιψιάς του, της Αμάντα, κόρης της αδικοχαμένης αδελφής του. Και καλείται επίσης να διαχειριστεί την προσπάθεια της μητέρας του να τα ξαναβρούν, 20 χρόνια αφού τους εγκατέλειψε, αφήνοντας τον πατέρα του να μεγαλώσει εκείνον και την αδελφή του...
Η άποψή μας: Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες, τις γλυκιές και αγαπημένες, που ασχολούνται με πολύ σοβαρά θέματα, γνωρίζουν το μικρό βεληνεκές τους αλλά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ταπεινά, χωρίς φανφάρες, αρθρώνοντας κατανοητό λόγο, που αν μη τι άλλο, αφορά τον θεατή. Και τον συγκινεί. Κι όλα αυτά χωρίς να... κλέβει. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια αμυδρή, εκλεκτική σχέση με τους «Κλέφτες καταστημάτων», σε ότι έχει να κάνει με τη δημιουργία μιας πραγματικής οικογένειας, πέρα από τον τυπικό ορισμό της... Η ταινία κινείται σε τρεις διαφορετικούς άξονες, και κατορθώνει να τους βαδίσει με αξιοπρέπεια, χωρίς να μπερδευτεί ή να εξοκείλει.
Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλότονη, όμορφη αισθηματική ιστορία. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, που θέλει να καταπιαστεί με το θέμα της τρομοκρατίας, κι ευτυχώς, δεν καταπλακώνεται από αυτό. Κυρίως, όμως, αυτή είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Ενηλικίωσης μέσω της ανάληψης ευθυνών. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά και στη σύνοψη που έχει δώσει το φεστιβάλ για την ταινία, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που συνοψίζεται με τη φράση «ο δεσμός ανάμεσα σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει απότομα και σ’ έναν ενήλικα που δεν έχει ξεπεράσει την παιδική ηλικία». Η μικρούλα Αμάντα σε μία στιγμή χάνει κυριολεκτικά τον κόσμο της. Είναι τόσο μεγάλο το χτύπημα που δέχεται, που θα μπορούσε να την καταστρέψει. Εννοείται πως θα κουβαλάει το τραύμα σε όλη της ζωή. Κι εννοείται πως χάνει με μιας όλη την παιδική της αθωότητα. Είναι μικρή, όμως. Χρειάζεται βοήθεια για να σταθεί στα πόδια της. Είναι ο θείος της η καλύτερη επιλογή αρωγής; Είναι ο Νταβίντ ώριμος ώστε να αναλάβει αυτήν την τεράστια ευθύνη; Ένας τύπος, που πέρα όλων των άλλων, έχει να αντιμετωπίσει και τα δικά του άλυτα ζητήματα με τη μητέρα του, μιας που ουσιαστικά από τη μεριά του δεν βίωσε τη μητρική αγάπη, έτσι όπως θα πρέπει να τη βιώνουν τα παιδιά παντού στον κόσμο;
Αυτό που κάνει πολύ έξυπνα η ταινία είναι ο χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας. Δεν δαιμονοποιεί τον μουσουλμανισμό: οι ήρωές της είναι άθεοι, και η αντίδρασή τους είναι αυτή λογικών και ψύχραιμων ανθρώπων. Αυτές είναι μικρές λεπτομέρειες, που έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία είναι συγκινητική χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Το καστ της είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Ο συνήθως αντιπαθής Vincent Lacoste είναι πολύ καλός στο ρόλο του Νταβίντ, η Stacy Martin (της φήμης του «Nymphomaniac») τα πάει εξαιρετικά ως η φιλενάδα του Νταβίντ – και είναι ένας ρόλος ζουμερός, όχι προσχηματικός και για να γεμίσει τα όποια κενά – ακόμα και η εξαφανισμένη τα τελευταία χρόνια Greta Scacchi έχει τον μικρό αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της μητέρας του Νταβίντ. Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την οικογένειά της και η σκηνοθετική και σεναριακή αντιμετώπιση, αλλά και η ερμηνεία της Scacchi, δεν επιτρέπουν στον θεατή να την χαρακτηρίσει στερεοτυπικά ως «κακή» ή «άκαρδη» μάνα. Και η πιτσιρίκα που υποδύεται την Αμάντα είναι καλή.
Γενικώς, η ταινία διαχειρίζεται τα θέματά της διακριτικά και σε καμία περίπτωση μισαλλόδοξα ή διδακτικά. Πιο πολύ επικεντρώνεται στο πως μπορεί κάποιος να συνέλθει μετά από κάτι εξαιρετικά σκληρό που του συμβαίνει. Είτε όταν είναι ενήλικας είτε όταν είναι παιδί. Λίγο χαλαρή μπορείς να τη χαρακτηρίσεις σε ότι αφορά επιμέρους δραματουργικά στοιχεία. Σε κάποιες στιγμές σου δίνει το δικαίωμα να θεωρήσεις ότι αναλώνεται σε πράγματα που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και παραλείπει άλλα σημαντικά (όπως πχ τι γίνεται με τον εραστή της δολοφονημένης αδελφής) αλλά έξυπνα ο σκηνοθέτης ακολουθεί το ρυθμό της ζωής. Στη ζωή συμβαίνουν τυχαία πράγματα, που δεν έχουν σημασία, αλλά μπαίνουν στην καθημερινότητα. Έτσι αντιμετωπίζει την ταινία του ο σκηνοθέτης: σαν μια άναρχη φέτα ζωής. Τίποτα συγκλονιστικό ή σπουδαίο, σίγουρα όμως άξιο παρακολούθησης.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 20.00 στο Δημοτικό Θέατρο Συκεών, την ίδια μέρα στις 23.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα και σε επανάληψη την Τρίτη 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Ολύμπιον – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Danaos Films σε άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία)