του Paweł Pawlikowski. Με τους Joanna Kulig, Tomasz Kot, Borys Szyc, Agata Kulesza, Cédric Kahn, Jeanne Balibar
«When Two Tribes Go To War...»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Έρωτας ανίκητος στη μάχη, νικημένος όμως στην ασυμβατότητα...
Ο Pawel Pawlikowski γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1957 στην πρωτεύουσα της Πολωνίας, τη Βαρσοβία. Από την ηλικία των 14 ετών άρχισε να ταξιδεύει με τη μητέρα του στο εξωτερικό, ζώντας για λίγο σε Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του όμως, πάνω από 30 χρόνια, το έχει περάσει στην Αγγλία. Εκεί άρχισε να δραστηριοποιείται και κινηματογραφικά, γυρίζοντας ντοκιμαντέρ για τη βρετανική τηλεόραση. Έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και Φιλοσοφία. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε ήταν το (απρόβλητο στην Ελλάδα) «The Stringer» (1998), με την οποία έλαβε μέρος στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς, συμμετέχοντας στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Η επόμενη ταινία του ήταν «Το τελευταίο καταφύγιο» (Last Resort, 2000), με την οποία είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας τον Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας, τα βραβεία α' ανδρικού και α' γυναικείου ρόλου και το βραβείο της FIPRESCI! Τέσσερα χρόνια αργότερα βγήκε στις αίθουσες η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του «Το καλοκαίρι του έρωτά μου» (My Summer of Love, 2004), ταινία που σύστησε στο διεθνές κοινό την Emily Blunt, στη δεύτερη κινηματογραφική της εμφάνιση! Το 2011 παρουσίασε την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του: Η γυναίκα του πέμπτου (La femme du Vème). Η παγκόσμια αναγνώριση για τον Pawlikowski, όμως, ήρθε με την πέμπτη του ταινία. Η Ida (2013) ήταν η επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, το οποίο και κατέκτησε.
Και φτάσαμε στο 2018 και την έκτη του μόλις ταινία σε 20 χρόνια καριέρας! Με τον Ψυχρό Πόλεμο (Cold War) επανεμφανίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα για πρώτη φορά στην καριέρα του, κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας! Αυτή είναι η δεύτερη (συνεχόμενη) ταινία του, την οποία γυρίζει σε ασπρόμαυρο. Να σημειώσουμε και αυτό: καμία ταινία του δεν ξεπερνάει σε διάρκεια τη μιάμιση ώρα! Σε τούτη την ταινία, οι δύο βασικές γυναίκες πρωταγωνίστριες έπαιζαν και στο «Ida». Και τούτη η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ!
Η υπόθεση: Πολωνία, 1949. Η χώρα προσπαθεί να γιατρέψει τα σημάδια που της άφησε η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βίκτορ είναι ένας μουσικός που κάνει περιοδεία στην πολωνική ενδοχώρα, καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια. Μαζί του είναι η συνεργάτης – ερωμένη του, η Ιρένα και ο οδηγός τους, ο Καζμάρεκ, σαν να λέμε, ο έμπιστος του Κόμματος, αυτός που ελέγχει ώστε τα πράγματα να γίνονται έτσι όπως πρέπει. Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό, οι δύο ιθύνοντες νόες κάνουν κάστινγκ. Ψάχνουν νέους και νέες με ταλέντο στο χορό και το τραγούδι για να δημιουργήσουν ένα γκρουπ που, συμμετέχοντας σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, θα αποδεικνύει την ανωτερότητα του κομουνιστικού μοντέλου, έχοντας ως βάση τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς. Έτσι δημιουργείται το Mazurek Ensemble.
Στις ακροάσεις ο Βίκτορ θα ξεχωρίσει την Ζούλα, μια όμορφη ξανθιά με καλή φωνή αλλά ακόμα πιο καυτό ταμπεραμέντο. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Ο Βίκτορ ψάχνει αφορμή να αυτομολήσει στη Δύση. Ζητάει από την Ζούλα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν θα το κάνει. Οι δυο τους θα βρίσκονται και θα χωρίζουν. Κι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60...
Η άποψή μας: Βλέπεις την ταινία και αυτόματα λες από μέσα σου: «ο τύπος ξέρει σινεμά, ξέρει την ιστορία του σινεμά, ξέρει και τη γραμματική και το συντακτικό του – και διαθέτει και τρομερή αισθητική». Για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε άσπρο και μαύρο, για δεύτερη συνεχόμενη φορά στη μητρική του γλώσσα, για δεύτερη συνεχόμενη φορά στο φορμά της Ακαδημίας. Ο Pawlikowski κάνει ένα σινεμά με βάση τον άνθρωπο, με τρομερή ευχέρεια στην αφήγηση της ιστορίας, όντας λιτός, ελλειπτικός και περιεκτικός, διαθέτοντας πάντα κάτι δυνατό για να αιφνιδιάσει τον θεατή του. Το ξεκίνημα της ταινίας, με την καταγραφή των τραγουδιών, είναι πολύ δυνατή. Καταγραφή της παράδοσης σε έναν κόσμο που αλλάζει, με τον ήρωα να ασπάζεται το μοντέρνο, να τα θεωρεί όλα αυτά αναχρονιστικά αλλά να διαβλέπει από πίσω μια ευκαιρία: να ξεφύγει...
Πατώντας πάνω στις κάθε είδους μελωδίες (και μιλάμε για πολλές) η ταινία έχει ρυθμό, αρμονία, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα, σε γλυκαίνει. Στο πρώτο πρώτο τραγούδι: ακούγεται το πρώτο δίστιχο, ο φακός είναι πάνω στον έναν ερμηνευτή. Ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο, ο φακός κεντράρει πάνω στον δεύτερο. Ακολουθεί άλλο δίστιχο, στο πλάνο κυριαρχεί ένα παιδάκι, βαριά ντυμένο, με τα χέρια στις τσέπες. Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, χιόνια παντού, η μουσική όμως είναι ωραία. Ο θεατής χαλαρώνει. Καταλαβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα. Αυτό που θα δει θα είναι καλό. Και όντως είναι! Αν κάνεις την ανατομία της ταινίας θα καταλήξεις πως εντέλει μια ιστορία έρωτα αφηγείται, με μπαγκράουντ όμορφη μουσική, τραγούδια και χορούς αλλά κι έχοντας ως σκηνικό μια εποχή αβεβαιότητας και τερματισμού των ψευδαισθήσεων.
Η εποχή στην οποία εξελίσσεται η ταινία είναι η εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Ενός πολέμου όπου η Δύση συγκρούονταν με την Ανατολή, όπου ο Καπιταλισμός συγκρούονταν με τον Κομουνισμό, σε όλα τα πεδία μαχών, εκτός από εκείνο με πραγματικά όπλα. Ο πόλεμος γινόταν με επίκεντρο τον αθλητισμό, την τέχνη, την τεχνολογία, το διάστημα. Ναι, αλλά κι αυτός ο πόλεμος είχε απώλειες. Πολλές. Όπως οι δύο μας ήρωες. Ανήκουν σαφέστατα στις απώλειες. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, που μοιράζονται το ερωτικό πάθος αλλά δεν έχουν και πολλά κοινά να τους ενώνουν. Εκείνος θέλει να φύγει στη Δύση. Εκείνη είναι ευχαριστημένη στην Πολωνία. Εκείνος είναι άθεος. Εκείνη πιστεύει στο θεό. Εκείνος λατρεύει τη μουσική. Εκείνη θα μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε. Ο έρωτας που βιώνουν έχει κι αυτός χαρακτηριστικά πολέμου. Ψυχρού Πολέμου. Οπότε ο τίτλος της ταινίας έχει πάνω από μία αναγνώσεις...
Ο Βίκτορ και η Ζούλα είναι από εκείνα τα ζευγάρια που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούνε. Κι αυτή είναι μια ιστορία όπως εκείνη όπου ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε και παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Η Ζούλα έλκεται από τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ έλκεται από τη Ζούλα. Η Ζούλα, όμως, ουσιαστικά λειτουργεί ως... πράκτορας! Αναφέρει στον Καζμάρεκ (ο οποίος ανεβαίνει διαρκώς την κομματική σκάλα) τα πάντα για τον Βίκτορ. Εκείνα, εννοείται, που δεν μπορούν να του κάνουν κακό. Γιατί, είπαμε, η Ζούλα αγαπάει τον Βίκτορ. Και νιώθει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, εν πολλοίς, τον προστατεύει. Και ο Βίκτορ, όταν κάποια στιγμή το ζευγάρι ζει μαζί στο Παρίσι, για να τη σπρώξει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, λέει την ιστορία της ζωής της σε ανθρώπους με επιρροή και δύναμη. Λέει ακόμα και το περιστατικό εκείνο κατά το οποίο η Ζούλα μαχαίρωσε τον πατέρα της. Υπερβάλλει, αλλά είναι σαν να την δίνει στεγνά. Ναι, τέτοια έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο εραστές. Τέτοια κάνουν ο ένας στον άλλο.
Όλα αυτά ο Pawlikowski μας τα παρουσιάζει με τρομερή αφηγηματική οικονομία. Εκεί όπου άλλοι σκηνοθέτες θα χρειάζονταν ένα τρίωρο για να τα χωρέσουν όλα, ο Πολωνός σκηνοθέτης, είπαμε: κάτω από μιάμιση ώρα. Είναι λιτός, όχι όμως σε σημείο τέτοιας ελλειπτικότητας ώστε ο θεατής να μένει μαλάκας. Ναι, ζητάει από τους θεατές να ενώσουν τις κουκκίδες και να καλύψουν μέσα στο κεφάλι τους τα κενά. Οι συναντήσεις των δύο εραστών γίνονται κάθε φορά σε άλλη πόλη, σε άλλη χρονιά. Και μέσα σε πέντε λεπτά φιλμικού χρόνου, καταλαβαίνουμε που βρίσκονται, που βρισκόμαστε, τα πάντα. Καταλαβαίνουμε πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Καταλαβαίνουμε πως είναι ερωτευμένοι βαθιά, υπαρξιακά. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Ματαιόδοξο. Και θνησιγενές.
Απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους, απογοητευμένοι από την κοινωνία στην οποία ζουν, απογοητευμένοι από όλους κι από όλα, δεν μπορούν παρά να αναχωρήσουν. Γιατί, πάντα, η θέα από απέναντι είναι καλύτερη. Μεγάλη φενάκη αυτό. Έτσι ελπίζουμε. Και πάντα απογοητευόμαστε. Πολλοί κομουνιστές έβλεπαν στον καπιταλισμό την ελευθερία που τους έλειπε. Πολλοί καπιταλιστές έβλεπαν στον κομουνισμό την δικαιοσύνη που τους έλειπε. Και περνάς απέναντι και καταλαβαίνεις πως κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας... Πολύ δυνατή ταινία, μελαγχολική, γλυκιά, εντελώς προσβάσιμη, με άψογη σκηνοθεσία, με υπέροχη αισθητική, που έχει μικρά προβλήματα (πχ η σύντροφος του Βίκτορ «εξαφανίζεται» πολύ γρήγορα από την εικόνα κι από τη συνέχεια της ταινίας από ένα σημείο και μετά) τα οποία όμως είναι αμελητέα μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Το φινάλε είναι ανατριχιαστικά σπουδαίο (αν και όχι απολύτως δικαιολογημένο) και η Joanna Kulig είναι θεάρα.
Και υπάρχει και μια πολύ ωραία φράση από ένα τραγούδι που ακούγεται στην ταινία, το οποίο λέει περίπου τα εξής: «έφτιαξα ένα ρούχο με όνειρα/ οι κλωστές όμως είναι αδύναμες και θα σπάσουν»... Πάντα τέτοια!
Η υπόθεση: Πολωνία, 1949. Η χώρα προσπαθεί να γιατρέψει τα σημάδια που της άφησε η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βίκτορ είναι ένας μουσικός που κάνει περιοδεία στην πολωνική ενδοχώρα, καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια. Μαζί του είναι η συνεργάτης – ερωμένη του, η Ιρένα και ο οδηγός τους, ο Καζμάρεκ, σαν να λέμε, ο έμπιστος του Κόμματος, αυτός που ελέγχει ώστε τα πράγματα να γίνονται έτσι όπως πρέπει. Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό, οι δύο ιθύνοντες νόες κάνουν κάστινγκ. Ψάχνουν νέους και νέες με ταλέντο στο χορό και το τραγούδι για να δημιουργήσουν ένα γκρουπ που, συμμετέχοντας σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, θα αποδεικνύει την ανωτερότητα του κομουνιστικού μοντέλου, έχοντας ως βάση τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς. Έτσι δημιουργείται το Mazurek Ensemble.
Στις ακροάσεις ο Βίκτορ θα ξεχωρίσει την Ζούλα, μια όμορφη ξανθιά με καλή φωνή αλλά ακόμα πιο καυτό ταμπεραμέντο. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Ο Βίκτορ ψάχνει αφορμή να αυτομολήσει στη Δύση. Ζητάει από την Ζούλα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν θα το κάνει. Οι δυο τους θα βρίσκονται και θα χωρίζουν. Κι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60...
Η άποψή μας: Βλέπεις την ταινία και αυτόματα λες από μέσα σου: «ο τύπος ξέρει σινεμά, ξέρει την ιστορία του σινεμά, ξέρει και τη γραμματική και το συντακτικό του – και διαθέτει και τρομερή αισθητική». Για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε άσπρο και μαύρο, για δεύτερη συνεχόμενη φορά στη μητρική του γλώσσα, για δεύτερη συνεχόμενη φορά στο φορμά της Ακαδημίας. Ο Pawlikowski κάνει ένα σινεμά με βάση τον άνθρωπο, με τρομερή ευχέρεια στην αφήγηση της ιστορίας, όντας λιτός, ελλειπτικός και περιεκτικός, διαθέτοντας πάντα κάτι δυνατό για να αιφνιδιάσει τον θεατή του. Το ξεκίνημα της ταινίας, με την καταγραφή των τραγουδιών, είναι πολύ δυνατή. Καταγραφή της παράδοσης σε έναν κόσμο που αλλάζει, με τον ήρωα να ασπάζεται το μοντέρνο, να τα θεωρεί όλα αυτά αναχρονιστικά αλλά να διαβλέπει από πίσω μια ευκαιρία: να ξεφύγει...
Πατώντας πάνω στις κάθε είδους μελωδίες (και μιλάμε για πολλές) η ταινία έχει ρυθμό, αρμονία, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα, σε γλυκαίνει. Στο πρώτο πρώτο τραγούδι: ακούγεται το πρώτο δίστιχο, ο φακός είναι πάνω στον έναν ερμηνευτή. Ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο, ο φακός κεντράρει πάνω στον δεύτερο. Ακολουθεί άλλο δίστιχο, στο πλάνο κυριαρχεί ένα παιδάκι, βαριά ντυμένο, με τα χέρια στις τσέπες. Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, χιόνια παντού, η μουσική όμως είναι ωραία. Ο θεατής χαλαρώνει. Καταλαβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα. Αυτό που θα δει θα είναι καλό. Και όντως είναι! Αν κάνεις την ανατομία της ταινίας θα καταλήξεις πως εντέλει μια ιστορία έρωτα αφηγείται, με μπαγκράουντ όμορφη μουσική, τραγούδια και χορούς αλλά κι έχοντας ως σκηνικό μια εποχή αβεβαιότητας και τερματισμού των ψευδαισθήσεων.
Η εποχή στην οποία εξελίσσεται η ταινία είναι η εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Ενός πολέμου όπου η Δύση συγκρούονταν με την Ανατολή, όπου ο Καπιταλισμός συγκρούονταν με τον Κομουνισμό, σε όλα τα πεδία μαχών, εκτός από εκείνο με πραγματικά όπλα. Ο πόλεμος γινόταν με επίκεντρο τον αθλητισμό, την τέχνη, την τεχνολογία, το διάστημα. Ναι, αλλά κι αυτός ο πόλεμος είχε απώλειες. Πολλές. Όπως οι δύο μας ήρωες. Ανήκουν σαφέστατα στις απώλειες. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, που μοιράζονται το ερωτικό πάθος αλλά δεν έχουν και πολλά κοινά να τους ενώνουν. Εκείνος θέλει να φύγει στη Δύση. Εκείνη είναι ευχαριστημένη στην Πολωνία. Εκείνος είναι άθεος. Εκείνη πιστεύει στο θεό. Εκείνος λατρεύει τη μουσική. Εκείνη θα μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε. Ο έρωτας που βιώνουν έχει κι αυτός χαρακτηριστικά πολέμου. Ψυχρού Πολέμου. Οπότε ο τίτλος της ταινίας έχει πάνω από μία αναγνώσεις...
Ο Βίκτορ και η Ζούλα είναι από εκείνα τα ζευγάρια που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούνε. Κι αυτή είναι μια ιστορία όπως εκείνη όπου ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε και παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Η Ζούλα έλκεται από τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ έλκεται από τη Ζούλα. Η Ζούλα, όμως, ουσιαστικά λειτουργεί ως... πράκτορας! Αναφέρει στον Καζμάρεκ (ο οποίος ανεβαίνει διαρκώς την κομματική σκάλα) τα πάντα για τον Βίκτορ. Εκείνα, εννοείται, που δεν μπορούν να του κάνουν κακό. Γιατί, είπαμε, η Ζούλα αγαπάει τον Βίκτορ. Και νιώθει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, εν πολλοίς, τον προστατεύει. Και ο Βίκτορ, όταν κάποια στιγμή το ζευγάρι ζει μαζί στο Παρίσι, για να τη σπρώξει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, λέει την ιστορία της ζωής της σε ανθρώπους με επιρροή και δύναμη. Λέει ακόμα και το περιστατικό εκείνο κατά το οποίο η Ζούλα μαχαίρωσε τον πατέρα της. Υπερβάλλει, αλλά είναι σαν να την δίνει στεγνά. Ναι, τέτοια έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο εραστές. Τέτοια κάνουν ο ένας στον άλλο.
Όλα αυτά ο Pawlikowski μας τα παρουσιάζει με τρομερή αφηγηματική οικονομία. Εκεί όπου άλλοι σκηνοθέτες θα χρειάζονταν ένα τρίωρο για να τα χωρέσουν όλα, ο Πολωνός σκηνοθέτης, είπαμε: κάτω από μιάμιση ώρα. Είναι λιτός, όχι όμως σε σημείο τέτοιας ελλειπτικότητας ώστε ο θεατής να μένει μαλάκας. Ναι, ζητάει από τους θεατές να ενώσουν τις κουκκίδες και να καλύψουν μέσα στο κεφάλι τους τα κενά. Οι συναντήσεις των δύο εραστών γίνονται κάθε φορά σε άλλη πόλη, σε άλλη χρονιά. Και μέσα σε πέντε λεπτά φιλμικού χρόνου, καταλαβαίνουμε που βρίσκονται, που βρισκόμαστε, τα πάντα. Καταλαβαίνουμε πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Καταλαβαίνουμε πως είναι ερωτευμένοι βαθιά, υπαρξιακά. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Ματαιόδοξο. Και θνησιγενές.
Απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους, απογοητευμένοι από την κοινωνία στην οποία ζουν, απογοητευμένοι από όλους κι από όλα, δεν μπορούν παρά να αναχωρήσουν. Γιατί, πάντα, η θέα από απέναντι είναι καλύτερη. Μεγάλη φενάκη αυτό. Έτσι ελπίζουμε. Και πάντα απογοητευόμαστε. Πολλοί κομουνιστές έβλεπαν στον καπιταλισμό την ελευθερία που τους έλειπε. Πολλοί καπιταλιστές έβλεπαν στον κομουνισμό την δικαιοσύνη που τους έλειπε. Και περνάς απέναντι και καταλαβαίνεις πως κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας... Πολύ δυνατή ταινία, μελαγχολική, γλυκιά, εντελώς προσβάσιμη, με άψογη σκηνοθεσία, με υπέροχη αισθητική, που έχει μικρά προβλήματα (πχ η σύντροφος του Βίκτορ «εξαφανίζεται» πολύ γρήγορα από την εικόνα κι από τη συνέχεια της ταινίας από ένα σημείο και μετά) τα οποία όμως είναι αμελητέα μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Το φινάλε είναι ανατριχιαστικά σπουδαίο (αν και όχι απολύτως δικαιολογημένο) και η Joanna Kulig είναι θεάρα.
Και υπάρχει και μια πολύ ωραία φράση από ένα τραγούδι που ακούγεται στην ταινία, το οποίο λέει περίπου τα εξής: «έφτιαξα ένα ρούχο με όνειρα/ οι κλωστές όμως είναι αδύναμες και θα σπάσουν»... Πάντα τέτοια!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Οκτωβρίου 2018 και μία εβδομάδα πριν μόνο στην Θεσσαλονίκη από την Strada Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική