του David Lowery. Με τους Robert Redford, Casey Affleck, Danny Glover, Tika Sumpter, Tom Waits, Sissy Spacek
The Way We Were
του zerVo (@moviesltd)
Οριακά αρχές της δεκαετίας του 80, καλοκαίρι, εξοχικό. Μπορεί όλη η υπόλοιπη ημέρα να κυλούσε ανάμεσα στο πολύωρο πρωινό μπάνιο και την απογευματινή μπάλα, το βράδυ σχεδόν καταναγκαστικά οι δρόμοι με την παρέα χώριζαν, καθώς η δωδεκάχρονη πιτσιρικαρία σύσσωμη θα έτρεχε στο ένα από τα δύο θερινά σινεμά, που στο πρόγραμμα του θα πρόβαλλε τίποτα Μπαντ Σπένσερ, άντε το πολύ κανά Ζορρό. O zerVo σαν σε τιμωρία από την μαμά, δεν θα ακολουθούσε, παρά ήταν υποχρεωμένος μπόμπιρας του δημοτικού ακόμα, να παρακολουθεί τα φιλμς του έτερου, πιο σοβαρού, ενήλικου και αρτχάουζ καλοκαιρινού. Κι εκεί που την επόμενη ημέρα όλοι στην παραλία ξαναέπαιζαν τα μπουνίδια των Τρινιτά, ένας και μοναδικός, που είχε δει επί δέκα βραδιές συνεχόμενες το - sold out σε κάθε παράσταση - All The Presidents Men, παρίστανε τον ρεπόρτερ Γούντγουορντ της Ουάσινγκτον Ποστ. Στην γωνία και την απομόνωση το φρικιό, τι ταινίες είναι ετούτες που τον βάζουνε και βλέπει?
Μπορεί να έχει ξεπεράσει το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, τα παράνομα χούγια παραμένουν ολοζώντανα όμως στις καθημερινές συνήθειες του γέρο Φόρεστ Τάκερ, ενός εκ των πιο ονομαστών ληστών τραπέζης στα χρονικά. Που μπορεί να έχει συλληφθεί πάνω στην στιγμή που ξαφρίζει τα ταμεία του υποκαταστήματος, κοντά στις δυο ντουζίνες φορές, ελάχιστες από αυτές εξέτισε όμως την ποινή φυλάκισης του, μιας και πάντοτε σκαρφιζόταν έναν ευφυή τρόπο για να το σκάσει από το φρέσκο. Με πιο φημισμένη και ονομαστή την απόδραση που οργάνωσε από το υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Σαν Κουέντιν, πάνω σε μια αυτοσχέδια βάρκα, φτιαγμένη από νιτσεράδα.
Άλλοτε δρώντας ολομόναχος, άλλοτε με την βοήθεια των δύο συνομήλικων πάνω κάτω συνεργών του, ο Τάκερ έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των γκισέ της αμερικάνικης μεσοδύσης, με τα μέσα ενημέρωσης να χαρίζουν στην άτυπη συμμορία την μαρκίζα των Ηλικιωμένων Ληστών. Γεγονός που έχει προκαλέσει έναν επιπλέον εκνευρισμό στις διωκτικές αρχές και κυρίως στον ορκισμένο να συλλάβει πάση θυσία, οικογενειάρχη αστυνομικό Τζον Χαντ, που δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί το να γίνεται συνεχώς ρεζίλι από έναν αδύναμο γεράκο, που δεν έχει αφήσει ούτε μια τράπεζα απείραχτη στο διάβα του προς το Τέξας. Διαδρομή μοναχική μα πάντοτε ελεύθερη για τον ορκισμένο κλέφτη, που πάνω της θα σμίξει με εκείνη της εύπορης Τζουλ, μιας συνεσταλμένης μα ευχάριστης παρέας χήρας, που θα ξυπνήσει μέσα του το συναίσθημα της συντροφικότητας. Και θα του θέσει το δίλημμα αν πρέπει να συνεχίσει τον ίδιο, παράνομο τρόπο ζωής ή να αποφασίσει να αποτραβηχτεί από τις ριψοκίνδυνες κλεψιές και να απολαύσει ήρεμος, τα χρόνια που του απομένουν.
Συνταξιούχος κλέφταρος δηλαδή! Χίλιες φορές να τον αλυσοδέσεις στα σίδερα της στενής, παρά να τον αφήσεις να παρατηρεί σαν να βρίσκεται σε αναισθησία, τα καταπράσινα, πανέμορφα λιβάδια, πίσω από τα παραθύρια του όμορφου ράντσου, που διατηρεί η νέα του φιλενάδα και είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος ως μουσαφίρης. Ίσως και όχι μόνο, αφού ο φτερωτός θεός, δεν διακρίνει δεκαετίες αν είναι να σημαδέψει τις καρδούλες όσων βάζει στο στόχαστρο από ψηλά. Καμία γυναίκα όμως στο παρελθόν του Τάκερ, ούτε καν εκείνη που νιος παντρεύτηκε και μαζί της απέκτησε μια κόρη που την ύπαρξη της αγνοεί, δεν στάθηκε ικανή να τον αποτραβήξει από την ανήθικη στράτα και να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Παίζει να τον κουλαντρίσει αυτή εδώ η χαμογελαστή τσαχπινούλα από το Lone Star, που του υπόσχεται υπόλοιπη ζωή χαρισάμενη στην θαλπωρή του αγροκτήματος?
Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά είναι το στόρι του Κυρίου, όπως είχαν καταγραφεί στις στήλες του New Yorker από τον κολουμνίστα David Gramm, που χρονικά τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 80 - συμπτωματικά μάλιστα η τελευταία σύλληψη του ληστή λαμβάνει χώρα, ούτε βδομάδα απόσταση από την ιστορική ημέρα που Άλλαξε πολιτικά τις τύχες της χώρας μας. Η θεματική βάση του φιλμ, η ιστορία ενός άντρα που ακόμη κι αν έχει διαβεί για τα καλά το κατώφλι της τρίτης ηλικίας, νιώθει ευτυχισμένος και χαμογελά μόνο όταν αμολά στην ταμεία την άδεια τσάντα για να την γεμίσει με παράδες, με προτεταμένο ένα περίστροφο που ουδέποτε χρησιμοποίησε πέραν της απειλής - και σημειωτέον σε κανένα πλάνο κλοπής δεν βλέπουμε - διανθίζεται με κάμποσες υποπλοκές, προκειμένου να συμπληρωθεί όσο το δυνατόν ορθότερα, το παζλ της περσόνας του The Old Man. Ο πλατωνικός δεσμός με την τυχαία κυριούλα (η απαράμιλλη Sissy Spacek) που η μοίρα έφερε στο μονοπάτι του μην τυχόν και του αλλάξουν τα επίμονα μυαλά, η σχέση σεβασμού με τον πολύ νεότερο διώκτη (πάντα αξιόλογος ο μικρός Affleck) ο οποίος είναι προφανές πως ζηλεύει την μεθοδολογία, το θράσος, με κυρίως την παντιέρα ελευθεριότητας που διατηρεί ψηλά, τα συναπαντήματα σε απίθανα σημεία, πάντα έναντι τραπεζών, με τους γηραλέους κομπανιέρους (Danny Gl;over και Tom Waits) που κι εκείνοι με την σειρά τους έχουν και από μια γλαφυρή εμπειρία ζωής να διηγηθούν. Στιγμές πιότερο σατυρικές, που κτίζουν ένα εύθυμο κλίμα που πάνω του κυλά γοργά και με παλμό η αφήγηση του όχι δα και αγιογραφικού βίου του θρυλικού Τάκερ, από τον νεαρότατο και φέρελπι μαέστρο David Lowery, που στην κινηματογράφηση του ακολουθεί πιστά το δόγμα της indie αμερικάνικης σχολής. Συννεφιασμένα πλάνα, ποτέ ηλιόλουστα, πίσω από ημιφωτισμένους τοίχους ρεστοράν, μολ και βεβαίως μπανκών, απαιτούμενο σκηνικό άλλωστε για το περπάτημα της πλοκής.
Για να μην γελιόμαστε μεταξύ μας όμως. Ακόμη κι αν αυτή η ταινία δεν πρόβαλλε τίποτα απολύτως για ενενήντα λεπτά, δεν είχε σενάριο, ούτε πλοτ, ούτε μοντάζ, ούτε ανατροπές, ούτε συγκινήσεις, ο λόγος για να την επιλέξει κανείς προς θέαση δεν έχει να κάνει με την ποιότητα της ως φιλμικό όλον. Είναι υπεραρκετή στον σινεφίλ, η πληροφορία και μόνον, πως εδώ πραγματοποιείται το κύκνειο άσμα ενός ζωντανού χολιγουντιανού μύθου, που στο πέρασμα των δεκαετιών καριέρας, χρησιμοποίησε ολάκερη την λάμψη του για να ωθήσει χιλιόμετρα μπροστά, το σινεμά του τόπου του. Για την ακρίβεια του παγκόσμιου τόπου του. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως η Έβδομη Τέχνη, στα πλέον εκατό έτη ζωής της, σε κανέναν άλλο πρωταγωνιστή δεν οφείλει περισσότερα, από όσα στον Robert Redford, εννοείται όχι μόνον για τις συγκλονιστικές στιγμές της εμφάνισης του στο εκράν. Η προσφορά του μέσω της δημιουργικά οργανωτικής του δράσης, έθεσε τέτοιους πυλώνες ανάπτυξης στο είδος, που θα μένουν στέρεοι για πολλές δεκαετίες ακόμη, όταν και το όνομα του θα μνημονεύεται ως εκείνου που κοίταξε κατάματα το κινηματογραφικό μέλλον και προετοίμασε γι αυτό, νέες γενιές ντιρεκτόρων ικανών να το υλοποιήσουν. Ανεκτίμητο έργο!
Το The Old Man & The Gun αποτίνει το ύστατο χαίρε στον Μπομπ με ευαισθησία, σύνεση, ταπεινότητα και απεριόριστο σεβασμό. Στην ουσία ζωγραφίζοντας στο πανί έναν τύπο τάλε κουάλε του: Ασυμβίβαστο, με προσωπικό όραμα, φιλελεύθερο, που δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε χειραγωγείται, που κανένα κάγκελο δεν θα τον εμποδίσει να αναπνεύσει ξανά φρέσκο αγέρα, μα και καμιά ψυχή τριγύρω του δεν θα καταφέρει να τον πείσει ποτέ, πως είναι αργά, νυχτώνει και φτάνει η στιγμή για να κρεμάσει την ρεπούμπλικα στο πορτ μαντό. Το νιώθεις γερά το συναίσθημα, να σκάζει σαν γροθιά, σε εκείνα τα δύο, τρία δευτερόλεπτα που εμβόλιμα τον θαρρείς νέο, με εκείνο το χαρακτηριστικό ξανθό κι ατίθασο μαλλί, να βολτάρει στην σκηνή, ξυπνώντας σου τις θύμησες και της δικής σου νιότης. Και καθηλωμένος να καταλαβαίνεις μέσα στην αλληγορία, ποια θα είναι η επόμενη, η δέκατη έβδομη και τελευταία απόδραση του. Ά ρε Γούντγουορντ, μας βούρκωσες ξανά...
Άλλοτε δρώντας ολομόναχος, άλλοτε με την βοήθεια των δύο συνομήλικων πάνω κάτω συνεργών του, ο Τάκερ έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των γκισέ της αμερικάνικης μεσοδύσης, με τα μέσα ενημέρωσης να χαρίζουν στην άτυπη συμμορία την μαρκίζα των Ηλικιωμένων Ληστών. Γεγονός που έχει προκαλέσει έναν επιπλέον εκνευρισμό στις διωκτικές αρχές και κυρίως στον ορκισμένο να συλλάβει πάση θυσία, οικογενειάρχη αστυνομικό Τζον Χαντ, που δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί το να γίνεται συνεχώς ρεζίλι από έναν αδύναμο γεράκο, που δεν έχει αφήσει ούτε μια τράπεζα απείραχτη στο διάβα του προς το Τέξας. Διαδρομή μοναχική μα πάντοτε ελεύθερη για τον ορκισμένο κλέφτη, που πάνω της θα σμίξει με εκείνη της εύπορης Τζουλ, μιας συνεσταλμένης μα ευχάριστης παρέας χήρας, που θα ξυπνήσει μέσα του το συναίσθημα της συντροφικότητας. Και θα του θέσει το δίλημμα αν πρέπει να συνεχίσει τον ίδιο, παράνομο τρόπο ζωής ή να αποφασίσει να αποτραβηχτεί από τις ριψοκίνδυνες κλεψιές και να απολαύσει ήρεμος, τα χρόνια που του απομένουν.
Συνταξιούχος κλέφταρος δηλαδή! Χίλιες φορές να τον αλυσοδέσεις στα σίδερα της στενής, παρά να τον αφήσεις να παρατηρεί σαν να βρίσκεται σε αναισθησία, τα καταπράσινα, πανέμορφα λιβάδια, πίσω από τα παραθύρια του όμορφου ράντσου, που διατηρεί η νέα του φιλενάδα και είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος ως μουσαφίρης. Ίσως και όχι μόνο, αφού ο φτερωτός θεός, δεν διακρίνει δεκαετίες αν είναι να σημαδέψει τις καρδούλες όσων βάζει στο στόχαστρο από ψηλά. Καμία γυναίκα όμως στο παρελθόν του Τάκερ, ούτε καν εκείνη που νιος παντρεύτηκε και μαζί της απέκτησε μια κόρη που την ύπαρξη της αγνοεί, δεν στάθηκε ικανή να τον αποτραβήξει από την ανήθικη στράτα και να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Παίζει να τον κουλαντρίσει αυτή εδώ η χαμογελαστή τσαχπινούλα από το Lone Star, που του υπόσχεται υπόλοιπη ζωή χαρισάμενη στην θαλπωρή του αγροκτήματος?
Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά είναι το στόρι του Κυρίου, όπως είχαν καταγραφεί στις στήλες του New Yorker από τον κολουμνίστα David Gramm, που χρονικά τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 80 - συμπτωματικά μάλιστα η τελευταία σύλληψη του ληστή λαμβάνει χώρα, ούτε βδομάδα απόσταση από την ιστορική ημέρα που Άλλαξε πολιτικά τις τύχες της χώρας μας. Η θεματική βάση του φιλμ, η ιστορία ενός άντρα που ακόμη κι αν έχει διαβεί για τα καλά το κατώφλι της τρίτης ηλικίας, νιώθει ευτυχισμένος και χαμογελά μόνο όταν αμολά στην ταμεία την άδεια τσάντα για να την γεμίσει με παράδες, με προτεταμένο ένα περίστροφο που ουδέποτε χρησιμοποίησε πέραν της απειλής - και σημειωτέον σε κανένα πλάνο κλοπής δεν βλέπουμε - διανθίζεται με κάμποσες υποπλοκές, προκειμένου να συμπληρωθεί όσο το δυνατόν ορθότερα, το παζλ της περσόνας του The Old Man. Ο πλατωνικός δεσμός με την τυχαία κυριούλα (η απαράμιλλη Sissy Spacek) που η μοίρα έφερε στο μονοπάτι του μην τυχόν και του αλλάξουν τα επίμονα μυαλά, η σχέση σεβασμού με τον πολύ νεότερο διώκτη (πάντα αξιόλογος ο μικρός Affleck) ο οποίος είναι προφανές πως ζηλεύει την μεθοδολογία, το θράσος, με κυρίως την παντιέρα ελευθεριότητας που διατηρεί ψηλά, τα συναπαντήματα σε απίθανα σημεία, πάντα έναντι τραπεζών, με τους γηραλέους κομπανιέρους (Danny Gl;over και Tom Waits) που κι εκείνοι με την σειρά τους έχουν και από μια γλαφυρή εμπειρία ζωής να διηγηθούν. Στιγμές πιότερο σατυρικές, που κτίζουν ένα εύθυμο κλίμα που πάνω του κυλά γοργά και με παλμό η αφήγηση του όχι δα και αγιογραφικού βίου του θρυλικού Τάκερ, από τον νεαρότατο και φέρελπι μαέστρο David Lowery, που στην κινηματογράφηση του ακολουθεί πιστά το δόγμα της indie αμερικάνικης σχολής. Συννεφιασμένα πλάνα, ποτέ ηλιόλουστα, πίσω από ημιφωτισμένους τοίχους ρεστοράν, μολ και βεβαίως μπανκών, απαιτούμενο σκηνικό άλλωστε για το περπάτημα της πλοκής.
Για να μην γελιόμαστε μεταξύ μας όμως. Ακόμη κι αν αυτή η ταινία δεν πρόβαλλε τίποτα απολύτως για ενενήντα λεπτά, δεν είχε σενάριο, ούτε πλοτ, ούτε μοντάζ, ούτε ανατροπές, ούτε συγκινήσεις, ο λόγος για να την επιλέξει κανείς προς θέαση δεν έχει να κάνει με την ποιότητα της ως φιλμικό όλον. Είναι υπεραρκετή στον σινεφίλ, η πληροφορία και μόνον, πως εδώ πραγματοποιείται το κύκνειο άσμα ενός ζωντανού χολιγουντιανού μύθου, που στο πέρασμα των δεκαετιών καριέρας, χρησιμοποίησε ολάκερη την λάμψη του για να ωθήσει χιλιόμετρα μπροστά, το σινεμά του τόπου του. Για την ακρίβεια του παγκόσμιου τόπου του. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως η Έβδομη Τέχνη, στα πλέον εκατό έτη ζωής της, σε κανέναν άλλο πρωταγωνιστή δεν οφείλει περισσότερα, από όσα στον Robert Redford, εννοείται όχι μόνον για τις συγκλονιστικές στιγμές της εμφάνισης του στο εκράν. Η προσφορά του μέσω της δημιουργικά οργανωτικής του δράσης, έθεσε τέτοιους πυλώνες ανάπτυξης στο είδος, που θα μένουν στέρεοι για πολλές δεκαετίες ακόμη, όταν και το όνομα του θα μνημονεύεται ως εκείνου που κοίταξε κατάματα το κινηματογραφικό μέλλον και προετοίμασε γι αυτό, νέες γενιές ντιρεκτόρων ικανών να το υλοποιήσουν. Ανεκτίμητο έργο!
Το The Old Man & The Gun αποτίνει το ύστατο χαίρε στον Μπομπ με ευαισθησία, σύνεση, ταπεινότητα και απεριόριστο σεβασμό. Στην ουσία ζωγραφίζοντας στο πανί έναν τύπο τάλε κουάλε του: Ασυμβίβαστο, με προσωπικό όραμα, φιλελεύθερο, που δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε χειραγωγείται, που κανένα κάγκελο δεν θα τον εμποδίσει να αναπνεύσει ξανά φρέσκο αγέρα, μα και καμιά ψυχή τριγύρω του δεν θα καταφέρει να τον πείσει ποτέ, πως είναι αργά, νυχτώνει και φτάνει η στιγμή για να κρεμάσει την ρεπούμπλικα στο πορτ μαντό. Το νιώθεις γερά το συναίσθημα, να σκάζει σαν γροθιά, σε εκείνα τα δύο, τρία δευτερόλεπτα που εμβόλιμα τον θαρρείς νέο, με εκείνο το χαρακτηριστικό ξανθό κι ατίθασο μαλλί, να βολτάρει στην σκηνή, ξυπνώντας σου τις θύμησες και της δικής σου νιότης. Και καθηλωμένος να καταλαβαίνεις μέσα στην αλληγορία, ποια θα είναι η επόμενη, η δέκατη έβδομη και τελευταία απόδραση του. Ά ρε Γούντγουορντ, μας βούρκωσες ξανά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Οκτωβρίου 2018 από την Odeon!
1 σχόλια:
Παίρνει επάξια τον τίτλο της πιο βαρετής ταινίας. 0 στα 10 και πολύ της είναι.
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική