του Panos Cosmatos. Με τους Nicolas Cage, Andrea Riseborough, Linus Roache, Ned Dennehy, Olwen Fouere, Richard Brake, Bill Duke
Ψυχεδελικές γούνες κι άλλα έπεα πτερόεντα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ένα low budget έπος από την κόλαση – με έμφαση στην «κόλαση»
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Panos Cosmatos, μετά το «Beyond the Black Rainbow» (2010). Είναι γιος του George P. Cosmatos, ενός από τους σημαντικότερους (και εμπορικότερους) ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτες που δούλεψαν στο Χόλιγουντ, με ταινίες όπως «Το πέρασμα της Κασσάνδρας» (The Cassandra Crossing, 1976), «Κόμπρα» (Cobra, 1986) και «Λεβιάθαν» (Leviathan, 1989).
Το Mandy έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Σάντανς, πανευρωπαϊκή πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών (στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών») και πανελλήνια πρεμιέρα στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας». Μεταξύ των παραγωγών της ταινίας βρίσκεται και ο Elija Wood. Και αρχικά ο Panos Cosmatos ήθελε τον Nicolas Cage να υποδυθεί τον «κακό» της ταινίας κι όχι τον Red. Εντέλει πείστηκε από τον ίδιο τον Cage και τον παραγωγό Wood...
Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον, βλέπουν ταινίες στην τηλεόραση μαζί. Είναι πλήρεις. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάια Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την... κάνει δική του. Με τη βοήθεια της συμμορίας του, θα την απαγάγει.
Τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της, όμως, δεν πηγαίνουν έτσι όπως υπολογίζει. Οπότε, ακυρωμένος ερωτικά, ο Τζερεμάια δολοφονεί με φρικτό τρόπο την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, ενώ τον βασανίζει σαδιστικά, μέχρι θανάτου. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλλίστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει και οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του: να σκοτώσει ένα – ένα, όλα τα μέλη της συμμορίας, με τον τρόπο που τα αξίζει...
Η άποψή μας: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι: Εμένα η ταινία δεν μου άρεσε. Αλλού θα διαβάσετε διθυράμβους. Η τελική επιλογή είναι δική σας. Πάντως, το γεγονός ότι, όταν δημοσίευσα τούτη την (εντελώς... θαφτική, ας μη γελιόμαστε) κριτική της ταινίας στο fb μέσω της ανταπόκρισής μου από τις Κάννες όπου και την είδα, πήρα... Like από τον ίδιο τον δημιουργό της (τι σου κάνουν τα social media, ε;), μου δείχνει πως ο υιός Κοσμάτος είναι ακομπλεξάριστος. And that's a good thing! A damn good thing. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το θάψιμο με τούτο το κείμενο, που αποτελεί την πιο πλήρη εκδοχή εκείνου που εστάλη πριν έξι μήνες από τις Κάννες... Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική... σκέτο! Ενοχλητική για τον μέσο θεατή μιλάμε, έτσι; Και για τον μέσο κριτικό θα πω εγώ – οι haters ας μιλήσουν για μέτριο και βγάλε, τι α κανς, α κατς α μαλώσεις;
Οι λάτρεις της καλτίλας λοιπόν θα βρουν εδώ κάτι καινούριο για να προσκυνήσουν... Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhann Jóhannsson (αυτή είναι η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε σάουντρακ) είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, μονίμως στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών ωσάν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα! Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό. Συνεχίζουμε με την οπτική... πανδαισία, που (θέλει να) είναι η ταινία. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση (κι εδώ, όπως στον ήχο), που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Ή στο σινεμά του Kubrick άμα λάχει να 'ουμ. Ή στο σινεμά άλλων μεγάλων μαστόρων του φανταστικού και του καλτ.
Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage, που ξεπερνάει την έννοια «ερμηνευτικό ντελίριο». Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες!
Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία! Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Ή να παλεύει σε κάτι σαν ξιφομαχία με... αλυσοπρίονα! Και ο Τζερεμάια – ντάλε κουάλε ο Τσαρλς Μάνσον! Φορτώστε, δώστε καλτίλα στο λαό!
Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Μια ταινία που χρειάζεται ένα βιβλίο 100 σελίδων (και λίγες λέω) μόνο και μόνο για να απαριθμήσει κανείς τις αναφορές της. Παπαριές (ξανά). Ταινία – ορισμός του «πολύ κακό για το τίποτα», πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει, δεν τη σώζουν. Ούτε και οι πολιτικές αναφορές της. Και προφανώς ούτε οι κινηματογραφόφιλες αναφορές, καθώς ρε παιδί μου, αν τις βγάλεις όοοοοολες αυτές, υπάρχει κίνδυνος να μην μείνει καθόλου... τσιτσί από την ταινία. Και μην μου πει κανείς ότι η ταινία είναι μια ελεγεία για τον έρωτα και την απώλεια, δηλαδή, ήμαρτον!
Παρακολουθώντας την ταινία ένιωθα νοσταλγία για το «Neon Demon» (το οποίο το έκραξαν σχεδόν οι πάντες): τουλάχιστον εκεί ο ποπ εφιάλτης «ξεβόλευε» δικαιολογώντας το ξεβόλεμα. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει. Είθε το «Mandy 2» να γυριστεί στην Ελλάδα! Ρε «Gay Nazi Cyborg Zombies in Love» που σας (μας) χρειάζεται!
Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον, βλέπουν ταινίες στην τηλεόραση μαζί. Είναι πλήρεις. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάια Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την... κάνει δική του. Με τη βοήθεια της συμμορίας του, θα την απαγάγει.
Τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της, όμως, δεν πηγαίνουν έτσι όπως υπολογίζει. Οπότε, ακυρωμένος ερωτικά, ο Τζερεμάια δολοφονεί με φρικτό τρόπο την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, ενώ τον βασανίζει σαδιστικά, μέχρι θανάτου. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλλίστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει και οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του: να σκοτώσει ένα – ένα, όλα τα μέλη της συμμορίας, με τον τρόπο που τα αξίζει...
Η άποψή μας: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι: Εμένα η ταινία δεν μου άρεσε. Αλλού θα διαβάσετε διθυράμβους. Η τελική επιλογή είναι δική σας. Πάντως, το γεγονός ότι, όταν δημοσίευσα τούτη την (εντελώς... θαφτική, ας μη γελιόμαστε) κριτική της ταινίας στο fb μέσω της ανταπόκρισής μου από τις Κάννες όπου και την είδα, πήρα... Like από τον ίδιο τον δημιουργό της (τι σου κάνουν τα social media, ε;), μου δείχνει πως ο υιός Κοσμάτος είναι ακομπλεξάριστος. And that's a good thing! A damn good thing. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το θάψιμο με τούτο το κείμενο, που αποτελεί την πιο πλήρη εκδοχή εκείνου που εστάλη πριν έξι μήνες από τις Κάννες... Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική... σκέτο! Ενοχλητική για τον μέσο θεατή μιλάμε, έτσι; Και για τον μέσο κριτικό θα πω εγώ – οι haters ας μιλήσουν για μέτριο και βγάλε, τι α κανς, α κατς α μαλώσεις;
Οι λάτρεις της καλτίλας λοιπόν θα βρουν εδώ κάτι καινούριο για να προσκυνήσουν... Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhann Jóhannsson (αυτή είναι η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε σάουντρακ) είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, μονίμως στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών ωσάν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα! Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό. Συνεχίζουμε με την οπτική... πανδαισία, που (θέλει να) είναι η ταινία. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση (κι εδώ, όπως στον ήχο), που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Ή στο σινεμά του Kubrick άμα λάχει να 'ουμ. Ή στο σινεμά άλλων μεγάλων μαστόρων του φανταστικού και του καλτ.
Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage, που ξεπερνάει την έννοια «ερμηνευτικό ντελίριο». Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες!
Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία! Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Ή να παλεύει σε κάτι σαν ξιφομαχία με... αλυσοπρίονα! Και ο Τζερεμάια – ντάλε κουάλε ο Τσαρλς Μάνσον! Φορτώστε, δώστε καλτίλα στο λαό!
Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Μια ταινία που χρειάζεται ένα βιβλίο 100 σελίδων (και λίγες λέω) μόνο και μόνο για να απαριθμήσει κανείς τις αναφορές της. Παπαριές (ξανά). Ταινία – ορισμός του «πολύ κακό για το τίποτα», πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει, δεν τη σώζουν. Ούτε και οι πολιτικές αναφορές της. Και προφανώς ούτε οι κινηματογραφόφιλες αναφορές, καθώς ρε παιδί μου, αν τις βγάλεις όοοοοολες αυτές, υπάρχει κίνδυνος να μην μείνει καθόλου... τσιτσί από την ταινία. Και μην μου πει κανείς ότι η ταινία είναι μια ελεγεία για τον έρωτα και την απώλεια, δηλαδή, ήμαρτον!
Παρακολουθώντας την ταινία ένιωθα νοσταλγία για το «Neon Demon» (το οποίο το έκραξαν σχεδόν οι πάντες): τουλάχιστον εκεί ο ποπ εφιάλτης «ξεβόλευε» δικαιολογώντας το ξεβόλεμα. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει. Είθε το «Mandy 2» να γυριστεί στην Ελλάδα! Ρε «Gay Nazi Cyborg Zombies in Love» που σας (μας) χρειάζεται!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Οκτωβρίου 2018 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική