Η Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις
των Francisco Márquez, Andrea Testa. Με τους Diego Velázquez, Laura Paredes, Valeria Lois, Marcelo Subiotto, Rafael Federman
Είμαστε όλοι Φρανσίσκο Σάνκτις!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«... γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»...
Αυτή είναι η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε το δίδυμο Andrea Testa και Francisco Márquez από την Αργεντινή. Έλαβε μέρος στο (διαγωνιστικό) τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του 69ου φεστιβάλ των Καννών, του 2016. Την ίδια χρονιά, το Νοέμβριο, προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο επίσημο πρόγραμμα, Εκτός Συναγωνισμού, όπου και την παρακολουθήσαμε.
Στο σκηνοθετικό σημείωμα αναφέρονται τα εξής: «Η ταινία Η Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις (La larga noche de Francisco Sanctis) βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Humberto Constantini, ενός Αργεντινού συγγραφέα που υπήρξε αγωνιστής της επαναστατικής αριστεράς στη δεκαετία του '70. Αυτό που μας άρεσε περισσότερο στο βιβλίο του ήταν ότι δεν απεικονίζει την στρατιωτική δικτατορία -η οποία ήταν ιδιαίτερα αιματηρή στη χώρα μας, με 30.000 αγνοούμενους- από την οπτική ενός στρατιωτικού ή ενός αντιστασιακού, όπως συνηθίζεται στον αργεντινό κινηματογράφο. Αντί να ακολουθήσει την πεπατημένη, επιλέγει την οπτική ενός υπάλληλου γραφείου που ζει έχοντας σαν μοναδικό στόχο την κοινωνική αναρρίχηση και μένοντας αμέτοχος στις πολιτικές εξελίξεις που αιμοτοκυλίζουν τη χώρα του. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι μέρος της λεγόμενης ''σιωπηλής πλειοψηφίας'', ενός τμήματος του πληθυσμού που επέτρεψε, με την παθητικότητά του, την εδραίωση του στρατιωτικού καθεστώτος. Η ταινία δεν επιχειρεί να κρίνει αυτούς τους ανθρώπους. Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο γιατί δεν έχουμε βιώσει το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε ήταν να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο καθένας μας την κοινωνική πραγματικότητα που μας περιβάλλει».
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, 1977. Η στρατιωτική χούντα είναι κυρίαρχη σκεπάζοντας με φόβο όλη την Αργεντινή, «εξαφανίζοντας» με διάφορους τρόπους αριστερούς αντικαθεστωτικούς. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι ένας ήσυχος οικογενειάρχης, που ζει με τη γυναίκα του και τις δύο ανήλικες κόρες του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Εργάζεται σε μια επιχείρηση τροφίμων κι ελπίζει πως έφτασε πια η στιγμή να πάρει την πολυπόθητη προαγωγή. Μια προαγωγή που την αξίζει και που θα βελτιώσει σαφώς τα οικονομικά του. Όμως, την προαγωγή δεν την παίρνει. Είναι κάτι που τον αναστατώνει. Κάτι άλλο που τον αναστατώνει είναι το τηλεφώνημα που δέχεται από την Έλενα, μια παλιά γνώριμή του από τα φοιτητικά του χρόνια.
Η Έλενα ζητάει, από τη μια την άδειά του να δημοσιεύσει στο εξωτερικό ένα επαναστατικό ποίημα της νιότης του, κι από την άλλη, να τον δει από κοντά. Όταν τελικά συναντιούνται, του λέει τον πραγματικό λόγο της επικοινωνίας της μαζί του μετά από τόσα χρόνια: του ζητάει να ειδοποιήσει δύο αριστερούς αγωνιστές, που βρίσκονται κάπου στην πόλη, ότι επίκειται σύλληψή τους από στρατιώτες του καθεστώτος, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: θα προσπαθήσει να σώσει τη ζωή κάποιων συνανθρώπων του, τους οποίους δεν γνωρίζει, θέτοντας σε κίνδυνο τη δική του; Ή δεν θα κάνει απολύτως τίποτε;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να αναρωτηθείς «εσύ τι θα έκανες στη θέση του;». Γιατί, ωραία είναι τα ηρωικά και πένθιμα και η αντίσταση του καναπέ η οποία κυριαρχεί στα χρόνια της παντοκρατορίας των social media αλλά ρε φίλε, εσύ που διαβάζεις (και ναι, συμφωνώ, κι εγώ που γράφω), θα έβαζες το κεφάλι σου στον ντορβά για κάποιον άλλο; Πόσο μάλλον όταν αυτός ο κάποιος άλλος δεν είναι φίλος σου, μέλος της οικογένειάς σου, σύντροφός σου ή κάποιος που γνωρίζεις εν πάση περιπτώσει. Όχι. Ποιος από εμάς θα διακινδύνευε την ζωή του για να σώσει κάποιους άλλους; Αυτό το ηθικό δίλημμα καλείται να αντιμετωπίσει ο Φρανσίσκο Σάνκτις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Κι είναι ένα ηθικό δίλημμα που γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτο όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις και το σαράκι της αμφιβολίας: η Έλενα έχει ιστορικό φαντασιοπληξίας.
Αν λοιπόν δεν κινδυνεύει κανείς; Αν όλα τα έχει βγάλει από το κεφάλι της; Ή ακόμα χειρότερα: αν είναι βαλτή; Αν είναι πράκτορας της χούντας; Αν ο Σάνκτις διακινδυνεύσει λοιπόν «τα πάντα» για «το τίποτα»; Αυτό που πετυχαίνουν εξαιρετικά οι δύο δημιουργοί της ταινίας είναι το γεγονός ότι βγάζουν ένταση και στοιχεία θρίλερ χωρίς την παρουσία βίας! Οι παρακρατικοί και οι στρατιωτικοί δεν εμφανίζονται πουθενά στην ταινία! Ο Σάνκτις φοβάται κάτι που δεν βλέπει! Όλοι οι γύρω του είναι πιθανοί χαφιέδες! Ή μήπως παραλογίζεται; Μήπως χάνει τα λογικά του; Μήπως υπερβάλλει; Σαν τον Gene Hackman στη «Συνομιλία» ο Σάνκτις βρίσκεται σε μια κατάσταση παράνοιας. Είναι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, που καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του. «Που συνηθίζει στην κάθε βρομιά αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά». Ναι, πάλι ο ντορβάς... Φοβάται. Αυτή η «ουδετερότητά» του είναι αποτέλεσμα του φόβου. «Πού να μπλέκω με την πολιτική». Ναι, αλλά αυτός ο φόβος γίνεται κυτταρικός. Σε μεταλλάσσει. Σε κάνει να γίνεσαι «κυρ Παντελής» χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνεις.
Ο Σάνκτις κινείται στους άδειους, νυχτερινούς δρόμους του Μπουένος Άιρες με λεωφορείο, με ταξί, με τα πόδια, προσπαθώντας να αναβάλει διαρκώς να λάβει δράση! Να αναβάλει την απόφασή του! Λες και το πρόβλημα θα εξαφανιστεί από μόνο του αν απλώς... καθυστερήσει! Αμ δε. Ναι, ο κίνδυνος και ο φόβος που νιώθει είναι πολύ μεγάλος. Αλλά κάπου βαθιά μέσα του έχει μείνει κι ένα κομμάτι ανθρωπιάς ανέγγιχτο. Έτσι, η συνείδησή του δεν επιτρέπει να αδιαφορήσει μπροστά στον διαφαινόμενο βασανισμό (με πολύ πιθανή την κατοπινή... εξαφάνιση) δύο ανθρώπων που θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Ο Σάντκτις παίρνει τηλέφωνα, προσπαθεί να βρει άλλους για να κάνουν ότι του έχει ανατεθεί. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι σκηνές τόσο στους άδειους από ζωή δρόμους όσο κι εκείνες στον κινηματογράφο και το μπαρ. Στο τέλος, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, θα σταθεί έξω από ένα σπίτι. Είναι το σπίτι των δύο ανθρώπων που πρέπει να ειδοποιήσει; Ή μήπως είναι το δικό του σπίτι;
Ταινία που έχει μικρή διάρκεια αλλά πιάνει μεγάλες επιδόσεις. Το μοναδικό πράγμα που μειώνει τη δυναμική της είναι πως έχει μεγαλύτερους (σε κάποιες στιγμές) νεκρούς χρόνους από τους ανεκτούς από τον μέσο θεατή. Και σε μια ταινία μόλις 78 λεπτών, το να βλέπεις το ρολόι σου, δεν είναι καλό σημάδι. Λίγο πιο σφιχτοί ρυθμοί θα βοηθούσαν την ταινία να περάσει με άνεση σε ένα ευρύτερο (από το φεστιβαλικό) κοινό. Πάντως, τόσο σε επίπεδο νοημάτων όσο και σε επίπεδο αισθητικής έχει γίνει τρομερή δουλειά.
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, 1977. Η στρατιωτική χούντα είναι κυρίαρχη σκεπάζοντας με φόβο όλη την Αργεντινή, «εξαφανίζοντας» με διάφορους τρόπους αριστερούς αντικαθεστωτικούς. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι ένας ήσυχος οικογενειάρχης, που ζει με τη γυναίκα του και τις δύο ανήλικες κόρες του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Εργάζεται σε μια επιχείρηση τροφίμων κι ελπίζει πως έφτασε πια η στιγμή να πάρει την πολυπόθητη προαγωγή. Μια προαγωγή που την αξίζει και που θα βελτιώσει σαφώς τα οικονομικά του. Όμως, την προαγωγή δεν την παίρνει. Είναι κάτι που τον αναστατώνει. Κάτι άλλο που τον αναστατώνει είναι το τηλεφώνημα που δέχεται από την Έλενα, μια παλιά γνώριμή του από τα φοιτητικά του χρόνια.
Η Έλενα ζητάει, από τη μια την άδειά του να δημοσιεύσει στο εξωτερικό ένα επαναστατικό ποίημα της νιότης του, κι από την άλλη, να τον δει από κοντά. Όταν τελικά συναντιούνται, του λέει τον πραγματικό λόγο της επικοινωνίας της μαζί του μετά από τόσα χρόνια: του ζητάει να ειδοποιήσει δύο αριστερούς αγωνιστές, που βρίσκονται κάπου στην πόλη, ότι επίκειται σύλληψή τους από στρατιώτες του καθεστώτος, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: θα προσπαθήσει να σώσει τη ζωή κάποιων συνανθρώπων του, τους οποίους δεν γνωρίζει, θέτοντας σε κίνδυνο τη δική του; Ή δεν θα κάνει απολύτως τίποτε;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να αναρωτηθείς «εσύ τι θα έκανες στη θέση του;». Γιατί, ωραία είναι τα ηρωικά και πένθιμα και η αντίσταση του καναπέ η οποία κυριαρχεί στα χρόνια της παντοκρατορίας των social media αλλά ρε φίλε, εσύ που διαβάζεις (και ναι, συμφωνώ, κι εγώ που γράφω), θα έβαζες το κεφάλι σου στον ντορβά για κάποιον άλλο; Πόσο μάλλον όταν αυτός ο κάποιος άλλος δεν είναι φίλος σου, μέλος της οικογένειάς σου, σύντροφός σου ή κάποιος που γνωρίζεις εν πάση περιπτώσει. Όχι. Ποιος από εμάς θα διακινδύνευε την ζωή του για να σώσει κάποιους άλλους; Αυτό το ηθικό δίλημμα καλείται να αντιμετωπίσει ο Φρανσίσκο Σάνκτις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Κι είναι ένα ηθικό δίλημμα που γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτο όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις και το σαράκι της αμφιβολίας: η Έλενα έχει ιστορικό φαντασιοπληξίας.
Αν λοιπόν δεν κινδυνεύει κανείς; Αν όλα τα έχει βγάλει από το κεφάλι της; Ή ακόμα χειρότερα: αν είναι βαλτή; Αν είναι πράκτορας της χούντας; Αν ο Σάνκτις διακινδυνεύσει λοιπόν «τα πάντα» για «το τίποτα»; Αυτό που πετυχαίνουν εξαιρετικά οι δύο δημιουργοί της ταινίας είναι το γεγονός ότι βγάζουν ένταση και στοιχεία θρίλερ χωρίς την παρουσία βίας! Οι παρακρατικοί και οι στρατιωτικοί δεν εμφανίζονται πουθενά στην ταινία! Ο Σάνκτις φοβάται κάτι που δεν βλέπει! Όλοι οι γύρω του είναι πιθανοί χαφιέδες! Ή μήπως παραλογίζεται; Μήπως χάνει τα λογικά του; Μήπως υπερβάλλει; Σαν τον Gene Hackman στη «Συνομιλία» ο Σάνκτις βρίσκεται σε μια κατάσταση παράνοιας. Είναι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, που καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του. «Που συνηθίζει στην κάθε βρομιά αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά». Ναι, πάλι ο ντορβάς... Φοβάται. Αυτή η «ουδετερότητά» του είναι αποτέλεσμα του φόβου. «Πού να μπλέκω με την πολιτική». Ναι, αλλά αυτός ο φόβος γίνεται κυτταρικός. Σε μεταλλάσσει. Σε κάνει να γίνεσαι «κυρ Παντελής» χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνεις.
Ο Σάνκτις κινείται στους άδειους, νυχτερινούς δρόμους του Μπουένος Άιρες με λεωφορείο, με ταξί, με τα πόδια, προσπαθώντας να αναβάλει διαρκώς να λάβει δράση! Να αναβάλει την απόφασή του! Λες και το πρόβλημα θα εξαφανιστεί από μόνο του αν απλώς... καθυστερήσει! Αμ δε. Ναι, ο κίνδυνος και ο φόβος που νιώθει είναι πολύ μεγάλος. Αλλά κάπου βαθιά μέσα του έχει μείνει κι ένα κομμάτι ανθρωπιάς ανέγγιχτο. Έτσι, η συνείδησή του δεν επιτρέπει να αδιαφορήσει μπροστά στον διαφαινόμενο βασανισμό (με πολύ πιθανή την κατοπινή... εξαφάνιση) δύο ανθρώπων που θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Ο Σάντκτις παίρνει τηλέφωνα, προσπαθεί να βρει άλλους για να κάνουν ότι του έχει ανατεθεί. Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι σκηνές τόσο στους άδειους από ζωή δρόμους όσο κι εκείνες στον κινηματογράφο και το μπαρ. Στο τέλος, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, θα σταθεί έξω από ένα σπίτι. Είναι το σπίτι των δύο ανθρώπων που πρέπει να ειδοποιήσει; Ή μήπως είναι το δικό του σπίτι;
Ταινία που έχει μικρή διάρκεια αλλά πιάνει μεγάλες επιδόσεις. Το μοναδικό πράγμα που μειώνει τη δυναμική της είναι πως έχει μεγαλύτερους (σε κάποιες στιγμές) νεκρούς χρόνους από τους ανεκτούς από τον μέσο θεατή. Και σε μια ταινία μόλις 78 λεπτών, το να βλέπεις το ρολόι σου, δεν είναι καλό σημάδι. Λίγο πιο σφιχτοί ρυθμοί θα βοηθούσαν την ταινία να περάσει με άνεση σε ένα ευρύτερο (από το φεστιβαλικό) κοινό. Πάντως, τόσο σε επίπεδο νοημάτων όσο και σε επίπεδο αισθητικής έχει γίνει τρομερή δουλειά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Οκτωβρίου 2018 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική