του Paolo Genovese. Με τους Marco Giallini, Alba Rohrwacher, Rocco Papaleo, Vittoria Puccini, Vinicio Marchioni, Alessandro Borghi, Silvio Muccino, Silvia d'Amico, Giulia Lazzarini, Sabrina Ferilli
Εσείς μέχρι πού θα φτάνατε για να αποκτήσετε αυτό που θέλετε;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Protect me from what I want»
Αυτή είναι η 9η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Paolo Genovese – έχει συνσκηνοθετήσει κι άλλες δύο μεγάλου μήκους, μαζί με τον Luca Miniero. Είναι η ταινία που σκηνοθέτησε αμέσως μετά τη μεγάλη του επιτυχία, το Perfetti sconosciuti (2016), ταινία που στην Ιταλία την είδαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια θεατές, ενώ ήταν και υποψήφια για οχτώ βραβεία David di Donatello (τα ιταλικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά τα δύο πιο σημαντικά: καλύτερης ταινίας και σεναρίου. Και συνολικά, είναι η δεύτερή του ταινία που πήρε κινηματογραφική διανομή στη χώρα μας. Καναδυό προηγούμενές του κυκλοφόρησαν σε dvd, όπως πχ το «Για όλα φταίει ο Φρόιντ» (Tutta colpa di Freud, 2014). Εκτός από τον Θοδωρή Αθερίδη που γύρισε την ελληνική εκδοχή του Τέλειοι Ξένοι αντιγράφοντάς την πλάνο προς πλάνο, την ισπανική εκδοχή της ταινίας ετοιμάζει ο Álex de la Iglesias... Στη Συνάντηση (The Place) εμφανίζονται τρεις ηθοποιοί που έπαιζαν και στην προηγούμενη του σκηνοθέτη: ο Valerio Mastandrea στο ρόλο του μυστηριώδους ανθρώπου, ο Marco Giallini στο ρόλο του μπάτσου και η Alba Rohrwacher στο ρόλο της μοναχής.
Τούτη η ταινία βασίζεται στην καναδική τηλεοπτική σειρά «The Booth At The End». Αποτέλεσε την ταινία με την οποία έπεσε η αυλαία του περσινού φεστιβάλ της Ρώμης. Ήταν υποψήφια για επτά βραβεία David di Donatello, δεν κέρδισε όμως κανένα.
Η υπόθεση: Ένας μυστηριώδης άνδρας κάθεται κάθε μέρα στο ίδιο τραπέζι ενός μπαρ. Κρατάει ένα τεράστιο σημειωματάριο και περιμένει. Κάθε μέρα, δέκα διαφορετικοί άνθρωποι τον επισκέπτονται, σε μη συγκεκριμένες ώρες, και κάθονται απέναντί του. Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους του ζητάει και κάτι. Μία γυναίκα ζητάει να γίνει πιο όμορφη, ένας μεσήλικας θέλει να περάσει μια νύχτα με την αγαπημένη του πορνοστάρ, μια γηραιά κυρία θέλει να γιατρευτεί ο άντρας της από το Αλτσχάιμερ, ένας πατέρας θέλει να σωθεί η ζωή του παιδιού του, μια μοναχή θέλει να ξαναβρεί την πίστη της στο Θεό, ένας τυφλός επιθυμεί διακαώς να βρει ξανά το φως του... «Μπορεί να γίνει», απαντά ο άνδρας. Γράφει στο σημειωματάριο του. Και μετά δίνει κατευθύνσεις.
Για να γίνει εφικτή η επιθυμία του καθενός, θα πρέπει να κάνει κάτι που τον ξεπερνάει: να απαγάγει ένα παιδί, να πλακώσει στο ξύλο έναν άγνωστο, να βιάσει μια γυναίκα, να σκοτώσει συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων. Κτλ, κτλ. Έτσι υπογράφεται το συμβόλαιο. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία. Είναι στο χέρι του κάθε αιτούντος να κάνει αυτό που του ζητάει ο ξένος, για να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ. Μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι άνθρωποι λοιπόν για να πάρουν αυτό που θέλουν;
Η άποψή μας: Κοίτα να δεις τώρα: έχουμε μπροστά μας ένα έργο τέχνης, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από κάθε πλευρά, εκτός από την... κινηματογραφική! Το σενάριο είναι υποδειγματικό. Ουσιαστικά, είναι μια άλλη ματιά πάνω στο μύθο του Φάουστ, που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, θα μπορούσε να πει κάποιος κακοπροαίρετος, κι όμως, σε επίπεδο σεναρίου πάντα, ενδιαφέρεσαι για την έκβαση και των δέκα ιστοριών. Συν άλλης μίας: αυτής του μυστηριώδους ξένου με τη σερβιτόρα... Κάθε ιστορία έχει το δικό της σημείο βρασμού, τη δική της πορεία, τη δική της δυναμική. Σε κάθε ιστορία δοκιμάζεται ένα από τα πιο βασανιστικά και ουσιώδη ερωτήματα που ταλανίζουν τον κόσμο: οι άνθρωποι είμαστε κατά βάση καλοί ή κατά βάση κακοί;
Το έργο τέχνης, που είναι η ταινία, δίνει τη δική της απάντηση. Το αν η απάντηση αυτή συνάδει με την εικόνα που έχουμε, ζώντας στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι κάτι που η ταινία έξυπνα μεταθέτει στον θεατή. Δεν κοιτάει – ευτυχώς – το ζήτημα χριστιανικά – και γενικότερα θρησκευτικά. Αν και ο μυστηριώδης ξένος (σημείωση: αν δεν έχετε διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Μαρκ Τουέιν, σπεύστε οπωσδήποτε: υπέροχο και ουσιαστικό ανάγνωσμα, πάντοτε επίκαιρο) φλερτάρει με το να είναι ο Διάβολος. Ή μήπως είναι ο Θεός; Και η σερβιτόρα; Θεά ή Σατανάς; Μικρή σημασία έχει και σε δεύτερο επίπεδο, αν θέλεις να πεις κάτι για να ξεφύγεις από τη σοβαρότητα των συζητήσεων, που σίγουρα ανοίγει η ταινία (κι αυτό είναι υπέρ της) τότε μπορείς να οδηγηθείς και σε αυτό το μονοπάτι.
Οι διάλογοι λοιπόν είναι σούπερ και σε κάθε μία από τις επιμέρους ιστορίες αναρωτιόμαστε για τις προτεραιότητες των ηρώων: είναι τόσο στρεβλές; Είμαστε ματαιόδοξοι; Είμαστε τόσο εγωιστές; Και στην τελική: είμαστε τόσο... ανήθικοι; Ωραία όλα αυτά, αλλά θα λειτουργούσαν μια χαρά... αλλιώς. Ναι, ως τηλεοπτική σειρά, όπου σε κάθε επεισόδιο, θα πιάναμε μία ιστορία από την αρχή ως το τέλος, τα πράγματα θα ήταν (μάλλον...) συναρπαστικά! Ναι, ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα, θα υπήρχε το απαραίτητο feedback από τον αναγνώστη – και θα ήταν θετικό. Ναι, ως θεατρικό έργο, το όλο πράγμα θα λειτουργούσε εκατοντάδες φορές καλύτερα: αναμένω να ανακαλύψει την ταινία ο Μαρκουλάκης και να τη διασκευάσει με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Παπασπηλιόπουλο! Αλλά ως ταινία, δεν στέκει, όσο και να προσπαθεί ο σκηνοθέτης.
Όλη η ταινία είναι γυρισμένη «κεκλεισμένων των θυρών». Και όσες γωνίες λήψης κι αν αλλάξει ο σκηνοθέτης, δεν μπορεί να αποφύγει την δυσάρεστη αίσθηση της επανάληψης. Πάει ένας, πλησιάζει το τραπέζι, μιλάει με τον ξένο, σημειώνει ο ξένος διάφορα, φεύγει ο ένας. Πάει ο άλλος, πλησιάζει το τραπέζι, μιλάει με τον ξένο, σημειώνει ο ξένος διάφορα, φεύγει ο άλλος. Και ούτω καθεξής, συνεχώς, σαν λούπα, σαν δίσκος που έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο. Πολύ τολμηρό και ενδιαφέρον εγχείρημα ως ιδέα, δεν λειτουργεί όμως καθόλου μα καθόλου ως ταινία.
Η υπόθεση: Ένας μυστηριώδης άνδρας κάθεται κάθε μέρα στο ίδιο τραπέζι ενός μπαρ. Κρατάει ένα τεράστιο σημειωματάριο και περιμένει. Κάθε μέρα, δέκα διαφορετικοί άνθρωποι τον επισκέπτονται, σε μη συγκεκριμένες ώρες, και κάθονται απέναντί του. Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους του ζητάει και κάτι. Μία γυναίκα ζητάει να γίνει πιο όμορφη, ένας μεσήλικας θέλει να περάσει μια νύχτα με την αγαπημένη του πορνοστάρ, μια γηραιά κυρία θέλει να γιατρευτεί ο άντρας της από το Αλτσχάιμερ, ένας πατέρας θέλει να σωθεί η ζωή του παιδιού του, μια μοναχή θέλει να ξαναβρεί την πίστη της στο Θεό, ένας τυφλός επιθυμεί διακαώς να βρει ξανά το φως του... «Μπορεί να γίνει», απαντά ο άνδρας. Γράφει στο σημειωματάριο του. Και μετά δίνει κατευθύνσεις.
Για να γίνει εφικτή η επιθυμία του καθενός, θα πρέπει να κάνει κάτι που τον ξεπερνάει: να απαγάγει ένα παιδί, να πλακώσει στο ξύλο έναν άγνωστο, να βιάσει μια γυναίκα, να σκοτώσει συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων. Κτλ, κτλ. Έτσι υπογράφεται το συμβόλαιο. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία. Είναι στο χέρι του κάθε αιτούντος να κάνει αυτό που του ζητάει ο ξένος, για να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ. Μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι άνθρωποι λοιπόν για να πάρουν αυτό που θέλουν;
Η άποψή μας: Κοίτα να δεις τώρα: έχουμε μπροστά μας ένα έργο τέχνης, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από κάθε πλευρά, εκτός από την... κινηματογραφική! Το σενάριο είναι υποδειγματικό. Ουσιαστικά, είναι μια άλλη ματιά πάνω στο μύθο του Φάουστ, που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, θα μπορούσε να πει κάποιος κακοπροαίρετος, κι όμως, σε επίπεδο σεναρίου πάντα, ενδιαφέρεσαι για την έκβαση και των δέκα ιστοριών. Συν άλλης μίας: αυτής του μυστηριώδους ξένου με τη σερβιτόρα... Κάθε ιστορία έχει το δικό της σημείο βρασμού, τη δική της πορεία, τη δική της δυναμική. Σε κάθε ιστορία δοκιμάζεται ένα από τα πιο βασανιστικά και ουσιώδη ερωτήματα που ταλανίζουν τον κόσμο: οι άνθρωποι είμαστε κατά βάση καλοί ή κατά βάση κακοί;
Το έργο τέχνης, που είναι η ταινία, δίνει τη δική της απάντηση. Το αν η απάντηση αυτή συνάδει με την εικόνα που έχουμε, ζώντας στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι κάτι που η ταινία έξυπνα μεταθέτει στον θεατή. Δεν κοιτάει – ευτυχώς – το ζήτημα χριστιανικά – και γενικότερα θρησκευτικά. Αν και ο μυστηριώδης ξένος (σημείωση: αν δεν έχετε διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Μαρκ Τουέιν, σπεύστε οπωσδήποτε: υπέροχο και ουσιαστικό ανάγνωσμα, πάντοτε επίκαιρο) φλερτάρει με το να είναι ο Διάβολος. Ή μήπως είναι ο Θεός; Και η σερβιτόρα; Θεά ή Σατανάς; Μικρή σημασία έχει και σε δεύτερο επίπεδο, αν θέλεις να πεις κάτι για να ξεφύγεις από τη σοβαρότητα των συζητήσεων, που σίγουρα ανοίγει η ταινία (κι αυτό είναι υπέρ της) τότε μπορείς να οδηγηθείς και σε αυτό το μονοπάτι.
Οι διάλογοι λοιπόν είναι σούπερ και σε κάθε μία από τις επιμέρους ιστορίες αναρωτιόμαστε για τις προτεραιότητες των ηρώων: είναι τόσο στρεβλές; Είμαστε ματαιόδοξοι; Είμαστε τόσο εγωιστές; Και στην τελική: είμαστε τόσο... ανήθικοι; Ωραία όλα αυτά, αλλά θα λειτουργούσαν μια χαρά... αλλιώς. Ναι, ως τηλεοπτική σειρά, όπου σε κάθε επεισόδιο, θα πιάναμε μία ιστορία από την αρχή ως το τέλος, τα πράγματα θα ήταν (μάλλον...) συναρπαστικά! Ναι, ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα, θα υπήρχε το απαραίτητο feedback από τον αναγνώστη – και θα ήταν θετικό. Ναι, ως θεατρικό έργο, το όλο πράγμα θα λειτουργούσε εκατοντάδες φορές καλύτερα: αναμένω να ανακαλύψει την ταινία ο Μαρκουλάκης και να τη διασκευάσει με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον Παπασπηλιόπουλο! Αλλά ως ταινία, δεν στέκει, όσο και να προσπαθεί ο σκηνοθέτης.
Όλη η ταινία είναι γυρισμένη «κεκλεισμένων των θυρών». Και όσες γωνίες λήψης κι αν αλλάξει ο σκηνοθέτης, δεν μπορεί να αποφύγει την δυσάρεστη αίσθηση της επανάληψης. Πάει ένας, πλησιάζει το τραπέζι, μιλάει με τον ξένο, σημειώνει ο ξένος διάφορα, φεύγει ο ένας. Πάει ο άλλος, πλησιάζει το τραπέζι, μιλάει με τον ξένο, σημειώνει ο ξένος διάφορα, φεύγει ο άλλος. Και ούτω καθεξής, συνεχώς, σαν λούπα, σαν δίσκος που έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο. Πολύ τολμηρό και ενδιαφέρον εγχείρημα ως ιδέα, δεν λειτουργεί όμως καθόλου μα καθόλου ως ταινία.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Σεπτεμβρίου 2018 από την Strada Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική