του Savi Gabizon. Με τους Shai Avivi, Neta Riskin, Assi Levy, Ella Armony, Adam Gabay, Salim Dau
Μαθήματα πατρότητας για αρχαρίους
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Γιε μου, γιε μου
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Savi Gabizon. Την πρώτη του τη γύρισε το 1990 και την τρίτη του το 2003. Και μιας που τούτη, η πρώτη του ταινία που προβάλλεται εμπορικά στη χώρα μας, είναι παραγωγής 2017, πέρασαν 14 ολόκληρα χρόνια μεταξύ της προηγούμενης ταινίας και της συγκεκριμένης! Ο Gabizon διδάσκει σκηνοθεσία και σενάριο στο τμήμα Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Πανεπιστήμιου του Τελ Αβίβ. Κάθε μία από τις προηγούμενες τρεις ταινίες του ήταν τεράστια εμπορική επιτυχία στο Ισραήλ, κόβοντας τα περισσότερα εισιτήρια από κάθε άλλη τις χρονιές που βγήκαν στις αίθουσες! Και είχαν και κριτική αποδοχή.
Η ταινία Πόθος (Ga'agua / Longing), στην οποία ο Gabizon, εκτός από τη σκηνοθεσία, υπογράφει το σενάριο και συμμετέχει στην παραγωγή της, αφού έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Ιερουσαλήμ, έλαβε μέρος στο παράλληλο του διαγωνιστικού τμήματος του περσινού φεστιβάλ Βενετίας «Giornate degli Autori», όπου τιμήθηκε με το βραβείο κοινού!
Η υπόθεση: Ο Άριελ Μπλοχ είναι ένας μεσήλικας εργένης. Είναι εργοστασιάρχης, έχει ωραίο διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ, η ζωή του κυλάει πρίμα. Μια μέρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Ρονίτ, τη γυναίκα με την οποία είχε δεσμό στα φοιτητικά του χρόνια. Εκείνη έχει δύο μεγάλες αποκαλύψεις να του κάνει: η πρώτη είναι πως όταν χώρισαν, 20 χρόνια πριν, ήταν έγκυος και πως, 9 μήνες μετά, γέννησε ένα αξιολάτρευτο αγοράκι, τον Άνταμ. Η δεύτερη αποκάλυψη είναι πως ο Άνταμ δεν έχει πολύ καιρό που σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ο Άριελ, που ποτέ δεν ήθελε παιδιά, αναστατώνεται.
Την ίδια στιγμή που μαθαίνει πως έγινε πατέρας, μαθαίνει πως έχει χάσει το παιδί του, Πηγαίνει στην Άκρα, στην πόλη που ζει η Ρονίτ, για να παραβρεθεί σε ένα μνημόσυνο του γιου του. Εκεί, θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους, που επηρέασαν τον γιο του: την ανήλικη φιλενάδα του, τον κολλητό του και κυρίως την όμορφη καθηγήτριά του, με την οποία ο Άνταμ ήταν τρελά ερωτευμένος. Θα προσπαθήσει να παίξει το ρόλο του πατέρα και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα για το χαμένο παιδί του. Και να προχωρήσει ακόμα παραπέρα...
Η άποψή μας: Με δίχασε αρκετά αυτή η ταινία. Θέλω να πω, βρήκα πράγματα σ’ αυτήν που είναι απολύτως γαμάτα, αλλά βρήκα πολλά περισσότερα τα οποία με ξενέρωσαν σε βαθμό κακουργήματος. Αν κύριος στόχος του σκηνοθέτη ήταν να μας παρουσιάσει την έννοια της πατρότητας μέσω ενός εντελώς ασύμβατου δέκτη, ο οποίος αναγκάζεται να την αποδεχτεί αλλά και να την απεμπολήσει σε διάστημα ολίγων δευτερολέπτων (εξαιρετικό σεναριακό εύρημα, επιπέδου Paul Auster, και δεν κοροϊδεύω) τότε τα πήγε πάρα πολύ καλά. Ένας άντρας που θεωρούσε εαυτόν ακατάλληλο για πατέρα, δείχνει πως… μαθαίνει γρήγορα. «Μαθαίνει» τον γιο του μέσω τρίτων, μέσω φωτογραφιών, μέσω κειμένων και… γαλλικών (#diplhs) στίχων σε τοίχους. Τι μαθαίνει; Ότι ο Άνταμ ήταν φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Άκρα, ότι εμπορευόταν «μαλακά» ναρκωτικά, ότι αγαπούσε την καθηγήτριά του, ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη μητέρα του, ότι αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη του πραγματικού του πατέρα (τον ήξερε για νεκρό) και κάτι ακόμα, που έχει να κάνει με μια έκπληξη – σεναριακή ανατροπή, κι αυτή εύστοχη.
Η (διαλογική) σκηνή του Αριέλ με τον κολλητό του γιου του στο λόμπι του ξενοδοχείου είναι πραγματικά απολαυστική! Η σκηνή του ονείρου είναι συγκαλυμμένα καυλιάρικη! Είναι η σκηνή που ουσιαστικά βαφτίζει την ταινία: Πόθος ρε φίλε. Και η σύνδεση με το ποίημα, σπουδαία και ταιριαστή. Ο Αριέλ χαίρεται τα μάλα για το γεγονός ότι ο γιος του ήταν αισθηματίας! Ότι κυνηγούσε επίμονα το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του (πλάκα πλάκα, η Neta Riskin που υποδύεται την καθηγήτρια, φέρνει λίγο με την Ángela Molina από το κύκνειο άσμα του Buñuel, αλλά μπορεί να είναι απλά κάτι φευγαλέο που τις ενώνει στη φαντασία μου). Μέσω του χαμένου του γιου ο Αριέλ ξεκλειδώνεται ως άνθρωπος, δείχνει πιο κοινωνικός, πιο προσιτός, πιο… πατέρας! Και μάλιστα ένας πατέρας περήφανος και καθόλου μα καθόλου πενθών. Κι αυτό στα θετικά της ταινίας.
Μπορεί το κλίμα να βγάζει μια μελαγχολία μα καθόλου κατήφεια, καθόλου μιζέρια, καθόλου βαρύ και ντεμέκ ασήκωτο πράγμα. Τι με «χάλασε» στην ταινία; Αυτή η εμμονή με τον μετά θάνατο γάμο! Με την αυτόχειρα, καταθλιπτική κοπέλα με το λευκό δέρμα. Μα να ξεπερνιέται η θλίψη από τον χαμό ενός ανθρώπου μέσω γάμου; Πόσο συντηρητικό; Και πόσο… νεοπλουτίστικο και ζεν και νιου έιτζ και όλα τα συναφή; Κι ας προέρχεται ως έθιμο (όπως μας πληροφορεί η ταινία) από τα παλιά χρόνια και από μια εντελώς άλλη κοσμοθεώρηση του κόσμου από τη σύγχρονη δυτική. Αποπροσανατολίζεται όλη η ταινία, ο θεατής χάνει το φόκους του, θαρρείς πως βλέπεις μια ρομαντική κομεντί, όπου τα συμπεθέρια πρέπει να τα βρούνε αλά «Γάμος αλά ελληνικά»! Not good. Οι ερμηνείες είναι καλές, οι ρυθμοί αυτοί που πρέπει, αλλά με τέτοιο πρωτογενές υλικό, με τέτοιο εκπληκτικό εύρημα, περιμέναμε πάρα πολλά περισσότερα.
Η υπόθεση: Ο Άριελ Μπλοχ είναι ένας μεσήλικας εργένης. Είναι εργοστασιάρχης, έχει ωραίο διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ, η ζωή του κυλάει πρίμα. Μια μέρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Ρονίτ, τη γυναίκα με την οποία είχε δεσμό στα φοιτητικά του χρόνια. Εκείνη έχει δύο μεγάλες αποκαλύψεις να του κάνει: η πρώτη είναι πως όταν χώρισαν, 20 χρόνια πριν, ήταν έγκυος και πως, 9 μήνες μετά, γέννησε ένα αξιολάτρευτο αγοράκι, τον Άνταμ. Η δεύτερη αποκάλυψη είναι πως ο Άνταμ δεν έχει πολύ καιρό που σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Ο Άριελ, που ποτέ δεν ήθελε παιδιά, αναστατώνεται.
Την ίδια στιγμή που μαθαίνει πως έγινε πατέρας, μαθαίνει πως έχει χάσει το παιδί του, Πηγαίνει στην Άκρα, στην πόλη που ζει η Ρονίτ, για να παραβρεθεί σε ένα μνημόσυνο του γιου του. Εκεί, θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους, που επηρέασαν τον γιο του: την ανήλικη φιλενάδα του, τον κολλητό του και κυρίως την όμορφη καθηγήτριά του, με την οποία ο Άνταμ ήταν τρελά ερωτευμένος. Θα προσπαθήσει να παίξει το ρόλο του πατέρα και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα για το χαμένο παιδί του. Και να προχωρήσει ακόμα παραπέρα...
Η άποψή μας: Με δίχασε αρκετά αυτή η ταινία. Θέλω να πω, βρήκα πράγματα σ’ αυτήν που είναι απολύτως γαμάτα, αλλά βρήκα πολλά περισσότερα τα οποία με ξενέρωσαν σε βαθμό κακουργήματος. Αν κύριος στόχος του σκηνοθέτη ήταν να μας παρουσιάσει την έννοια της πατρότητας μέσω ενός εντελώς ασύμβατου δέκτη, ο οποίος αναγκάζεται να την αποδεχτεί αλλά και να την απεμπολήσει σε διάστημα ολίγων δευτερολέπτων (εξαιρετικό σεναριακό εύρημα, επιπέδου Paul Auster, και δεν κοροϊδεύω) τότε τα πήγε πάρα πολύ καλά. Ένας άντρας που θεωρούσε εαυτόν ακατάλληλο για πατέρα, δείχνει πως… μαθαίνει γρήγορα. «Μαθαίνει» τον γιο του μέσω τρίτων, μέσω φωτογραφιών, μέσω κειμένων και… γαλλικών (#diplhs) στίχων σε τοίχους. Τι μαθαίνει; Ότι ο Άνταμ ήταν φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Άκρα, ότι εμπορευόταν «μαλακά» ναρκωτικά, ότι αγαπούσε την καθηγήτριά του, ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη μητέρα του, ότι αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη του πραγματικού του πατέρα (τον ήξερε για νεκρό) και κάτι ακόμα, που έχει να κάνει με μια έκπληξη – σεναριακή ανατροπή, κι αυτή εύστοχη.
Η (διαλογική) σκηνή του Αριέλ με τον κολλητό του γιου του στο λόμπι του ξενοδοχείου είναι πραγματικά απολαυστική! Η σκηνή του ονείρου είναι συγκαλυμμένα καυλιάρικη! Είναι η σκηνή που ουσιαστικά βαφτίζει την ταινία: Πόθος ρε φίλε. Και η σύνδεση με το ποίημα, σπουδαία και ταιριαστή. Ο Αριέλ χαίρεται τα μάλα για το γεγονός ότι ο γιος του ήταν αισθηματίας! Ότι κυνηγούσε επίμονα το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του (πλάκα πλάκα, η Neta Riskin που υποδύεται την καθηγήτρια, φέρνει λίγο με την Ángela Molina από το κύκνειο άσμα του Buñuel, αλλά μπορεί να είναι απλά κάτι φευγαλέο που τις ενώνει στη φαντασία μου). Μέσω του χαμένου του γιου ο Αριέλ ξεκλειδώνεται ως άνθρωπος, δείχνει πιο κοινωνικός, πιο προσιτός, πιο… πατέρας! Και μάλιστα ένας πατέρας περήφανος και καθόλου μα καθόλου πενθών. Κι αυτό στα θετικά της ταινίας.
Μπορεί το κλίμα να βγάζει μια μελαγχολία μα καθόλου κατήφεια, καθόλου μιζέρια, καθόλου βαρύ και ντεμέκ ασήκωτο πράγμα. Τι με «χάλασε» στην ταινία; Αυτή η εμμονή με τον μετά θάνατο γάμο! Με την αυτόχειρα, καταθλιπτική κοπέλα με το λευκό δέρμα. Μα να ξεπερνιέται η θλίψη από τον χαμό ενός ανθρώπου μέσω γάμου; Πόσο συντηρητικό; Και πόσο… νεοπλουτίστικο και ζεν και νιου έιτζ και όλα τα συναφή; Κι ας προέρχεται ως έθιμο (όπως μας πληροφορεί η ταινία) από τα παλιά χρόνια και από μια εντελώς άλλη κοσμοθεώρηση του κόσμου από τη σύγχρονη δυτική. Αποπροσανατολίζεται όλη η ταινία, ο θεατής χάνει το φόκους του, θαρρείς πως βλέπεις μια ρομαντική κομεντί, όπου τα συμπεθέρια πρέπει να τα βρούνε αλά «Γάμος αλά ελληνικά»! Not good. Οι ερμηνείες είναι καλές, οι ρυθμοί αυτοί που πρέπει, αλλά με τέτοιο πρωτογενές υλικό, με τέτοιο εκπληκτικό εύρημα, περιμέναμε πάρα πολλά περισσότερα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Οκτωβρίου 2018 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική