του Carlos López Estrada. Με τους Daveed Diggs, Rafael Casal, Janina Gavankar, Jasmine Cephas Jones, Ethan Embry, Casey Adams, Lance Holloway, George Watsky, Kendra Andrews
Πόσο εύκολο είναι να αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«I'm not going to spend my life being a color»...
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Carlos López Estrada. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφουν οι δύο πρωταγωνιστές της, οι Daveed Diggs και Rafael Casal, οι οποίοι είναι φίλοι και στην πραγματικότητα. Όταν ο συγγραφέας και ποιητής Rafael Casal συνάντησε τον Daveed Diggs, έναν Αφροαμερικανό ράπερ και ηθοποιό, ήξεραν αμέσως ότι το κοινό τους καλλιτεχνικό μέλλον θα είχε μια ξεκάθαρα πολιτική χροιά. Ακόμα κι αν απομακρύνθηκαν κατά τα χρόνια των σπουδών τους καθώς ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους - ο Diggs ως ράπερ και ο Casal ως ποιητής - όταν ξανασυναντήθηκαν είδαν γι’ ακόμη μια φορά πόσα κοινά τους ενώνουν. Έτσι προέκυψε το σενάριο. Όσο το σενάριο ολοκληρωνόταν αποφάσισαν να βρουν τον σκηνοθέτη που θα έδινε την αίσθηση που χρειάζεται αυτή η ταινία. Ο Carlos López Estrada είχε συνεργαστεί με το δημιουργικό δίδυμο σε κάποια μουσικά βίντεο. Μετά τη συνάντησή τους σε ένα καφέ, ο Estrada και ο Casal συμφώνησαν αμέσως χωρίς πολλή συζήτηση και ξεκίνησαν τη δουλειά. Ένα από τα χαρακτηριστικά που ενθουσίασαν τον Diggs και τον Casal είναι ότι ο Estrada δεν είναι αποκλειστικά κινηματογραφικός σκηνοθέτης κι έτσι εισήγαγε στην ταινία τεχνικές από τα μουσικά βίντεο και το θέατρο, ενώ ταυτόχρονα έχει μεγάλη φαντασία και τόλμη.
Η ταινία Τυφλό Σημείο (Blindspotting) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Ακολούθησε η προβολή της σε διάφορα άλλα φεστιβάλ από τα οποία μάζεψε διάφορα βραβεία: στη Ντοβίλ κέρδισε το βραβείο των κριτικών, στο Νάσβιλ κέρδισε το βραβείο καλύτερου τραγουδιού (για το «Talk to Me») και στο Παλμ Σπρινγκς το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
Η υπόθεση: Όουκλαντ, Καλιφόρνια. O Κόλιν είναι ένας νεαρός Αφροαμερικάνος, που αποφυλακίζεται, αφού έχει περάσει κάποιο διάστημα στη «στενή». Βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση, με πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Πρέπει να βρει σταθερή εργασία, πρέπει να κινείται σε συγκεκριμένα μέρη μέσα στην πόλη, πρέπει να επιστρέφει πριν από κάποια συγκεκριμένη ώρα στο μέρος κατοικίας του. Και βεβαίως, δεν πρέπει να υποπέσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, που θα τον οδηγήσει εκ νέου στη φυλακή. Ο Κόλιν τηρεί με ευλάβεια όλα όσα πρέπει να κάνει. Έχει βρει δουλειά σε εταιρία μεταφορών, ακολουθεί όλους τους κανόνες και του μένουν μόλις τρεις μέρες για να λήξει η αστυνομική επιτήρηση και να είναι και πάλι εντελώς ελεύθερος.
Στα γραφεία της δουλειάς βρίσκεται η πρώην κοπέλα του, την οποία δεν έχει ακόμα ξεπεράσει, ενώ στο φορτηγό δουλεύει μαζί με τον κολλητό του, τον Μάιλς, έναν λευκό, παντρεμένο με Αφροαμερικανή, τον οποίο γνωρίζει από παιδί. Ο Μάιλς, όμως, είναι πραγματικός μαγνήτης για μπελάδες. Κι όχι μόνον αυτό: ένα βράδυ ο Κόλιν βλέπει έναν αστυνομικό να δολοφονεί έναν άοπλο Αφροαμερικανό, τον οποίο καταδίωκε. Θα καταφέρει ο Κόλιν να τη βγάλει καθαρή; Θα αντέξει η σχέση του με τον Κόλιν τον οποιοδήποτε κλονισμό; Για ποιον λόγο μπήκε στη φυλακή; Και θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερνικήσει τους δαίμονές του;
Η άποψή μας: Μετά την Παρείσφρηση (BlacKkKlansman) του Spike Lee που είδαμε πριν λίγες βδομάδες στις ελληνικές αίθουσες (όσοι την είδαμε τελικά, παρά το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον από εδώ, την αποθεώσαμε) να που ξεπετάγεται άλλη μια ταινία, η οποία ασχολείται με όρους κατεπείγοντος με ένα καυτό θέμα για τις ΗΠΑ – αλλά (τσεκάροντάς το στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης εικόνας) και για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό της θέσης των Αφροαμερικανών στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί εύστοχα ένα πολύ διαδεδομένο πείραμα ως μεταφορά. Ο Δανός ψυχολόγος Edgar Rubin παρουσίασε το 1915 μια σειρά από εικόνες δύο διαστάσεων, με βασικότερη εκείνη με το βάζο, που έγινε γνωστή ως «Rubin’s vase». Η πιο γνωστή εκδοχή λοιπόν είναι αυτή όπου βλέπουμε αποτυπωμένο είτε ένα (λευκό ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος) βάζο είτε δύο ανθρώπινα πρόσωπα αντίκρυ το ένα με το άλλο.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί να δει ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΑΖΙ. Βλέπει ή μόνο το βάζο ή μόνο τα πρόσωπα. Σαν να μας λέει λοιπόν ο σκηνοθέτης: οι άνθρωποι είτε θα δούμε έναν άλλο άνθρωπο ακριβώς έτσι όπως είναι ή θα τον «δούμε» μέσα από στερεότυπα. Στην «λευκή» Αμερική, όποιος λευκός βλέπει έναν Αφροαμερικάνο, βλέπει συνήθως μόνον έναν κλέφτη, έναν απατεωνίσκο, έναν τύπο που σίγουρα έχει παραβεί το νόμο. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγάλεις αυτήν την εικόνα από το μυαλό των ανθρώπων. Πόσο μάλλον όταν τα media παίζουν τα δικά τους επικοινωνιακά παιχνίδια. Ο ήρωάς μας βλέπει έναν Αφροαμερικάνο να δολοφονείται από έναν αστυνομικό. Ο Αφροαμερικάνος ήταν ξεκάθαρα άοπλος και τρομαγμένος. Και ο αστυνομικός τον δολοφόνησε μετά από κυνηγητό, εν ψυχρώ! Και πώς το παρουσίασαν όλο αυτό στις ειδήσεις;
Ο Αφροαμερικάνος – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις καθόλου κολακευτικές που τραβούν όσοι μπαίνουν στη φυλακή – παρουσιάζεται ως ένοπλος, ενώ ο αστυνομικός – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις γυαλισμένες από τη στρατιωτική του θητεία – παρουσιάζεται ως ήρωας (!!!) που απλά έκανε το καθήκον του. Στρεβλή πραγματικότητα. Που μια χαρά περνάει το μήνυμα. Και ο Κόλιν να προσπαθεί να το διαχειριστεί όλο αυτό. Να το παλέψει. Γιατί αποτελεί τον βασικό του φόβο. Η σκηνή της δολοφονίας έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό του. Κι όταν κάνει τζόκινγκ και είναι μόνος και παρά το γεγονός ότι είναι μέρα μεσημέρι, φοβάται. Κι όταν περπατάει μόνος στα σκοτεινά στενά μιας πόλης που δεν τον έχει αποδεχτεί ποτέ ως δικό της, τρέμει τη στιγμή που θα βρεθεί αντιμέτωπος με αστυνομικό περιπολικό. Φοβάται. Γιατί ξέρει πως η ζωή του μπορεί να τελειώσει μετά από ένα απλό... κακό συναπάντημα. Πως δεν έχει αξία. Πως δεν θα γνοιαστεί ο μπάτσος δεύτερη φορά πριν τον πυροβολήσει. Σκεφτείτε να ζείτε καθημερινά μέσα σε αυτόν τον φόβο. Πόσο επηρεάζει αυτό όχι μόνο σε συμπεριφορικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο DNA!
O Κόλιν ακόμα κι εκτός φυλακής είναι φυλακισμένος. Εννοείται πως κάποια στιγμή, ξεσπάει. Ξεσπάει πριν «μπούμε» στον φιλμικό χρόνο της ταινίας: είναι ο λόγος που μπήκε στη φυλακή in the first place. Ποιος είναι αυτός; Θα το μάθουμε σε ένα απολαυστικό flashback προς το φινάλε του φιλμ (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας). Και εννοείται ότι θα ξεσπάσει και στο συγκλονιστικό φινάλε. Όπου τα φέρνει έτσι η τύχη, η μοίρα, η συγκυρία, να έρθει ο Κόλιν αντιμέτωπος με τον δολοφόνο αστυνομικό. Το να έχεις όπλο δηλώνει ότι έχεις δύναμη απέναντι στον άοπλο. Το πως και το αν το χρησιμοποιείς δείχνει ότι έχεις αρχίδια και ότι δεν είσαι απλά ένας όρχης. Το παρασοβαρέψαμε όμως και η ταινία δεν είναι μόνο ένα καταγγελτικό δράμα. Επ' ουδενί. Ίσα ίσα, το γέλιο που προσφέρει σε πάρα πολλές στιγμές είναι απολαυστικό και απελευθερωτικό. Από την πρώτη σκηνή στο πιο παράξενο... uber στον κόσμο μέχρι την... κριτική στα new age ποτά και τα vegan τρόφιμα, που είναι καλά για την υγεία σου, η ταινία έχει έναν νεανικό παλμό, που σε παρασύρει.
Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει τον διδακτισμό. Ισχύει κι εδώ, όμως, ότι ισχύει και με την ταινία του Spike Lee: το μήνυμα είναι τόσο σπουδαίο που ο διδακτισμός είναι απλά ένα αδιάφορο side effect. Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως παρουσιάζεται ο Μάιλς. Ο λευκός, που από επιλογή και από ανάγκη (καθ' ότι white trash) συμπεριφέρεται ως ένας ακόμα Αφροαμερικανός από το γκέτο. Είναι όντως ο κολλητός του Κόλιν. Είναι όμως και μπελάς. Είναι ένας προλετάριος που δεν έχει να περιμένει πολλά από τη ζωή και δεν θέλει με τίποτε να χάσει τα λίγα καλά που του έχει δώσει, ήτοι, την οικογένειά του. Και θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να την προστατέψει. Ακόμα και να πάρει ένα όπλο. Προσέξτε: ένας λευκός αγοράζει όπλο για να προστατέψει την οικογένειά του από άλλους λευκούς που θα θέλουν να βλάψουν τη γυναίκα του και το παιδί του απλά και μόνον επειδή είναι μαύροι!
Η ποίηση και τα ραπ στιχάκια έχουν κι αυτά την τιμητική τους και η αντιπαράθεση με τον μπάτσο στο τέλος είναι «άβολη» ως σκηνή, αλλά αυτά που λέει είναι συγκλονιστικά. Μια πραγματικά σημαντική ταινία, την οποία πήγαν να δουν στη χώρα μας στο πρώτο τετραήμερο προβολής της μόλις 400 άνθρωποι! Και λογικά δεν θα προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους. Κι αυτό είναι κρίμα...
Η υπόθεση: Όουκλαντ, Καλιφόρνια. O Κόλιν είναι ένας νεαρός Αφροαμερικάνος, που αποφυλακίζεται, αφού έχει περάσει κάποιο διάστημα στη «στενή». Βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση, με πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Πρέπει να βρει σταθερή εργασία, πρέπει να κινείται σε συγκεκριμένα μέρη μέσα στην πόλη, πρέπει να επιστρέφει πριν από κάποια συγκεκριμένη ώρα στο μέρος κατοικίας του. Και βεβαίως, δεν πρέπει να υποπέσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, που θα τον οδηγήσει εκ νέου στη φυλακή. Ο Κόλιν τηρεί με ευλάβεια όλα όσα πρέπει να κάνει. Έχει βρει δουλειά σε εταιρία μεταφορών, ακολουθεί όλους τους κανόνες και του μένουν μόλις τρεις μέρες για να λήξει η αστυνομική επιτήρηση και να είναι και πάλι εντελώς ελεύθερος.
Στα γραφεία της δουλειάς βρίσκεται η πρώην κοπέλα του, την οποία δεν έχει ακόμα ξεπεράσει, ενώ στο φορτηγό δουλεύει μαζί με τον κολλητό του, τον Μάιλς, έναν λευκό, παντρεμένο με Αφροαμερικανή, τον οποίο γνωρίζει από παιδί. Ο Μάιλς, όμως, είναι πραγματικός μαγνήτης για μπελάδες. Κι όχι μόνον αυτό: ένα βράδυ ο Κόλιν βλέπει έναν αστυνομικό να δολοφονεί έναν άοπλο Αφροαμερικανό, τον οποίο καταδίωκε. Θα καταφέρει ο Κόλιν να τη βγάλει καθαρή; Θα αντέξει η σχέση του με τον Κόλιν τον οποιοδήποτε κλονισμό; Για ποιον λόγο μπήκε στη φυλακή; Και θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερνικήσει τους δαίμονές του;
Η άποψή μας: Μετά την Παρείσφρηση (BlacKkKlansman) του Spike Lee που είδαμε πριν λίγες βδομάδες στις ελληνικές αίθουσες (όσοι την είδαμε τελικά, παρά το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον από εδώ, την αποθεώσαμε) να που ξεπετάγεται άλλη μια ταινία, η οποία ασχολείται με όρους κατεπείγοντος με ένα καυτό θέμα για τις ΗΠΑ – αλλά (τσεκάροντάς το στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης εικόνας) και για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό της θέσης των Αφροαμερικανών στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί εύστοχα ένα πολύ διαδεδομένο πείραμα ως μεταφορά. Ο Δανός ψυχολόγος Edgar Rubin παρουσίασε το 1915 μια σειρά από εικόνες δύο διαστάσεων, με βασικότερη εκείνη με το βάζο, που έγινε γνωστή ως «Rubin’s vase». Η πιο γνωστή εκδοχή λοιπόν είναι αυτή όπου βλέπουμε αποτυπωμένο είτε ένα (λευκό ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος) βάζο είτε δύο ανθρώπινα πρόσωπα αντίκρυ το ένα με το άλλο.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί να δει ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΑΖΙ. Βλέπει ή μόνο το βάζο ή μόνο τα πρόσωπα. Σαν να μας λέει λοιπόν ο σκηνοθέτης: οι άνθρωποι είτε θα δούμε έναν άλλο άνθρωπο ακριβώς έτσι όπως είναι ή θα τον «δούμε» μέσα από στερεότυπα. Στην «λευκή» Αμερική, όποιος λευκός βλέπει έναν Αφροαμερικάνο, βλέπει συνήθως μόνον έναν κλέφτη, έναν απατεωνίσκο, έναν τύπο που σίγουρα έχει παραβεί το νόμο. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγάλεις αυτήν την εικόνα από το μυαλό των ανθρώπων. Πόσο μάλλον όταν τα media παίζουν τα δικά τους επικοινωνιακά παιχνίδια. Ο ήρωάς μας βλέπει έναν Αφροαμερικάνο να δολοφονείται από έναν αστυνομικό. Ο Αφροαμερικάνος ήταν ξεκάθαρα άοπλος και τρομαγμένος. Και ο αστυνομικός τον δολοφόνησε μετά από κυνηγητό, εν ψυχρώ! Και πώς το παρουσίασαν όλο αυτό στις ειδήσεις;
Ο Αφροαμερικάνος – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις καθόλου κολακευτικές που τραβούν όσοι μπαίνουν στη φυλακή – παρουσιάζεται ως ένοπλος, ενώ ο αστυνομικός – του οποίου η φωτογραφία την οποία δείχνουν στο δελτίο, είναι από εκείνες τις γυαλισμένες από τη στρατιωτική του θητεία – παρουσιάζεται ως ήρωας (!!!) που απλά έκανε το καθήκον του. Στρεβλή πραγματικότητα. Που μια χαρά περνάει το μήνυμα. Και ο Κόλιν να προσπαθεί να το διαχειριστεί όλο αυτό. Να το παλέψει. Γιατί αποτελεί τον βασικό του φόβο. Η σκηνή της δολοφονίας έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό του. Κι όταν κάνει τζόκινγκ και είναι μόνος και παρά το γεγονός ότι είναι μέρα μεσημέρι, φοβάται. Κι όταν περπατάει μόνος στα σκοτεινά στενά μιας πόλης που δεν τον έχει αποδεχτεί ποτέ ως δικό της, τρέμει τη στιγμή που θα βρεθεί αντιμέτωπος με αστυνομικό περιπολικό. Φοβάται. Γιατί ξέρει πως η ζωή του μπορεί να τελειώσει μετά από ένα απλό... κακό συναπάντημα. Πως δεν έχει αξία. Πως δεν θα γνοιαστεί ο μπάτσος δεύτερη φορά πριν τον πυροβολήσει. Σκεφτείτε να ζείτε καθημερινά μέσα σε αυτόν τον φόβο. Πόσο επηρεάζει αυτό όχι μόνο σε συμπεριφορικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο DNA!
O Κόλιν ακόμα κι εκτός φυλακής είναι φυλακισμένος. Εννοείται πως κάποια στιγμή, ξεσπάει. Ξεσπάει πριν «μπούμε» στον φιλμικό χρόνο της ταινίας: είναι ο λόγος που μπήκε στη φυλακή in the first place. Ποιος είναι αυτός; Θα το μάθουμε σε ένα απολαυστικό flashback προς το φινάλε του φιλμ (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας). Και εννοείται ότι θα ξεσπάσει και στο συγκλονιστικό φινάλε. Όπου τα φέρνει έτσι η τύχη, η μοίρα, η συγκυρία, να έρθει ο Κόλιν αντιμέτωπος με τον δολοφόνο αστυνομικό. Το να έχεις όπλο δηλώνει ότι έχεις δύναμη απέναντι στον άοπλο. Το πως και το αν το χρησιμοποιείς δείχνει ότι έχεις αρχίδια και ότι δεν είσαι απλά ένας όρχης. Το παρασοβαρέψαμε όμως και η ταινία δεν είναι μόνο ένα καταγγελτικό δράμα. Επ' ουδενί. Ίσα ίσα, το γέλιο που προσφέρει σε πάρα πολλές στιγμές είναι απολαυστικό και απελευθερωτικό. Από την πρώτη σκηνή στο πιο παράξενο... uber στον κόσμο μέχρι την... κριτική στα new age ποτά και τα vegan τρόφιμα, που είναι καλά για την υγεία σου, η ταινία έχει έναν νεανικό παλμό, που σε παρασύρει.
Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει τον διδακτισμό. Ισχύει κι εδώ, όμως, ότι ισχύει και με την ταινία του Spike Lee: το μήνυμα είναι τόσο σπουδαίο που ο διδακτισμός είναι απλά ένα αδιάφορο side effect. Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως παρουσιάζεται ο Μάιλς. Ο λευκός, που από επιλογή και από ανάγκη (καθ' ότι white trash) συμπεριφέρεται ως ένας ακόμα Αφροαμερικανός από το γκέτο. Είναι όντως ο κολλητός του Κόλιν. Είναι όμως και μπελάς. Είναι ένας προλετάριος που δεν έχει να περιμένει πολλά από τη ζωή και δεν θέλει με τίποτε να χάσει τα λίγα καλά που του έχει δώσει, ήτοι, την οικογένειά του. Και θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να την προστατέψει. Ακόμα και να πάρει ένα όπλο. Προσέξτε: ένας λευκός αγοράζει όπλο για να προστατέψει την οικογένειά του από άλλους λευκούς που θα θέλουν να βλάψουν τη γυναίκα του και το παιδί του απλά και μόνον επειδή είναι μαύροι!
Η ποίηση και τα ραπ στιχάκια έχουν κι αυτά την τιμητική τους και η αντιπαράθεση με τον μπάτσο στο τέλος είναι «άβολη» ως σκηνή, αλλά αυτά που λέει είναι συγκλονιστικά. Μια πραγματικά σημαντική ταινία, την οποία πήγαν να δουν στη χώρα μας στο πρώτο τετραήμερο προβολής της μόλις 400 άνθρωποι! Και λογικά δεν θα προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους. Κι αυτό είναι κρίμα...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Οκτωβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική