του Drew Goddard. Με τους Jeff Bridges, Cynthia Erivo, Dakota Johnson, Jon Hamm, Cailee Spaeny, Lewis Pullman, Chris Hemsworth
See you again soon...
του zerVo (@moviesltd)
Ας γίνω ο ντελάλης των ερωτηματικών: Έχει αλλάξει τίποτα σε αυτόν το ρημαδότοπο, από τον καιρό που μια σφαίρα, ένα πρωινό στην πρωτεύουσα του Μοναχικού Αστέρα, σβήνοντας μια Προεδρική ζωή, δημιουργούσε την πιο φαύλη ψευδαίσθηση διαγραφής της μοναδικής ελπίδας? Σημαίνει κάτι ακόμα για όλους όσους θεωρούνται πολίτες της Land Of The Free και του Home Of The Brave, το Αμερικάνικο Όνειρο? Είναι υπαρκτή δηλαδή αυτή η μία και μοναδική ευκαιρία που μπορεί να αδράξει ο κάθε Γιάνκης, για να ζήσει μια ζωή όπως την ονειρευόταν, πέραν της γενετίσιας μίζερης? Και έχει άραγε την δυνατότητα κανείς να επιλέξει ως τρόπο ζωής, εκτός από την εργασιακή δουλεία, είτε την ηλιόλουστη ξενοιασιά της Χρυσαφένιας, είτε την τυχοδιωκτική μανία της Ασημένιας Πολιτείας? Προς το παρόν, η κάτω από την πολύχρωμη μαρκίζα νέον, Αμέρικα, σας καλώς ορίζει. Όλοι είστε ευπρόσδεκτοι να απολαύσετε τις κλίνες της, στις υπερπολυτελείς πτέρυγες της, όποιο καπνό και αν φουμάρετε, όποιες και αν είναι οι πεποιθήσεις σας. Μετά το σφύριγμα του αφέτη εκκινεί η διαδικασία του αλληλοφαγώματος. Και μόνον όποιος καταφέρει να επιβιώσει του κανιβαλισμού, θα μπορεί ξένοιαστος πια να απολαύσει, πανευτυχής, το ανεκτίμητης αξίας έπαθλο...
Ακριβώς πάνω στην νοητή γραμμή που χωρίζει την Καλιφόρνια από την Νεβάδα, στο μέσον της ερήμου είναι κτισμένο το μοτέλ Ελ Ρουαγιάλ, μια φορά κι έναν καιρό χλιδάτο ξενοδοχείο που φιλοξένησε την αφρόκρεμα της κοσμικής ζωής της περιοχής, μα που τώρα έχει καταντήσει ένα φτηνό μοτέλ, που βρίσκουν απάγκιο οι ταλαιπωρημένοι ταξιδιώτες του μακρινού και σκονισμένου οδικού άξονα. Οι αφίξεις στον ξεπεσμένο ξενώνα πλέον είναι ελάχιστες, με συνέπεια το προσωπικό του να έχει μειωθεί δραματικά στον ένα υπάλληλο, τον φουκαριάρη Μάιλς, που υπέχει ρόλο ρεσεψιονίστ, γκρουμ, μπάρμαν, καμαριέρη και οτιδήποτε άλλο θελήσουν οι επισκέπτες. Και που παρατημένος στην μοναξιά του δεν δείχνει και τόσο κεφάτος να φέρει εις πέρας την αποστολές που του ανατίθενται.
Κι όμως μέσα σε λίγες ώρες, εντελώς απρόσμενα η ρεσεψιόν του Ελ Ροαγιάλ θα γεμίσει με ξένους, που θα κοντοσταθούν στα δωμάτια του, πριν συνεχίσουν τον μακρινό τους δρόμο. Σχεδόν ταυτόχρονα το κουδούνι της εξυπηρέτησης θα κτυπήσουν ο Ντουάιτ Μπρόαντμπεκ, ένας καλογυαλισμένος περιπλανώμενος πλασιέ ηλεκτρικών σκουπών, ο καλοσυνάτος ηλικιωμένος Καθολικός ιερέας Ντάνιελ Φλυνν και η ονειροπόλα μαυρούκα τραγουδίστρια Νταρλίν Σουίτ, που έχει βάλει σκοπό της να γίνει κάποια στιγμή ένα μεγάλο αστέρι της σόουλ μουσικής. Και καθώς ροή εισερχομένων δεν σταματά, σύντομα το κατώφλι του μοτέλ θα διαβούν η απελευθερωμένων αντιλήψεων Έμιλυ, μια νεαρή κοπέλα, όχι ιδιαίτερα ευγενικών τρόπων, μαζί με την μικρότερη αδελφή της, Ρόουζ, με την σχέση τους εκ πρώτης όψης να μην μοιάζει ιδιαίτερα αρμονική...
Εκ πρώτης όψης... Με την εισαγωγική ματιά λοιπόν, σε αυτή την φράξια ετερόκλητων χαρακτήρων που βολτάρουν στους (φανερούς και κρυφούς) διαδρόμους του κιτσάτης αισθητικής ξενοδοχείου, είναι πασιφανές πως πίσω από το προφανές προσωπείο τους, κρύβουν ένα άλλο, διαφορετικό, μυστηριώδες και αινιγματικό, που σταδιακά, λεπτό με το λεπτό θα αρχίσει να αποκαλύπτεται. Είναι άλλωστε και εκείνη η αταίριαστη με τα τρέχοντα περιστατικά, που λαμβάνουν χώρα χρονικά ένα υγρό απόγευμα του τελευταίου έτους της λουλουδένιας δεκαετίας, εισαγωγική σεκάνς, του κρυψίματος μιας αγνώστου περιεχομένου τσάντας και του φονικού που την ακολούθησε, που δεν κολλάει πουθενά και πρέπει με κάποιο τρόπο σεναριακά να εισαχθεί κι αυτή στην ίντριγκα.
Επτά ανθρώποι, παρουσιασμένοι από την αφήγηση, ένας προς έναν, τόσο από την καλή αρχικά, όσο και από την ανάποδη κατοπινά - ακόμη κι αν χρειαστεί γι αυτό να προστεθούν εμβόλιμες φλασμπάκ σεκάνς - σαν χαρακτήρες έργου της Αγκάθα Κρίστι, υφή που διαθέτει έτσι κι αλλιώς αυτό το πειραγμένο και τιγκάτο στο σασπένς παράξενο θρίλερ. Κι αν σωστά τις περσόνες στην σύνοψη τους καταμέτρησες ως έξι, το φιλμ δεν θα μεσιάσει ωσότου φανεί και ο έβδομος, ένας κατάξανθος και μυώδης μορφονιός, λατρεμένος ηγέτης χίπικης κοινότητας, ονόματι Μπίλυ Λι, που όντας ο μοναδικός χωρίς μάσκα να καλύπτει τα αληθινά στοιχεία της ταυτότητας του, θα βάζει σταδιακά τα κομμάτια του παζλ στην θέση τους, ίσαμε να φτάσει η ώρα της τελικής αναμέτρησης. Εκεί που το αίμα θα τρέξει άφθονο, καθώς τα εν ψυχρώ εγκλήματα θα πάρουν την μορφή χιονοστοιβάδας και οι επτά μικροί ένοικοι, θα βγαίνουν με γοργό τέμπο από το κάδρο.
Χαρακτηριστικό της γραφήδας του ταλαντούχου, αν μη τι άλλο αν λάβουμε υπόψιν το δημιουργικό του παρελθόν, είτε σαν ντιρέκτορα (The Cabin In The Woods, ριμέικ του '12) είτε σαν σεναριογράφου (Cloverfield, The Martian, World War Z), ιδιαίτερα ενδιαφέρον, που δεν ακολουθεί την παραμικρή γραμμική φόρμα, για να αναπτύξει ένα θέμα, που όπως συμβαίνει με τους πρωταγωνιστές του, έτσι και με αυτό, μόνο ισοπεδωτικά μπορεί κανείς να το θεωρήσει ως ένα νεο νουάρ, που επιδιώκει να κλέψει λίγη από την δόξα του Pulp Fiction, Οι αλληγορικές αναφορές άλλωστε είναι πασιφανείς δια γυμνού οφθαλμού και ενδεχόμενα να απαιτείται για την αποκωδικοποίηση όλων τους και μια δεύτερη πιο ενδελεχής ανάγνωση του 160 λεπτών χρονικής διάρκειας φιλμ, που χάρη στα επαναλαμβανόμενα πέρα δώθε και τα πλάνα υπό διαφορετικό πρίσμα λήψης, ουδέποτε βαραίνει το βλέμμα του έκπληκτου από όσα παρακολουθεί θεατή του.
Στην πραγματικότητα ο Goddard επιχειρεί να στήσει ένα πορτρέτο της σύγχρονης, όσο και εσαεί ανακυκλούμενης, Αμερικής, χρησιμοποιώντας δειγματοληπτικά, επτά από τους πιο συνήθεις τύπους πολιτών που απαρτίζουν την σοσιετέ των Στέιτς: Ο πεπειραμένος στον αντιπερισπασμό απατεώνας, η χαμηλότονα φιλόδοξη ταλεντάρα, ο διπρόσωπος μπασκίνας, ο γλυκόλογος λαοπλάνος, η κοινότοπη φαντασμένη ζηλιάρα, η άβουλα παραδομένη νεολαία, ο κακομοίρος άιντε θύμα, άιντε ψώνιο. Όλοι μαζί σιγοβράζουν στο ίδιο καζάνι, μέχρι που στο παιχνίδι θα μπουν τα συμφέροντα, οι παράδες, τα μυστικά οφέλη, οι ματαιοδοξίες και τότε το λαμπερό όσο και ντεκαντάνς περιβάλλον, θα μεταβληθεί σε παρανάλωμα του πυρός. Έθνος ανάδελφον! Αμερική είπα? Κάντο οποιαδήποτε δυτική κοινωνία καλύτερα, για να είσαι μέσα.
Υπέροχη ιδέα, εξαίρετος σχεδιασμός, μα ίσως κάπου, με βάση και τις δυσκολίες που υπέχει ένα τέτοιο ζόρικο εγχείρημα, στην εκτέλεση να κούτσανε κομματάκι το πράγμα. Ενόχληση που μάλλον πηγάζει από την άνιση κατανομή αναφορικών λεπτών σε κάθε έναν από τους Επτά (όχι δα και) Υπέροχους, καθώς άλλοι αναλύονται διεξοδικά, άλλοι όμως μπορούν να περιγραφούν ως οντότητες σε μισή μόλις σκριπτική σειρά. Άλλωστε και η ερμηνευτική συντροφιά, αποτελούμενη από πρόσωπα ιδιαιτέρως γνώριμα στον μέσο σινεφίλ, έλκει μονομιάς την ματιά της πλατείας, που ανταμείβεται πλουσιοπάροχα έχοντας την ευχαρίστηση να απολαύσει ένα από τα ποιοτικότερα ανσάμπλ της σεζόν. Προεξάρχοντος βεβαίως ενός μυθικού Jeff Bridges, που με την πεπειραμένη υποκριτική του μπαγκέτα, ενορχηστρώνει τόσο τις πιο μπαρουτοκαπνισμένες (Hemsworth, Hamm) όσο κυρίως τις λιγότερο ζορισμένες στην πρώτη γραμμή (Dakota, Erivo, Spaeny, υπέροχος Lewis Pullman) παρουσίες, σε ορχήστρα μία!
Ομολογώ πως το φιλμ με την φωτεινή επιγραφή Bad Times At The El Royale, αν και με ξένισε κάμποσο με την απροσδόκητα ανατρεπτική είσοδο του, με κράτησε σε εγρήγορση ίσαμε το ύστατο δευτερόλεπτο του. Όχι τόσο για την αστυνομικής χροιάς διακλάδωση του, να μαντέψω δηλαδή ποιος από τους βαλιτσάτους θα αποχωρήσει αρτιμελής από την κόλαση, μα πιότερο με την ξωπίσω του πρώτου πλάνου, την μεταφορική, να ταιριάξω ποιος στέκει που στην Goddarική (ε?) προσομοίωση του ρεαλιστικού σοσιολογικού γίγνεσθαι. Εκ νέου ραντεβού και See You Again Soon, δηλαδή, όπου κάτι νέο θα ανακαλύψω να τρέχει που δεν έπιασα με την πρώτη, όπως ας πούμε συ,βαίνει στα δαιδαλώδη πονήματα του Quentin, που προφανέστατα έχει δασκαλέψει τον - περιμένω με θαυμασμό το επόμενο σκηνοθετικό βήμα του - Drew.
Κι όμως μέσα σε λίγες ώρες, εντελώς απρόσμενα η ρεσεψιόν του Ελ Ροαγιάλ θα γεμίσει με ξένους, που θα κοντοσταθούν στα δωμάτια του, πριν συνεχίσουν τον μακρινό τους δρόμο. Σχεδόν ταυτόχρονα το κουδούνι της εξυπηρέτησης θα κτυπήσουν ο Ντουάιτ Μπρόαντμπεκ, ένας καλογυαλισμένος περιπλανώμενος πλασιέ ηλεκτρικών σκουπών, ο καλοσυνάτος ηλικιωμένος Καθολικός ιερέας Ντάνιελ Φλυνν και η ονειροπόλα μαυρούκα τραγουδίστρια Νταρλίν Σουίτ, που έχει βάλει σκοπό της να γίνει κάποια στιγμή ένα μεγάλο αστέρι της σόουλ μουσικής. Και καθώς ροή εισερχομένων δεν σταματά, σύντομα το κατώφλι του μοτέλ θα διαβούν η απελευθερωμένων αντιλήψεων Έμιλυ, μια νεαρή κοπέλα, όχι ιδιαίτερα ευγενικών τρόπων, μαζί με την μικρότερη αδελφή της, Ρόουζ, με την σχέση τους εκ πρώτης όψης να μην μοιάζει ιδιαίτερα αρμονική...
Εκ πρώτης όψης... Με την εισαγωγική ματιά λοιπόν, σε αυτή την φράξια ετερόκλητων χαρακτήρων που βολτάρουν στους (φανερούς και κρυφούς) διαδρόμους του κιτσάτης αισθητικής ξενοδοχείου, είναι πασιφανές πως πίσω από το προφανές προσωπείο τους, κρύβουν ένα άλλο, διαφορετικό, μυστηριώδες και αινιγματικό, που σταδιακά, λεπτό με το λεπτό θα αρχίσει να αποκαλύπτεται. Είναι άλλωστε και εκείνη η αταίριαστη με τα τρέχοντα περιστατικά, που λαμβάνουν χώρα χρονικά ένα υγρό απόγευμα του τελευταίου έτους της λουλουδένιας δεκαετίας, εισαγωγική σεκάνς, του κρυψίματος μιας αγνώστου περιεχομένου τσάντας και του φονικού που την ακολούθησε, που δεν κολλάει πουθενά και πρέπει με κάποιο τρόπο σεναριακά να εισαχθεί κι αυτή στην ίντριγκα.
Επτά ανθρώποι, παρουσιασμένοι από την αφήγηση, ένας προς έναν, τόσο από την καλή αρχικά, όσο και από την ανάποδη κατοπινά - ακόμη κι αν χρειαστεί γι αυτό να προστεθούν εμβόλιμες φλασμπάκ σεκάνς - σαν χαρακτήρες έργου της Αγκάθα Κρίστι, υφή που διαθέτει έτσι κι αλλιώς αυτό το πειραγμένο και τιγκάτο στο σασπένς παράξενο θρίλερ. Κι αν σωστά τις περσόνες στην σύνοψη τους καταμέτρησες ως έξι, το φιλμ δεν θα μεσιάσει ωσότου φανεί και ο έβδομος, ένας κατάξανθος και μυώδης μορφονιός, λατρεμένος ηγέτης χίπικης κοινότητας, ονόματι Μπίλυ Λι, που όντας ο μοναδικός χωρίς μάσκα να καλύπτει τα αληθινά στοιχεία της ταυτότητας του, θα βάζει σταδιακά τα κομμάτια του παζλ στην θέση τους, ίσαμε να φτάσει η ώρα της τελικής αναμέτρησης. Εκεί που το αίμα θα τρέξει άφθονο, καθώς τα εν ψυχρώ εγκλήματα θα πάρουν την μορφή χιονοστοιβάδας και οι επτά μικροί ένοικοι, θα βγαίνουν με γοργό τέμπο από το κάδρο.
Χαρακτηριστικό της γραφήδας του ταλαντούχου, αν μη τι άλλο αν λάβουμε υπόψιν το δημιουργικό του παρελθόν, είτε σαν ντιρέκτορα (The Cabin In The Woods, ριμέικ του '12) είτε σαν σεναριογράφου (Cloverfield, The Martian, World War Z), ιδιαίτερα ενδιαφέρον, που δεν ακολουθεί την παραμικρή γραμμική φόρμα, για να αναπτύξει ένα θέμα, που όπως συμβαίνει με τους πρωταγωνιστές του, έτσι και με αυτό, μόνο ισοπεδωτικά μπορεί κανείς να το θεωρήσει ως ένα νεο νουάρ, που επιδιώκει να κλέψει λίγη από την δόξα του Pulp Fiction, Οι αλληγορικές αναφορές άλλωστε είναι πασιφανείς δια γυμνού οφθαλμού και ενδεχόμενα να απαιτείται για την αποκωδικοποίηση όλων τους και μια δεύτερη πιο ενδελεχής ανάγνωση του 160 λεπτών χρονικής διάρκειας φιλμ, που χάρη στα επαναλαμβανόμενα πέρα δώθε και τα πλάνα υπό διαφορετικό πρίσμα λήψης, ουδέποτε βαραίνει το βλέμμα του έκπληκτου από όσα παρακολουθεί θεατή του.
Στην πραγματικότητα ο Goddard επιχειρεί να στήσει ένα πορτρέτο της σύγχρονης, όσο και εσαεί ανακυκλούμενης, Αμερικής, χρησιμοποιώντας δειγματοληπτικά, επτά από τους πιο συνήθεις τύπους πολιτών που απαρτίζουν την σοσιετέ των Στέιτς: Ο πεπειραμένος στον αντιπερισπασμό απατεώνας, η χαμηλότονα φιλόδοξη ταλεντάρα, ο διπρόσωπος μπασκίνας, ο γλυκόλογος λαοπλάνος, η κοινότοπη φαντασμένη ζηλιάρα, η άβουλα παραδομένη νεολαία, ο κακομοίρος άιντε θύμα, άιντε ψώνιο. Όλοι μαζί σιγοβράζουν στο ίδιο καζάνι, μέχρι που στο παιχνίδι θα μπουν τα συμφέροντα, οι παράδες, τα μυστικά οφέλη, οι ματαιοδοξίες και τότε το λαμπερό όσο και ντεκαντάνς περιβάλλον, θα μεταβληθεί σε παρανάλωμα του πυρός. Έθνος ανάδελφον! Αμερική είπα? Κάντο οποιαδήποτε δυτική κοινωνία καλύτερα, για να είσαι μέσα.
Υπέροχη ιδέα, εξαίρετος σχεδιασμός, μα ίσως κάπου, με βάση και τις δυσκολίες που υπέχει ένα τέτοιο ζόρικο εγχείρημα, στην εκτέλεση να κούτσανε κομματάκι το πράγμα. Ενόχληση που μάλλον πηγάζει από την άνιση κατανομή αναφορικών λεπτών σε κάθε έναν από τους Επτά (όχι δα και) Υπέροχους, καθώς άλλοι αναλύονται διεξοδικά, άλλοι όμως μπορούν να περιγραφούν ως οντότητες σε μισή μόλις σκριπτική σειρά. Άλλωστε και η ερμηνευτική συντροφιά, αποτελούμενη από πρόσωπα ιδιαιτέρως γνώριμα στον μέσο σινεφίλ, έλκει μονομιάς την ματιά της πλατείας, που ανταμείβεται πλουσιοπάροχα έχοντας την ευχαρίστηση να απολαύσει ένα από τα ποιοτικότερα ανσάμπλ της σεζόν. Προεξάρχοντος βεβαίως ενός μυθικού Jeff Bridges, που με την πεπειραμένη υποκριτική του μπαγκέτα, ενορχηστρώνει τόσο τις πιο μπαρουτοκαπνισμένες (Hemsworth, Hamm) όσο κυρίως τις λιγότερο ζορισμένες στην πρώτη γραμμή (Dakota, Erivo, Spaeny, υπέροχος Lewis Pullman) παρουσίες, σε ορχήστρα μία!
Ομολογώ πως το φιλμ με την φωτεινή επιγραφή Bad Times At The El Royale, αν και με ξένισε κάμποσο με την απροσδόκητα ανατρεπτική είσοδο του, με κράτησε σε εγρήγορση ίσαμε το ύστατο δευτερόλεπτο του. Όχι τόσο για την αστυνομικής χροιάς διακλάδωση του, να μαντέψω δηλαδή ποιος από τους βαλιτσάτους θα αποχωρήσει αρτιμελής από την κόλαση, μα πιότερο με την ξωπίσω του πρώτου πλάνου, την μεταφορική, να ταιριάξω ποιος στέκει που στην Goddarική (ε?) προσομοίωση του ρεαλιστικού σοσιολογικού γίγνεσθαι. Εκ νέου ραντεβού και See You Again Soon, δηλαδή, όπου κάτι νέο θα ανακαλύψω να τρέχει που δεν έπιασα με την πρώτη, όπως ας πούμε συ,βαίνει στα δαιδαλώδη πονήματα του Quentin, που προφανέστατα έχει δασκαλέψει τον - περιμένω με θαυμασμό το επόμενο σκηνοθετικό βήμα του - Drew.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 18 Οκτωβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική