του Ernesto Contreras. Με τους Fernando Álvarez Rebeil, Eligio Meléndez, Manuel Poncelis, Fátima Molina, Norma Angélica, Mardonio Carballo
Όταν πεθαίνει μια γλώσσα, ένα μοναδικό όραμα για τον κόσμο χάνεται για πάντα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Κι αν ο έρωτας είναι μια απαγορευμένη γλώσσα;
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που έχει σκηνοθετήσει ο Ernesto Contreras και η πρώτη του που διανέμεται εμπορικά στην Ελλάδα. Η πρώτη του ήταν η ταινία «Párpados azules» (Blue Eyelids, 2007) η οποία πήρε μέρος στο επίσημο πρόγραμμα της Εβδομάδας Κριτικής στο 60ο φεστιβάλ των Καννών, διεκδικώντας τη Χρυσή Κάμερα. Προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ημέρες Ανεξαρτησίας». Η δεύτερη ήταν η ταινία «Las oscuras primaveras» (The Obscure Spring, 2014), η οποία κέρδισε τρία βραβεία Ariel (μοντάζ, μουσικής και ήχου). Μεταξύ των άλλων, έχει σκηνοθετήσει ως τώρα 15 επεισόδια της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς «El Chapo».
Η ταινία Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα (Sueño en otro idioma) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σάντανς του 2017, όπου και κέρδισε το Βραβείο Κοινού (στην κατηγορία World Cinema – Dramatic). Στην Ελλάδα προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2017, στο τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες. Ανάμεσα στα βραβεία που έχει κερδίσει διεθνώς ξεχωρίζουν και τα έξι βραβεία Ariel (τα μεξικάνικα Oscar), από τα οποία ξεχωρίζουν εκείνα της Καλύτερης Ταινίας, του Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και το Ανδρικής Ερμηνείας (για τον Eligio Meléndez, που υποδύεται τον δον Εβαρίστο).
Η υπόθεση: Ο Μαρτίν είναι ένας νεαρός, παθιασμένος γλωσσολόγος. Στο πλαίσιο μιας έρευνάς του πηγαίνει στη μεξικάνικη ενδοχώρα, σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου παλιότερα μιλιόταν από τους ιθαγενείς η γλώσσα Ζικρίλ. Πλέον, μόλις τρεις μεγάλης ηλικίας άνθρωποι που ζουν σ' αυτήν την περιοχή την μιλάνε σε ολόκληρο τον κόσμο: μια γυναίκα και δύο άντρες. Όταν η γυναίκα πεθαίνει, μένουν μόνον ο δον Εβαρίστο και ο δον Ισάουρο, ως οι μοναδικοί που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο Μαρτίν πασχίζει να τους βάλει να συνομιλήσουν έτσι ώστε να καταγράψει τους διαλόγους τους και να μελετήσει τη γλώσσα προκειμένου να τη διατηρήσει ζωντανή. Να μην χαθεί όταν εκείνοι πεθάνουν.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: οι δύο γέροι χωρικοί είναι μαλωμένοι και δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα εδώ και 50 χρόνια! Για ποιον λόγο μάλωσαν οι δύο τους, ενώ στα νιάτα τους ήταν κολλητοί φίλοι; Μήπως ευθύνεται μια γυναίκα για τον καυγά τους; Ή υπάρχει κάποιο άλλο καλά κρυμμένο μυστικό; Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να βρει κανείς εξιλέωση; Πού βρίσκεται αυτό το εξωτικό μέρος όπου λέγεται πως κατοικεί η αληθινή αγάπη; Και είναι σήμερα η γλώσσα που μιλούν οι ερωτευμένοι καταδικασμένη να μείνει αμετάφραστη;
Η άποψή μας: Στο εκπληκτικό τραγούδι των Violent Femmes «Add it up» υπάρχουν μεταξύ των άλλων και οι εξής στίχοι: «Words to memorize/ Words hypnotize/ Words make my mouth exercise/ Words all fail the magic prize/ Nothing I can say when I'm in your thighs». Οι λέξεις τα κάνουν όλα αυτά... Εν αρχή ην ο Λόγος. Και μιας που παίζουμε με τις λέξεις, στην παραπάνω βιβλική φράση, ο Λόγος εννοείται ότι δεν έχει να κάνει με το εργαλείο της γλώσσας, αλλά με τη Λογική. Όμως, Λόγος (γλώσσα) και Λογική (αντίληψη) είναι έτσι κι αλλιώς συνυφασμένα. Έρευνες εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου επιδρά και καθορίζει τον τρόπο που σκέφτεται για τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων του χώρου και του χρόνου. Αλλιώς λοιπόν σκέφτεται ένας Έλληνας, αλλιώς ένας Μαλαισιανός κι αλλιώς ένας Μαορί. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό: ισχύει. Ούτε «αποκαλύπτει» κάποιου είδους ανωτερότητα μιας γλώσσας και κατ' επέκταση ενός λαού έναντι μιας άλλης γλώσσας, έναντι ενός άλλου λαού.
Υπάρχουν και οι άλλοι, από τα φροντιστήρια των ξένων γλωσσών, που επιμένουν: όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι, όταν αρχίσεις να ονειρεύεσαι σε άλλη γλώσσα, τότε και μόνον τότε σημαίνει ότι την έχεις μάθει σε απόλυτο βαθμό. Ωραία δεν είναι όλα αυτά; Και δεν είναι θαυμάσιος ο τίτλος τούτης της ταινίας; «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα». Στην περίπτωση της ταινίας με την οποία ασχολούμαστε, για να τα βάλουμε πλέον σε μια σειρά όλα, έχουμε να κάνουμε με μια φυλή ιθαγενών σε μια περιοχή του Μεξικού, που ενώ έχει αφομοιωθεί από τον σύγχρονο πολιτισμό – κι επομένως έχει ασπαστεί την ισπανόφωνη κουλτούρα και κυρίως την ισπανική γλώσσα – κάποια, ελάχιστα μέλη της, ονειρεύονται σε άλλη γλώσσα. Στη γλώσσα με την οποία μεγάλωσαν. Στη γλώσσα μέσω της οποίας έμαθαν τον κόσμο. Στη γλώσσα με την οποία έμαθαν να ερωτεύονται. Πάντως, κατά πως φαίνεται, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου υπάρχουν θέματα ταμπού.
Υπάρχουν θέματα ανομολόγητα, που δεν πρέπει να ειπωθούν, δεν πρέπει να διαδοθούν, ουσιαστικά δεν πρέπει να υπάρχουν. Για να μην υπάρξει στιγματισμός. Για να μην υπάρξει περιθωριοποίηση. Κι έτσι, η φιλία γίνεται μάλωμα. Για 50 χρόνια ρε φίλε. Έως ότου ο παράξενος γλωσσολόγος εμφανίζεται για να ανακατέψει τα λιμνάζοντα νερά. Για να ψάξει τι ακριβώς συνέβη. Ναι, τα κίνητρά του είναι ιδιοτελή (κι ας είναι εντέλει παγκόσμια): αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μην χαθεί μια γλώσσα από τον πλανήτη. Καταλαβαίνει σύντομα, όμως, πως δεν μπορεί να είναι ένας απλός παρατηρητής. Ένας επιστήμονας, που απλά πήγε στην περιοχή για να κάνει τη δουλειά του. Θα εμπλακεί συναισθηματικά με περισσότερους από έναν τρόπους. Στην ουσία, μάλλον θα ηττηθεί. Θα κερδίσει όμως σε γνώση, σε εμπειρία, σε θύμησες.
Ο Contreras κάνει πολλά πράγματα σωστά. Εδώ, για να καταλάβετε το μέγεθος του εγχειρήματός του, δημιούργησε ειδικά για το φιλμ μια γλώσσα η οποία δεν είναι υπαρκτή: τη γλώσσα Ζικρίλ. Και πολύ έξυπνα, σε αρκετούς διαλόγους που γίνονται στα Ζικρίλ δεν... μεταφράζει όσα λέγονται. Μας αφήνει ως θεατές απ' έξω. Να έχουμε την ίδια άγνοια με τον γλωσσολόγο. Ρισκαδόρικη επιλογή, η οποία όμως σαφώς και λειτουργεί υπέρ της ταινίας. Γενικά, κάθε φορά που ποντάρει στον μαγικό ρεαλισμό και τον μυστικισμό, κάθε φορά που «ενώνει» τον κόσμο των ζωντανών με εκείνον των πνευμάτων, κάθε φορά που τυλίγει τις σκηνές του με ομίχλη ή τις τοποθετεί στην σαφώς ενέχουσα ρόλο συμβόλου ζούγκλα και την περίφημη σπηλιά, την είσοδο κατά μία έννοια του δικού τους Αχέροντα για τους ιθαγενείς, η ταινία κερδίζει σε πόντους.
Υπάρχουν και σκηνές από μόνες τους πολύ δυνατές, όπως εκείνη του καψίματος μιας καλύβας (ειδικά για τη συγκεκριμένη ταινία, αποφεύγουμε σπόιλερ, αν και το μεγάλο μυστικό της γίνεται και πολύ νωρίς και πολύ εύκολα αντιληπτό). Τα φλασμπάκ αποκαλύπτουν το μυστικό, μια παράλληλη ερωτική ιστορία στο σήμερα λειτουργεί μια χαρά δραματουργικά έτσι ώστε η συνολική ιστορία να προχωρήσει προς τα εμπρός. Ναι, κατ' ουσίαν, για ένα ερωτικό τρίγωνο μας μιλάει η ταινία, αλλά εννοείται ότι προχωράει τουλάχιστον ένα βήμα πιο πέρα. Δεν πριμοδοτεί την στείρα και συντηρητική «επιστροφή στις ρίζες» αλλά σαφώς και μας λέει πως χωρίς μνήμη, χωρίς στερεά εφόδια από το παρελθόν, από την παράδοση, δεν πας πουθενά. Γι' αυτό και η εγγονή του ενός από τους δυο γέρους έχει κομβικό ρόλο. Δεν την ενδιαφέρει να διατηρήσει ζωντανή τη γλώσσα του παππού της. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να φύγει από την περιοχή, να πάει στην πόλη, όπου θα της δοθούν περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης, επαγγελματικής και άλλης. Είναι αυτό που λέμε, ασφυκτιά στο χωριό της. Λογικό, μιας που δεν της δίνεται η δυνατότητα να φτιάξει κάτι στέρεο στον τόπο καταγωγής της. Η αστυφιλία παντού στον κόσμο προελαύνει αφήνοντας πίσω της θύματα και ζημιές...
Τα δύο παππούδια είναι αρκετός λόγος για να δει κανείς την ταινία. Όλα καλά λοιπόν; Χμ, ένα μικρό θέμα με τους χρόνους της, τους έχει η ταινία. Με τους ρυθμούς. Με τη δραματουργία, που κάποια στιγμή εμφανίζει αμηχανία. Ας είναι. Δεν μιλάμε για αριστούργημα. Μιλάμε όμως για μια ταινία που πατά γερά στη γη κι έχει το κεφάλι της στα σύννεφα. Μινιμαλιστική φέτα ζωής από τη Λατινική Αμερική. Κοπιάστε!
Η υπόθεση: Ο Μαρτίν είναι ένας νεαρός, παθιασμένος γλωσσολόγος. Στο πλαίσιο μιας έρευνάς του πηγαίνει στη μεξικάνικη ενδοχώρα, σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου παλιότερα μιλιόταν από τους ιθαγενείς η γλώσσα Ζικρίλ. Πλέον, μόλις τρεις μεγάλης ηλικίας άνθρωποι που ζουν σ' αυτήν την περιοχή την μιλάνε σε ολόκληρο τον κόσμο: μια γυναίκα και δύο άντρες. Όταν η γυναίκα πεθαίνει, μένουν μόνον ο δον Εβαρίστο και ο δον Ισάουρο, ως οι μοναδικοί που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο Μαρτίν πασχίζει να τους βάλει να συνομιλήσουν έτσι ώστε να καταγράψει τους διαλόγους τους και να μελετήσει τη γλώσσα προκειμένου να τη διατηρήσει ζωντανή. Να μην χαθεί όταν εκείνοι πεθάνουν.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: οι δύο γέροι χωρικοί είναι μαλωμένοι και δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα εδώ και 50 χρόνια! Για ποιον λόγο μάλωσαν οι δύο τους, ενώ στα νιάτα τους ήταν κολλητοί φίλοι; Μήπως ευθύνεται μια γυναίκα για τον καυγά τους; Ή υπάρχει κάποιο άλλο καλά κρυμμένο μυστικό; Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να βρει κανείς εξιλέωση; Πού βρίσκεται αυτό το εξωτικό μέρος όπου λέγεται πως κατοικεί η αληθινή αγάπη; Και είναι σήμερα η γλώσσα που μιλούν οι ερωτευμένοι καταδικασμένη να μείνει αμετάφραστη;
Η άποψή μας: Στο εκπληκτικό τραγούδι των Violent Femmes «Add it up» υπάρχουν μεταξύ των άλλων και οι εξής στίχοι: «Words to memorize/ Words hypnotize/ Words make my mouth exercise/ Words all fail the magic prize/ Nothing I can say when I'm in your thighs». Οι λέξεις τα κάνουν όλα αυτά... Εν αρχή ην ο Λόγος. Και μιας που παίζουμε με τις λέξεις, στην παραπάνω βιβλική φράση, ο Λόγος εννοείται ότι δεν έχει να κάνει με το εργαλείο της γλώσσας, αλλά με τη Λογική. Όμως, Λόγος (γλώσσα) και Λογική (αντίληψη) είναι έτσι κι αλλιώς συνυφασμένα. Έρευνες εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου επιδρά και καθορίζει τον τρόπο που σκέφτεται για τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων του χώρου και του χρόνου. Αλλιώς λοιπόν σκέφτεται ένας Έλληνας, αλλιώς ένας Μαλαισιανός κι αλλιώς ένας Μαορί. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό: ισχύει. Ούτε «αποκαλύπτει» κάποιου είδους ανωτερότητα μιας γλώσσας και κατ' επέκταση ενός λαού έναντι μιας άλλης γλώσσας, έναντι ενός άλλου λαού.
Υπάρχουν και οι άλλοι, από τα φροντιστήρια των ξένων γλωσσών, που επιμένουν: όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι, όταν αρχίσεις να ονειρεύεσαι σε άλλη γλώσσα, τότε και μόνον τότε σημαίνει ότι την έχεις μάθει σε απόλυτο βαθμό. Ωραία δεν είναι όλα αυτά; Και δεν είναι θαυμάσιος ο τίτλος τούτης της ταινίας; «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα». Στην περίπτωση της ταινίας με την οποία ασχολούμαστε, για να τα βάλουμε πλέον σε μια σειρά όλα, έχουμε να κάνουμε με μια φυλή ιθαγενών σε μια περιοχή του Μεξικού, που ενώ έχει αφομοιωθεί από τον σύγχρονο πολιτισμό – κι επομένως έχει ασπαστεί την ισπανόφωνη κουλτούρα και κυρίως την ισπανική γλώσσα – κάποια, ελάχιστα μέλη της, ονειρεύονται σε άλλη γλώσσα. Στη γλώσσα με την οποία μεγάλωσαν. Στη γλώσσα μέσω της οποίας έμαθαν τον κόσμο. Στη γλώσσα με την οποία έμαθαν να ερωτεύονται. Πάντως, κατά πως φαίνεται, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου υπάρχουν θέματα ταμπού.
Υπάρχουν θέματα ανομολόγητα, που δεν πρέπει να ειπωθούν, δεν πρέπει να διαδοθούν, ουσιαστικά δεν πρέπει να υπάρχουν. Για να μην υπάρξει στιγματισμός. Για να μην υπάρξει περιθωριοποίηση. Κι έτσι, η φιλία γίνεται μάλωμα. Για 50 χρόνια ρε φίλε. Έως ότου ο παράξενος γλωσσολόγος εμφανίζεται για να ανακατέψει τα λιμνάζοντα νερά. Για να ψάξει τι ακριβώς συνέβη. Ναι, τα κίνητρά του είναι ιδιοτελή (κι ας είναι εντέλει παγκόσμια): αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μην χαθεί μια γλώσσα από τον πλανήτη. Καταλαβαίνει σύντομα, όμως, πως δεν μπορεί να είναι ένας απλός παρατηρητής. Ένας επιστήμονας, που απλά πήγε στην περιοχή για να κάνει τη δουλειά του. Θα εμπλακεί συναισθηματικά με περισσότερους από έναν τρόπους. Στην ουσία, μάλλον θα ηττηθεί. Θα κερδίσει όμως σε γνώση, σε εμπειρία, σε θύμησες.
Ο Contreras κάνει πολλά πράγματα σωστά. Εδώ, για να καταλάβετε το μέγεθος του εγχειρήματός του, δημιούργησε ειδικά για το φιλμ μια γλώσσα η οποία δεν είναι υπαρκτή: τη γλώσσα Ζικρίλ. Και πολύ έξυπνα, σε αρκετούς διαλόγους που γίνονται στα Ζικρίλ δεν... μεταφράζει όσα λέγονται. Μας αφήνει ως θεατές απ' έξω. Να έχουμε την ίδια άγνοια με τον γλωσσολόγο. Ρισκαδόρικη επιλογή, η οποία όμως σαφώς και λειτουργεί υπέρ της ταινίας. Γενικά, κάθε φορά που ποντάρει στον μαγικό ρεαλισμό και τον μυστικισμό, κάθε φορά που «ενώνει» τον κόσμο των ζωντανών με εκείνον των πνευμάτων, κάθε φορά που τυλίγει τις σκηνές του με ομίχλη ή τις τοποθετεί στην σαφώς ενέχουσα ρόλο συμβόλου ζούγκλα και την περίφημη σπηλιά, την είσοδο κατά μία έννοια του δικού τους Αχέροντα για τους ιθαγενείς, η ταινία κερδίζει σε πόντους.
Υπάρχουν και σκηνές από μόνες τους πολύ δυνατές, όπως εκείνη του καψίματος μιας καλύβας (ειδικά για τη συγκεκριμένη ταινία, αποφεύγουμε σπόιλερ, αν και το μεγάλο μυστικό της γίνεται και πολύ νωρίς και πολύ εύκολα αντιληπτό). Τα φλασμπάκ αποκαλύπτουν το μυστικό, μια παράλληλη ερωτική ιστορία στο σήμερα λειτουργεί μια χαρά δραματουργικά έτσι ώστε η συνολική ιστορία να προχωρήσει προς τα εμπρός. Ναι, κατ' ουσίαν, για ένα ερωτικό τρίγωνο μας μιλάει η ταινία, αλλά εννοείται ότι προχωράει τουλάχιστον ένα βήμα πιο πέρα. Δεν πριμοδοτεί την στείρα και συντηρητική «επιστροφή στις ρίζες» αλλά σαφώς και μας λέει πως χωρίς μνήμη, χωρίς στερεά εφόδια από το παρελθόν, από την παράδοση, δεν πας πουθενά. Γι' αυτό και η εγγονή του ενός από τους δυο γέρους έχει κομβικό ρόλο. Δεν την ενδιαφέρει να διατηρήσει ζωντανή τη γλώσσα του παππού της. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να φύγει από την περιοχή, να πάει στην πόλη, όπου θα της δοθούν περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης, επαγγελματικής και άλλης. Είναι αυτό που λέμε, ασφυκτιά στο χωριό της. Λογικό, μιας που δεν της δίνεται η δυνατότητα να φτιάξει κάτι στέρεο στον τόπο καταγωγής της. Η αστυφιλία παντού στον κόσμο προελαύνει αφήνοντας πίσω της θύματα και ζημιές...
Τα δύο παππούδια είναι αρκετός λόγος για να δει κανείς την ταινία. Όλα καλά λοιπόν; Χμ, ένα μικρό θέμα με τους χρόνους της, τους έχει η ταινία. Με τους ρυθμούς. Με τη δραματουργία, που κάποια στιγμή εμφανίζει αμηχανία. Ας είναι. Δεν μιλάμε για αριστούργημα. Μιλάμε όμως για μια ταινία που πατά γερά στη γη κι έχει το κεφάλι της στα σύννεφα. Μινιμαλιστική φέτα ζωής από τη Λατινική Αμερική. Κοπιάστε!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Αυγούστου 2018 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική