του Jesse Peretz. Με τους Rose Byrne, Ethan Hawke, Chris O’Dowd, Megan Dodds, Lily Newmark, Johanna Thea, Denise Gough, Ayoola Smart
Αχ στην αρχή των τραγουδιών, το «αχ» είναι γραμμένο...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Πού πάνε οι ροκ σταρς όταν αποσύρονται;
Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Jesse Peretz και η πρώτη του που διανέμεται κινηματογραφικά στη χώρα μας. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες: «First Love, Last Rites» (1997, βασισμένο σε διήγημα του... Ian McEwan, του οποίου το όνομα συναντάμε συχνά πυκνά τις τελευταίες εβδομάδες), «The Château» (2001), «Fast Track» (2006) και «Our Idiot Brother» (2011). Πριν ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία ήταν ένας εκ των ιδρυτών αλλά και μπασίστας του συγκροτήματος The Lemonheads, που έβγαλαν τουλάχιστον ένα σπουδαίο τραγούδι, το « It's a Shame About Ray» από το ομώνυμο άλμπουμ τους, που τους έκανε γνωστούς. Ο Peretz εγκατέλειψε το συγκρότημα πριν βγει αυτό το άλμπουμ (!!!), αλλά συμφώνησε να παραμείνει ο φωτογράφος τους! Από τότε, πέρα από ταινίες, έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με την τηλεόραση, υπογράφοντας τη σκηνοθεσία για πολλά επεισόδια δημοφιλών σειρών, αλλά και βιντεοκλίπ για συγκροτήματα όπως οι Foo Fighters!
Το σενάριο της ταινίας Η Τζούλιετ, Γυμνή (Juliet, Naked) βασίζεται σε βιβλίο του Nick Hornby. Αυτή είναι η έκτη ταινία που βασίζεται σε βιβλίο του. Οι προηγούμενες ήταν οι: «Fever Pitch» (1997) του David Evans και το αμερικάνικο ριμέικ της του 2005 των Bobby Farrelly και Peter Farrelly, «High Fidelity» (2000) του Stephen Frears, «Για ένα αγόρι» (About a Boy, 2002) των Chris Weitz και Paul Weitz και «Πέντε δευτερόλεπτα στο κενό» (A Long Way Down, 2014) του Pascal Chaumeil.
Η υπόθεση: Η Άνι ζει εγκλωβισμένη σε μια πόλη της Αγγλίας μικρή για τα όνειρα και τις προσδοκίες της. Έχει μια πολυετή σχέση με τον Ντάνκαν, έναν θεωρητικό του σινεμά, που λατρεύει σε υπερβολικό βαθμό έναν πρώην ροκ σταρ, τον Τάκερ Κρόου και προσπαθεί να καταλάβει τι απέγινε ο ροκ σταρ μετά την μυστήρια εξαφάνισή του 25 χρόνια πριν. Ο Κρόου από την άλλη, έχει «εξαφανιστεί» από τον κόσμο, από πολλές του σχέσεις κι από τα διάφορα παιδιά που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια με διαφορετικές γυναίκες. Ζει στο γκαράζ της τελευταίας πρώην του, προσπαθώντας να είναι ο καλύτερος πατέρας για τον μικρότερο γιο του κι αναρωτιέται γιατί η ζωή δεν εξελίχθηκε έτσι όπως περίμενε.
Οι ζωές τους θα διασταυρωθούν όταν ο Ντάνκαν, ιδρυτής ενός φαν κλαμπ προς τιμήν του Κρόου, θα θελήσει να δημοσιεύσει μια διθυραμβική κριτική για ένα ακουστικό ντέμο του ειδώλου του, ηλικίας 25 χρόνων που ονομάζεται «Η Τζούλιετ, Γυμνή». Η Άνι όμως σε μια στιγμή επανάστασης, θα δημοσιεύσει τη δική της κριτική η οποία, λίγο για να πικάρει τον Ντάνκαν, λίγο μεγεθύνοντας την άποψή της, είναι ιδιαιτέρως αρνητική για το άλμπουμ. Προς έκπληξή της, ο Τάκερ Κρόου θα επικοινωνήσει μαζί της... συμφωνώντας με την κριτική της! Οι δυο τους θα αρχίσουν να ανταλλάσσουν μηνύματα και να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο τα εσώψυχά τους. Μια σχέση εξ αποστάσεως θα δημιουργηθεί. Πώς θα εξελιχθεί;
Η άποψή μας: Ρε γαμώτο είναι πολύ άσχημο να πηγαίνεις να δεις μια ταινία που ψιλοϋποψιάζεσαι εκ πείρας και από τα ονόματα των εμπλεκομένων σε αυτήν πως θα είναι τουλάχιστον συμπαθητική και να είναι μαζί σου στην αίθουσα άλλοι τρεις (3!!!!!!) άνθρωποι! Μάλιστα, αρχικά, όταν έσβησαν τα φώτα και ξεκίνησαν να πέφτουν τα τρέιλερ προσεχών ταινιών, ήμουν εντελώς μόνος! Μετά ήρθε ένα ζευγάρι και καθώς κάθομαι συνήθως πρώτο τραπέζι πίστα, η κοπέλα ανεβαίνοντας για τα ορεινά της αίθουσας, μου είπε κάτι του στυλ «ω, σόρι, σου το χαλάσαμε, δεν θα δεις μόνος σου την ταινία» στο οποίο χαμογέλασα και απάντησα «μου καταστρέψατε την ευκαιρία να έχω όλη την αίθουσα για μένα»! Και πάει ο κόσμος και βλέπει παπαριές τύπου «Η καλόγρια» ρε φίλε και δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Άλλη μια απόδειξη πόσο σε... υπόληψη μας έχει ο κόσμος εμάς τους κριτικούς! Αν θέλει να πάει να δει μια ταινία, όσο και να του λες πως η ταινία είναι για τα σκυλιά, θα πάει. Κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα θα πάει όχι επειδή θα αγνοήσει όσα αρνητικά θα διαβάσει για την ταινία: θα πάει χωρίς να διαβάσει τα αρνητικά. Γιατί απλά δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι γράφουν οι βλαμμένοι κριτικοί...
Τούτη η ταινία, λοιπόν, δεν πρόδωσε τις προσδοκίες μου. Μια χαρά ταινία είναι, όχι τίποτε σπουδαίο, ούτε ακριβώς πρωτότυπο. Κι όμως, γλυκό, έξυπνο, ειλικρινές και με μια μη φτιασιδωμένη ματιά για τις ματαιωμένες προσδοκίες τριών διαφορετικών ενήλικων. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Άνι. Η Άνι που έμεινε πίσω στο κωλοχώρι όπου ζούσε, για να φροντίσει τον πατέρα της όταν αρρώστησε και μετά για να φροντίσει τη λεσβία αδελφή της, βρίσκοντάς της δουλειά. Η Άνι που έμεινε επί χρόνια σε μια σχέση με έναν άνδρα, τον οποίο αρχικά βρήκε χαριτωμένο και είχαν να μιλήσουν για πράγματα και να μοιραστούν σκέψεις, εμπειρίες, συναισθήματα, απόψεις, αλλά εντέλει όλο αυτό ξεθώριασε, μειώθηκε, καταρρακώθηκε και η ίδια δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο να σταματήσει τη ρουτίνα και το τέλμα. Μετά είναι ο Τάκερ. Ο Τάκερ, ο πρώην ροκ σταρ. Ο οποίος τα παράτησε όλα όταν για πρώτη φορά βρέθηκε αντιμέτωπος με ενήλικες ευθύνες. Κι αποφάσισε να απομακρυνθεί από τα φώτα της διασημότητας. Να κρυφτεί. Να μην ασχολείται ο κόσμος μαζί του. Συνέχισε να είναι ανώριμος, να σπέρνει παιδιά χωρίς ουσιαστικά να αναλαμβάνει ευθύνες. Κι έφτασε η στιγμή που ο ίδιος του ο εαυτός επαναστατεί. Πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα. Πρέπει να αναλάβει ευθύνες. Πρέπει να ενηλικιωθεί.
Κι έχουμε και τον Ντάνκαν. Ο Ντάνκαν είναι από τις περιπτώσεις εκείνων των ανθρώπων που ειδωλοποιούν στο μέγιστο βαθμό έναν καλλιτέχνη γεμίζοντας την κατά τα άλλα άδεια ζωή τους με κάτι, το οποίο θεωρούν πολύ μεγάλο! Ο Ντάνκαν της ταινίας γνωρίζει (νομίζει...) πολλά περισσότερα για τη ζωή ενός ροκ μουσικού που λατρεύει παρά για τη ζωή της γυναίκας που υποτίθεται πως αγαπά. Αν και ουσιαστικά δεν χρειάζεται «γκόμενα»: συνοπαδό χρειάζεται! Λειτουργεί όμως ως καταλύτης. Είναι εκείνος που, εξαιτίας του, η Άνι και ο Τάκερ θα έρθουν κοντά. Εντάξει, όχι ακριβώς κοντά, μιας που πολύ μεγάλο μέρος της αρχικής τους σχέσης γίνεται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Αυτό το «επιστολικό» κομμάτι της ταινίας είναι για μένα και το πιο ενδιαφέρον, όχι κινηματογραφικά, μιας που ως θεατές απλά «ακούμε» αυτά που στέλνει ως γραπτά μηνύματα ο ένας στον άλλο, με τις φωνές τους, αλλά για όσα λέγονται. Για τις ματαιώσεις, τις ακυρώσεις, τα χαμένα όνειρα, τους ατελείωτους συμβιβασμούς.
Οι δύο αυτοί ενήλικες, στο συγκεκριμένο σημείο της ζωής τους, βρίσκουν ο ένας στον άλλο έναν άνθρωπο στον οποίο μπορούν να εξομολογηθούν τα πάντα, τις πιο μύχιες σκέψεις τους, πράγματα που δεν τολμούσαν να τα φέρουν στην επιφάνεια από μόνοι τους προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν. Το τι γίνεται από εκεί και πέρα μπορείτε να το φανταστείτε – και δεν είναι κακό αυτό. Αυτή η προβλεψιμότητα, στη συγκεκριμένη ταινία, σφραγίζει το feelgood του πράγματος. Πάμε λίγο στους ηθοποιούς. Ο Ethan Hawke γεννήθηκε για τέτοιους ρόλους. Τελευταία τον βλέπαμε σε... παπαριές (ναι, ξέρω, πάλι αυτή η λέξη) εδώ όμως είναι απίστευτα πιστευτός στο ρόλο του. Μια χαρά παραιτημένος ροκ σταρ. Και τι ωραία που λέει το «Waterloo Sunset» των Kinks, σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας, μέσα στο μουσείο, μόνο με ένα αρμόνιο, με τον γιο του, τη σανίδα σωτηρίας του ουσιαστικά, να τον καμαρώνει! Ο Chris O’Dowd συνήθως μου είναι αντιπαθής και επιτηδευμένος. Εδώ είναι άψογος! Και βέβαια, η Rose Byrne, που μάλλον έχει τον πιο δύσκολο ρόλο από τους τρεις πρωταγωνιστές, είναι αξιαγάπητη. Όλοι οι θεατές είμαστε μαζί της. Θέλουμε επιτέλους να της πάει κάτι καλά. Όχι ότι της συμβαίνουν δραματικά πράγματα, τύπου ανεργία, εκμετάλλευση και τέτοια, αλλά ναι, τη συμπαθούμε και της αξίζει να είναι καλά.
Η σκηνή του νοσοκομείου είναι η πιο αστεία της ταινίας, ο δήμαρχος ο πιο απολαυστικός «σας έχω όλους γραμμένους και θα κάνω το κομμάτι μου» χαρακτήρας, αν και το φινάλε δεν ήταν τόσο αμήχανο και μπορούσε να είναι πιο δυνατό, θα μιλούσαμε για μικρό διαμαντάκι. Για ρομαντική κομεντί, η οποία απευθύνεται σε ενήλικες θεατές, πάντως, δεν της αξίζει να την προσπεράσετε.
Η υπόθεση: Η Άνι ζει εγκλωβισμένη σε μια πόλη της Αγγλίας μικρή για τα όνειρα και τις προσδοκίες της. Έχει μια πολυετή σχέση με τον Ντάνκαν, έναν θεωρητικό του σινεμά, που λατρεύει σε υπερβολικό βαθμό έναν πρώην ροκ σταρ, τον Τάκερ Κρόου και προσπαθεί να καταλάβει τι απέγινε ο ροκ σταρ μετά την μυστήρια εξαφάνισή του 25 χρόνια πριν. Ο Κρόου από την άλλη, έχει «εξαφανιστεί» από τον κόσμο, από πολλές του σχέσεις κι από τα διάφορα παιδιά που έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια με διαφορετικές γυναίκες. Ζει στο γκαράζ της τελευταίας πρώην του, προσπαθώντας να είναι ο καλύτερος πατέρας για τον μικρότερο γιο του κι αναρωτιέται γιατί η ζωή δεν εξελίχθηκε έτσι όπως περίμενε.
Οι ζωές τους θα διασταυρωθούν όταν ο Ντάνκαν, ιδρυτής ενός φαν κλαμπ προς τιμήν του Κρόου, θα θελήσει να δημοσιεύσει μια διθυραμβική κριτική για ένα ακουστικό ντέμο του ειδώλου του, ηλικίας 25 χρόνων που ονομάζεται «Η Τζούλιετ, Γυμνή». Η Άνι όμως σε μια στιγμή επανάστασης, θα δημοσιεύσει τη δική της κριτική η οποία, λίγο για να πικάρει τον Ντάνκαν, λίγο μεγεθύνοντας την άποψή της, είναι ιδιαιτέρως αρνητική για το άλμπουμ. Προς έκπληξή της, ο Τάκερ Κρόου θα επικοινωνήσει μαζί της... συμφωνώντας με την κριτική της! Οι δυο τους θα αρχίσουν να ανταλλάσσουν μηνύματα και να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο τα εσώψυχά τους. Μια σχέση εξ αποστάσεως θα δημιουργηθεί. Πώς θα εξελιχθεί;
Η άποψή μας: Ρε γαμώτο είναι πολύ άσχημο να πηγαίνεις να δεις μια ταινία που ψιλοϋποψιάζεσαι εκ πείρας και από τα ονόματα των εμπλεκομένων σε αυτήν πως θα είναι τουλάχιστον συμπαθητική και να είναι μαζί σου στην αίθουσα άλλοι τρεις (3!!!!!!) άνθρωποι! Μάλιστα, αρχικά, όταν έσβησαν τα φώτα και ξεκίνησαν να πέφτουν τα τρέιλερ προσεχών ταινιών, ήμουν εντελώς μόνος! Μετά ήρθε ένα ζευγάρι και καθώς κάθομαι συνήθως πρώτο τραπέζι πίστα, η κοπέλα ανεβαίνοντας για τα ορεινά της αίθουσας, μου είπε κάτι του στυλ «ω, σόρι, σου το χαλάσαμε, δεν θα δεις μόνος σου την ταινία» στο οποίο χαμογέλασα και απάντησα «μου καταστρέψατε την ευκαιρία να έχω όλη την αίθουσα για μένα»! Και πάει ο κόσμος και βλέπει παπαριές τύπου «Η καλόγρια» ρε φίλε και δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Άλλη μια απόδειξη πόσο σε... υπόληψη μας έχει ο κόσμος εμάς τους κριτικούς! Αν θέλει να πάει να δει μια ταινία, όσο και να του λες πως η ταινία είναι για τα σκυλιά, θα πάει. Κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα θα πάει όχι επειδή θα αγνοήσει όσα αρνητικά θα διαβάσει για την ταινία: θα πάει χωρίς να διαβάσει τα αρνητικά. Γιατί απλά δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι γράφουν οι βλαμμένοι κριτικοί...
Τούτη η ταινία, λοιπόν, δεν πρόδωσε τις προσδοκίες μου. Μια χαρά ταινία είναι, όχι τίποτε σπουδαίο, ούτε ακριβώς πρωτότυπο. Κι όμως, γλυκό, έξυπνο, ειλικρινές και με μια μη φτιασιδωμένη ματιά για τις ματαιωμένες προσδοκίες τριών διαφορετικών ενήλικων. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Άνι. Η Άνι που έμεινε πίσω στο κωλοχώρι όπου ζούσε, για να φροντίσει τον πατέρα της όταν αρρώστησε και μετά για να φροντίσει τη λεσβία αδελφή της, βρίσκοντάς της δουλειά. Η Άνι που έμεινε επί χρόνια σε μια σχέση με έναν άνδρα, τον οποίο αρχικά βρήκε χαριτωμένο και είχαν να μιλήσουν για πράγματα και να μοιραστούν σκέψεις, εμπειρίες, συναισθήματα, απόψεις, αλλά εντέλει όλο αυτό ξεθώριασε, μειώθηκε, καταρρακώθηκε και η ίδια δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο να σταματήσει τη ρουτίνα και το τέλμα. Μετά είναι ο Τάκερ. Ο Τάκερ, ο πρώην ροκ σταρ. Ο οποίος τα παράτησε όλα όταν για πρώτη φορά βρέθηκε αντιμέτωπος με ενήλικες ευθύνες. Κι αποφάσισε να απομακρυνθεί από τα φώτα της διασημότητας. Να κρυφτεί. Να μην ασχολείται ο κόσμος μαζί του. Συνέχισε να είναι ανώριμος, να σπέρνει παιδιά χωρίς ουσιαστικά να αναλαμβάνει ευθύνες. Κι έφτασε η στιγμή που ο ίδιος του ο εαυτός επαναστατεί. Πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα. Πρέπει να αναλάβει ευθύνες. Πρέπει να ενηλικιωθεί.
Κι έχουμε και τον Ντάνκαν. Ο Ντάνκαν είναι από τις περιπτώσεις εκείνων των ανθρώπων που ειδωλοποιούν στο μέγιστο βαθμό έναν καλλιτέχνη γεμίζοντας την κατά τα άλλα άδεια ζωή τους με κάτι, το οποίο θεωρούν πολύ μεγάλο! Ο Ντάνκαν της ταινίας γνωρίζει (νομίζει...) πολλά περισσότερα για τη ζωή ενός ροκ μουσικού που λατρεύει παρά για τη ζωή της γυναίκας που υποτίθεται πως αγαπά. Αν και ουσιαστικά δεν χρειάζεται «γκόμενα»: συνοπαδό χρειάζεται! Λειτουργεί όμως ως καταλύτης. Είναι εκείνος που, εξαιτίας του, η Άνι και ο Τάκερ θα έρθουν κοντά. Εντάξει, όχι ακριβώς κοντά, μιας που πολύ μεγάλο μέρος της αρχικής τους σχέσης γίνεται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Αυτό το «επιστολικό» κομμάτι της ταινίας είναι για μένα και το πιο ενδιαφέρον, όχι κινηματογραφικά, μιας που ως θεατές απλά «ακούμε» αυτά που στέλνει ως γραπτά μηνύματα ο ένας στον άλλο, με τις φωνές τους, αλλά για όσα λέγονται. Για τις ματαιώσεις, τις ακυρώσεις, τα χαμένα όνειρα, τους ατελείωτους συμβιβασμούς.
Οι δύο αυτοί ενήλικες, στο συγκεκριμένο σημείο της ζωής τους, βρίσκουν ο ένας στον άλλο έναν άνθρωπο στον οποίο μπορούν να εξομολογηθούν τα πάντα, τις πιο μύχιες σκέψεις τους, πράγματα που δεν τολμούσαν να τα φέρουν στην επιφάνεια από μόνοι τους προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν. Το τι γίνεται από εκεί και πέρα μπορείτε να το φανταστείτε – και δεν είναι κακό αυτό. Αυτή η προβλεψιμότητα, στη συγκεκριμένη ταινία, σφραγίζει το feelgood του πράγματος. Πάμε λίγο στους ηθοποιούς. Ο Ethan Hawke γεννήθηκε για τέτοιους ρόλους. Τελευταία τον βλέπαμε σε... παπαριές (ναι, ξέρω, πάλι αυτή η λέξη) εδώ όμως είναι απίστευτα πιστευτός στο ρόλο του. Μια χαρά παραιτημένος ροκ σταρ. Και τι ωραία που λέει το «Waterloo Sunset» των Kinks, σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας, μέσα στο μουσείο, μόνο με ένα αρμόνιο, με τον γιο του, τη σανίδα σωτηρίας του ουσιαστικά, να τον καμαρώνει! Ο Chris O’Dowd συνήθως μου είναι αντιπαθής και επιτηδευμένος. Εδώ είναι άψογος! Και βέβαια, η Rose Byrne, που μάλλον έχει τον πιο δύσκολο ρόλο από τους τρεις πρωταγωνιστές, είναι αξιαγάπητη. Όλοι οι θεατές είμαστε μαζί της. Θέλουμε επιτέλους να της πάει κάτι καλά. Όχι ότι της συμβαίνουν δραματικά πράγματα, τύπου ανεργία, εκμετάλλευση και τέτοια, αλλά ναι, τη συμπαθούμε και της αξίζει να είναι καλά.
Η σκηνή του νοσοκομείου είναι η πιο αστεία της ταινίας, ο δήμαρχος ο πιο απολαυστικός «σας έχω όλους γραμμένους και θα κάνω το κομμάτι μου» χαρακτήρας, αν και το φινάλε δεν ήταν τόσο αμήχανο και μπορούσε να είναι πιο δυνατό, θα μιλούσαμε για μικρό διαμαντάκι. Για ρομαντική κομεντί, η οποία απευθύνεται σε ενήλικες θεατές, πάντως, δεν της αξίζει να την προσπεράσετε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Σεπτεμβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική