του Jan Zabeil. Με τους Alexander Fehling, Bérénice Bejo, Arian Montgomery
«Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ποιος είναι ο μπαμπάς σου;
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Βερολινέζος Jan Zabeil. Η πρώτη ήταν το «Der Fluss war einst ein Mensch» (2011), πάλι με πρωταγωνιστή τον Alexander Fehling. Εκείνη η ταινία (που είχε γυριστεί στην Μποτσουάνα) είχε συμμετάσχει σε διάφορα φεστιβάλ, ντεμπουτάροντας στο φεστιβάλ του Τορόντο και κερδίζοντας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη.
Τούτη η ταινία, Στις Τρεις Κορυφές (Drei Zinnen), του γεννημένου το 1981 δημιουργού, που είναι περισσότερο γνωστός ως διευθυντής φωτογραφίας σε ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες (χωρίς να... φωτογραφήσει τις δικές του μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Λοκάρνο του 2017, όπου και τιμήθηκε με το Variety Piazza Grande Award! Εμείς την ταινία την είδαμε στις περσινές «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου έκανε την πανελλήνια πρώτη της. Πριν την προβολή της ταινίας είδαμε τον Zabeil να μας χαιρετάει μέσω βίντεο και να προλογίζει την ταινία του κατά μία έννοια. Μα να μην έχει έρθει ποτέ στην Αθήνα; Περίεργο...
Η υπόθεση: Εδώ και κάποια λίγα χρόνια ο Γερμανός αρχιτέκτονας Άαρον είναι ζευγάρι με την όμορφη Γαλλίδα Λεά. Για χάρη του Άαρον η Λεά έχει πάρει διαζύγιο από τον Άγγλο πρώην σύζυγό της, τον Τζορτζ, με τον οποίο είχε αποκτήσει κι έναν γιο, τον Τρίσταν. Όταν χώρισαν οι γονείς του ο Τρίσταν ήταν έξι ετών – πλέον έχει φτάσει τα οχτώ. Αφού περνούν ένα μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Άαρον προσκαλεί τη Λεά και τον Τρίσταν σε πάνε όλοι μαζί μια εκδρομή στο αγαπημένο του βουνό, στους ιταλικούς Δολομίτες και στην περίφημη περιοχή «Τρεις Κορυφές», που είναι ακριβώς αυτό που λέει το όνομά τους: οι τρεις κορυφές του βουνού.
Ο Άαρον θέλει όσο τίποτε άλλο οι τρεις τους να γίνουν οικογένεια. Και η συμπεριφορά του είναι άψογη: είναι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε ποτέ να έχει ο Τρίσταν. Ο Τρίσταν, όμως, ενώ απολαμβάνει όλα όσα του δίνει ο Άαρον, δεν τον θέλει ως σύντροφο της μητέρας του. Το ειδυλλιακό τοπίο που ιδανικά θα φιλοξενούσε την αφετηρία μιας καινούριας ζωής, σύντομα μετατρέπεται σε τερέν ενός σκληρού ανταγωνισμού καθώς οι τρεις τους παλεύουν για μια θέση στη νέα οικογένεια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εμμονή του Άαρον να κερδίσει την αποδοχή του μικρού αγοριού, πυροδοτεί εντάσεις κι ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας, το οποίο σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο...
Η άποψή μας: Αυτό που εντυπωσιάζει σε τούτη την ενδιαφέρουσα ταινία είναι από τη μία η χειρουργική ακρίβεια μέσω της οποίας ο δημιουργός ανατέμνει το θέμα του και από την άλλη, το εντυπωσιακό τοπίο και ο τρόπος αποτύπωσής του. Εννοείται ότι μιλάμε για το φυσικό, άγριο κάλλος αλλά (χωρίς να εννοείται) μιλάμε και για τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο δημιουργός κλείνει το μάτι προς την ταινία «Ανωτέρα βία» αλλά προσεγγίζει το ανάλογης λογικής θέμα του από μια άλλη πλευρά. Δεν το σχολιάζει σκωπτικά. Καθόλου. Όχι, τον ενδιαφέρει να παρουσιάσει το πρόβλημα τσεκάροντας και τις τρεις πλευρές του ιδιότυπου αυτού «τριγώνου» για να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος.
Τα δύο αρσενικά στη νέα οικογένεια που βρίσκεται στα σπάργανα διεκδικούν την καρδιά της Λεά. Η Λεά είναι ξεκάθαρη: ο Τριστάν έχει πατέρα κι επομένως ο γιος της δεν μπορεί να αποκαλεί τον Άαρον «μπαμπά». «Ναι, αλλά εγώ ως τι προσδιορίζομαι;», αναρωτιέται ο Άαρον. Είναι απλά μια πατρική φιγούρα; Να προσπαθήσει να έρθει κοντά στον Τρίσταν ή μήπως το «πολύ κοντά» θα μπερδέψει τον μικρό; Και ο Τρίσταν; Εννοείται ότι λατρεύει τη μητέρα του. Εννοείται ότι θα ήθελε να τη δει ξανά δίπλα στο πλευρό του πατέρα του. Ναι, δεν θέλει τον Άαρον σε αυτήν την εξίσωση. Αλλά περνάει καλά μαζί του. Πολύ καλά. Μαθαίνει τόσα πολλά πράγματα κοντά του. Και τον θαυμάζει για το πόσους πολλούς... μυς διαθέτει! Περισσότερους από του Τζορτζ!
Οπότε, το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά είναι κυρίως αυτό: πώς ορίζεται η πατρότητα; Μπαμπάς είναι μόνο ο βιολογικός γονέας ή εκείνος που αναλαμβάνει την ανατροφή ενός παιδιού; Μπορεί ένας άντρας που δεν είναι πατέρας ενός παιδιού πραγματικά να το αγαπήσει; Κι όταν το παιδί είναι αρκετά μεγάλο για να καταλαβαίνει ποιος είναι ο πραγματικός μπαμπάς του και ποιος ο άντρας που προσπαθεί να τον υποκαταστήσει ή και να τον αντικαταστήσει, πώς αντιδράει; Είναι λογικός ο ανταγωνισμός; Υπάρχει «σωστό» και «λάθος» στη συμπεριφορά; Για να δυσκολέψει κάπως περισσότερο τα πράγματα τούτη η οικογένεια μοιάζει ολίγον τι και με τον... Πύργο της Βαβέλ, μιας που ομιλούνται τα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά...
Όπως και να έχει, το πράγμα είναι δύσκολο. Εδώ, εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού κι ακόμα σκατά τα κάνουμε τόσο στη δημιουργία οικογενειών όσο και στη σχέση μας με το έτερόν μας ήμισυ και με τα παιδιά μας. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο σωστής ανατροφής. Τελεία και παύλα. Μπαίνεις μέσα και, λίγο από ένστικτο, λίγο θέλοντας να αποφύγεις τα λάθη που έκαναν οι δικοί σου γονείς σε σχέση με το δικό σου μεγάλωμα, προχωράς κι εύχεσαι όλα να πάνε καλά τελικά. Να μην πληγώσεις το παιδί σου. Να μεγαλώσεις μια ώριμη, αυτόνομη προσωπικότητα... Πόσο μάλλον όταν θέλεις να είσαι γονιός χωρίς να είσαι ο βιολογικός και βρίσκεις μπροστά σου προσκόμματα, αντιρρήσεις, δυσκολίες, εμπόδια.
Ο σκηνοθέτης κάνει πολύ καλή δουλειά καθώς θέτει τα ερωτήματα, παρουσιάζει τις πιθανές αντιδράσεις και συμπεριφορές αλλά δεν δίνει τις «σωστές» απαντήσεις. Δεν διδάσκει. Αφήνει στο κοινό να αποφασίσει – πρακτική που όταν ότι έχει προηγηθεί είναι χτισμένο κατά πως πρέπει, δίνει με τη σειρά του τα καλύτερα αποτελέσματα. Οι ηθοποιοί του είναι πολύ καλοί και οι τρεις τους – οι τρεις τους εξάλλου είναι αυτοί που βλέπουμε στο 90% της ταινίας και μόνον αυτοί. Από εκεί και πέρα έχει γίνει τρομερή δουλειά τόσο σε επίπεδο φωτογραφίας όσο και σε επίπεδο ηχοληψίας. Βλέπεις το πριόνισμα ενός παχιού κλαδιού και πάνω στην τομή βρίσκεται ένα σκαθάρι – τόσο μικρή λεπτομέρεια μα και τόσο όμορφη. Στον ήχο δε, ακούς τα πάντα – από τις ανάσες που ο ρυθμός τους υποδηλώνει σωματική και ψυχολογική κατάσταση, μέχρι και αντίλαλους που μπορεί να σώσουν, μπορεί και να αποπροσανατολίσουν.
Στο τελευταίο κομμάτι, εκεί που ο Άαρον παίρνει τον Τρίσταν και πάνε στο βουνό για να δουν την ανατολή, η ταινία μπαίνει και σε πεδία που έχουν να κάνουν με την επιβίωση. Παίρνει και χαρακτήρα βαθιά υπαρξιακό. Συν τοις άλλοις στο συγκεκριμένο πλαίσιο εισχωρούν και στοιχεία θρίλερ. Και μπόλικο σασπένς. Και με την ομίχλη να τυλίγει τα πάντα, φεύγουμε και από τον ρεαλισμό και μπαίνουμε σε πεδία συμβολικά και αλληγορικά. Οι Τρεις Κορυφές: ο Μπαμπάς, η Μαμά, το Παιδί! Εκεί θα υπάρξει η... κορύφωση του δράματος. Εκεί θα τεθεί από τον πιτσιρικά επιτακτικά αυτό που θέλει: «άσε ήσυχη τη μητέρα μου». Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλει; Το τελικό πλάνο της ταινίας, με την αλλαγή κατεύθυνσης του Τρίσταν, αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Δυνατή ταινία, που ασχολείται με ένα ιδιαίτερο ζήτημα.
ΥΓ: Η αλήθεια είναι πως υπάρχουμε κι εμείς οι φυγόπονοι: πού να μπλέκω τώρα με γυναίκα με παιδί... Έτσι;
Η υπόθεση: Εδώ και κάποια λίγα χρόνια ο Γερμανός αρχιτέκτονας Άαρον είναι ζευγάρι με την όμορφη Γαλλίδα Λεά. Για χάρη του Άαρον η Λεά έχει πάρει διαζύγιο από τον Άγγλο πρώην σύζυγό της, τον Τζορτζ, με τον οποίο είχε αποκτήσει κι έναν γιο, τον Τρίσταν. Όταν χώρισαν οι γονείς του ο Τρίσταν ήταν έξι ετών – πλέον έχει φτάσει τα οχτώ. Αφού περνούν ένα μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Άαρον προσκαλεί τη Λεά και τον Τρίσταν σε πάνε όλοι μαζί μια εκδρομή στο αγαπημένο του βουνό, στους ιταλικούς Δολομίτες και στην περίφημη περιοχή «Τρεις Κορυφές», που είναι ακριβώς αυτό που λέει το όνομά τους: οι τρεις κορυφές του βουνού.
Ο Άαρον θέλει όσο τίποτε άλλο οι τρεις τους να γίνουν οικογένεια. Και η συμπεριφορά του είναι άψογη: είναι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε ποτέ να έχει ο Τρίσταν. Ο Τρίσταν, όμως, ενώ απολαμβάνει όλα όσα του δίνει ο Άαρον, δεν τον θέλει ως σύντροφο της μητέρας του. Το ειδυλλιακό τοπίο που ιδανικά θα φιλοξενούσε την αφετηρία μιας καινούριας ζωής, σύντομα μετατρέπεται σε τερέν ενός σκληρού ανταγωνισμού καθώς οι τρεις τους παλεύουν για μια θέση στη νέα οικογένεια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εμμονή του Άαρον να κερδίσει την αποδοχή του μικρού αγοριού, πυροδοτεί εντάσεις κι ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας, το οποίο σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο...
Η άποψή μας: Αυτό που εντυπωσιάζει σε τούτη την ενδιαφέρουσα ταινία είναι από τη μία η χειρουργική ακρίβεια μέσω της οποίας ο δημιουργός ανατέμνει το θέμα του και από την άλλη, το εντυπωσιακό τοπίο και ο τρόπος αποτύπωσής του. Εννοείται ότι μιλάμε για το φυσικό, άγριο κάλλος αλλά (χωρίς να εννοείται) μιλάμε και για τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο δημιουργός κλείνει το μάτι προς την ταινία «Ανωτέρα βία» αλλά προσεγγίζει το ανάλογης λογικής θέμα του από μια άλλη πλευρά. Δεν το σχολιάζει σκωπτικά. Καθόλου. Όχι, τον ενδιαφέρει να παρουσιάσει το πρόβλημα τσεκάροντας και τις τρεις πλευρές του ιδιότυπου αυτού «τριγώνου» για να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος.
Τα δύο αρσενικά στη νέα οικογένεια που βρίσκεται στα σπάργανα διεκδικούν την καρδιά της Λεά. Η Λεά είναι ξεκάθαρη: ο Τριστάν έχει πατέρα κι επομένως ο γιος της δεν μπορεί να αποκαλεί τον Άαρον «μπαμπά». «Ναι, αλλά εγώ ως τι προσδιορίζομαι;», αναρωτιέται ο Άαρον. Είναι απλά μια πατρική φιγούρα; Να προσπαθήσει να έρθει κοντά στον Τρίσταν ή μήπως το «πολύ κοντά» θα μπερδέψει τον μικρό; Και ο Τρίσταν; Εννοείται ότι λατρεύει τη μητέρα του. Εννοείται ότι θα ήθελε να τη δει ξανά δίπλα στο πλευρό του πατέρα του. Ναι, δεν θέλει τον Άαρον σε αυτήν την εξίσωση. Αλλά περνάει καλά μαζί του. Πολύ καλά. Μαθαίνει τόσα πολλά πράγματα κοντά του. Και τον θαυμάζει για το πόσους πολλούς... μυς διαθέτει! Περισσότερους από του Τζορτζ!
Οπότε, το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά είναι κυρίως αυτό: πώς ορίζεται η πατρότητα; Μπαμπάς είναι μόνο ο βιολογικός γονέας ή εκείνος που αναλαμβάνει την ανατροφή ενός παιδιού; Μπορεί ένας άντρας που δεν είναι πατέρας ενός παιδιού πραγματικά να το αγαπήσει; Κι όταν το παιδί είναι αρκετά μεγάλο για να καταλαβαίνει ποιος είναι ο πραγματικός μπαμπάς του και ποιος ο άντρας που προσπαθεί να τον υποκαταστήσει ή και να τον αντικαταστήσει, πώς αντιδράει; Είναι λογικός ο ανταγωνισμός; Υπάρχει «σωστό» και «λάθος» στη συμπεριφορά; Για να δυσκολέψει κάπως περισσότερο τα πράγματα τούτη η οικογένεια μοιάζει ολίγον τι και με τον... Πύργο της Βαβέλ, μιας που ομιλούνται τα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά...
Όπως και να έχει, το πράγμα είναι δύσκολο. Εδώ, εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού κι ακόμα σκατά τα κάνουμε τόσο στη δημιουργία οικογενειών όσο και στη σχέση μας με το έτερόν μας ήμισυ και με τα παιδιά μας. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο σωστής ανατροφής. Τελεία και παύλα. Μπαίνεις μέσα και, λίγο από ένστικτο, λίγο θέλοντας να αποφύγεις τα λάθη που έκαναν οι δικοί σου γονείς σε σχέση με το δικό σου μεγάλωμα, προχωράς κι εύχεσαι όλα να πάνε καλά τελικά. Να μην πληγώσεις το παιδί σου. Να μεγαλώσεις μια ώριμη, αυτόνομη προσωπικότητα... Πόσο μάλλον όταν θέλεις να είσαι γονιός χωρίς να είσαι ο βιολογικός και βρίσκεις μπροστά σου προσκόμματα, αντιρρήσεις, δυσκολίες, εμπόδια.
Ο σκηνοθέτης κάνει πολύ καλή δουλειά καθώς θέτει τα ερωτήματα, παρουσιάζει τις πιθανές αντιδράσεις και συμπεριφορές αλλά δεν δίνει τις «σωστές» απαντήσεις. Δεν διδάσκει. Αφήνει στο κοινό να αποφασίσει – πρακτική που όταν ότι έχει προηγηθεί είναι χτισμένο κατά πως πρέπει, δίνει με τη σειρά του τα καλύτερα αποτελέσματα. Οι ηθοποιοί του είναι πολύ καλοί και οι τρεις τους – οι τρεις τους εξάλλου είναι αυτοί που βλέπουμε στο 90% της ταινίας και μόνον αυτοί. Από εκεί και πέρα έχει γίνει τρομερή δουλειά τόσο σε επίπεδο φωτογραφίας όσο και σε επίπεδο ηχοληψίας. Βλέπεις το πριόνισμα ενός παχιού κλαδιού και πάνω στην τομή βρίσκεται ένα σκαθάρι – τόσο μικρή λεπτομέρεια μα και τόσο όμορφη. Στον ήχο δε, ακούς τα πάντα – από τις ανάσες που ο ρυθμός τους υποδηλώνει σωματική και ψυχολογική κατάσταση, μέχρι και αντίλαλους που μπορεί να σώσουν, μπορεί και να αποπροσανατολίσουν.
Στο τελευταίο κομμάτι, εκεί που ο Άαρον παίρνει τον Τρίσταν και πάνε στο βουνό για να δουν την ανατολή, η ταινία μπαίνει και σε πεδία που έχουν να κάνουν με την επιβίωση. Παίρνει και χαρακτήρα βαθιά υπαρξιακό. Συν τοις άλλοις στο συγκεκριμένο πλαίσιο εισχωρούν και στοιχεία θρίλερ. Και μπόλικο σασπένς. Και με την ομίχλη να τυλίγει τα πάντα, φεύγουμε και από τον ρεαλισμό και μπαίνουμε σε πεδία συμβολικά και αλληγορικά. Οι Τρεις Κορυφές: ο Μπαμπάς, η Μαμά, το Παιδί! Εκεί θα υπάρξει η... κορύφωση του δράματος. Εκεί θα τεθεί από τον πιτσιρικά επιτακτικά αυτό που θέλει: «άσε ήσυχη τη μητέρα μου». Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλει; Το τελικό πλάνο της ταινίας, με την αλλαγή κατεύθυνσης του Τρίσταν, αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Δυνατή ταινία, που ασχολείται με ένα ιδιαίτερο ζήτημα.
ΥΓ: Η αλήθεια είναι πως υπάρχουμε κι εμείς οι φυγόπονοι: πού να μπλέκω τώρα με γυναίκα με παιδί... Έτσι;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Σεπτεμβρίου 2018 από την Rosebud 21!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική