Candelaria: Ένα τραγούδι για την Αβάνα
του Jhonny Hendrix. Με τους Manuel Viveros, Alden Knigth, Verónica Lynn, Philipp Hochmair
Sex tapes από την τρίτη ηλικία!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η αγάπη χορεύει στο ρυθμό της καρδιάς
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Jhonny Hendrix Hinestroza, όπως είναι το πλήρες του όνομα. Ο Hendrix ανήκει στη νέα γενιά παραγωγών – σκηνοθετών της Κολομβίας. Με 14 χρόνια εμπειρίας στην παραγωγή τόλμησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Choco», που έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου το 2012. Ακολούθησε η ταινία τρόμου (!!!) «Saudó, laberinto de almas» (2016), η οποία δεν βγήκε ποτέ έξω από τα σύνορα της Κολομβίας. Η νέα του ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία μίας γυναίκας με το ίδιο όνομα, γύρω στα 90, που συνάντησε τυχαία στην Αβάνα το 2013 και του μίλησε για τη ζωή της. Πίσω από την ανάγκη για επιβίωση, ο σκηνοθέτης διέκρινε μία αυθεντική ιστορία αγάπης και αυτό τον έκανε να θέλει να την κάνει ταινία.
Η ταινία Candelaria: Ένα τραγούδι για την Αβάνα (Candelaria) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Giornate degli Autori» (ή Venice Days στην αγγλική απόδοση), κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος.
Η υπόθεση: Αβάνα, Κούβα, αρχές δεκαετίας του ’90. Η οικονομία καταρρέει μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών, ο Κάστρο χαρακτηρίζει την κατάσταση «Ειδική Περίοδο» σε καιρό ειρήνης και κάνει άνοιγμα προς τον τουρισμό, ενισχύοντας τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ροή ξένου συναλλάγματος. Η Καντελάρια βάφεται σαν έφηβη. Τι κι αν έχει περάσει ήδη τα 70; Βάζει κοκκινάδι στα μάγουλα και από το ίδιο στα χείλη. Θα βγει να τραγουδήσει στο διψασμένο για κέφι, ζωή και έρωτα κοινό της Αβάνας. Καταχειροκροτείται κάθε βράδυ και γυρίζει στο μικρό της διαμέρισμα να κοιμηθεί πλάι στον Βίκτορ Ουγκό. Ναι, έτσι λένε τον σύζυγό της.
Το πρωί θα πάνε κι οι δύο για δουλειά. Εκείνος στο εργοστάσιο κι εκείνη στο ξενοδοχείο. Μια μέρα, ανάμεσα στα άπλυτα σεντόνια που μαζεύει θα βρει μία κάμερα. Θα την πάρει στο σπίτι. Ο Βίκτορ Ουγκό μέσα από τον φακό της θα ανακαλύψει τη σταρ που χειροκροτεί το κοινό της Αβάνας κάθε βράδυ. Τον έρωτα που είχε ξεχάσει ότι έχει σπίτι του. Το τραγούδι της Αβάνας που τον κάνει να χορεύει στα βήματα της αγάπης σαν αλαφροΐσκιωτος έφηβος. Χωρίς σκοτούρες κι ανάγκη για χρήματα και επιβίωση. Ακόμη κι αν δεν είναι η απόλυτη διαφυγή, αυτή η κάμερα γίνεται η αφορμή για έναν ακόμη παθιασμένο χορό. Ως το τέλος του τραγουδιού.
Η άποψή μας: Οι ταινίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους της τρίτης ηλικίας σπανίζουν. Οι ταινίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, οι οποίες μας τους δείχνουν να κάνουν σεξ, να είναι ερωτευμένοι, να είναι άνθρωποι κι όχι στερεότυπα, απλά δεν υπάρχουν! Καμιά φορά, λοιπόν, προκύπτουν ταινίες όπως τούτη εδώ. Που είναι τρυφερή μέχρι εκεί που δεν πάει. Και που απαντάει καταφατικά στο προφανέστατο (και επιφανειακό) ερώτημα: «καλά, υπάρχει περίπτωση να πάω να δω ταινία με ερωτευμένους γέρους;». Ναι κυρίες και κύριοι. Θα πάτε να δείτε ερωτευμένους γέρους. Ιδίως όταν τα πορτρέτα τους σκιαγραφούνται με τόσο όμορφο τρόπο όπως σε τούτη την ταινία. Τούτο το φιλμ μου θύμισε άλλες δύο ταινίες. Το «Wolke 9» (2008) του Andreas Dresen από τη μια και το λατρεμένο «Torremolinos 73» (2003) του Pablo Berger. Το πρώτο για την ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει το σεξ ανάμεσα σε ανθρώπους, που με ευκολία τους χαρακτηρίζουμε απόμαχους της ζωής, και το δεύτερο για τον τρόπο που μια (κινηματογραφική) κάμερα μπορεί να αναζωογονήσει την ερωτική σχέση ενός ζευγαριού, που για τον άλφα ή βήτα λόγο βρίσκεται σε τέλμα.
Ο σκηνοθέτης ποντάρει πολύ στο ρεαλισμό. Θέλει η ταινία του να αποτελέσει μια πραγματική φέτα ζωής. Κάποιες φορές, το παρακάνει. Είναι λίγο… αρτσούμπαλος (συγνώμη για το αδόκιμον του πράγματος). Γιατί όταν ο ρεαλισμός σου προκύπτει κατάτι… μαγικός, χωρίς (μάλλον) αυτό να είναι στις προθέσεις σου, κάτι έχεις κάνει λάθος. Ο σκηνοθέτης αποτυπώνει λοιπόν λίγο… ελαφρά τη καρδία την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κι αυτό επειδή δεν τον ενδιαφέρει να γυρίσει ένα δράμα. Κωμωδία θέλει να κάνει ή εν πάση περιπτώσει κάτι χαλαρό. Δεν είναι καταγγελτικός.
Ίσως να φταίει και η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Κούβας, που τον επηρέασε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Θέλω να πω, ας μην υπάρχει φαγητό, ας κόβεται το ρεύμα τρεις και λίγο, ας μην μπορείς να αντιδράσεις στη Γερμανία πχ και σου έλεγα εγώ! Μαζικές αυτοκτονίες! Ενώ στην Κούβα… Έτσι όπως μας δείχνει την κατάσταση ο σκηνοθέτης, οι Κουβανοί είχαν απλά συνηθίσει την κατάσταση και δεν μεμψιμοιρούσαν. Προσπαθούσαν να επιβιώσουν με αισιοδοξία και εντιμότητα. Με τραγούδι, με χορό, με έρωτα. Με τους λιγότερους αναλφάβητους στον κόσμο. Με την καλύτερη αναλογία γιατρών στο γενικό πληθυσμό στον κόσμο…
Όπως και να έχει, η ταινία κερδίζει όταν μας παρουσιάζει τους δύο πρωταγωνιστές μας μαζί ή τον καθένα ξεχωριστά, στην καθημερινή του ρουτίνα. Ιδίως όταν επικεντρώνεται στην Καντελάρια, το αποτέλεσμα είναι γλυκύτατο. Να φτιάχνει αυτοσχέδιο ρουζ από ξύλο κανέλας αν κατάλαβα καλά – και κραγιόν παρακαλώ. Να μένει γυμνή και αγέρωχη, χωρίς κανένα ίχνος ψεύτικης ντροπής. Να τραγουδά και να αποθεώνεται. Να ανησυχεί για τα κοτοπουλάκια της: απαγορεύεται να τα έχει στο σπίτι της – και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξουν να γίνουν γεύμα, μιας που το φαγητό είναι δυσεύρετο. Θα προλάβουν να μεγαλώσουν τα κοτοπουλάκια; Εσείς τι λέτε;
Η υπόθεση: Αβάνα, Κούβα, αρχές δεκαετίας του ’90. Η οικονομία καταρρέει μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών, ο Κάστρο χαρακτηρίζει την κατάσταση «Ειδική Περίοδο» σε καιρό ειρήνης και κάνει άνοιγμα προς τον τουρισμό, ενισχύοντας τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ροή ξένου συναλλάγματος. Η Καντελάρια βάφεται σαν έφηβη. Τι κι αν έχει περάσει ήδη τα 70; Βάζει κοκκινάδι στα μάγουλα και από το ίδιο στα χείλη. Θα βγει να τραγουδήσει στο διψασμένο για κέφι, ζωή και έρωτα κοινό της Αβάνας. Καταχειροκροτείται κάθε βράδυ και γυρίζει στο μικρό της διαμέρισμα να κοιμηθεί πλάι στον Βίκτορ Ουγκό. Ναι, έτσι λένε τον σύζυγό της.
Το πρωί θα πάνε κι οι δύο για δουλειά. Εκείνος στο εργοστάσιο κι εκείνη στο ξενοδοχείο. Μια μέρα, ανάμεσα στα άπλυτα σεντόνια που μαζεύει θα βρει μία κάμερα. Θα την πάρει στο σπίτι. Ο Βίκτορ Ουγκό μέσα από τον φακό της θα ανακαλύψει τη σταρ που χειροκροτεί το κοινό της Αβάνας κάθε βράδυ. Τον έρωτα που είχε ξεχάσει ότι έχει σπίτι του. Το τραγούδι της Αβάνας που τον κάνει να χορεύει στα βήματα της αγάπης σαν αλαφροΐσκιωτος έφηβος. Χωρίς σκοτούρες κι ανάγκη για χρήματα και επιβίωση. Ακόμη κι αν δεν είναι η απόλυτη διαφυγή, αυτή η κάμερα γίνεται η αφορμή για έναν ακόμη παθιασμένο χορό. Ως το τέλος του τραγουδιού.
Η άποψή μας: Οι ταινίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους της τρίτης ηλικίας σπανίζουν. Οι ταινίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, οι οποίες μας τους δείχνουν να κάνουν σεξ, να είναι ερωτευμένοι, να είναι άνθρωποι κι όχι στερεότυπα, απλά δεν υπάρχουν! Καμιά φορά, λοιπόν, προκύπτουν ταινίες όπως τούτη εδώ. Που είναι τρυφερή μέχρι εκεί που δεν πάει. Και που απαντάει καταφατικά στο προφανέστατο (και επιφανειακό) ερώτημα: «καλά, υπάρχει περίπτωση να πάω να δω ταινία με ερωτευμένους γέρους;». Ναι κυρίες και κύριοι. Θα πάτε να δείτε ερωτευμένους γέρους. Ιδίως όταν τα πορτρέτα τους σκιαγραφούνται με τόσο όμορφο τρόπο όπως σε τούτη την ταινία. Τούτο το φιλμ μου θύμισε άλλες δύο ταινίες. Το «Wolke 9» (2008) του Andreas Dresen από τη μια και το λατρεμένο «Torremolinos 73» (2003) του Pablo Berger. Το πρώτο για την ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει το σεξ ανάμεσα σε ανθρώπους, που με ευκολία τους χαρακτηρίζουμε απόμαχους της ζωής, και το δεύτερο για τον τρόπο που μια (κινηματογραφική) κάμερα μπορεί να αναζωογονήσει την ερωτική σχέση ενός ζευγαριού, που για τον άλφα ή βήτα λόγο βρίσκεται σε τέλμα.
Ο σκηνοθέτης ποντάρει πολύ στο ρεαλισμό. Θέλει η ταινία του να αποτελέσει μια πραγματική φέτα ζωής. Κάποιες φορές, το παρακάνει. Είναι λίγο… αρτσούμπαλος (συγνώμη για το αδόκιμον του πράγματος). Γιατί όταν ο ρεαλισμός σου προκύπτει κατάτι… μαγικός, χωρίς (μάλλον) αυτό να είναι στις προθέσεις σου, κάτι έχεις κάνει λάθος. Ο σκηνοθέτης αποτυπώνει λοιπόν λίγο… ελαφρά τη καρδία την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κι αυτό επειδή δεν τον ενδιαφέρει να γυρίσει ένα δράμα. Κωμωδία θέλει να κάνει ή εν πάση περιπτώσει κάτι χαλαρό. Δεν είναι καταγγελτικός.
Ίσως να φταίει και η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Κούβας, που τον επηρέασε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Θέλω να πω, ας μην υπάρχει φαγητό, ας κόβεται το ρεύμα τρεις και λίγο, ας μην μπορείς να αντιδράσεις στη Γερμανία πχ και σου έλεγα εγώ! Μαζικές αυτοκτονίες! Ενώ στην Κούβα… Έτσι όπως μας δείχνει την κατάσταση ο σκηνοθέτης, οι Κουβανοί είχαν απλά συνηθίσει την κατάσταση και δεν μεμψιμοιρούσαν. Προσπαθούσαν να επιβιώσουν με αισιοδοξία και εντιμότητα. Με τραγούδι, με χορό, με έρωτα. Με τους λιγότερους αναλφάβητους στον κόσμο. Με την καλύτερη αναλογία γιατρών στο γενικό πληθυσμό στον κόσμο…
Όπως και να έχει, η ταινία κερδίζει όταν μας παρουσιάζει τους δύο πρωταγωνιστές μας μαζί ή τον καθένα ξεχωριστά, στην καθημερινή του ρουτίνα. Ιδίως όταν επικεντρώνεται στην Καντελάρια, το αποτέλεσμα είναι γλυκύτατο. Να φτιάχνει αυτοσχέδιο ρουζ από ξύλο κανέλας αν κατάλαβα καλά – και κραγιόν παρακαλώ. Να μένει γυμνή και αγέρωχη, χωρίς κανένα ίχνος ψεύτικης ντροπής. Να τραγουδά και να αποθεώνεται. Να ανησυχεί για τα κοτοπουλάκια της: απαγορεύεται να τα έχει στο σπίτι της – και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξουν να γίνουν γεύμα, μιας που το φαγητό είναι δυσεύρετο. Θα προλάβουν να μεγαλώσουν τα κοτοπουλάκια; Εσείς τι λέτε;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018 από την Danaos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική