Η εξομολόγηση της δασκάλας του πιάνου
του Zaza Urushadze. Με τους Dimitri Tatishvili, Joseph Khvedelidze, Sophia Sebiskveradze, Nato Murvanidze
Πίσω μου σ' έχω...
του zerVo (@moviesltd)
Μια από τις πιο βαθιά θρησκευόμενες χώρες της Ευρώπης, είναι η Γεωργία, δημοκρατία που προέκυψε μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός άλλωστε που αποδεικνύουν και οι (όχι ένας, αλλά) πέντε σταυροί που συνθέτουν το εθνικό της σύμβολο. Λογίζεται ως μια από τις αρχαιότερες Ορθόδοξες Χριστιανικές κοινότητες, η Γεωργιανή, με ίδρυση τον πρώτο κιόλας αιώνα από τον Απόστολο Ανδρέα, με τα μέλη του εκκλησιάσματος της να έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή σχέση με τους εκπροσώπους του Θεού, κυρίως για τον λόγο πως εκείνοι πάντοτε στάθηκαν δίπλα στον απλό λαό και δεν έδειξαν ουδέτερο πρόσωπο, στις πολύ δύσκολες στιγμές που βίωσε ο φτωχός αλλά περήφανος αυτός τόπος. Με ένα δύσκολο θρησκευτικό, όσο και ανθρώπινο θέμα, ασχολείται μια ταινία προερχόμενη από ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.
Η ανακοίνωση της απόσπασης του, από την πρωτεύουσα σε ένα απομακρυσμένο, επαρχιακό χωρίο, προκειμένου να αντικαταστήσει τον προσφάτως θανόντα ιερέα, θα αιφνιδιάσει τον πατέρα Γκιόργκι, που δεν έχει την αίσθηση του τι πρόκειται να αντιμετωπίσει στην φτωχική περιφέρεια. Συντροφιά με τον καλό του συνεργάτη Βάλικο, θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στις καινούργιες συνθήκες, που εκ πρώτης όψης δείχνουν πολύ πιο χαμηλών τόνων και ρυθμών από εκείνων της μεγαλούπολης. Πρωταρχικός στόχος τους, θα είναι να ανανεώσουν το ενδιαφέρον του εκκλησιάσματος, δημιουργώντας μια πρόχειρη κινηματογραφική λέσχη σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη και καλώντας τους χωριανούς να παρακολουθήσουν τις κλασσικές στιγμές του σινεμά, που έχουν πάρει μαζί στις αποσκευές τους.
Και πραγματικά, οι φιλμικές βραδιές θα φέρουν κοντύτερα τους καχύποπτους επαρχιώτες με τον καινούργιο τους - σινεφίλ - παπά, κτίζοντας σταδιακά μια σχέση καλύτερης επικοινωνίας μαζί του, προκειμένου να προσέρχονται σε αυτόν και να του εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Ανάμεσα στα καινούργια πρόσωπα που θα γνωρίσει ο ιερέας, θα είναι και η εντυπωσιακής ομορφιάς, εφάμιλλης ακόμα και με της Μέριλιν Μονρόε όπως υποστηρίζει όλο το χωριό, δασκάλα της μουσικής, Λίλι, που με τον καιρό θα έρθει πολύ κοντά στον πρεσβύτερο, βοηθώντας σε διάφορες εργασίες στον ναό. Πολύ σύντομα όμως. ένα δεινό μυστικό από το παρελθόν της αινιγματικής γυναίκας θα υποπέσει στην αντίληψη του, γεγονός που θα τον αναστατώσει, ιδιαίτερα από την ώρα που η έλξη που αισθάνεται για εκείνη, έρχεται σε άμεση ρήξη με την ιερατική ιδιότητα του.
Συνεπώς με το απροσδόκητο μαντάτο να τριβελίζει το μυαλό του, ο ρασοφόρος θα κληθεί να διαπιστώσει πρωτίστως αν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και ακολούθως να το διαγράψει από μνήμη των πάντων και κυρίως του ίδιου του Θεού, δίνοντας άφεση αμαρτιών, αν και εφόσον όμως προκαλέσει την μετάνοια της. Σε μια πολυπληθή κοινωνία, κάτι τέτοιο ενδεχόμενα να είναι εφικτό, αφού το άσχημο νέο είναι πιθανόν να κρυφτεί μέσα στην θολούρα του όχλου. Στο είκοσι - τριάντα ανθρώπων χωριουδάκι, που οι πάντες ξέρουν τα πάντα για όλους, άσχετα αν δεν το παραδέχονται κρυμμένοι πίσω από το δάκτυλο τους και που ο μόνος επίσημος παντογνώστης είναι ο παπάς, πως είναι δυνατόν να καταφέρει να βάλει μια τάξη, κατά πως προστάζει το πρωτόκολλο? Κι αν εκείνος λοξοδρομήσει, δείχνοντας αδυναμία μπροστά στην τόσο ελκυστική καθηγήτρια του πιάνου?
Είναι η δεύτερη φορά που ταινία του χαρισματικού γεωργιανού σκηνοθέτη Zaza Urushadze παίρνει διανομή στα μέρη μας, άλλωστε η προηγούμενη του Μανταρίνια (Mandariinid / Tangerines) είχε δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομα της, έχοντας φτάσει μέχρι την τελική διεκδίκηση του μη αγγλόφωνου Όσκαρ καλύτερου φιλμ. Αισθητικά ο δημιουργός, ακολουθεί επακριβώς την ίδια γραμμή κινηματογράφησης, επιλέγοντας τα πλάνα του, με φόντο την καταπράσινη ύπαιθρο, να είναι πεντακάθαρα, αψεγάδιαστα, δίχως το παραμικρό ίχνος σκόνης ή θάμπους στα καρέ. Με τον συμβολισμό της ανάλογης αγνότητας της ψυχής του κεντρικού ήρωα να είναι προφανής, η αργού τέμπο μα με ενδιαφέρον για που ακριβώς το πάει, αφήγηση, τσουλάει ικανοποιητικά, ίσαμε την στιγμή της τελικής συνάντησης, εκεί που προς τεράστια έκπληξη, η αυλαία πέφτει σχεδόν ακαριαία, στερώντας από τον θεατή έναν επίλογο ισάξιο έστω με αυτό που τον είχε προετοιμάσει η (πιπεράτη να μην κρυβόμαστε) ίντριγκα.
Κι έτσι δυστυχώς, το έξοχα φωτογραφημένο δράμα, που είχε δώσει όχι και λίγες υποσχέσεις για μια έξοδο φορτισμένη συναισθηματικά, χάνει μεγάλο μέρος από την αξία του, πετώντας το μπαλάκι στην πλατεία να βγάλει μόνη της συμπεράσματα για το αν έχει κανείς στρατευμένος δικαιώματα στην προσωπική του ζωή ή μόνον υποχρεώσεις, γνωρίζοντας τα κρυμμένα ντοκουμέντα, όλων των υπόλοιπων που τον περιβάλλουν. Η εικόνα της Εκκλησίας, μέσα από την συνετή, ψύχραιμη και ευαίσθητη ματιά του αξιόλογου ηθοποιού Dimitri Tatishvili, σε ετούτο το έργο έχει αναμενόμενα θετική χροιά.
Ο πίσω μου σε έχω σατανάς είναι εκείνος που κάνει την τεράστια ζημιά και στην ουσία είναι ο ίδιος, είτε μιλάμε για τον μικρόκοσμο των λίγων δεκάδων ψυχών, είτε για το χάος των πολλών εκατομμυρίων. Εδώ απεικονίζεται με την μορφή της πλατινέ κόμης και πανέμορφης (φωτομοντέλου) Sophia Sebiskveradze, που δεν διαθέτει τίποτα σπουδαίες ερμηνευτικές ικανότητες, η λάγνα μόστρα της όμως, έστω και μέσα στην φτηνιάρικη μαύρη φούστα - μπλούζα, είναι αρκετή για να σκορπίσει ένθεν κακείθεν σταγόνες από το πιοτό της αμαρτίας. Κρίμα που το νήμα της Εξομολόγησης κόπηκε τόσο απότομα. Πιστεύω πως είχε πολλά περισσότερα να πει και κάπου μάλλον κόμπιασε, γνωρίζοντας πως το πολλών σοσιολογικών επιπέδων θέμα που την απασχόλησε, είναι όπως και να το κάνουμε, ταμπού.
Και πραγματικά, οι φιλμικές βραδιές θα φέρουν κοντύτερα τους καχύποπτους επαρχιώτες με τον καινούργιο τους - σινεφίλ - παπά, κτίζοντας σταδιακά μια σχέση καλύτερης επικοινωνίας μαζί του, προκειμένου να προσέρχονται σε αυτόν και να του εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Ανάμεσα στα καινούργια πρόσωπα που θα γνωρίσει ο ιερέας, θα είναι και η εντυπωσιακής ομορφιάς, εφάμιλλης ακόμα και με της Μέριλιν Μονρόε όπως υποστηρίζει όλο το χωριό, δασκάλα της μουσικής, Λίλι, που με τον καιρό θα έρθει πολύ κοντά στον πρεσβύτερο, βοηθώντας σε διάφορες εργασίες στον ναό. Πολύ σύντομα όμως. ένα δεινό μυστικό από το παρελθόν της αινιγματικής γυναίκας θα υποπέσει στην αντίληψη του, γεγονός που θα τον αναστατώσει, ιδιαίτερα από την ώρα που η έλξη που αισθάνεται για εκείνη, έρχεται σε άμεση ρήξη με την ιερατική ιδιότητα του.
Συνεπώς με το απροσδόκητο μαντάτο να τριβελίζει το μυαλό του, ο ρασοφόρος θα κληθεί να διαπιστώσει πρωτίστως αν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και ακολούθως να το διαγράψει από μνήμη των πάντων και κυρίως του ίδιου του Θεού, δίνοντας άφεση αμαρτιών, αν και εφόσον όμως προκαλέσει την μετάνοια της. Σε μια πολυπληθή κοινωνία, κάτι τέτοιο ενδεχόμενα να είναι εφικτό, αφού το άσχημο νέο είναι πιθανόν να κρυφτεί μέσα στην θολούρα του όχλου. Στο είκοσι - τριάντα ανθρώπων χωριουδάκι, που οι πάντες ξέρουν τα πάντα για όλους, άσχετα αν δεν το παραδέχονται κρυμμένοι πίσω από το δάκτυλο τους και που ο μόνος επίσημος παντογνώστης είναι ο παπάς, πως είναι δυνατόν να καταφέρει να βάλει μια τάξη, κατά πως προστάζει το πρωτόκολλο? Κι αν εκείνος λοξοδρομήσει, δείχνοντας αδυναμία μπροστά στην τόσο ελκυστική καθηγήτρια του πιάνου?
Είναι η δεύτερη φορά που ταινία του χαρισματικού γεωργιανού σκηνοθέτη Zaza Urushadze παίρνει διανομή στα μέρη μας, άλλωστε η προηγούμενη του Μανταρίνια (Mandariinid / Tangerines) είχε δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομα της, έχοντας φτάσει μέχρι την τελική διεκδίκηση του μη αγγλόφωνου Όσκαρ καλύτερου φιλμ. Αισθητικά ο δημιουργός, ακολουθεί επακριβώς την ίδια γραμμή κινηματογράφησης, επιλέγοντας τα πλάνα του, με φόντο την καταπράσινη ύπαιθρο, να είναι πεντακάθαρα, αψεγάδιαστα, δίχως το παραμικρό ίχνος σκόνης ή θάμπους στα καρέ. Με τον συμβολισμό της ανάλογης αγνότητας της ψυχής του κεντρικού ήρωα να είναι προφανής, η αργού τέμπο μα με ενδιαφέρον για που ακριβώς το πάει, αφήγηση, τσουλάει ικανοποιητικά, ίσαμε την στιγμή της τελικής συνάντησης, εκεί που προς τεράστια έκπληξη, η αυλαία πέφτει σχεδόν ακαριαία, στερώντας από τον θεατή έναν επίλογο ισάξιο έστω με αυτό που τον είχε προετοιμάσει η (πιπεράτη να μην κρυβόμαστε) ίντριγκα.
Κι έτσι δυστυχώς, το έξοχα φωτογραφημένο δράμα, που είχε δώσει όχι και λίγες υποσχέσεις για μια έξοδο φορτισμένη συναισθηματικά, χάνει μεγάλο μέρος από την αξία του, πετώντας το μπαλάκι στην πλατεία να βγάλει μόνη της συμπεράσματα για το αν έχει κανείς στρατευμένος δικαιώματα στην προσωπική του ζωή ή μόνον υποχρεώσεις, γνωρίζοντας τα κρυμμένα ντοκουμέντα, όλων των υπόλοιπων που τον περιβάλλουν. Η εικόνα της Εκκλησίας, μέσα από την συνετή, ψύχραιμη και ευαίσθητη ματιά του αξιόλογου ηθοποιού Dimitri Tatishvili, σε ετούτο το έργο έχει αναμενόμενα θετική χροιά.
Ο πίσω μου σε έχω σατανάς είναι εκείνος που κάνει την τεράστια ζημιά και στην ουσία είναι ο ίδιος, είτε μιλάμε για τον μικρόκοσμο των λίγων δεκάδων ψυχών, είτε για το χάος των πολλών εκατομμυρίων. Εδώ απεικονίζεται με την μορφή της πλατινέ κόμης και πανέμορφης (φωτομοντέλου) Sophia Sebiskveradze, που δεν διαθέτει τίποτα σπουδαίες ερμηνευτικές ικανότητες, η λάγνα μόστρα της όμως, έστω και μέσα στην φτηνιάρικη μαύρη φούστα - μπλούζα, είναι αρκετή για να σκορπίσει ένθεν κακείθεν σταγόνες από το πιοτό της αμαρτίας. Κρίμα που το νήμα της Εξομολόγησης κόπηκε τόσο απότομα. Πιστεύω πως είχε πολλά περισσότερα να πει και κάπου μάλλον κόμπιασε, γνωρίζοντας πως το πολλών σοσιολογικών επιπέδων θέμα που την απασχόλησε, είναι όπως και να το κάνουμε, ταμπού.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Αυγούστου 2018 από την Filmtrade!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική