του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.4 - Ένας... Ζορμπάς θα μας σώσει ( ; )
Ρε τι είστε εσείς οι Αθηνέζοι; Λίγο αεράκι παραπάνω να πούμε και κλείσατε όλα τα σχολεία; Δηλαδή, τι θα κάνατε αν είχατε να... φυσάει ο Βαρδάρης τρεις και λίγο; Στα καταφύγια θα μπαίνατε; Τεςπα, ντεμέκ χιουμοριστική αρχή, αλλά αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα χλευάζουμε. Κυρίως επειδή η κρατική μηχανή είναι λίγο ότι να 'ναι και έχουμε δει ξανά σε ανάλογες περιπτώσεις πόσο μη αποτελεσματική είναι... Στις ταινίες μας εμείς. Το φεστιβάλ οδεύει σιγά – σιγά προς το τέλος του κι εμείς εδώ σας παρουσιάζουμε άλλες τρεις ταινίες που θα προβληθούν στις προσεχείς μέρες. Μιλάμε για μια καλτιά, που ο χρόνος και μόνο αυτός θα είναι ο απόλυτος κριτής της, για ένα δράμα με ρίζες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μια εξαιρετική ιταλική ταινία, από τα καλύτερα πράγματα που είδαμε φέτος!
Την ταινία Mandy την είδαμε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της λίγους μήνες πριν, στο φεστιβάλ του Σάντανς και είναι η τελευταία ταινία για την οποία έγραψε μουσική ο πρόωρα χαμένος Jóhann Jóhannsson, ενώ ανάμεσα στους παραγωγούς βρίσκεται και ο Elija Wood. Στην Αθήνα προβάλλεται προφανώς στο τμήμα «Μετά τα μεσάνυχτα». Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Κοσμάτου, γιου του Πάνου Κοσμάτου, ενός από τους πιο διάσημους συμπατριώτες μας, με καριέρα στο Χόλιγουντ. Εμένα η ταινία δεν μου άρεσε. Το γεγονός, όμως, ότι όταν δημοσίευσα την κριτική της ταινίας στο fb μέσω της ανταπόκρισής μου από τις Κάννες, πήρα... Like από τον δημιουργό της, μου δείχνει πως ο υιός Κοσμάτος είναι ακομπλεξάριστος. And that's a good thing!
Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάι Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την... κάνει δική του. Με τη βοήθεια της συμμορίας του, θα την απαγάγει. Τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της, όμως, δεν πηγαίνουν έτσι όπως υπολογίζει. Οπότε, απλά, ο Τζερεμάια δολοφονεί την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, με φρικτό τρόπο, ενώ τον βασανίζει σαδιστικά, μέχρι θανάτου. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλλίστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει και οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του: να σκοτώσει ένα – ένα, όλα τα μέλη της συμμορίας, με τον τρόπο που τα αξίζει...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική σκέτο! Για τον μέσο θεατή μιλάμε, έτσι; Οι λάτρεις της καλτίλας μάλλον θα βρουν εδώ κάτι καινούριο για να προσκυνήσουν... Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhannsson είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, μονίμως στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών σαν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα!
Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό. Δεύτερον, οπτικά. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση (κι εδώ, όπως στον ήχο), που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Ή του Kubrick αμά λάχει να 'ουμ. Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage. Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες!
Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία! Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Παπαριές (ξανά). Πολύ κακή ταινία, πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει δεν τη σώζουν. Ναι, αυτή η ταινία με έκανε να νοσταλγώ το «Neon Demon», το οποίο το έκραξαν πολλοί, αλλά προφανώς έκαναν λάθος. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει.
Περιμένω με αγωνία το «Mandy 2»: ας τον καλέσει κάποιος να ξεκινήσει γυρίσματα στην Ελλάδα, να μάθουν αυτοί του «Mamma Mia: Here We Go Again», που διάλεξαν την Κροατία. Αίσχος!
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 28/09, στις 23.15, στην αίθουσα IDEAL)
Η υπόθεση: 1983, κάπου στην αμερικάνικη ενδοχώρα. Ο Ρεντ Μίλερ δουλεύει ως υλοτόμος και ζει μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, Μάντι, η οποία φοράει μπλουζάκια Black Sabbath και Motley Crew, ασχολείται πειστικά με το κόμικ και δουλεύει σε κάτι σαν ψιλικατζίδικο. Το σπίτι τους είναι απομονωμένο στη μέση του πουθενά. Είναι ερωτευμένοι, ακούνε ο ένας τον άλλο, υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Μια μέρα, τυχαία, τη Μάντι θα δει ο Τζερεμάι Σαντ, ηγέτης μιας παραθρησκευτικής οργάνωσης, και θα θελήσει να την... κάνει δική του. Με τη βοήθεια της συμμορίας του, θα την απαγάγει. Τα σχέδια συνεύρεσης μαζί της, όμως, δεν πηγαίνουν έτσι όπως υπολογίζει. Οπότε, απλά, ο Τζερεμάια δολοφονεί την Μάντι, μπροστά στα μάτια του Ρεντ, με φρικτό τρόπο, ενώ τον βασανίζει σαδιστικά, μέχρι θανάτου. Ο Ρεντ, όμως, δεν πεθαίνει. Και θέλει να πάρει εκδίκηση. Μαζί του έχει μια βαλλίστρα, ένα τσεκούρι αλλά θα χρησιμοποιήσει και οτιδήποτε του φανεί χρήσιμο για να φέρει εις πέρας το στόχο του: να σκοτώσει ένα – ένα, όλα τα μέλη της συμμορίας, με τον τρόπο που τα αξίζει...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ενοχλητική ταινία. Όχι ενοχλητική όπως πχ ενοχλητική ταινία ήταν το «Funny Games» του Haneke. Εκείνη ήταν ενοχλητική και σπουδαία. Τούτη εδώ είναι ενοχλητική σκέτο! Για τον μέσο θεατή μιλάμε, έτσι; Οι λάτρεις της καλτίλας μάλλον θα βρουν εδώ κάτι καινούριο για να προσκυνήσουν... Ξεκινάμε με την ηχητική μπάντα. Η μουσική του εκλιπόντος Jóhannsson είναι πανταχού παρούσα, δεν λείπει ούτε από μισό πλάνο της ταινίας, δεν έχει καμία μελωδικότητα, είναι παραμορφωμένη και με πολύ αυξημένη ένταση, μονίμως στα κόκκινα, κι εντέλει σε αναγκάζει σε μια θέαση μιας ταινίας δύο ωρών σαν να τη συνοδεύει συνεχώς ο ήχος ενός γεωτρύπανου στο διπλανό σου κάθισμα!
Πρώτο τσάκισμα νεύρων αυτό. Δεύτερον, οπτικά. Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί τόσα φίλτρα, τόσο κόκκο, τόση παραμόρφωση (κι εδώ, όπως στον ήχο), που η ταινία υπάρχουν στιγμές που – κυριολεκτικά – δεν βλέπεται! Και καλά φόρος τιμής στο σινεμά του Argento. Ή του Kubrick αμά λάχει να 'ουμ. Παπαριές! Κόκκινο φίλτρο, παραισθητικά πλάνα, πολλές σεκάνς σαν να βρίσκεσαι σε αργή κίνηση, κάτι σαν το «Twin Peaks» on acid! Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός ρε πατριώτη; Για να μην μιλήσουμε για το αρχετυπικό θέμα, αυτό της εκδίκησης, που πάντα είναι ένα θέμα δύσκολο στη διαχείρισή του. Εδώ, λοιπόν, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – το λέει και ο περισσότερο σεληνιασμένος από κάθε άλλη φορά Nicolas Cage. Ε, σε ποια ταινία θα βλέπατε σκηνή, τουλάχιστον τρίλεπτης διάρκειας, όπου ο πρωταγωνιστής, αφού έχει δει τον έρωτα της ζωής του να σβήνει (αφού έχει καεί) κι έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του, να μπαίνει ματωμένος, λερός, με το σώβρακο στην τουαλέτα (εδώ εννοείται ο Κοσμάτος επιλέγει να έχει «κανονική» κινηματογράφηση για να απολαύσουμε το κιτς της διακόσμησης), να βρίσκει ένα μπουκάλι βότκα (κι εγώ κρύβω αλκοόλ στην τουαλέτα – not) και να βγάζει από τη μία βρυχηθμούς σαν ζώο και από την άλλη να πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο; Βρυχηθμοί σας λέω, όχι μαλακίες!
Για λίγο, έχει πλάκα. Για πολύ, σου σπάει τα κάκαλα! Όπως όλη η ταινία! Και μετά αρχίζουν τα ξεκοιλιάσματα, οι αποκεφαλισμοί, η λόγχη στο στόμα κι άλλα τέτοια ωραία. Και ο Cage να βάζει έναν τόνο κόκα στη λεπίδα του ευμεγέθους μαχαιριού του και να την πασαλείβει στη μύτη του. Και γενικώς, να έχει τη μούρη του γεμάτη με ξεραμένο αίμα (από προηγούμενη, τρυφερή σκηνή) και να γουρλώνει τα μάτια του ωσάν τρελαμένος! Είμαι σίγουρος πως η ταινία θα έχει επιτυχία σε ένα κοινό που διψάει για χίπστερ δημιουργίες, έτοιμο να ακολουθήσει μια ταινία με την προοπτική ή την φήμη του καλτ να την ακολουθεί. Παπαριές (ξανά). Πολύ κακή ταινία, πραγματικά, που τα λίγα ψήγματα χιούμορ που διαθέτει δεν τη σώζουν. Ναι, αυτή η ταινία με έκανε να νοσταλγώ το «Neon Demon», το οποίο το έκραξαν πολλοί, αλλά προφανώς έκαναν λάθος. Εκεί ο δικός μας είχε κάτι να πει, είχε μια αισθητική, είχε μια φιλοσοφία, είχε έναν στόχο. Εδώ, ο πατριώτης απλά δεν είχε κάτι να δείξει – ήθελε να επιδείξει.
Περιμένω με αγωνία το «Mandy 2»: ας τον καλέσει κάποιος να ξεκινήσει γυρίσματα στην Ελλάδα, να μάθουν αυτοί του «Mamma Mia: Here We Go Again», που διάλεξαν την Κροατία. Αίσχος!
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 28/09, στις 23.15, στην αίθουσα IDEAL)
Το θέμα με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων είναι ανεξάντλητο. Το... θέμα είναι να μην έχουμε κόπιες και παραλλαγές του ίδιου θέματος, έτσι, χωρίς σύστημα (ή μάλλον με σύστημα...). Η ταινία Ο διερμηνέας (The Interpreter) του Martin Sulík ευτυχώς διαφέρει. Την ταινία την είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα αλλά εκτός συναγωνισμού, σε μια ομάδα ταινιών που μπαίνουν κάτω από τη γενική προμετωπίδα «Berlinale Special Gala». Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Σλοβακίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και βάζω ένα ευρώ στοίχημα πως θα είναι σίγουρα στην τελική εννιάδα, με αυξημένες πιθανότητες να είναι και στην τελική πεντάδα, που θα διεκδικήσει το συγκεκριμένη Όσκαρ. Στην Αθήνα προβάλλεται στο τμήμα «Festival Darlings»...
Η υπόθεση: Ο Άλι Άνγκαρ είναι ένας 80χρονος γηραιός, καλοσυνάτος Εβραίος από τη Σλοβακία. Τυχαίνει να διαβάσει ένα βιβλίο γραμμένο από αξιωματικό των SS και διαπιστώνει πως μεταξύ των άλλων, περιγράφει τη δολοφονία των γονέων του κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ή έτσι νομίζει τουλάχιστον. Αποφασίζει να πάει να τον βρει. Και να πάρει εκδίκηση, δολοφονώντας τον. Ταξιδεύει με τρένο στη Βιέννη και φτάνει στο διαμέρισμα του αξιωματικού. Αντ' αυτού, βρίσκει τον 70χρονο γιο του, τον Γκέοργκ, έναν συνταξιοδοτημένο δάσκαλο, που ενημερώνει τον Άλι πως ο πατέρας του έχει πεθάνει. Ανταλλάσσουν λόγια πικρά, ο Γκέοργκ ουσιαστικά σνομπάρει τον Άλι και ο Άλι φεύγει αδικαίωτος και απογοητευμένος.
Λίγο καιρό μετά ο Γκέοργκ φτάνει στην Μπρατισλάβα αναζητώντας τον Άλι. Θέλει να τον χρησιμοποιήσει ως οδηγό και μεταφραστή, καθώς έχει αποφασίσει να επισκεφτεί όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε ο πατέρας του, μέρη τα οποία ανέφερε σε επιστολές σταλμένες προς τον γιο του, τις οποίες ο Γκέοργκ ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν τις είχε ανοίξει. Ο Άλι χρειάζεται τα χρήματα και δέχεται. Οι δύο γηραιοί κύριοι ξεκινούν ένα απρόοπτο οδοιπορικό, που θα τους πλησιάσει στις απαντήσεις που γυρεύουν...
Η άποψή μας: «Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για τον γιο ενός θύτη ή για τον γιο ενός θύματος;». Αυτή είναι μια φράση που ακούγεται στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή ταινία και λειτουργεί ως το βασικό ερώτημα που θέτει, αφήνοντας τον θεατή να αποφασίσει αν οι απαντήσεις που δίνει είναι ικανοποιητικές. Η ερώτηση μπορεί να πάρει κι άλλες μορφές: στη θέση του γιου βάλτε κόρη, πατέρα ή μητέρα. Πάλι η δυναμική του ερωτήματος είναι πολύ μεγάλη. Εδώ, όμως, έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς συνδέεται άμεσα με το Ολοκαύτωμα. Οι δημιουργοί της ταινίας με πολύ έξυπνο τρόπο απαντούν στο ερώτημα – στο (θα μπορούσε να πει κανείς μέχρι και) προβοκατόρικο ερώτημα. Κατορθώνουν να τζογκλάρουν ένα θέμα, του οποίου η διαχείριση μπορεί να τους οδηγήσει στον Καιάδα, με αξιοπρέπεια, συνέπεια, μέχρι και χιούμορ! Κι αυτό χωρίς να κάνουν στρογγυλέψεις, παραχωρήσεις και «τα στραβά μάτια». Το ακριβώς αντίθετο με την καθ’ ημάς «εθνική συμφιλίωση», που κρύβει μπόλικη υποκρισία.
Μα την Παναγία, θα έβγαζα το καπέλο μου (που δεν φορώ) σε έναν Έλληνα σκηνοθέτη, που θα είχε τα κάκαλα να γυρίσει μια ταινία κατά την οποία ο γιος ενός κομουνιστή αντάρτη, τα βρίσκει με τον γιο ενός εθνικόφρονα – αντιπάλων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου! Θέλει ντελικάτο χειρισμό όλο αυτό, όχι ωραιοποιήσεις, όχι ρομαντισμούς, γιατί αλλιώς καταλήγουμε στο «Έλληνας να σκοτώνει Έλληνα;» του «Ψυχή βαθιά», που δυστυχώς δεν έπεισε. Το αντίθετο πείθει ακόμα στη χώρα μας: η ταινία «Δεμένη κόκκινη κλωστή» του Κώστα Χαραλάμπους είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ίσως να φταίει και η εγγύτητα στο θέμα που θίγεται. Ίσως οι Εβραίοι που θα δουν αυτήν την ταινία να «κλωτσήσουν», να μην αποδεχτούν πως όλο αυτό καταλήγει σε ένα υπέροχο, ελεγειακό, τρυφερό και λυπητερό road movie, αφού έχει περάσει και από το πλαίσιο του buddy movie! Ναι, μια ταινία που μιλάει για το Ολοκαύτωμα, μπορεί να τα πετύχει όλα αυτά. Χωρίς να βάλει νερό στο κρασί της. Κι όντας αρκούντως εμπορική. Τ
ο σενάριο είναι καλογραμμένο και η σκηνοθετική προσέγγιση του θέματος η κατάλληλη. Και είναι τρομερό να βλέπεις τα δύο παππούδια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στο ρόλο του Σλοβάκου (το ρόλο του γιου των θυμάτων) ο σπουδαίος Jirí Menzel, σκηνοθέτης που έχει κερδίσει Όσκαρ για την εξαιρετική ταινία «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (Ostre sledované vlaky, 1966), είναι απλά εξαίσιος. Τα ίσα κρατάει στο ρόλο του Αυστριακού (το ρόλο του γιου του θύτη) ο ηθοποιός που γνωρίσαμε μέσω του εξαίσιου «Toni Erdmann», ο Peter Simonischek, σε μια θηριώδη πραγματικά ερμηνεία, σαφέστατα πιο αβανταδόρικη από του συμπρωταγωνιστή του. Βγάζει με απίστευτη φυσικότητα το ρόλο ενός ανθρώπου, που δείχνει μπρούτος (το μόνιμο παράπονο του Άλι) και… ευνοημένος (ειρωνεία, ε;) από όλα όσα έχουν συμβεί, εντέλει όμως είναι ένας μοναχικός γεράκος, που κουβαλάει μια τεράστια πληγή, η οποία χαίνει. Να είσαι γιος ενός καθάρματος. Κι όλοι να σε βλέπουν ως βδέλυγμα. Να κουβαλάς τη στάμπα χωρίς καθόλου να φταις. Από την άλλη, ο γιος των θυμάτων κατευθείαν είναι πιο αγαπητός, πιο συμπαθής, πιο αποδεκτός. Κι αν είναι αυτός κάθαρμα; Αξίζει να απολαμβάνει τα… καλά της κατάστασής του;
Όλο αυτό με το «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» επανέρχεται ακόμα και στις πιο χαλαρές στιγμές της ταινίας. Σε μια σκηνή τα δύο γερόντια παίρνουν μαζί τους δύο νεαρώτερές τους γυναίκες, που βρίσκουν στο διάβα τους. Η μία από αυτές, για να κάνει πλάκα τους ρωτάει αν είναι αδέλφια. «Ναι, είμαστε», απαντάει ο Γκέοργκ. «Και μάλιστα είμαστε δίδυμοι». «Μα δεν μοιάζετε καθόλου», του αποκρίνεται και πάλι η κοπέλα που τους ρώτησε. «Ναι, είμαστε από διαφορετικούς πατεράδες», απαντάει εκ νέου ο πανέξυπνος και γκομενάκιας Γκέοργκ. Που κρύβει κι ένα μυστικό – μια μικρή ανατροπή για την ταινία, όχι απολύτως απαραίτητη, αλλά δεν σε «χαλάει» κιόλας. Α, πολύ καλή είναι και η Zuzana Mauréry, η οποία υποδύεται την κόρη του Άλι – την είχαμε θαυμάσει στη «Δασκάλα» του Jan Hrebejk. Δυνατή ταινία και μπράβο στους δημιουργούς της.
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 29/09, στις 20.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Η υπόθεση: Ο Άλι Άνγκαρ είναι ένας 80χρονος γηραιός, καλοσυνάτος Εβραίος από τη Σλοβακία. Τυχαίνει να διαβάσει ένα βιβλίο γραμμένο από αξιωματικό των SS και διαπιστώνει πως μεταξύ των άλλων, περιγράφει τη δολοφονία των γονέων του κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ή έτσι νομίζει τουλάχιστον. Αποφασίζει να πάει να τον βρει. Και να πάρει εκδίκηση, δολοφονώντας τον. Ταξιδεύει με τρένο στη Βιέννη και φτάνει στο διαμέρισμα του αξιωματικού. Αντ' αυτού, βρίσκει τον 70χρονο γιο του, τον Γκέοργκ, έναν συνταξιοδοτημένο δάσκαλο, που ενημερώνει τον Άλι πως ο πατέρας του έχει πεθάνει. Ανταλλάσσουν λόγια πικρά, ο Γκέοργκ ουσιαστικά σνομπάρει τον Άλι και ο Άλι φεύγει αδικαίωτος και απογοητευμένος.
Λίγο καιρό μετά ο Γκέοργκ φτάνει στην Μπρατισλάβα αναζητώντας τον Άλι. Θέλει να τον χρησιμοποιήσει ως οδηγό και μεταφραστή, καθώς έχει αποφασίσει να επισκεφτεί όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε ο πατέρας του, μέρη τα οποία ανέφερε σε επιστολές σταλμένες προς τον γιο του, τις οποίες ο Γκέοργκ ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν τις είχε ανοίξει. Ο Άλι χρειάζεται τα χρήματα και δέχεται. Οι δύο γηραιοί κύριοι ξεκινούν ένα απρόοπτο οδοιπορικό, που θα τους πλησιάσει στις απαντήσεις που γυρεύουν...
Η άποψή μας: «Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για τον γιο ενός θύτη ή για τον γιο ενός θύματος;». Αυτή είναι μια φράση που ακούγεται στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή ταινία και λειτουργεί ως το βασικό ερώτημα που θέτει, αφήνοντας τον θεατή να αποφασίσει αν οι απαντήσεις που δίνει είναι ικανοποιητικές. Η ερώτηση μπορεί να πάρει κι άλλες μορφές: στη θέση του γιου βάλτε κόρη, πατέρα ή μητέρα. Πάλι η δυναμική του ερωτήματος είναι πολύ μεγάλη. Εδώ, όμως, έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς συνδέεται άμεσα με το Ολοκαύτωμα. Οι δημιουργοί της ταινίας με πολύ έξυπνο τρόπο απαντούν στο ερώτημα – στο (θα μπορούσε να πει κανείς μέχρι και) προβοκατόρικο ερώτημα. Κατορθώνουν να τζογκλάρουν ένα θέμα, του οποίου η διαχείριση μπορεί να τους οδηγήσει στον Καιάδα, με αξιοπρέπεια, συνέπεια, μέχρι και χιούμορ! Κι αυτό χωρίς να κάνουν στρογγυλέψεις, παραχωρήσεις και «τα στραβά μάτια». Το ακριβώς αντίθετο με την καθ’ ημάς «εθνική συμφιλίωση», που κρύβει μπόλικη υποκρισία.
Μα την Παναγία, θα έβγαζα το καπέλο μου (που δεν φορώ) σε έναν Έλληνα σκηνοθέτη, που θα είχε τα κάκαλα να γυρίσει μια ταινία κατά την οποία ο γιος ενός κομουνιστή αντάρτη, τα βρίσκει με τον γιο ενός εθνικόφρονα – αντιπάλων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου! Θέλει ντελικάτο χειρισμό όλο αυτό, όχι ωραιοποιήσεις, όχι ρομαντισμούς, γιατί αλλιώς καταλήγουμε στο «Έλληνας να σκοτώνει Έλληνα;» του «Ψυχή βαθιά», που δυστυχώς δεν έπεισε. Το αντίθετο πείθει ακόμα στη χώρα μας: η ταινία «Δεμένη κόκκινη κλωστή» του Κώστα Χαραλάμπους είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ίσως να φταίει και η εγγύτητα στο θέμα που θίγεται. Ίσως οι Εβραίοι που θα δουν αυτήν την ταινία να «κλωτσήσουν», να μην αποδεχτούν πως όλο αυτό καταλήγει σε ένα υπέροχο, ελεγειακό, τρυφερό και λυπητερό road movie, αφού έχει περάσει και από το πλαίσιο του buddy movie! Ναι, μια ταινία που μιλάει για το Ολοκαύτωμα, μπορεί να τα πετύχει όλα αυτά. Χωρίς να βάλει νερό στο κρασί της. Κι όντας αρκούντως εμπορική. Τ
ο σενάριο είναι καλογραμμένο και η σκηνοθετική προσέγγιση του θέματος η κατάλληλη. Και είναι τρομερό να βλέπεις τα δύο παππούδια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στο ρόλο του Σλοβάκου (το ρόλο του γιου των θυμάτων) ο σπουδαίος Jirí Menzel, σκηνοθέτης που έχει κερδίσει Όσκαρ για την εξαιρετική ταινία «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (Ostre sledované vlaky, 1966), είναι απλά εξαίσιος. Τα ίσα κρατάει στο ρόλο του Αυστριακού (το ρόλο του γιου του θύτη) ο ηθοποιός που γνωρίσαμε μέσω του εξαίσιου «Toni Erdmann», ο Peter Simonischek, σε μια θηριώδη πραγματικά ερμηνεία, σαφέστατα πιο αβανταδόρικη από του συμπρωταγωνιστή του. Βγάζει με απίστευτη φυσικότητα το ρόλο ενός ανθρώπου, που δείχνει μπρούτος (το μόνιμο παράπονο του Άλι) και… ευνοημένος (ειρωνεία, ε;) από όλα όσα έχουν συμβεί, εντέλει όμως είναι ένας μοναχικός γεράκος, που κουβαλάει μια τεράστια πληγή, η οποία χαίνει. Να είσαι γιος ενός καθάρματος. Κι όλοι να σε βλέπουν ως βδέλυγμα. Να κουβαλάς τη στάμπα χωρίς καθόλου να φταις. Από την άλλη, ο γιος των θυμάτων κατευθείαν είναι πιο αγαπητός, πιο συμπαθής, πιο αποδεκτός. Κι αν είναι αυτός κάθαρμα; Αξίζει να απολαμβάνει τα… καλά της κατάστασής του;
Όλο αυτό με το «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» επανέρχεται ακόμα και στις πιο χαλαρές στιγμές της ταινίας. Σε μια σκηνή τα δύο γερόντια παίρνουν μαζί τους δύο νεαρώτερές τους γυναίκες, που βρίσκουν στο διάβα τους. Η μία από αυτές, για να κάνει πλάκα τους ρωτάει αν είναι αδέλφια. «Ναι, είμαστε», απαντάει ο Γκέοργκ. «Και μάλιστα είμαστε δίδυμοι». «Μα δεν μοιάζετε καθόλου», του αποκρίνεται και πάλι η κοπέλα που τους ρώτησε. «Ναι, είμαστε από διαφορετικούς πατεράδες», απαντάει εκ νέου ο πανέξυπνος και γκομενάκιας Γκέοργκ. Που κρύβει κι ένα μυστικό – μια μικρή ανατροπή για την ταινία, όχι απολύτως απαραίτητη, αλλά δεν σε «χαλάει» κιόλας. Α, πολύ καλή είναι και η Zuzana Mauréry, η οποία υποδύεται την κόρη του Άλι – την είχαμε θαυμάσει στη «Δασκάλα» του Jan Hrebejk. Δυνατή ταινία και μπράβο στους δημιουργούς της.
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 29/09, στις 20.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Τα αδέλφια Fabio και Damiano D’Innocenzo γεννήθηκαν στη Ρώμη το 1988, είναι δηλαδή 30 χρονών και είναι ομοζυγωτοί δίδυμοι! Πέρασαν την εφηβεία τους στα περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας ζωγραφίζοντας, γράφοντας ποιήματα και τραβώντας φωτογραφίες. Χωρίς να έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία ή γενικώς κινηματογράφο, έχουν γυρίσει βιντεοκλίπς, τηλεταινίες κι έχουν σκηνοθετήσει κι ένα θεατρικό έργο. Το ντεμπούτο τους στις μεγάλου μήκους ταινίες ονομάζεται Αδέλφια εξ αίματος (La terra dell’abbastanza/ Boys Cry) κι εμείς είδαμε το φιλμ – που μας ενθουσίασε! – στο τμήμα Panorama της περασμένης Berlinale.
Η υπόθεση: Ο Μίρκο κι ο Μανόλο είναι παιδικοί φίλοι που ζουν στη Ρώμη, σπουδάζουν σε τεχνικές σχολές τα πρωινά και τα βράδια δουλεύουν ως ντελίβερι πίτσας. Μια νύχτα, τελειώνοντας τη βάρδιά τους θα παρασύρουν με το αμάξι τους έναν άνθρωπο και θα τον εγκαταλείψουν. Δεν τους έχει δει κανείς. Και ο πατέρας του Μανόλο τους λέει να μην ανησυχούν και πως όλα θα πάνε καλά. Κι όντως, έτσι πάνε. Γιατί, ο άνθρωπος που σκότωσαν ήταν ένας πρώην μαφιόζος, προστατευόμενος μάρτυρας και μία από τις συμμορίες τον είχε ήδη βάλει στο μάτι για να τον ξεπαστρέψει. Ο πατέρας του Μανόλο, που πήγαινε σχολείο με κάποια από τα μέλη της συμμορίας, λέει πως το παιδί του σκότωσε τον μάρτυρα.
Έτσι, ο Μανόλο αρχικά και ο Μίρκο αργότερα, γίνονται κι αυτοί μέλη (δοκιμαστικά) της συμμορίας. Η... καριέρα τους περιλαμβάνει μια δολοφονία με όπλα αυτήν τη φορά, ως βάπτισμα του πυρός κι εμπλοκή σε εμπόριο λευκής σαρκός, παιδοφιλία και διακίνηση ναρκωτικών. Ο Μίρκο δεν μπορεί να το χειριστεί άνετα όλο αυτό και η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο βίαιη. Κι όταν μία αποστολή που αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι, η οποία θα τους ανεβάσει στην ιεραρχία της συμμορίας, πηγαίνει στραβά, ο Μίρκο καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις...
Η άποψή μας: Είναι τρελό πόσες πολλές ταινίες μπορούν να γυριστούν στην Ιταλία με θέμα τη μαφία! Και οι μπαγάσες οι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, μετά από ένα διάστημα μετριοτήτων, επανήλθαν δριμύτεροι, με ταινίες συγκλονιστικές κυριολεκτικά. Όπως τούτη εδώ! Που δεν σταματάει να θέτει ερωτήματα και ηθικά διλήμματα στον θεατή. Που ξεκινάει ως ανεμοστρόβιλος και σε σφυροκοπάει μέχρι το εξαιρετικό φινάλε! Αρχικά, νομίζεις πως θα δεις μια ταινία για τις συνέπειες ενός hit and run σε δυο αμούστακα αγόρια, τους υπεύθυνους για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας, έτοιμα όμως να αρπάξουν τη ζωή που θεωρούν ότι τους ανήκει και να τη ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μετά, οι σκηνοθέτες κάνουν μια στροφή: εντάξει παιδιά, μαφιόζο φάγατε, δεν τρέχει και τίποτε, έτσι κι αλλιώς σημαδεμένος ήταν, γλιτώσατε και τις σφαίρες που θα ξοδευόταν για τη δολοφονία του!
Η δολοφονία ενός ανθρώπου, λοιπόν, λειτουργεί εντέλει ως... λαχείο για τα δύο παιδιά! Μιας που έστω και κατά λάθος θα βρεθούν να δουλεύουν στο οργανωμένο έγκλημα. Είναι μειράκια αλλά αρχίζουν να βγάζουν καλά φράγκα. Και κατά πως φαίνεται δεν τους νοιάζει ο τρόπος! Αλλάζουν, αναισθητοποιούνται, δεν χαμπαριάζουν τίποτε! Όταν ο πιο ευαίσθητος Μίρκο δείχνει να επηρεάζεται ψυχοσωματικά πχιά από την όλη κατάσταση, ο Μανόλο του λέει: «είναι επειδή σκέφτεσαι – μην σκέφτεσαι». Ναι, μην σκέφτεσαι. Γιατί αν σκεφτείς δεν θα μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις. Ο χαρακτήρας των δύο παιδιών έχει να κάνει και με το με ποιον γονέα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Μανόλο χαίρεται που ο γιος του ανεβαίνει στη μαφία, βγάζει λεφτά, μπορεί επιτέλους να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η μητέρα του Μίρκο, όμως, δεν χαίρεται καθόλου. Ξέρει ότι τα χρήματα είναι βρώμικα. Τα χρειάζεται αλλά δεν τα θέλει. Όλα αυτά τα παρουσιάζουν οι δύο σκηνοθέτες με τη μορφή του επείγοντος, με τρομερή αυθεντικότητα, με γνώση των κωδίκων του είδους, με καθαρή ματιά και είπαμε με συνεχές σφυροκόπημα του θεατή: εσύ τι θα έκανες στη θέση τους;
Μάλλον έχουν δει και τον «Δεκαπενταύγουστο» του Γιάνναρη γιατί στο φινάλε πάνε να κλείσουν με κάτι ανάλογο. Όχι όμως. Στην ταινία τους δεν υπάρχει χώρος για σωτηρία, για μετάνοια, για άφεση αμαρτιών. Και το μικρό φινάλε μετά το φινάλε, λίγο ή πολύ καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γεγονότα, μας οδηγεί σε συνάντηση των δύο γονέων: του πατέρα του Μανόλο και της μητέρας του Μίρκο. Λένε διάφορα, και κάποια στιγμή ρωτάει ο πατέρας του Μανόλο: «και τι θα φάτε για μεσημεριανό»; Για να πάρει την απάντηση: «Αυτά που έχουμε». Αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε τη στάση ζωής που κρύβει η τόσο μικρή αλλά τόσο γενναία αυτή φράση. Εύγε στους Ιταλούς. Μπράβο τους.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 30/09, στις 22.30, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Η υπόθεση: Ο Μίρκο κι ο Μανόλο είναι παιδικοί φίλοι που ζουν στη Ρώμη, σπουδάζουν σε τεχνικές σχολές τα πρωινά και τα βράδια δουλεύουν ως ντελίβερι πίτσας. Μια νύχτα, τελειώνοντας τη βάρδιά τους θα παρασύρουν με το αμάξι τους έναν άνθρωπο και θα τον εγκαταλείψουν. Δεν τους έχει δει κανείς. Και ο πατέρας του Μανόλο τους λέει να μην ανησυχούν και πως όλα θα πάνε καλά. Κι όντως, έτσι πάνε. Γιατί, ο άνθρωπος που σκότωσαν ήταν ένας πρώην μαφιόζος, προστατευόμενος μάρτυρας και μία από τις συμμορίες τον είχε ήδη βάλει στο μάτι για να τον ξεπαστρέψει. Ο πατέρας του Μανόλο, που πήγαινε σχολείο με κάποια από τα μέλη της συμμορίας, λέει πως το παιδί του σκότωσε τον μάρτυρα.
Έτσι, ο Μανόλο αρχικά και ο Μίρκο αργότερα, γίνονται κι αυτοί μέλη (δοκιμαστικά) της συμμορίας. Η... καριέρα τους περιλαμβάνει μια δολοφονία με όπλα αυτήν τη φορά, ως βάπτισμα του πυρός κι εμπλοκή σε εμπόριο λευκής σαρκός, παιδοφιλία και διακίνηση ναρκωτικών. Ο Μίρκο δεν μπορεί να το χειριστεί άνετα όλο αυτό και η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο βίαιη. Κι όταν μία αποστολή που αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι, η οποία θα τους ανεβάσει στην ιεραρχία της συμμορίας, πηγαίνει στραβά, ο Μίρκο καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις...
Η άποψή μας: Είναι τρελό πόσες πολλές ταινίες μπορούν να γυριστούν στην Ιταλία με θέμα τη μαφία! Και οι μπαγάσες οι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, μετά από ένα διάστημα μετριοτήτων, επανήλθαν δριμύτεροι, με ταινίες συγκλονιστικές κυριολεκτικά. Όπως τούτη εδώ! Που δεν σταματάει να θέτει ερωτήματα και ηθικά διλήμματα στον θεατή. Που ξεκινάει ως ανεμοστρόβιλος και σε σφυροκοπάει μέχρι το εξαιρετικό φινάλε! Αρχικά, νομίζεις πως θα δεις μια ταινία για τις συνέπειες ενός hit and run σε δυο αμούστακα αγόρια, τους υπεύθυνους για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας, έτοιμα όμως να αρπάξουν τη ζωή που θεωρούν ότι τους ανήκει και να τη ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μετά, οι σκηνοθέτες κάνουν μια στροφή: εντάξει παιδιά, μαφιόζο φάγατε, δεν τρέχει και τίποτε, έτσι κι αλλιώς σημαδεμένος ήταν, γλιτώσατε και τις σφαίρες που θα ξοδευόταν για τη δολοφονία του!
Η δολοφονία ενός ανθρώπου, λοιπόν, λειτουργεί εντέλει ως... λαχείο για τα δύο παιδιά! Μιας που έστω και κατά λάθος θα βρεθούν να δουλεύουν στο οργανωμένο έγκλημα. Είναι μειράκια αλλά αρχίζουν να βγάζουν καλά φράγκα. Και κατά πως φαίνεται δεν τους νοιάζει ο τρόπος! Αλλάζουν, αναισθητοποιούνται, δεν χαμπαριάζουν τίποτε! Όταν ο πιο ευαίσθητος Μίρκο δείχνει να επηρεάζεται ψυχοσωματικά πχιά από την όλη κατάσταση, ο Μανόλο του λέει: «είναι επειδή σκέφτεσαι – μην σκέφτεσαι». Ναι, μην σκέφτεσαι. Γιατί αν σκεφτείς δεν θα μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις. Ο χαρακτήρας των δύο παιδιών έχει να κάνει και με το με ποιον γονέα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Μανόλο χαίρεται που ο γιος του ανεβαίνει στη μαφία, βγάζει λεφτά, μπορεί επιτέλους να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η μητέρα του Μίρκο, όμως, δεν χαίρεται καθόλου. Ξέρει ότι τα χρήματα είναι βρώμικα. Τα χρειάζεται αλλά δεν τα θέλει. Όλα αυτά τα παρουσιάζουν οι δύο σκηνοθέτες με τη μορφή του επείγοντος, με τρομερή αυθεντικότητα, με γνώση των κωδίκων του είδους, με καθαρή ματιά και είπαμε με συνεχές σφυροκόπημα του θεατή: εσύ τι θα έκανες στη θέση τους;
Μάλλον έχουν δει και τον «Δεκαπενταύγουστο» του Γιάνναρη γιατί στο φινάλε πάνε να κλείσουν με κάτι ανάλογο. Όχι όμως. Στην ταινία τους δεν υπάρχει χώρος για σωτηρία, για μετάνοια, για άφεση αμαρτιών. Και το μικρό φινάλε μετά το φινάλε, λίγο ή πολύ καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γεγονότα, μας οδηγεί σε συνάντηση των δύο γονέων: του πατέρα του Μανόλο και της μητέρας του Μίρκο. Λένε διάφορα, και κάποια στιγμή ρωτάει ο πατέρας του Μανόλο: «και τι θα φάτε για μεσημεριανό»; Για να πάρει την απάντηση: «Αυτά που έχουμε». Αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε τη στάση ζωής που κρύβει η τόσο μικρή αλλά τόσο γενναία αυτή φράση. Εύγε στους Ιταλούς. Μπράβο τους.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 30/09, στις 22.30, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Θόδωρος Γιαχουστίδης