Νύχτες Πρεμιέρας 2018 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.3 - Έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Ο έρωτας βρίσκεται στο επίκεντρο των τριών ταινιών με τις οποίες θα ασχοληθούμε σήμερα. Και οι τρεις έλαβαν μέρος σε διαγωνιστικά τμήματα – οι δύο στις Κάννες, η μία στο Βερολίνο. Αυτή του Βερολίνου διαγωνίζεται και στην Αθήνα – οι άλλες δύο προβάλλονται στο τμήμα «Festival Darlings». Και οι τρεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες. Σας προτείνουμε να τις δείτε και τις τρεις. Αν και στην κορεάτικη έχουμε μια μεγαλύτερη αγάπη, η αλήθεια είναι...

Sorry Angel AIFF 2018

Ο Christophe Honoré είναι ένας ανοιχτά γκέι Γάλλος δημιουργός. Οι ταινίες του συχνά μιλάνε για την ομοφυλοφιλία και για το Aids. Η ταινία του «Οι χτύποι της καρδιάς μου» με πρωτότυπο τίτλο Plaire, aimer et courir vite και αγγλικό τίτλο Sorry Angel είναι η 10η μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί. Είναι η τέταρτη ταινία του που έλαβε μέρος στο φεστιβάλ των Καννών και η δεύτερή του που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα, μετά το «Les chansons d'amour» του 2007. Μόλις τρεις από τις προηγούμενες ταινίες του έχουν προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη...

Η υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο 20χρονος Αρτούρ ζει και σπουδάζει στη Ρεν. Μόλις έχει βγάλει άκρη με τη σεξουαλική του ταυτότητα: του αρέσουν οι άνδρες. Λατρεύει να διαβάζει βιβλία και να ζει τη ζωή στην απόλυτη πληρότητά της. Είναι ταυτόχρονα ρομαντικός αλλά και ρεαλιστής. Ένα βράδυ, μέσα σε έναν κινηματογράφο που παίζει τα «Μαθήματα πιάνου», θα γνωρίσει τον Ζακ. Ο Ζακ είναι ένας συγγραφέας, με σχεδόν τη διπλάσια ηλικία από τον Αρτούρ, που βρέθηκε στη Ρεν καθώς ένα θεατρικό του ανεβαίνει στην πόλη. Κανονικά, ζει στο Παρίσι, μαζί με τον ανήλικο γιο του. Και ο Ζακ είναι γκέι. Και μάλιστα είναι θετικός στον ιό του Aids. Όλο το καλοκαίρι, ο Αρτούρ και ο Ζακ απολαμβάνουν και αγαπούν ο ένας τον άλλον. Όποτε μπορούν να το κάνουν δηλαδή. Έχουν μια σχέση δάσκαλου – μαθητή, πέρα όλων των άλλων. Όμως, ο Ζακ βλέπει αλλιώς τον έρωτα σε σχέση με τον Αρτούρ. Κι αυτό οδηγεί σε ασύμβατες καταστάσεις – ιδίως από τη στιγμή που για έναν από τους δυο, ο χρόνος τελειώνει...

Η άποψή μας: Ο Honoré είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που ενώ δεν έχουν γυρίσει κανένα αριστούργημα ως τώρα, θεωρείται απολύτως συμπαθής από τη σινεφίλ κοινότητα. Την πολύ σινεφίλ. Γιατί το μεγάλο κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, δεν τον γνωρίζει και δεν δείχνει και καμία ιδιαίτερη διάθεση να τον μάθει. Σε τούτη την ταινία ο Honoré παρουσιάζει μια γλυκιά, ερωτική ιστορία. Μια ερωτική ιστορία που αφορά τη σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες. Και αυτή, όπως κι όλες οι ερωτικές ιστορίες, κουβαλάει διάφορα προβλήματα. Υπάρχει η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δύο εραστές. Υπάρχει η διαφορά φιλοσοφίας. Υπάρχει η διαφορά ότι ο Ζακ έζησε έρωτες, ξαναέζησε έρωτες, είδε φίλους να πεθαίνουν από Aids, είδε εραστές κι αγαπημένους να πεθαίνουν από την αρρώστια. Μπορεί να έλκεται από τον Αρτούρ, το σφρίγος του, τη νεανικότητά του, την διάθεσή του να μάθει τα πάντα και να ζήσει τα πάντα, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι κυνικός.

Θαρρείς και ο Honoré έχει βάλει τον εαυτό του (μιας που υπογράφει μόνος του το σενάριο, όπως σε όλες του τις ταινίες) να χωριστεί ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Είναι η νεανική και η πιο ενήλικη έκδοχή του εαυτού του κατά μία έννοια. Το καστ που διαθέτει ο σκηνοθέτης για να υλοποιήσει το όραμά του είναι εξαιρετικό. Ο Pierre Deladonchamps στο ρόλο του Ζακ είναι σπουδαίος ενώ ακόμα και ο γενικά αντιπαθής Vincent Lacoste, εδώ τα πηγαίνει μια χαρά. Σε δεύτερο ρόλο ο Denis Podalydès είναι απολαυστικός. Αυτό που περισσότερο μας άρεσε μέσα στην ταινία είναι οι αναφορές του σκηνοθέτη σε καθετί που του αρέσει από άποψη τέχνης. Από τις ταινίες και τους σπουδαίους δημιουργούς της Έβδομης Τέχνης τους οποίους λατρεύει (υπάρχει σκηνή όπου ο Αρτούρ επισκέπτεται τον τάφο του Φρανσουά Τριφό), την ποίηση και τους αγαπημένους του συγγραφείς (με ιδιαίτερη αγάπη στον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές) και κυρίως τη μουσική που αγαπά. Εδώ, σε επίπεδο σάουντρακ, έχουμε τα πάντα: από «Pump up the volume» και Prefab Sprout μέχρι τους Ride! Σπουδαία συλλογή, μα την αλήθεια! Αυτά είναι τα ωραία, που όμως είναι λίγο εξειδικευμένα.

Εκεί που ο Honoré χάνει το παιχνίδι είναι με το πιο ενοχλητικό χαρακτηριστικό των γαλλικών ταινιών. Την πολυλογία. Οι ήρωες μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, πολύ περισσότερο από όσο καπνίζουν τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο! Κάποιες φορές αυτά που λένε είναι πολύ ενδιαφέροντα. Όπως πχ ο μονόλογος του Αρτούρ που τάσσεται υπέρ του σεξ στις τουαλέτες κι ας μυρίζουν ολόγυρα τα ούρα. Έχει μια αλήθεια ο λόγος του εκεί, μια αλήθεια, μια δυναμική. Είναι ποιητικός ο οίστρος του, είναι τεκμηριωμένος, είναι ζωντανός. Γενικά, όμως, αυτός ο μαξιμαλισμός στο μπουρ μπουρ, οδηγεί και σε ξεχείλωμα των ρυθμών και σε μια ταινία, που εντέλει χρειάζεται να φτάσει στις δύο ώρες και 15 λεπτά για να μας πει αυτά που θα καταλαβαίναμε και στη μιάμιση ώρα. Τέλος πάντων, Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα την πιάσει τη μεγάλη επίδοση ο δικός μας.

(η ταινία προβάλλεται την Δευτέρα 24/09, στις 19.45, στην αίθουσα IDEAL)

Burning AIFF 2018

Δεύτερη ταινία στη σημερινή μας «ανταπόκριση» το φιλμ «Το παιχνίδι με τη φωτιά» (πρωτότυπος τίτλος: Beoning, αγγλιστί: Burning) του Κορεάτη Lee Chang-dong. Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου δημιουργού και η τρίτη συνεχόμενή του που λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η «Κρυφή ηλιαχτίδα» (Secret Sunshine, 2007) κέρδισε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και το «Ποίηση» (Poetry, 2010) κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και εκείνο της Οικουμενικής Επιτροπής. Τούτη η ταινία κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI, των κριτικών δηλαδή. Οχτώ ολόκληρα χρόνια είχε να εμφανιστεί στις Κάννες λοιπόν ο σπουδαίος δημιουργός. Οχτώ χρόνια είχε και να γυρίσει ταινία. Ήταν στη μαύρη λίστα του προηγούμενου καθεστώτος στη Νότια Κορέα. Και να φανταστεί κανείς πως έχει υπάρξει και υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του! Το σενάριο τούτης της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος, μαζί με την Oh Jung-mi με πρώτη ύλη το διήγημα του Haruki Murakami «Barn Burning», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1992 στο περιοδικό New Yorker. Και η ταινία κατάφερε ό,τι είχε καταφέρει μόνο το «Toni Erdman» έως σήμερα: έπιασε μέσο όρο βαθμολογίας 3,8 (με άριστα το 4) στις βαθμολογήσεις που δίνουν κριτικοί από διάφορα έντυπα στο περιοδικό Screen! Γενικά, άρεσε η ταινία. Όχι σε όλους (ε, χμ). Προφανώς, έτσι;

Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας επαρχιώτης, που ζει πλέον στη Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται: φταίει που από τη μια η Χαέμι έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και από την άλλη πως όταν ήταν μικρή, του ήταν αδιάφορη και το μόνο που είχε να πει εκείνος για εκείνην, ήταν πως ήταν πολύ άσχημη! Κάτι που δεν ισχύει πια. Οι δύο νέοι θα πάνε στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Χαέμι και θα κάνουν έρωτα. Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει και να την ποτίζει. Ο Γιονγκσού δέχεται.

Παράλληλα, πηγαίνει στο πατρικό του για να το φροντίσει. Ο πατέρας του δικάζεται, καθώς επιτέθηκε σε κρατικό λειτουργό. Η αδελφή του έχει παντρευτεί. Η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κάποιος πρέπει να φροντίζει την πατρική φάρμα. Το χωριό είναι κοντά στη Σεούλ κι έτσι ο Γιονγκσού φροντίζει και τη γάτα της Χαέμι, την οποία δεν βλέπει ποτέ. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Μια παράξενη κατάσταση δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιανγκσού ισχύουν; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;

Η άποψή μας: Καμία ταινία του Pawel Pawlikovski δεν ξεπερνάει την μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Κορεάτης συνάδελφός του δεν είναι τόσο… λακωνικός. Όλες οι ταινίες του ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Γεγονός είναι πως αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ των Καννών. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται. Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ!

Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως για πολλούς κριτικούς κινηματογράφου. Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό, τη παρουσία χορού, μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή. Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής. Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να... πεθαίνεις από πείνα!

Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού κλείνει εντέλει, έτσι; Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μεγάφωνα της γείτονος ακούγονται διαρκώς προπαγανδιστικά ηχητικά μηνύματα. Η Σεούλ είναι κοντά στα σύνορα;

Καταλαβαίνετε που το πάω: ο σκηνοθέτης επιμένει να θολώνει τα νερά, να μην ξεκαθαρίζει ποτέ, τίποτε. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davies που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο Γιονγκσού την λέει πουτάνα ουσιαστικά και ο Μπεν εξομολογείται πως μια φορά ανά δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι, ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία, και θα κάψει ένα ακόμα θερμοκήπιο, εκεί κοντά, στην περιοχή. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο. Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του; Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας.

Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στο παγκόσμιο στερέωμα, φτιάχνει μια ταινία εκτυφλωτικά σπουδαία. Το κοινό όμως, το μεγάλο κοινό, νομίζω πως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με καθηλωμένη την εκκρεμότητα…

(η ταινία προβάλλεται την Τρίτη 25/09, στις 21.45, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)

In the Aisles AIFF 2018

Η τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε στη σημερινή μας ιδιότυπη ανταπόκριση μας έρχεται από την περασμένη Berlinale. Τίτλος της: «Στους διαδρόμους» (In den Gängen / In the Aisles). Πρόκειται για την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Thomas Stuber μετά από τα «Teenage Angst» (2008), που επίσης έλαβε μέρος στην Berlinale και «Herbert» (2015), που ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Τορόντο εκείνης της χρονιάς, συμμετείχε όμως και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο διαγωνιστικό τμήμα! Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Βερολίνο. Και είναι μια γλυκύτατη, αλήθεια, ταινία.

Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν είναι ένας ντροπαλός και μοναχικός 30άρης, που πιάνει δουλειά σε ένα αχανές υπερμάρκετ, σε μια άχρωμη πόλη της Γερμανίας, εκείνη που λίγα χρόνια πριν ονομαζόταν «Ανατολική». Τοποθετείται στο τμήμα των ποτών και χρίζεται χειριστής περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος. Κατευθείαν τον βάζει υπό την προστασία του ο Μπρούνο, παλαίουρας στο τμήμα, που ακόμα θυμάται με γλυκές αναμνήσεις, τις μέρες του ως οδηγός φορτηγού. Είναι εκείνος που θα μάθει στον Κρίστιαν πώς να χειρίζεται το μηχάνημα.

Ο Κρίστιαν προτιμά τις νυχτερινές βάρδιες, τότε που κλείνει το μαγαζί και δεν υπάρχουν πελάτες. Καλύπτει τα τατουάζ στα χέρια του με την φόρμα εργασίας: δεν θέλει να δείχνει στους συναδέλφους του σημάδια από ένα παρελθόν το οποίο θέλει να ξεχάσει. Και στο τμήμα των γλυκών συναντά την Μάριον. Μια όμορφη, μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον συναδέλφισσά του. Δίνουν κάθε φορά ραντεβού πάνω από τη μηχανή του καφέ. Εκείνη, τον φλερτάρει φανερά. Εκείνος την ερωτεύεται αλλά φοβάται να αποκαλύψει τα συναισθήματά του. Εξάλλου, η Μάριον είναι παντρεμένη. Ναι, αλλά δεν περνάει καλά στο γάμο της. Μια μέρα η Μάριον δεν πηγαίνει στη δουλειά. Μια μέρα ο Κρίστιαν θα πάει στο σπίτι του Μπρούνο. Μια μέρα όλα θα αλλάξουν...

Η άποψή μας: Όταν πήγαμε να δούμε τούτη την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της στο Βερολίνο, υπήρχε γενικότερα στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση ότι θα βλέπαμε κάτι ανάλογο του «Toni Erdmann». Ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι στο βασικό γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η Sandra Hüller, πραγματική αποκάλυψη στην ταινία της Maren Ade. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε! Γιατί αυτή η ταινία δεν είναι ετερόφωτη. Είναι μια αυτοφυής, χαμηλότονη, σπουδαία δημιουργία, που αδικείται με το να τη συγκρίνουμε με ένα άλλο έργο τέχνης. Αν ντε και καλά εγκλωβιστούμε σε μια διάθεση συγκρίσεων, πάντως, θα λέγαμε πως αν το «Toni Erdmann» επικεντρώνονταν στη σχέση μιας γυναίκας με τον πατέρα της, σε τούτη την ταινία βλέπουμε τη σχέση ενός νεαρού άνδρα με δύο συναδέλφους του: μία γυναίκα με την οποία θα ήθελε να συνδέεται ρομαντικά – σεξουαλικά κι έναν άντρα, που λειτουργεί ως πατρική φιγούρα. Αλλά είναι και μια ταινία για αυτό που λέμε «χώρος εργασίας».

Στο αχανές, απρόσωπο, γεμάτο ατελείωτους διαδρόμους και ράφια στοιβαγμένα με προϊόντα μέχρι το ταβάνι πολυκατάστημα, όχι mall, όχι ένα κέντρο καταναλωτισμού που σε προσελκύει όπως το φως τις πεταλούδες, αλλά ένα άσχημο, στεγνό, χωρίς ωραιοποιήσεις κτίριο, στο οποίο δεν μπαίνει φυσικό φως, στο οποίο το μόνο «φυσικό» είναι μια αφίσα ενός φοίνικα, ζουν και αναπνέουν και εργάζονται άνθρωποι, που κουβαλάνε τις δικές τους ιστορίες. Που δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους: τυπικές, φιλικές, ανταγωνιστικές, ερωτικές. Κάνουν γιορτές όλοι μαζί και ψήνουν λουκάνικα και πίνουν μπύρες. Μέσα σ' αυτήν τη μικροσκοπική (μέσα στο τεράστιο μέγεθός της) αφτιασίδωτη κουκκίδα του υπαρκτού καπιταλισμού, που θα περίμενε κανείς οι εργάτες να λειτουργούν ωσάν ρομπότ, αντιθέτως, οι εργάτες δεν είναι καθόλου έτσι. Κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο (στη ζούλα, μιας που δεν προβλέπεται)! Πού; Στη Γερμανία! Μιλούν, μοιράζονται, ζουν. Ναι ρε φίλε, αν το σκεφτεί κανείς, ακόμα και υπό τις χειρότερες συνθήκες, ζεις μια ολόκληρη ζωή, κανονικότητα, δίπλα και μαζί με τους συναδέλφους σου. Άλλους δεν τους χωνεύεις, για άλλους αδιαφορείς, υπάρχουν και οι άλλοι, που χαίρεσαι να τους βλέπεις κάθε μέρα. Είναι η οικογένειά σου μακριά από την οικογένειά σου! Κι αυτό το άθλιο, πανάσχημο κτίριο, γίνεται στην ταινία ένας θόλος, που προστατεύει όσους είναι από κάτω του από τον εχθρικό έξω κόσμο.

Ο σκηνοθέτης παίρνει άριστα στη διαχείριση του υλικού του. Στον καταμερισμό του. Στους ρυθμούς: η ταινία είναι λίγο πάνω από δύο ώρες, είναι φεστιβαλική (με ότι συνεπάγεται αυτό), είναι χαμηλότονη κι όμως δεν βαριέσαι ούτε σε μισό λεπτό της. Κι ας μας δείχνει την ρουτίνα, τη ρουτίνα ρε φίλε. Ο σκηνοθέτης με εξαιρετικό τρόπο μας λέει πως ακόμα και στο πιο στέρφο για την ανθρώπινη επικοινωνία υπέδαφος, θα ανθίσουν αισθήματα και συναισθήματα. Όχι πάντα ευχάριστα, όχι πάντα με ευτυχή κατάληξη. Υπάρχουν σκηνές πάρα πολύ δυνατές, που όμως δεν τις λες συγκλονιστικές, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης δεν θέλει να μεγεθύνει τα δεδομένα. Να τα δείξει έτσι όπως έχουν θέλει. Πχ η σκηνή που οι εργάτες, στη ζούλα και πάλι, καταβροχθίζουν μέσα από τους σκουπιδοτενεκέδες προϊόντα που πρέπει να αποσυρθούν επειδή έχουν λήξει, δεν υπάρχει στην ταινία για να συγκλονίσει. Σε πιάνει ένα σφίξιμο αλλά είναι η αλήθεια της σκηνής που σε παρασέρνει. Όταν ο Κρίστιαν πηγαίνει στο σπίτι της Μάριον για να μάθει για ποιον λόγο δεν πηγαίνει πλέον στη δουλειά, έχουμε μια σκηνή όπου θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Κρίστιαν τη δεδομένη στιγμή λειτουργεί ως stalker.

Κι όμως και πάλι με χαμηλούς τόνους ο σκηνοθέτης τη μοναξιά καταγράφει. Την ήσυχη απόγνωση. Για να μην μιλήσουμε για την κατάληξη της ιστορίας με τον Μπρούνο. Που αλλιώς είναι στη δουλειά και αλλιώς είναι στην πραγματικότητα. Το δημόσιο προφίλ μας και το ιδιωτικό. Μοναξιά μου όλα. Πω πω πω. Οι ερμηνείες από όλους είναι σπουδαίες. Την Hüller την θέλαμε περισσότερη ώρα στην ταινία. Η παρουσία της και μόνο μαγνητίζει το κοινό. Τα φώτα, όμως, πέφτουν αναγκαστικά περισσότερο πάνω στον Franz Rogowski, που υποδύεται τον Κρίστιαν. Είναι ένας ηθοποιός που ως φιζίκ και με το λαγόχειλό του, παραπέμπει στον Joaquin Phoenix. Έχει μια πολύ περίεργη εκφορά στο λόγο, αλλά είναι σαφέστατα ταλαντούχος. Έπαιξε και στο «Transit» του Petzold ενώ ήρθε με φόρα με ρόλους στο «Victoria» του Sebastian Schipper αλλά και το «Happy End» του Michael Haneke.

Πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά ταινία. Και σε ένα πλάνο, όπου η κάμερα ανεβαίνει στους ουρανούς του υπερμάρκετ και βλέπει τον μικρόκοσμό του από ψηλά, ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές θα πάνε για λίγο πάσο: τα πάντα εν σοφία εποίησε. Σκατά είναι ο κόσμος μας, σκατά οι συνθήκες που ζούμε, μέσα από τον βούρκο, όμως, υπάρχουν κάποιοι που κοιτάνε τα άστρα. Και τα άστρα ανταποδίδουν το βλέμμα αυτό...

(η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 27/09, στις 19.00, στην αίθουσα IDEAL και την Παρασκευή 28/09, στις 21.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 2)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

TIFF 2018