του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Νύχτες Πρεμιέρας 2018 LIVE Ep.1 - Δυο Γερμανοί και τα πουλιά που περνάνε!
Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή. Πολύ μικρή. Τόση δα. Λοιπόν, την Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου έγινε η επίσημη έναρξη για το 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Κι εμείς έχουμε δει ήδη μπόλικες ταινίες από το πρόγραμμά του στα φεστιβάλ Βερολίνου και Καννών, στα οποία παραβρεθήκαμε φέτος. Βρε εδώ είδαμε μέσω Festival Scope ταινιάρες από το περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπως το ερχόμενο από την Τουρκία «Το διάγγελμα» (παιδιά, όσοι βρεθείτε στο φεστιβάλ, μην το χάσετε, είναι πραγματικά σπουδαίο). Οπότε, όπως και πέρσι, ο Γιώργος θα κάνει τη βρώμικη δουλειά, γράφοντας για ταινίες που θα έχει δει στο φεστιβάλ, κι εγώ θα στέλνω «ανταποκρίσεις», επικαιροποιώντας (όπου χρειάζεται) κείμενα για ταινίες που θα προβάλλονται στην Αθήνα, από ανταποκρίσεις προηγούμενων φεστιβάλ. Και μάλιστα, αυτές οι «ανταποκρίσεις» θα ανεβαίνουν (Θεού και… Zervo θέλοντος) πριν την προβολή τους στην Αθήνα, οπότε θα λειτουργούν και λίγο προτρεπτικά ή και... αποτρεπτικά. Πάμε για την πρώτη τριάδα ταινιών λοιπόν!
Ξεκινάμε με μια ταινία που είδαμε στην περασμένη Berlinale. Μια γερμανική ταινία που συμμετείχε στο τμήμα Berlinale Special Gala ενώ στις «Νύχτες Πρεμιέρας» προβάλλεται στο τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Τίτλος της: «Η σιωπηλή επανάσταση», με αγγλικό τίτλο The Silent Revolution και πρωτότυπο τίτλο Das schweigende Klassenzimmer, που μεταφράζεται ως «Η σιωπηρή τάξη». Ο σκηνοθέτης της, Lars Kraume, έχει γυρίσει αρκετές ταινίες και τηλεταινίες, η μοναδική του ταινία, πάντως, η οποία πήρε διανομή στη χώρα μας ήταν το «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ: Μυστική ατζέντα» (Der Staat gegen Fritz Bauer, 2015). Μάλιστα, δύο από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταινίας και συγκεκριμένα οι Burghart Klaussner και Ronald Zehrfeld, έχουν και στη νέα ταινία βασικό ρόλο. Το σενάριο της ταινίας στηρίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Dietrich Garstka, ο οποίος περιγράφει σε αυτό τις περιπέτειες του ιδίου και των συμμαθητών του, επομένως μπορούμε να πούμε πως η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Η υπόθεση: 1956. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους σε ένα σινεμά του δυτικού Βερολίνου, δυο έφηβοι φίλοι, ο Τέο και ο Κουρτ, βλέπουν επίκαιρα (σημείωση 1: κάτι σαν ειδήσεις που προβάλλονταν στους κινηματογράφους τα παλιά τα χρόνια...) που τους τρομοκρατούν και τους αγχώνουν κι έχουν να κάνουν με τον ξεσηκωμό στην Ουγγαρία και τις κινήσεις των Σοβιετικών να τον καταπνίξουν. Γυρνώντας πίσω στην πόλη τους, το Στάλινσταντ, στην Ανατολική Γερμανία, προσπαθούν να βρουν τρόπο για να αντιδράσουν, να δείξουν τη συμπαράστασή τους στο λαό της Ουγγαρίας και να τα βάλουν για άλλη μια φορά με τους Σοβιετικούς. Αποφασίζουν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή (σημείωση 2: στη Γερμανία κρατάνε δύο λεπτά σιγή) στην τάξη τους, στο πρώτο τους μάθημα της επόμενης μέρας. Και το επιχειρούν.
Όμως, η κίνησή τους δεν περνάει απαρατήρητη. Η περιφερειάρχης παιδείας εμπλέκεται και σύντομα στο σχολείο τους εμφανίζεται κοτζάμ υπουργός! Τα παιδιά έχουν αποφασίσει να πουν ψέματα: πως δηλαδή κράτησαν ενός λεπτού σιγή προς τιμής του Φέρεντς Πούσκας, του σπουδαίου Ούγγρου ποδοσφαιριστή, που οι φήμες έλεγαν πως σκοτώθηκε στις αναταραχές. Ο κρατικός μηχανισμός όμως βλέπει σημάδια απειθαρχίας τα οποία βαφτίζει κίνηση με αντεπαναστατικά κίνητρα! Και ο υπουργός Παιδείας τους εκφοβίζει: αν μέσα σε μια βδομάδα δεν κατονομάσουν τον υποκινητή της συγκεκριμένης πράξης, όλα τα παιδιά της τάξης κινδυνεύουν με κάτι που θα καταστρέψει τη ζωή τους. Πώς θα αντιδράσουν;
Η άποψή μας: Κάτι σαν το «Οι ζωές των άλλων», αλλά με πρωταγωνιστές παιδιά φαντάζει τούτη η καλογυρισμένη γερμανική ταινία, που βεβαίως, αναγκαστικά, είναι και εξόχως... αντεπαναστατική – αντικομουνιστική. Ας είναι. Ως κομουνιστές δεν μπορούμε να κρύβουμε το κεφάλι μέσα στην άμμο, ωσάν στρουθοκάμηλοι: στην προσπάθεια εφαρμογής του συγκεκριμένου πολιτικού μοντέλου εκείνα τα χρόνια, με ισχυρή, αντεπαναστατική αντίδραση παγκοσμίως, έγιναν πάμπολλα φάουλ. Δεν μπορούμε να πούμε πως πίσω από το... Σιδηρούν Παραπέτασμα υπήρχε ένα όμορφος κόσμος, αγγελικά πλασμένος. Προς θεού. Ο έμπειρος σκηνοθέτης μας βάζει σωστά και με σαφήνεια στα τεκταινόμενα και το καστ του, που αποτελείται από όλη την ταλαντούχα, πρωτόβγαλτη πιτσιρικαρία του γερμανικού σινεμά (με τους ρόλους των ενηλίκων να τους υποδύονται πιο ηχηρά και αναγνωρισμένα ονόματα) τα πάει μια χαρά σε ότι αφορά τις ερμηνείες.
Και η αφήγηση δεν έχει προβλήματα. Το τόσο δα μικρό περιστατικό μεγεθύνεται, γιγαντώνεται, όχι ακριβώς γι' αυτό που είναι πραγματικά αλλά γι' αυτό που θα μπορούσε να εκκινήσει. Και μετά αρχίζει η τρομοκρατία. Μέσα στην τάξη, οι αρχές ζητούν ονόματα για τιμωρία και παραδειγματισμό. Εκτός τάξης, στα σπίτια τους, οι βασικοί ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των δικών τους, των οικογενειών τους. Μικρά παιδιά ουσιαστικά, να καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους κάτι τόσο μεγάλο. Αυτό που τίθεται ως δίλημμα είναι απλό: να «καρφώσουν» για να γλυτώσουν τον εαυτό τους; Ή να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους; Η λέξη Στάζι δεν αναφέρεται πουθενά, αν και η μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας, που ρουφιάνευε τους πολίτες της, είχε δημιουργηθεί ήδη από το 1950. Αλλά η λογική του εκφοβισμού, του εκβιασμού και του παραδειγματισμού είναι πανταχού παρούσα στην ταινία.
Μια ταινία, που σε στιγμές έχει και αγωνία, έχει ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις, διαθέτει και τις απαραίτητες ανατροπές, αλλά ρε παιδί μου, μας πονάει εμάς τους κομουνιστές ένα τέτοιο θέμα. Οπότε, λογικό είναι να κλωτσάμε. Γιατί, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο περιστατικό, μια ακίδα ουσιαστικά μπροστά στα παλούκια - εγκλήματα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, λερώνει αυτό που σκεφτόμαστε για μια αταξική, δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία. Στις δυτικές, ελεύθερες (μη χέσω) κοινωνίες, διάφοροι επιτρέπεται να κρατούν ενός λεπτού σιγή, αλλά πάντα με υποκρισία, πάντα με ατζέντα από πίσω, πάντα με πισώπλατα μαχαιρώματα... Να σημειώσουμε πως προς το φινάλε έχουμε μια σκηνή ντάλε κουάλε κλεμμένη (άντε, δανεισμένη) από τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», αλλά προφανώς με παραπομπή και στην ταινία «Σπάρτακος»!
Δεν είναι κακή ταινία κατασκευαστικά αλλά να, είναι λίγο... ύποπτο το timing της δημιουργίας της. Ας είναι.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 21/09, στις 20.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Η υπόθεση: 1956. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους σε ένα σινεμά του δυτικού Βερολίνου, δυο έφηβοι φίλοι, ο Τέο και ο Κουρτ, βλέπουν επίκαιρα (σημείωση 1: κάτι σαν ειδήσεις που προβάλλονταν στους κινηματογράφους τα παλιά τα χρόνια...) που τους τρομοκρατούν και τους αγχώνουν κι έχουν να κάνουν με τον ξεσηκωμό στην Ουγγαρία και τις κινήσεις των Σοβιετικών να τον καταπνίξουν. Γυρνώντας πίσω στην πόλη τους, το Στάλινσταντ, στην Ανατολική Γερμανία, προσπαθούν να βρουν τρόπο για να αντιδράσουν, να δείξουν τη συμπαράστασή τους στο λαό της Ουγγαρίας και να τα βάλουν για άλλη μια φορά με τους Σοβιετικούς. Αποφασίζουν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή (σημείωση 2: στη Γερμανία κρατάνε δύο λεπτά σιγή) στην τάξη τους, στο πρώτο τους μάθημα της επόμενης μέρας. Και το επιχειρούν.
Όμως, η κίνησή τους δεν περνάει απαρατήρητη. Η περιφερειάρχης παιδείας εμπλέκεται και σύντομα στο σχολείο τους εμφανίζεται κοτζάμ υπουργός! Τα παιδιά έχουν αποφασίσει να πουν ψέματα: πως δηλαδή κράτησαν ενός λεπτού σιγή προς τιμής του Φέρεντς Πούσκας, του σπουδαίου Ούγγρου ποδοσφαιριστή, που οι φήμες έλεγαν πως σκοτώθηκε στις αναταραχές. Ο κρατικός μηχανισμός όμως βλέπει σημάδια απειθαρχίας τα οποία βαφτίζει κίνηση με αντεπαναστατικά κίνητρα! Και ο υπουργός Παιδείας τους εκφοβίζει: αν μέσα σε μια βδομάδα δεν κατονομάσουν τον υποκινητή της συγκεκριμένης πράξης, όλα τα παιδιά της τάξης κινδυνεύουν με κάτι που θα καταστρέψει τη ζωή τους. Πώς θα αντιδράσουν;
Η άποψή μας: Κάτι σαν το «Οι ζωές των άλλων», αλλά με πρωταγωνιστές παιδιά φαντάζει τούτη η καλογυρισμένη γερμανική ταινία, που βεβαίως, αναγκαστικά, είναι και εξόχως... αντεπαναστατική – αντικομουνιστική. Ας είναι. Ως κομουνιστές δεν μπορούμε να κρύβουμε το κεφάλι μέσα στην άμμο, ωσάν στρουθοκάμηλοι: στην προσπάθεια εφαρμογής του συγκεκριμένου πολιτικού μοντέλου εκείνα τα χρόνια, με ισχυρή, αντεπαναστατική αντίδραση παγκοσμίως, έγιναν πάμπολλα φάουλ. Δεν μπορούμε να πούμε πως πίσω από το... Σιδηρούν Παραπέτασμα υπήρχε ένα όμορφος κόσμος, αγγελικά πλασμένος. Προς θεού. Ο έμπειρος σκηνοθέτης μας βάζει σωστά και με σαφήνεια στα τεκταινόμενα και το καστ του, που αποτελείται από όλη την ταλαντούχα, πρωτόβγαλτη πιτσιρικαρία του γερμανικού σινεμά (με τους ρόλους των ενηλίκων να τους υποδύονται πιο ηχηρά και αναγνωρισμένα ονόματα) τα πάει μια χαρά σε ότι αφορά τις ερμηνείες.
Και η αφήγηση δεν έχει προβλήματα. Το τόσο δα μικρό περιστατικό μεγεθύνεται, γιγαντώνεται, όχι ακριβώς γι' αυτό που είναι πραγματικά αλλά γι' αυτό που θα μπορούσε να εκκινήσει. Και μετά αρχίζει η τρομοκρατία. Μέσα στην τάξη, οι αρχές ζητούν ονόματα για τιμωρία και παραδειγματισμό. Εκτός τάξης, στα σπίτια τους, οι βασικοί ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των δικών τους, των οικογενειών τους. Μικρά παιδιά ουσιαστικά, να καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους κάτι τόσο μεγάλο. Αυτό που τίθεται ως δίλημμα είναι απλό: να «καρφώσουν» για να γλυτώσουν τον εαυτό τους; Ή να δείξουν πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους; Η λέξη Στάζι δεν αναφέρεται πουθενά, αν και η μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας, που ρουφιάνευε τους πολίτες της, είχε δημιουργηθεί ήδη από το 1950. Αλλά η λογική του εκφοβισμού, του εκβιασμού και του παραδειγματισμού είναι πανταχού παρούσα στην ταινία.
Μια ταινία, που σε στιγμές έχει και αγωνία, έχει ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις, διαθέτει και τις απαραίτητες ανατροπές, αλλά ρε παιδί μου, μας πονάει εμάς τους κομουνιστές ένα τέτοιο θέμα. Οπότε, λογικό είναι να κλωτσάμε. Γιατί, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο περιστατικό, μια ακίδα ουσιαστικά μπροστά στα παλούκια - εγκλήματα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, λερώνει αυτό που σκεφτόμαστε για μια αταξική, δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία. Στις δυτικές, ελεύθερες (μη χέσω) κοινωνίες, διάφοροι επιτρέπεται να κρατούν ενός λεπτού σιγή, αλλά πάντα με υποκρισία, πάντα με ατζέντα από πίσω, πάντα με πισώπλατα μαχαιρώματα... Να σημειώσουμε πως προς το φινάλε έχουμε μια σκηνή ντάλε κουάλε κλεμμένη (άντε, δανεισμένη) από τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», αλλά προφανώς με παραπομπή και στην ταινία «Σπάρτακος»!
Δεν είναι κακή ταινία κατασκευαστικά αλλά να, είναι λίγο... ύποπτο το timing της δημιουργίας της. Ας είναι.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 21/09, στις 20.00, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Και συνεχίζουμε με ακόμα μια ταινία από το τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ»: νομίζω πως όλες οι ταινίες που θα σας παρουσιάσω, από αυτό το τμήμα προέρχονται. Oh well... Η ταινία έναρξης του τμήματος «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών ήταν το «Αποδημητικά πουλιά» των Cristina Gallego και Ciro Guerra, με πρωτότυπο τίτλο Pájaros de verano και αγγλικό τίτλο «Birds of Passage». Αυτή είναι η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία για τον Guerra, μετά τον θρίαμβο του «Στην αγκαλιά του φιδιού» (El abrazo de la serpiente, 2015), που είχε ξεκινήσει την καριέρα της - η οποία έφτασε μέχρι και την πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ - επίσης από το φεστιβάλ των Καννών. Και αυτή η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Κολομβίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ στην επόμενη απονομή, και κάτι μου λέει πως θα φτάσει σίγουρα, τουλάχιστον μέχρι την αρχική εννιάδα...
Η υπόθεση: Στη δεκαετία του '70 η αμερικανική νεολαία αγκαλιάζει την κουλτούρα των χίπις, καταναλώνοντας άπειρες ποσότητες μαριχουάνας. Η ζήτηση είναι μεγάλη. Έτσι, πολλοί αγρότες στην Κολομβία στρέφονται στην προσοδοφόρα αυτήν «καλλιέργεια» και γίνονται επιχειρηματίες. Μια οικογένεια ιθαγενών Ινδιάνων στην έρημο Guajira αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε όλη αυτήν τη νέα διαμορφωμένη κατάσταση. Κι αποκομίζει τρομερά κέρδη. Όμως, η απληστία και το παράφορο πάθος για εξουσία θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, όπως και τις παραδόσεις τους...
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές για ναρκωτικά. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά και έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν αρχικά. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε. Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που θα ικανοποιεί τον θεατή, θα τον έχει σε εγρήγορση, θα τον γοητεύσει, θα τον συναρπάσει.
Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος αφήγησης είναι πολύ ενδιαφέροντας. Το τονίζω: στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, ίσως και παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του 2018, συνεχίζουν να υφίστανται).
Όπως πχ το έθιμο της... προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του, που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, στη χώρα μας τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;). Ο ήρωάς μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας είναι τυπικά οι άνδρες αρχηγοί της φυλής. Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ότι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ότι βλέπει στα όνειρά της κι ότι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια, αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο. Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρόνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να νομίζεις πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες.
Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες. Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, κι αυτό ωραίο (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία τι εννοούμε). Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγο. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη του ταινία. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο. Ίσως γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αποτυχία. Υπέροχη μεν, αλλά αποτυχία.
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 22/09, στις 22.15, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Η υπόθεση: Στη δεκαετία του '70 η αμερικανική νεολαία αγκαλιάζει την κουλτούρα των χίπις, καταναλώνοντας άπειρες ποσότητες μαριχουάνας. Η ζήτηση είναι μεγάλη. Έτσι, πολλοί αγρότες στην Κολομβία στρέφονται στην προσοδοφόρα αυτήν «καλλιέργεια» και γίνονται επιχειρηματίες. Μια οικογένεια ιθαγενών Ινδιάνων στην έρημο Guajira αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε όλη αυτήν τη νέα διαμορφωμένη κατάσταση. Κι αποκομίζει τρομερά κέρδη. Όμως, η απληστία και το παράφορο πάθος για εξουσία θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, όπως και τις παραδόσεις τους...
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές για ναρκωτικά. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά και έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν αρχικά. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε. Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που θα ικανοποιεί τον θεατή, θα τον έχει σε εγρήγορση, θα τον γοητεύσει, θα τον συναρπάσει.
Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος αφήγησης είναι πολύ ενδιαφέροντας. Το τονίζω: στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, ίσως και παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του 2018, συνεχίζουν να υφίστανται).
Όπως πχ το έθιμο της... προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του, που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, στη χώρα μας τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;). Ο ήρωάς μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας είναι τυπικά οι άνδρες αρχηγοί της φυλής. Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ότι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ότι βλέπει στα όνειρά της κι ότι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια, αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο. Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρόνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να νομίζεις πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες.
Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες. Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, κι αυτό ωραίο (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία τι εννοούμε). Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγο. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη του ταινία. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο. Ίσως γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αποτυχία. Υπέροχη μεν, αλλά αποτυχία.
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 22/09, στις 22.15, στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 1)
Τελευταία ταινία της σημερινής «ανταπόκρισης» αποτελεί η καινούργια δουλειά του Christian Petzold ονόματι Transit, με την οποία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Βερολίνου. Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του και μόλις η τρίτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η μούσα του (με την οποία είναι – ή μήπως ήταν; – ζευγάρι), η υπέροχη Nina Hoss. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος ο Petzold βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Anna Seghers. Μάλιστα, δήλωσε πως, κατά μία έννοια, όλες του οι ταινίες, παραλλαγές αυτών που αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελούν. Και στην αρχή (κι όχι στο τέλος, όπως γίνεται συνήθως) αφιερώνει την ταινία στον Harun Farocki, έναν από τους πλέον πειραματικούς Γερμανούς σκηνοθέτες, που παράλληλα ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Petzold στα σενάρια προηγούμενων ταινιών του. Ίσως λοιπόν σε αυτήν του την ταινία ο Petzold ήθελε να προσομοιάσει στο ύφος του δημιουργού Farocki και είναι πιο εγκεφαλικός απ' ότι συνήθως...
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας, τσουβαλιάζει στο σενάριο και εντέλει στην ταινία πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα, όχι πάντα με τον πιο εύληπτο και φιλικό στον χρήστη, τρόπο. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ! Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό;
Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος! Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει.
Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, παρέχει υπερβολικά πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί πράγματα, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει. Information overload... Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 23/09, στις 21.30, στην αίθουσα IDEAL)
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας, τσουβαλιάζει στο σενάριο και εντέλει στην ταινία πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα, όχι πάντα με τον πιο εύληπτο και φιλικό στον χρήστη, τρόπο. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ! Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό;
Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος! Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει.
Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, παρέχει υπερβολικά πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί πράγματα, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει. Information overload... Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 23/09, στις 21.30, στην αίθουσα IDEAL)
Θόδωρος Γιαχουστίδης