του Michael Noer. Με τους Charlie Hunnam, Rami Malek, Roland Møller, Tommy Flanagan, Eve Hewson, Michael Socha, Ian Beattie, Yorick van Wageningen
Σεβασμός!
του zerVo (@moviesltd)
Ο Πεταλούδας, σκηνοθετικής υπογραφής του Franklin Schaffner, δημιουργού έως τα τότε τεράστιων καλλιτεχνικών επιτυχιών, όπως το ορίτζιναλ Planet Of The Αpes και το βιογραφικό Patton, κυκλοφόρησε στις αίθουσες στα τέλη του 1973. Στα μέρη μας, ένεκα και της αργοπορίας της εποχής, έφτασε δυο σχεδόν χρόνια αργότερα, σε μια περίοδο που η χώρα ακόμη πάλευε να ορθοποδήσει μετά την επταετία στον γύψο. Λόγω του έντονα αντιδραστικού και αντιεξουσιαστικού μηνύματος του, το φιλμ κυριολεκτικά σάρωσε στα γκισέ, σε σημείο που να μην υπάρχει ούτε ένας που να γνωρίζει την έννοια του σινεμά και να μην το έχει παρακολουθήσει τουλάχιστον μία φορά. Δεν είναι τυχαίο δε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πως για μια ολόκληρη γενιά (κανονικών) θεατών, θεωρείται δύσκολο να μην βρίσκεται μέσα στις κορυφαίες της επιλογές, μαζί με όλο αυτό το σπουδαίο φιλμικό πανηγύρι της απόδρασης, από το The Great Escape, μέχρι το Midnight Express και το The Shawshank Redemption. Με τον πήχη τοποθετημένο τόσο ψηλά από το ορίτζιναλ, είναι σημαντικά δύσκολο για το αντίγραφο, ακόμη και να σταθεί ως οντότητα, όσο σοβαρή και προσεγμένη προσπάθεια κι αν έχει κάνει η παραγωγή του.
Παρίσι, 1933. Ένας από τους πλέον γνωστούς στα αστυνομικά αρχεία της πόλης ελαφροχέρης, ο σεσημασμένος διαρρήκτης Ανρί Σαριέρ, φημισμένος στα λημέρια του υποκόσμου με το παρατσούκλι Πεταλούδας, λόγω του τατουάζ που έχει ζωγραφίσει στο στέρνο, θα πέσει θύμα πλεκτάνης από την τοπική μαφία και θα οδηγηθεί στην δικαιοσύνη, κατηγορούμενος άδικα για την ανθρωποκτονία ενός προαγωγού, που ουδέποτε διέπραξε. Χάρη στο κατάμαυρο ποινικό του μητρώο, η περίπτωση του θα αντιμετωπιστεί με δυσμένεια από τους δικαστές, που θα τον τιμωρήσουν με ποινή ισόβιας κάθειρξης δείχνοντας του την άγουσα για την ακραίων μεθόδων φυλακή, που έχει στηθεί στην απομακρυσμένη Νήσο του Διαβόλου, στην αποικισμένη Γαλλική Γουιάνα.
Έχοντας πλήρη άγνοια, τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκρατούμενοι του, για τις συνθήκες εξαθλίωσης που τον περιμένουν στην εξορία, κατά την διάρκεια του γεμάτο θάνατο ταξιδιού με το καράβι, θα γνωρίσει τον φοβισμένο, φιλάσθενο, αλλά και πεπεισμένο πως οι δικοί του άνθρωποι θα κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν από την στενή, επίσης βαρυποινίτη Λουί Ντεγκά, έναν δεινό παραχαράκτη, που έχει δημιουργήσει πάνω στα παρανόμως κίβδηλα κατορθώματα του, μια ολόκληρη περιουσία. Η συμφωνία που θα συνάψει μαζί του, θα είναι να τον προστατεύσει από κάθε λογής κίνδυνο, αρκεί κι εκείνος με την σειρά του να τον βοηθήσει να αποδράσει από έναν τόπο, που μέχρι στιγμής δεν έχει διαφύγει κανείς.
Είναι πραγματικά ανατριχιαστική η πρωτότυπη ιστορία που βασίζεται ο θρύλος του Πεταλούδα, όπως τον συνέγραψε στα απομνημονεύματα του ο ίδιος ο Σαριέρ, επιστρέφοντας στον τόπο του, μετά από τόσα αβάσταχτα χρόνια συνεχούς απόπειρας να το σκάσει από το νησιωτικό Γεντί Κουλέ. Ίσως όχι ανάλογου μυθιστορηματικού βάθους με εκείνη την, δια χειρός Δουμά, υπόθεση εκδίκησης του Κόμη Μοντεχρήστου που εμφανίζει εκπληκτικές ομοιότητες, αλλά με πολύ εντυπωσιακές εναλλαγές συναισθημάτων, που έχουν άμεση συνάρτηση με τους άγραφους, ανθρώπινους νόμους, οι οποίοι ισχύουν εν μέρει ακόμη και σε τέτοιους μικροκόσμους, γεμάτους αποβράσματα και καθίκια. Που κατ ανάγκη δεν είναι οι ίδιοι οι φυλακισμένοι, οι υποχρεωμένοι κάτω από καταστάσεις ανείπωτης σκλαβιάς να σπάνε πέτρες με σκοπό τον σωφρονισμό τους, αλλά οι ίδιοι οι κρατικοί λειτουργοί, οι δεσμοφύλακες και οι διευθυντάδες του κολαστηρίου, που έναν και μόνο σκοπό έχουν κολλημένο στο σαδιστικό τους μυαλό: Κανείς να μην ξαναδεί ποτέ του πάτριο έδαφος ζωντανός!
Το στόρι που συντηρεί ο αειθαλής, κοντά έναν αιώνα μετά την πλάνη που τον έστειλε στο κάτεργο, Papillon, δεν είναι μια ακόμη περίπτωση αγώνα επιβίωσης, άλλωστε είναι πασιφανές από τις πρώτες κιόλας στιγμές του στην φυλακή πως δεν υπάρχει ο παραμικρός τρόπος να τον κάνει κανείς καλά. Μα είναι μια πλοκή ανατριχιαστικά δυναμική, που επιχειρεί μέσα από το εύρος της σιμά δεκαετούς αφηγηματικής της διάρκειας, να αναδείξει την θέληση για ελευθερία, ενός ατόμου, που είναι και το μοναδικό που πιστεύει ακράδαντα στην αθωότητα του και θα παλέψει ακόμη και με την ύστατη ικμάδα των δυνάμεων του για να υπερκεράσει τις αντιξοότητες και να διαλαλήσει σε όλο τον κόσμο, το κατόρθωμα του να ξεφύγει από έναν τόπο που συμπεριφέρονται σε υποτιθέμενα δεύτερης διαλογής ανθρώπους, σαν σε κατσαρίδες, τρωκτικά, ποντίκια.
Είναι πραγματικά τόσο καθηλωτική εκείνη η πρώτη φορά που ο Πεταλούδας εμφανίστηκε στην μεγάλη οθόνη, ώστε να προβληματίζομαι κι εγώ για τον αληθινό λόγο που επιχειρήθηκε το ριμέικ του, χωρίς μάλιστα τυμπανοκρουσίες, ούτε καστ αποτελούμενο από λαμπερά χολιγουντιανά αστέρια. Στην πραγματικότητα εδώ, ο άπειρος σκηνοθέτης Michael Noer, επιδεικνύοντας ακραίο σεβασμό στο σενάριο του μυθικού Dalton Trumbo, σχεδόν δεν το εναλλάσσει ούτε μισή αράδα, πραγματοποιώντας μια καρέ - καρέ επανάληψη, που προφανώς αφορά τους νεότερους σινεφίλ, που δεν έχουν γνώση της κινηματογραφικής έννοιας του Πεταλούδα. Γι αυτούς κυρίως, μα και για τους παλιότερους, που κατά κάποιο τρόπο θα τους φρεσκάρει τις θύμησες (σιγά και που ξεχνιούνται!) από εκείνη την πρώτη φορά, της σχεδόν αδελφικής συνύπαρξης, του πρόωρα χαμένου Steve McQueen και του συγκλονιστικού Dustin Hoffman, χάρη στον σέβας που επιδεικνύει το ριμέικ, αν η τι άλλο, στέκεται αξιοπρεπέστατα ως κόπια. Και ο αγωνιώδης ρυθμός διατηρείται σε επίπεδα σταθερά υψηλά και στην αναπαράσταση της περιόδου ο βαθμός των συντελεστών, που παίρνουν, είναι καλός, μα το κυριότερο, αποδείχθηκε πως υπήρχε ένας και μόνος λόγος γυρίσματος ενός τέτοιου αντιγράφου: να αποταθεί φόρος τιμής σε ένα φιλμ, που αδικήθηκε κατάφωρα από τις απανταχού διεθνείς βραβεύσεις και αξιολογήσεις, σε επίπεδο ανάλογο με του κεντρικού ήρωα του. Οι προλετάριες αντιλήψεις, έστω και κεκαλυμμένες, στην Μέκκα του σινεμά, αρχές των 70s, μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους βλέπεις. Ήταν ακόμα νωρίς...
Μολονότι ούτε καν αγγίζουν ως σκέψη το μέγεθος των προκατόχων τους, ο μυώδης Βρετανός Charlie Hunnam και ο μισοριξιά Αμερικανο-Αιγύπτιος Remi Malek, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στις απαιτητικές ερμηνείες και αυτό βοηθά πολύ στην εξέλιξη μιας δραματικής ίντριγκας, που οι εννιάμισι τους δέκα γνωρίζουν απέξω και ανακατωτά. Φυσικά όπως και στο πρωτότυπο, ο αβανταδόρικος ρόλος εκ των δύο είναι και πάλι εκείνος, ο υποστηρικτικός, του άξιου λύπησης και σε ουκ ολίγες στιγμές διττής προσωπικότητας, Ντεγκά, σε αντίθεση με τον Πάπι που ποτέ δεν σου δίνει την εντύπωση πως το βαρύ χέρι του Νόμου θα τον καταβάλλει. 45 χρόνια μετά, η φιλία, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, το πάθος για ελευθερία ζωντανεύουν στο πανί, με άλλα πρόσωπα, άλλα σκηνικά, άλλη βουτιά στο γκρεμό του τέλους. Ικανή προσπάθεια. Δεν τίθεται καν κουβέντα, σαφώς, κανείς να επιλέξει την ρέπλικα από το πραγματικό έπος!
Έχοντας πλήρη άγνοια, τόσο ο ίδιος όσο και οι συγκρατούμενοι του, για τις συνθήκες εξαθλίωσης που τον περιμένουν στην εξορία, κατά την διάρκεια του γεμάτο θάνατο ταξιδιού με το καράβι, θα γνωρίσει τον φοβισμένο, φιλάσθενο, αλλά και πεπεισμένο πως οι δικοί του άνθρωποι θα κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν από την στενή, επίσης βαρυποινίτη Λουί Ντεγκά, έναν δεινό παραχαράκτη, που έχει δημιουργήσει πάνω στα παρανόμως κίβδηλα κατορθώματα του, μια ολόκληρη περιουσία. Η συμφωνία που θα συνάψει μαζί του, θα είναι να τον προστατεύσει από κάθε λογής κίνδυνο, αρκεί κι εκείνος με την σειρά του να τον βοηθήσει να αποδράσει από έναν τόπο, που μέχρι στιγμής δεν έχει διαφύγει κανείς.
Είναι πραγματικά ανατριχιαστική η πρωτότυπη ιστορία που βασίζεται ο θρύλος του Πεταλούδα, όπως τον συνέγραψε στα απομνημονεύματα του ο ίδιος ο Σαριέρ, επιστρέφοντας στον τόπο του, μετά από τόσα αβάσταχτα χρόνια συνεχούς απόπειρας να το σκάσει από το νησιωτικό Γεντί Κουλέ. Ίσως όχι ανάλογου μυθιστορηματικού βάθους με εκείνη την, δια χειρός Δουμά, υπόθεση εκδίκησης του Κόμη Μοντεχρήστου που εμφανίζει εκπληκτικές ομοιότητες, αλλά με πολύ εντυπωσιακές εναλλαγές συναισθημάτων, που έχουν άμεση συνάρτηση με τους άγραφους, ανθρώπινους νόμους, οι οποίοι ισχύουν εν μέρει ακόμη και σε τέτοιους μικροκόσμους, γεμάτους αποβράσματα και καθίκια. Που κατ ανάγκη δεν είναι οι ίδιοι οι φυλακισμένοι, οι υποχρεωμένοι κάτω από καταστάσεις ανείπωτης σκλαβιάς να σπάνε πέτρες με σκοπό τον σωφρονισμό τους, αλλά οι ίδιοι οι κρατικοί λειτουργοί, οι δεσμοφύλακες και οι διευθυντάδες του κολαστηρίου, που έναν και μόνο σκοπό έχουν κολλημένο στο σαδιστικό τους μυαλό: Κανείς να μην ξαναδεί ποτέ του πάτριο έδαφος ζωντανός!
Το στόρι που συντηρεί ο αειθαλής, κοντά έναν αιώνα μετά την πλάνη που τον έστειλε στο κάτεργο, Papillon, δεν είναι μια ακόμη περίπτωση αγώνα επιβίωσης, άλλωστε είναι πασιφανές από τις πρώτες κιόλας στιγμές του στην φυλακή πως δεν υπάρχει ο παραμικρός τρόπος να τον κάνει κανείς καλά. Μα είναι μια πλοκή ανατριχιαστικά δυναμική, που επιχειρεί μέσα από το εύρος της σιμά δεκαετούς αφηγηματικής της διάρκειας, να αναδείξει την θέληση για ελευθερία, ενός ατόμου, που είναι και το μοναδικό που πιστεύει ακράδαντα στην αθωότητα του και θα παλέψει ακόμη και με την ύστατη ικμάδα των δυνάμεων του για να υπερκεράσει τις αντιξοότητες και να διαλαλήσει σε όλο τον κόσμο, το κατόρθωμα του να ξεφύγει από έναν τόπο που συμπεριφέρονται σε υποτιθέμενα δεύτερης διαλογής ανθρώπους, σαν σε κατσαρίδες, τρωκτικά, ποντίκια.
Είναι πραγματικά τόσο καθηλωτική εκείνη η πρώτη φορά που ο Πεταλούδας εμφανίστηκε στην μεγάλη οθόνη, ώστε να προβληματίζομαι κι εγώ για τον αληθινό λόγο που επιχειρήθηκε το ριμέικ του, χωρίς μάλιστα τυμπανοκρουσίες, ούτε καστ αποτελούμενο από λαμπερά χολιγουντιανά αστέρια. Στην πραγματικότητα εδώ, ο άπειρος σκηνοθέτης Michael Noer, επιδεικνύοντας ακραίο σεβασμό στο σενάριο του μυθικού Dalton Trumbo, σχεδόν δεν το εναλλάσσει ούτε μισή αράδα, πραγματοποιώντας μια καρέ - καρέ επανάληψη, που προφανώς αφορά τους νεότερους σινεφίλ, που δεν έχουν γνώση της κινηματογραφικής έννοιας του Πεταλούδα. Γι αυτούς κυρίως, μα και για τους παλιότερους, που κατά κάποιο τρόπο θα τους φρεσκάρει τις θύμησες (σιγά και που ξεχνιούνται!) από εκείνη την πρώτη φορά, της σχεδόν αδελφικής συνύπαρξης, του πρόωρα χαμένου Steve McQueen και του συγκλονιστικού Dustin Hoffman, χάρη στον σέβας που επιδεικνύει το ριμέικ, αν η τι άλλο, στέκεται αξιοπρεπέστατα ως κόπια. Και ο αγωνιώδης ρυθμός διατηρείται σε επίπεδα σταθερά υψηλά και στην αναπαράσταση της περιόδου ο βαθμός των συντελεστών, που παίρνουν, είναι καλός, μα το κυριότερο, αποδείχθηκε πως υπήρχε ένας και μόνος λόγος γυρίσματος ενός τέτοιου αντιγράφου: να αποταθεί φόρος τιμής σε ένα φιλμ, που αδικήθηκε κατάφωρα από τις απανταχού διεθνείς βραβεύσεις και αξιολογήσεις, σε επίπεδο ανάλογο με του κεντρικού ήρωα του. Οι προλετάριες αντιλήψεις, έστω και κεκαλυμμένες, στην Μέκκα του σινεμά, αρχές των 70s, μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους βλέπεις. Ήταν ακόμα νωρίς...
Μολονότι ούτε καν αγγίζουν ως σκέψη το μέγεθος των προκατόχων τους, ο μυώδης Βρετανός Charlie Hunnam και ο μισοριξιά Αμερικανο-Αιγύπτιος Remi Malek, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στις απαιτητικές ερμηνείες και αυτό βοηθά πολύ στην εξέλιξη μιας δραματικής ίντριγκας, που οι εννιάμισι τους δέκα γνωρίζουν απέξω και ανακατωτά. Φυσικά όπως και στο πρωτότυπο, ο αβανταδόρικος ρόλος εκ των δύο είναι και πάλι εκείνος, ο υποστηρικτικός, του άξιου λύπησης και σε ουκ ολίγες στιγμές διττής προσωπικότητας, Ντεγκά, σε αντίθεση με τον Πάπι που ποτέ δεν σου δίνει την εντύπωση πως το βαρύ χέρι του Νόμου θα τον καταβάλλει. 45 χρόνια μετά, η φιλία, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, το πάθος για ελευθερία ζωντανεύουν στο πανί, με άλλα πρόσωπα, άλλα σκηνικά, άλλη βουτιά στο γκρεμό του τέλους. Ικανή προσπάθεια. Δεν τίθεται καν κουβέντα, σαφώς, κανείς να επιλέξει την ρέπλικα από το πραγματικό έπος!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Αυγούστου 2018 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική