της Amanda Sthers. Με τους Toni Collette, Harvey Keitel, Rossy de Palma, Michael Smiley, Tom Hughes
Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Έρωτας και πάλη των τάξεων!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 18 Απριλίου του 1978 στο Παρίσι, Amanda Sthers (πραγματικό όνομα, Amanda Maruani). Η πρώτη της ήταν το απρόβλητο στην Ελλάδα «Je vais te manquer» (2009). Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό και τραγουδιστή Patrick Bruel. Μάλιστα, στην επόμενη ταινία της, με τίτλο «Holy Lands», ο Patrick Bruel θα έχει ρόλο σε ένα καστ που περιλαμβάνει τους Jonathan Rhys Meyers, Rosanna Arquette, James Caan και Tom Hollander.
Αυτή είναι η τρίτη ταινία με την Toni Collette πρωταγωνίστρια μέσα στο 2018. Η αρχή έγινε με τη Συνωμοσία (Unlocked) του Michael Apted και ακολούθησε η Διαδοχή (Hereditary) του Ari Aster. Η γεννημένη την 1η του Νοέμβρη στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας ηθοποιός ήταν υποψήφια το για Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Η έκτη αίσθηση» (The Sixth Sense) του M. Night Shyamalan. Από όσες ταινίες την έχουμε δει, από το 1992 που έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, δεν θυμόμαστε να την έχουμε δει ξανά γυμνή (τελείως!!!) σε ταινία – το κάνει σε τούτη εδώ!
Η υπόθεση: Ο Μπομπ είναι ένας πλούσιος Αμερικάνος. Και η Αν, πρώην δασκάλα του στο γκολφ, είναι η (δεύτερη) σύζυγος – τρόπαιο. Ο γάμος τους πνέει τα λοίσθια και προσπαθούν να διασκεδάσουν τη βαρεμάρα τους σε μια έπαυλη στο Παρίσι. Ο Μπομπ έχει στην κατοχή του έναν πίνακα του Καραβάτζιο, τον οποίο θέλει διακαώς να πουλήσει – ένδειξη ότι χρειάζεται ρευστό. Υποψήφιος αγοραστής είναι ένας παντρεμένος Γάλλος πλέιμπόι, που φλερτάρει ανοιχτά την Αν. Και ο Μπομπ φλερτάρει με τη νεαρή Γαλλίδα που του μαθαίνει γαλλικά. Σε ένα dinner party που διοργανώνει η Αν, στο οποίο μεταξύ των άλλων καλεσμένοι είναι ο δήμαρχος του Λονδίνου και ο σύζυγός του, η Αν υπολογίζει πως οι συνδαιτυμόνες θα είναι συνολικά 12. Της χαλάει τα σχέδια ο γιος του Μπομπ από τον πρώτο του γάμο, ο Στίβεν, ένας συγγραφέας χωρίς έμπνευση.
Για να την σπάσει ουσιαστικά στην μητριά του, προσκαλεί τον εαυτό του στο πάρτι. Έτσι, στο τραπέζι είναι να καθίσουν 13 άτομα. Γρουσουζιά! Σε πανικό, η Αν πιέζει την πιστή της οικιακή βοηθό Μαρία να μεταμφιεστεί σε μία μυστηριώδη Ισπανίδα αριστοκράτισσα για να αποφύγει τον γρουσούζικο αριθμό. Αλλά το άφθονο κρασί και η χαριτωμένη κουβέντα φέρνουν κατά λάθος τη Μαρία κοντά σε έναν γόη Βρετανό έμπορο έργων τέχνης. Ένα ρομάντζο γεννιέται, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Αν. Που θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να το τερματίσει...
Η άποψή μας: Κάτι πολύ φιλόδοξο επιχείρησε να δημιουργήσει η Amanda Sthers, το τελικό αποτέλεσμα, όμως, δεν την δικαίωσε. Προσπάθησε να φέρει στα σύγχρονα μέτρα τον μύθο της Σταχτοπούτας και να κάνει μια ταξική κωμωδία (!!!) αλλά απέτυχε παταγωδώς. Είναι άλλη μία από τις περιπτώσεις εκείνες που ενώ οι ιδέες και η διαπλοκή τους φαίνονται μια χαρά στο χαρτί, όταν παίρνουν σάρκα και οστά, απογοητεύουν τα μάλα. Όλο το στήσιμο είναι φάουλ. Τα πρώτα πλάνα σε προϊδεάζουν για μια ταινία γκουρμέ απολαύσεων, με την ετοιμασία ενός φαντεζί γεύματος. Μετά, βλέποντας το ζεύγος Keitel - Collette διαπιστώνεις την απόλυτη έλλειψη «χημείας» μεταξύ τους. Πέρα όλων των άλλων, ο Harvey δείχνει να βαριέται του θανατά, ενώ η Toni μάλλον το διασκεδάζει, αδράζοντας την ευκαιρία να παίξει την πλούσια bitch, αλλά και την γκόμενα!
Προφανώς εμπιστεύτηκε το όραμα της σκηνοθέτιδας – δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι σε μια εντελώς άσχετη σκηνή, εμφανίζεται γυμνή, όπως τη γέννησε η μανούλα της, να μπαίνει σε μια πισίνα. Μια σκηνή που δεν κολλάει πουθενά, δεν βοηθάει στην εξέλιξη της ιστορίας, δεν μας αποκαλύπτει πράγματα για τον χαρακτήρα που υποδύεται, είναι εκτός τόπου και χρόνου και αχρείαστη! Κι εδώ επιμένω λίγο παραπάνω: εντάξει, άνθρωποι είναι και οι ηθοποιοί, ίσως βασίζονται παραπάνω και στους ατζέντες τους, αλλά όταν διαβάζουν το σενάριο, το διαβάζουν όντως ή το ξεπετάνε; Κι αν όντως το σενάριο δείχνει ενδιαφέρον, δεν ζητούν να δουν κάτι από το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη με τον οποίο θα συνεργαστούν; Ή δεν συζητούν μαζί του για να δουν τι έχει στο μυαλό του; Τι να πω, εντελώς φάουλ η σκηνοθετική προσέγγιση ενός εν δυνάμει ενδιαφέροντος project.
Η ταινία χαντακώνεται όμως, πέρα από τη σκηνοθεσία, και από το μοντάζ της. Έχουν φαγωθεί ολοφάνερα σκηνές, τις έχουν πετσοκόψει, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σεκάνς χωρίς να έχουν καμία συνάφεια με ότι προηγείται και ότι ακολουθεί. Κανένας ρυθμός, καμία κοινή αισθητική άποψη, καμία λογική. Το ότι η υπηρέτρια επιστρατεύεται για να γίνουν τα 13 άτομα 14, ε, ούτε σε παλιά ελληνική ταινία! Γενικώς, ο παλιομοδιτισμός που πάει να ντυθεί τα ρούχα ενός σύγχρονου μπουλβάρ δεν πείθει ούτε ως πρόθεση ούτε ως αντίληψη: είναι ξεπερασμένος και – τολμώ να πω – αναχρονιστικός. Δεν είναι γλυκούλη και αχ μωρέ τι νοσταλγικό όλο αυτό: είναι συντηριτούκλα του κερατά! Ακόμα και ο γιος, ο 13ος, αυτός που δείχνει να σιχαίνεται τα καμώματα της μπουρζουαζίας, αυτός που μοιάζει να είναι ο αντιπρόσωπος της σκηνοθέτιδος στην ταινία, είναι παλιοχαρακτήρας, μιας που μανιπουλάρει την κατάσταση προκειμένου να βρει έμπνευση (!) για το επόμενο βιβλίο του! Οπότε, άσφαιρα τα πυρά του.
Τι μένει; Το τουριστικό Παρίσι (ε, χμ) και η Rossy de Palma. Αυτή η πανάσχημη και τόσο ταλαντούχα μούσα του Almodovar. Ακόμα τη θυμάμαι και χτυπιέμαι στο γέλιο ως βιασμένο θύμα στο «Kika» του Pedro, όταν εκείνος γύριζε καλές ταινίες, τα παλιά εκείνα χρόνια! Εδώ, έχει τον άχαρο ρόλο της... Σταχτοπούτας! Της βλαχάρας που δεν διάβαζε ποτέ Κωστόπουλο, γνωρίζει όμως να ετοιμάζει ένα άψογο δείπνο. Της φτωχής, που ξέρει την κοινωνική της θέση, διεκδικεί όμως και τον έρωτα. Της παγιδευμένης, που ενώ τη χρησιμοποιώ παρά τη θέλησή της η... αφεντικίνα της, δεν διαμαρτύρεται, όσο άθλια κι αν της φέρεται εκείνη. Συμπαθέστατη ερμηνεία από μια ιδιαίτερη ηθοποιό, που είναι και η μόνη η οποία κρατάει (όσο το κρατάει τέλος πάντων) το ενδιαφέρον των θεατών για την ταινία. Το ανοιχτό φινάλε κουβαλάει την πίκρα της ματαίωσης του έρωτα αλλά παράλληλα και τη χαρά της χειραφέτησης και της αποφασιστικότητας. Δεν μπορεί, όμως, να σώσει ούτε καν τα προσχήματα.
Στην τηλεόραση μόνο και υπό συνθήκες «δεν έχει τίποτε άλλο να δω»...
Η υπόθεση: Ο Μπομπ είναι ένας πλούσιος Αμερικάνος. Και η Αν, πρώην δασκάλα του στο γκολφ, είναι η (δεύτερη) σύζυγος – τρόπαιο. Ο γάμος τους πνέει τα λοίσθια και προσπαθούν να διασκεδάσουν τη βαρεμάρα τους σε μια έπαυλη στο Παρίσι. Ο Μπομπ έχει στην κατοχή του έναν πίνακα του Καραβάτζιο, τον οποίο θέλει διακαώς να πουλήσει – ένδειξη ότι χρειάζεται ρευστό. Υποψήφιος αγοραστής είναι ένας παντρεμένος Γάλλος πλέιμπόι, που φλερτάρει ανοιχτά την Αν. Και ο Μπομπ φλερτάρει με τη νεαρή Γαλλίδα που του μαθαίνει γαλλικά. Σε ένα dinner party που διοργανώνει η Αν, στο οποίο μεταξύ των άλλων καλεσμένοι είναι ο δήμαρχος του Λονδίνου και ο σύζυγός του, η Αν υπολογίζει πως οι συνδαιτυμόνες θα είναι συνολικά 12. Της χαλάει τα σχέδια ο γιος του Μπομπ από τον πρώτο του γάμο, ο Στίβεν, ένας συγγραφέας χωρίς έμπνευση.
Για να την σπάσει ουσιαστικά στην μητριά του, προσκαλεί τον εαυτό του στο πάρτι. Έτσι, στο τραπέζι είναι να καθίσουν 13 άτομα. Γρουσουζιά! Σε πανικό, η Αν πιέζει την πιστή της οικιακή βοηθό Μαρία να μεταμφιεστεί σε μία μυστηριώδη Ισπανίδα αριστοκράτισσα για να αποφύγει τον γρουσούζικο αριθμό. Αλλά το άφθονο κρασί και η χαριτωμένη κουβέντα φέρνουν κατά λάθος τη Μαρία κοντά σε έναν γόη Βρετανό έμπορο έργων τέχνης. Ένα ρομάντζο γεννιέται, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Αν. Που θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να το τερματίσει...
Η άποψή μας: Κάτι πολύ φιλόδοξο επιχείρησε να δημιουργήσει η Amanda Sthers, το τελικό αποτέλεσμα, όμως, δεν την δικαίωσε. Προσπάθησε να φέρει στα σύγχρονα μέτρα τον μύθο της Σταχτοπούτας και να κάνει μια ταξική κωμωδία (!!!) αλλά απέτυχε παταγωδώς. Είναι άλλη μία από τις περιπτώσεις εκείνες που ενώ οι ιδέες και η διαπλοκή τους φαίνονται μια χαρά στο χαρτί, όταν παίρνουν σάρκα και οστά, απογοητεύουν τα μάλα. Όλο το στήσιμο είναι φάουλ. Τα πρώτα πλάνα σε προϊδεάζουν για μια ταινία γκουρμέ απολαύσεων, με την ετοιμασία ενός φαντεζί γεύματος. Μετά, βλέποντας το ζεύγος Keitel - Collette διαπιστώνεις την απόλυτη έλλειψη «χημείας» μεταξύ τους. Πέρα όλων των άλλων, ο Harvey δείχνει να βαριέται του θανατά, ενώ η Toni μάλλον το διασκεδάζει, αδράζοντας την ευκαιρία να παίξει την πλούσια bitch, αλλά και την γκόμενα!
Προφανώς εμπιστεύτηκε το όραμα της σκηνοθέτιδας – δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι σε μια εντελώς άσχετη σκηνή, εμφανίζεται γυμνή, όπως τη γέννησε η μανούλα της, να μπαίνει σε μια πισίνα. Μια σκηνή που δεν κολλάει πουθενά, δεν βοηθάει στην εξέλιξη της ιστορίας, δεν μας αποκαλύπτει πράγματα για τον χαρακτήρα που υποδύεται, είναι εκτός τόπου και χρόνου και αχρείαστη! Κι εδώ επιμένω λίγο παραπάνω: εντάξει, άνθρωποι είναι και οι ηθοποιοί, ίσως βασίζονται παραπάνω και στους ατζέντες τους, αλλά όταν διαβάζουν το σενάριο, το διαβάζουν όντως ή το ξεπετάνε; Κι αν όντως το σενάριο δείχνει ενδιαφέρον, δεν ζητούν να δουν κάτι από το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη με τον οποίο θα συνεργαστούν; Ή δεν συζητούν μαζί του για να δουν τι έχει στο μυαλό του; Τι να πω, εντελώς φάουλ η σκηνοθετική προσέγγιση ενός εν δυνάμει ενδιαφέροντος project.
Η ταινία χαντακώνεται όμως, πέρα από τη σκηνοθεσία, και από το μοντάζ της. Έχουν φαγωθεί ολοφάνερα σκηνές, τις έχουν πετσοκόψει, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σεκάνς χωρίς να έχουν καμία συνάφεια με ότι προηγείται και ότι ακολουθεί. Κανένας ρυθμός, καμία κοινή αισθητική άποψη, καμία λογική. Το ότι η υπηρέτρια επιστρατεύεται για να γίνουν τα 13 άτομα 14, ε, ούτε σε παλιά ελληνική ταινία! Γενικώς, ο παλιομοδιτισμός που πάει να ντυθεί τα ρούχα ενός σύγχρονου μπουλβάρ δεν πείθει ούτε ως πρόθεση ούτε ως αντίληψη: είναι ξεπερασμένος και – τολμώ να πω – αναχρονιστικός. Δεν είναι γλυκούλη και αχ μωρέ τι νοσταλγικό όλο αυτό: είναι συντηριτούκλα του κερατά! Ακόμα και ο γιος, ο 13ος, αυτός που δείχνει να σιχαίνεται τα καμώματα της μπουρζουαζίας, αυτός που μοιάζει να είναι ο αντιπρόσωπος της σκηνοθέτιδος στην ταινία, είναι παλιοχαρακτήρας, μιας που μανιπουλάρει την κατάσταση προκειμένου να βρει έμπνευση (!) για το επόμενο βιβλίο του! Οπότε, άσφαιρα τα πυρά του.
Τι μένει; Το τουριστικό Παρίσι (ε, χμ) και η Rossy de Palma. Αυτή η πανάσχημη και τόσο ταλαντούχα μούσα του Almodovar. Ακόμα τη θυμάμαι και χτυπιέμαι στο γέλιο ως βιασμένο θύμα στο «Kika» του Pedro, όταν εκείνος γύριζε καλές ταινίες, τα παλιά εκείνα χρόνια! Εδώ, έχει τον άχαρο ρόλο της... Σταχτοπούτας! Της βλαχάρας που δεν διάβαζε ποτέ Κωστόπουλο, γνωρίζει όμως να ετοιμάζει ένα άψογο δείπνο. Της φτωχής, που ξέρει την κοινωνική της θέση, διεκδικεί όμως και τον έρωτα. Της παγιδευμένης, που ενώ τη χρησιμοποιώ παρά τη θέλησή της η... αφεντικίνα της, δεν διαμαρτύρεται, όσο άθλια κι αν της φέρεται εκείνη. Συμπαθέστατη ερμηνεία από μια ιδιαίτερη ηθοποιό, που είναι και η μόνη η οποία κρατάει (όσο το κρατάει τέλος πάντων) το ενδιαφέρον των θεατών για την ταινία. Το ανοιχτό φινάλε κουβαλάει την πίκρα της ματαίωσης του έρωτα αλλά παράλληλα και τη χαρά της χειραφέτησης και της αποφασιστικότητας. Δεν μπορεί, όμως, να σώσει ούτε καν τα προσχήματα.
Στην τηλεόραση μόνο και υπό συνθήκες «δεν έχει τίποτε άλλο να δω»...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Αυγούστου 2018 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική