Έγκλημα στην Αμμοθύελλα (Los que Aman Odian)
του Alejandro Maci. Με τους Guillermo Francella, Luisana Lopilato, Marilú Marini, Justina Bustos, Juan Minujín
Με την άμμο στα μάτια
του zerVo (@moviesltd)
Σύμφωνα με όσα είχαν υποστηρίξει σε συνεντεύξεις τους, τότε, οι συγγραφείς του έργου Los Que Aman Odian – που σε ακριβή μετάφραση αποδίδεται σε Όποιος Αγαπά Μισεί – Adolfo Bioy Casares και Silvina Ocampo, ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου, που εκδόθηκε στα 1946, Ενρίκε Χούμπερμαν, στήθηκε κατ εικόνα και καθ ομοίωση του πιο ονομαστού ίσως λογοτεχνικού ντετέκτιβ, Ηρακλή Πουαρώ. Φόρος τιμής που αποδόθηκε από τους νεότερους της συγγραφείς, στην ίδια την Agatha Christie, με την ελπίδα πως και ο δικός τους ήρωας, θα διέθετε έστω και λιγοστά ψήγματα από το κύρος του Βέλγου ερευνητή. Μεταξύ μας? Ούτε καν…
Προβληματισμένος έντονα από την αναπάντεχα αρνητική τροπή που έχει πάρει η προσωπική του ζωή, ο φημισμένος πρωτευουσιάνος δόκτορας Χούμπερμαν, θα αναζητήσει ελάχιστες ημέρες ηρεμίες, μακριά από την βοή του Μπουένος Άιρες, στο παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου διατηρεί πανσιόν η αγαπημένη του εξαδέλφη. Δεδηλωμένος άλλωστε εργένης, ο μεσήλικας ομοιοπαθητικός γιατρός, δύσκολα θα μπορούσε να πείσει ακόμη και τους οικείους του, για την ερωτική απογοήτευση που τον έχει κυριεύσει. Κι όμως.
Στο απόμερο πανδοχείο δίπλα στο κύμα και τις αμμώδεις θίνες, ο Ενρίκε, δεν θα βρει την ζητούμενη ησυχία, μιας και ανάμεσα στους ενοίκους του, βρίσκεται και η χυμώδης, ανεξέλεγκτη και κατά πολύ νεότερη του, Μαρί, που εγκαταλείποντας τον προσφάτως, τον έχει ρίξει στην απόγνωση. Συνοδευόμενη από την εξίσου όμορφη, μα σαφώς πιο χαμηλών τόνων αδελφή της, αλλά και τον μέλλοντα γαμπρό της, που δεν διστάζει δημοσίως να φλερτάρει, η νεαρή γυναίκα πολύ γρήγορα θα βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας του πανδοχειακού μικρόκοσμου. Δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερες απορίες με την στάση της, σε εκείνον που μέχρι πρότινος, χάριζε πάθος και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης.
Συνεπώς θα αναρωτηθεί ο υποψήφιος θεατής, με τι έχουμε να κάνουμε εδώ πέρα, στην περίπτωση του Εγκλήματος στην Αμμοθύελλα, με την πολλά υποσχόμενη και γεμάτη μυστήριο μαρκίζα. Με ένα θρίλερ έντονου σασπένς που κάποιος (επαγγελματίας ή όχι) ντέτεκτιβ, αναζητά τον φονιά που προδίδει ο τίτλος? Με ένα ρομαντικής υφής Άρλεκιν, που ένα ζευγαράκι άρτι χωρισμένο, μετά από την τρικυμία τα ξαναβρίσκει και ζουν εκείνη καλά κι εμείς καλύτερα? Ή μήπως με ένα αγωνιώδες δράμα χαρακτήρων, που για χάρη ενός γεροντοέρωτα, ένας εύπορος και αναγνωρίσιμος σε όλη την μεγαλούπολη ντοτόρος, γίνεται ρεντίκολο σε γνωστούς και αγνώστους? Δυστυχώς, θα πρέπει να ομολογήσω πως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει, τουλάχιστον στην μορφή που θα περίμενε εκείνος που σκοπεύει να αφήσει τον οβολό του στο γκισέ του σινεμά.
Και κυρίως η μεγαλύτερη των απογοητεύσεων είναι εκείνη που έρχεται σε ταίριασμα με την φιλοδοξία της παραγωγής, να στήσει το πόνημα στο πλάι της ανεπανάληπτης Agatha, παραπλανώντας σε τεράστιο βαθμό τους σινεφίλ. Ο λόγος είναι απλούστατος κι έχει να κάνει με την καταπάτηση του βασικότερου κανόνα του είδους, που έχει να κάνει με την εμφάνιση του πτώματος (το Έγκλημα που λέγαμε…) όχι κάπου κοντινά στην αρχή της αφήγησης, μα σχεδόν λίγο πριν την τελική της ευθεία! Συνεπώς η οποιαδήποτε αστυνομική τάση του «ψάξε τον δολοφόνο», ολοκληρωτικά πηγαίνει περίπατο, με ένα σκάρτο μισάωρο να απομένει ως το φινάλε, μολονότι άπαντες από τους διαμένοντες στο βουτηγμένο στην άμμο χόστελ, είχαν το κίνητρο για να διαπράξουν το φονικό. Όσο για τον συσχετισμό της προσωπικότητας του εδώ (αντι)ήρωα με τον Πουαρώ, όπως τον προβάλλει και το πιασάρικο προμόσιον, μάλλον ως ατυχής και κίβδηλος μοιάζει, μη ανταποκρίσιμος έστω και για λίγο στην πραγματικότητα.
Υπό άλλη συνθήκη, αυτό το μπερδεμένο στην ματαιοδοξία του έργο, που υπογράφει ο Αργεντίνος Alejandro Maci, ενδεχόμενα και να κέρδιζε μεγαλύτερο κομμάτι της εκτίμησης μου, αν συμπεριφερόταν με μεγαλύτερο ρεαλισμό στις υποσχέσεις του. Άλλωστε η αναπαράσταση της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς το στόρι εκτυλίσσεται στην ανακατεμένη δεκαετία του 40, από τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό, παίρνει πολύ υψηλό βαθμό, τόσο στην ενδυματολογία, στην οργάνωση των σκηνικών, μα και στην μουσική επένδυση. Οι προοπτικές που διαλέγει δε ο ντιρέκτορας για να σχηματίσει τα πλάνα του, είναι πολύ ενδιαφέρουσες και υπό προϋποθέσεις θα ανέβαζαν ψηλά τους αγωνιώδεις παλμούς της πλατείας. Που εδώ όμως δεν διακατέχεται από το παραμικρό ερωτηματικό, ούτε καν μοιάζει να νοιάζεται για την ώρα που στο εκράν θα σκάσει η πολυπόθητη ανατροπή.
Τεράστια αρνητική έκπληξη, οι ερασιτεχνικού επιπέδου ερμηνείες, που σε κάθε περίπτωση φιλμ προερχόμενου από την Αλμπισελέστε, αποτελεί το δυνατότερο του χαρτί. Ο τεράστιας αναγνώρισης στα μέρη του, χάρη στην τηλεοπτικά κωμική πορεία δεκαετιών, Guillermo Francella, απογοητεύει σημαντικά σε ρόλο δραματικό, που έχει απαιτήσεις. Ίσως και ο ίδιος να μπερδεύτηκε από το σενάριο κομφούζιο που του πρόσφεραν, πιστεύοντας κι ο ίδιος πως θα υποδυθεί κάποιον τύπο Σέρλοκ Χολμς. Εκεί που το αποτέλεσμα είναι αληθινή τραγωδία όμως, είναι στην μοιρασιά του βασικού γυναικείου ρόλου, παρότι η τριαντάχρονη σταρ Luisana Lopilato, είναι το λιγότερο εκρηκτική σε κάθε της στιγμιότυπο. Άλλο πράγμα είναι να είσαι φωτομοντέλο και άλλο ηθοποιός, αν και η συγκεκριμένη δεν έχει λίγα χρόνια πορείας στην πλάτη της, έχοντας μάλιστα υποδυθεί και την κόρη του Francella, στην λάτιν εκδοχή του Παντρεμένοι με Παιδιά. Οκ, αυτή την παρασπονδία δεν την σκέφτηκε κάποιος την ώρα του κάστινγκ?
Τρομακτικά αργοί, υπνωτικοί ρυθμοί, ελάχιστοι χαρακτήρες, μέτρησα κάπου στους οκτώ, για να μπορέσει να στηθεί θρίλερ της προκοπής, ελκυστικό production design που πηγαίνει χαράμι μπροστά στην αδικαιολόγητη προσδοκία του ίδιου του πονήματος, να παρουσιαστεί ως κάτι το ξεχωριστό, σε γενικές γραμμές σφάλματα πολλά, από μια κινηματογραφία σαν την αργεντινέζικη, που δεν μας έχει συνηθίσει (όποτε διανέμεται στα μέρη μας) στα φάουλ.
Στο απόμερο πανδοχείο δίπλα στο κύμα και τις αμμώδεις θίνες, ο Ενρίκε, δεν θα βρει την ζητούμενη ησυχία, μιας και ανάμεσα στους ενοίκους του, βρίσκεται και η χυμώδης, ανεξέλεγκτη και κατά πολύ νεότερη του, Μαρί, που εγκαταλείποντας τον προσφάτως, τον έχει ρίξει στην απόγνωση. Συνοδευόμενη από την εξίσου όμορφη, μα σαφώς πιο χαμηλών τόνων αδελφή της, αλλά και τον μέλλοντα γαμπρό της, που δεν διστάζει δημοσίως να φλερτάρει, η νεαρή γυναίκα πολύ γρήγορα θα βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας του πανδοχειακού μικρόκοσμου. Δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερες απορίες με την στάση της, σε εκείνον που μέχρι πρότινος, χάριζε πάθος και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης.
Συνεπώς θα αναρωτηθεί ο υποψήφιος θεατής, με τι έχουμε να κάνουμε εδώ πέρα, στην περίπτωση του Εγκλήματος στην Αμμοθύελλα, με την πολλά υποσχόμενη και γεμάτη μυστήριο μαρκίζα. Με ένα θρίλερ έντονου σασπένς που κάποιος (επαγγελματίας ή όχι) ντέτεκτιβ, αναζητά τον φονιά που προδίδει ο τίτλος? Με ένα ρομαντικής υφής Άρλεκιν, που ένα ζευγαράκι άρτι χωρισμένο, μετά από την τρικυμία τα ξαναβρίσκει και ζουν εκείνη καλά κι εμείς καλύτερα? Ή μήπως με ένα αγωνιώδες δράμα χαρακτήρων, που για χάρη ενός γεροντοέρωτα, ένας εύπορος και αναγνωρίσιμος σε όλη την μεγαλούπολη ντοτόρος, γίνεται ρεντίκολο σε γνωστούς και αγνώστους? Δυστυχώς, θα πρέπει να ομολογήσω πως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει, τουλάχιστον στην μορφή που θα περίμενε εκείνος που σκοπεύει να αφήσει τον οβολό του στο γκισέ του σινεμά.
Και κυρίως η μεγαλύτερη των απογοητεύσεων είναι εκείνη που έρχεται σε ταίριασμα με την φιλοδοξία της παραγωγής, να στήσει το πόνημα στο πλάι της ανεπανάληπτης Agatha, παραπλανώντας σε τεράστιο βαθμό τους σινεφίλ. Ο λόγος είναι απλούστατος κι έχει να κάνει με την καταπάτηση του βασικότερου κανόνα του είδους, που έχει να κάνει με την εμφάνιση του πτώματος (το Έγκλημα που λέγαμε…) όχι κάπου κοντινά στην αρχή της αφήγησης, μα σχεδόν λίγο πριν την τελική της ευθεία! Συνεπώς η οποιαδήποτε αστυνομική τάση του «ψάξε τον δολοφόνο», ολοκληρωτικά πηγαίνει περίπατο, με ένα σκάρτο μισάωρο να απομένει ως το φινάλε, μολονότι άπαντες από τους διαμένοντες στο βουτηγμένο στην άμμο χόστελ, είχαν το κίνητρο για να διαπράξουν το φονικό. Όσο για τον συσχετισμό της προσωπικότητας του εδώ (αντι)ήρωα με τον Πουαρώ, όπως τον προβάλλει και το πιασάρικο προμόσιον, μάλλον ως ατυχής και κίβδηλος μοιάζει, μη ανταποκρίσιμος έστω και για λίγο στην πραγματικότητα.
Υπό άλλη συνθήκη, αυτό το μπερδεμένο στην ματαιοδοξία του έργο, που υπογράφει ο Αργεντίνος Alejandro Maci, ενδεχόμενα και να κέρδιζε μεγαλύτερο κομμάτι της εκτίμησης μου, αν συμπεριφερόταν με μεγαλύτερο ρεαλισμό στις υποσχέσεις του. Άλλωστε η αναπαράσταση της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς το στόρι εκτυλίσσεται στην ανακατεμένη δεκαετία του 40, από τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό, παίρνει πολύ υψηλό βαθμό, τόσο στην ενδυματολογία, στην οργάνωση των σκηνικών, μα και στην μουσική επένδυση. Οι προοπτικές που διαλέγει δε ο ντιρέκτορας για να σχηματίσει τα πλάνα του, είναι πολύ ενδιαφέρουσες και υπό προϋποθέσεις θα ανέβαζαν ψηλά τους αγωνιώδεις παλμούς της πλατείας. Που εδώ όμως δεν διακατέχεται από το παραμικρό ερωτηματικό, ούτε καν μοιάζει να νοιάζεται για την ώρα που στο εκράν θα σκάσει η πολυπόθητη ανατροπή.
Τεράστια αρνητική έκπληξη, οι ερασιτεχνικού επιπέδου ερμηνείες, που σε κάθε περίπτωση φιλμ προερχόμενου από την Αλμπισελέστε, αποτελεί το δυνατότερο του χαρτί. Ο τεράστιας αναγνώρισης στα μέρη του, χάρη στην τηλεοπτικά κωμική πορεία δεκαετιών, Guillermo Francella, απογοητεύει σημαντικά σε ρόλο δραματικό, που έχει απαιτήσεις. Ίσως και ο ίδιος να μπερδεύτηκε από το σενάριο κομφούζιο που του πρόσφεραν, πιστεύοντας κι ο ίδιος πως θα υποδυθεί κάποιον τύπο Σέρλοκ Χολμς. Εκεί που το αποτέλεσμα είναι αληθινή τραγωδία όμως, είναι στην μοιρασιά του βασικού γυναικείου ρόλου, παρότι η τριαντάχρονη σταρ Luisana Lopilato, είναι το λιγότερο εκρηκτική σε κάθε της στιγμιότυπο. Άλλο πράγμα είναι να είσαι φωτομοντέλο και άλλο ηθοποιός, αν και η συγκεκριμένη δεν έχει λίγα χρόνια πορείας στην πλάτη της, έχοντας μάλιστα υποδυθεί και την κόρη του Francella, στην λάτιν εκδοχή του Παντρεμένοι με Παιδιά. Οκ, αυτή την παρασπονδία δεν την σκέφτηκε κάποιος την ώρα του κάστινγκ?
Τρομακτικά αργοί, υπνωτικοί ρυθμοί, ελάχιστοι χαρακτήρες, μέτρησα κάπου στους οκτώ, για να μπορέσει να στηθεί θρίλερ της προκοπής, ελκυστικό production design που πηγαίνει χαράμι μπροστά στην αδικαιολόγητη προσδοκία του ίδιου του πονήματος, να παρουσιαστεί ως κάτι το ξεχωριστό, σε γενικές γραμμές σφάλματα πολλά, από μια κινηματογραφία σαν την αργεντινέζικη, που δεν μας έχει συνηθίσει (όποτε διανέμεται στα μέρη μας) στα φάουλ.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Αυγούστου 2018 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική