του Mark Raso. Με τους Ed Harris, Jason Sudeikis, Elizabeth Olsen, Bruce Greenwood, Wendy Crewson, Dennis Haysbert
Στις 36 πόζες
του zerVo (@moviesltd)
Πραγματικά μέχρι να κτυπήσει το κλικ, στην πάνω δεξιά γωνιά του σιδερικού, η διαδικασία που ακολουθούσες, ακόμη κι ο πιο ερασιτέχνης να ήσουν, είχε μέσα της μια άλλη, διαφορετική ψυχή. Να περάσεις στο σκοτεινό θάλαμο με μαεστρία το καρούλι για να βγάλεις δυο, τρία επιπλέον καρέ από τα 36, να καθαρίσεις τον φακό από καμιά περιττή δαχτυλιά, να μετρήσεις απερτούρες και ταχύτητες, να ρυθμίσεις το φόκους, να στήσεις όσο το δυνατόν πιο στέρεα το τριπόδι. Δεν μιλάμε για τους πιο ψαγμένους, με τις καλύτερες μηχανές, τις πανάκριβες ριφλέξ, που δεν ήθελαν ούτε μια πόζα να πάει χαράμι. Εκεί η ιεροτελεστία είχε ακόμη μεγαλύτερες προεκτάσεις, να ανακαλύψεις το πιο καθαρό φως, να ορίσεις την τέλεια γωνία λήψης, να παραμείνεις υπομονετικός και ψύχραιμος ωσότου το θέμα τελειοποιηθεί, πριν απαθανατιστεί εμπρός σου. Και ύστερα καρτέρι, μέχρι και μια βδομάδα αναμονής, ώσπου να πάρεις τον κίτρινο φάκελο με τις εκτυπώσεις (για το κουτί με τα θετικά, ίσως και να τραβούσε πιο μακριά η αναμονή) για να καμαρώσεις τα αποτελέσματα. Ωραίες εποχές, που δυστυχώς δεν ξαναγυρίζουν. Τώρα απλώς υψώνεις στον αέρα το μομπάιλ και σουτάρεις. Κι ότι βγει. Αν δεν σου αρέσει, ξανά πάλι σε δύο δευτερόλεπτα τραβάς. Χωρίς καμιά προετοιμασία, χωρίς χρονοτριβή. Αρχείο ντίτζιταλ είναι, άψυχο και άυλο, όποτε γουστάρεις το διαγράφεις…
Μπροστά την απειλή να χάσει ολοκληρωτικά την μοναδική δουλειά που γνωρίζει να κάνει, εκείνη του εντοπιστή μουσικών ταλέντων, για χάρη της δισκογραφικής εταιρίας που εργάζεται, είναι ο σαραντάχρονος Ματ Ράιντερ, εξαιτίας των συνεχών αποτυχιών του να ανακαλύψει το κελεπούρι. Σαν να μην του φτάνουν τα δίχως σοβαρής ελπίδας υλοποίησης, τελεσίγραφα από το αφεντικό του, η εμφάνιση της νεαρής και όμορφης νοσοκόμας Ζόι Κερν, θα φέρει ένα ακόμη μαντάτο για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος: Ο ηλικιωμένος πατέρας του, Μπεν, ένας πραγματικός θρύλος στον φωτογραφικό χώρο, μετράει ελάχιστες ημέρες ζωής, μιας και ο καρκίνος που τον έχει κτυπήσει βρίσκεται στο ύστατο στάδιο του. Και πολύ θα ήθελε από το μοναχογιό του, να τον συνοδεύσει σε ένα μακρύ ταξίδι από την Νέα Υόρκη, ίσαμε το Κάνσας, προκειμένου να προλάβει ανοικτό, το τελευταίο εμφανιστήριο που επεξεργάζεται 35άρια φιλμάκια Κόντακολόρ, λίγο πριν εκείνο σταματήσει μια για πάντα την λειτουργία του.
Το δυσμενές για την απαίτηση του βαριά ασθενή πατέρα είναι πως ουδέποτε υπήρξε γονιός σωστός, εγκαταλείποντας την φαμίλια του πολύ νωρίς κι ενώ ο Ματ ήταν μόλις δεκάχρονο παιδάκι. Γεγονός που έχει προκαλέσει την μακρόχρονη οργή του, σε βαθμό που ούτε να επιθυμεί να ξαναδεί στα μάτια του τον άπονο και ανεύθυνο πατέρα του. Όσο για το ενδεχόμενο να ταξιδέψει κοντά του δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, ούτε λόγος να γίνεται, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ταιριάξουν ξανά τα χνώτα των δυο αντρών. Μια επιδέξια κίνηση του μάνατζερ του φημισμένου βετεράνου φωτορεπόρτερ, θα είναι εκείνη που θα ρίξει τις γέφυρες και που θα πείσει τον ακλόνητο Ματ, να ανέβει στο αμάξι για να συντροφεύσει εκείνον που τον έφερε στον κόσμο, στην τελευταία του, εν ζωή, βόλτα…
Και κάπως έτσι οι τρεις διαφορετικού ψυχισμού και φιλοσοφίας άνθρωποι, θα ανεβούν στο άβολο κονβέρτιμπλ, για να διανύσουν την μισή Αμερική, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ύστατη επιθυμία του ασθενή που μετρά ελάχιστες ημέρες ζωής. Ρινγκ πραγματικό θα γίνει το αμάξι, που διαβαίνει τους μακρύς και σκονισμένους δρόμους, με τους δύο άντρες να μην λογίζουν ανθρωπιές και αντιστάσεις στην συμπεριφορά τους. Ο γιος, πικραμένος και εξορισμένος, ούτε καν σκέφτεται να δώσει ευκαιρία για συγνώμη στον πατέρα που γνωρίζει το πόσο έχει φταίξει, μα κι αυτός από την μεριά του, είναι εκείνος ο ασυμπάθιστος τύπος του καθάρματος, που θα τα κάνει όλα μαντάρα γιατί έτσι, απλώς, γουστάρει να σπέρνει την καταστροφή, έχοντας άγνοια της έννοιας της αγάπης. Το παλάντζο ανάμεσα τους, θα επιχειρήσει να κρατήσει σε μια κάποια ισορροπία, η αποκλειστική που φροντίζει για την απαιτούμενη περίθαλψη του γερο-Μπεν, όσο κρατάει αυτή η κούρσα προς τα μεσοδυτικά…
Την σεναριακή του ιδέα το φιλμ την απέσπασε από ένα άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης, από το 2010, εποχή που μπήκε μια για πάντα λουκέτο στα παλαιού τύπου φωτογραφικά εμφανιστήρια. Για να είμαι ειλικρινής, ως λάτρης φανατικός της αναλογικής φωτογράφησης, που ακόμη δεν έχω καταφέρει να εισέλθω στην ψηφιακή εποχή, πολύ θα ήθελα το Kodachrome να έστεκε πολύ περισσότερο στην μαρκίζα του και να αναφερθεί σε ένα τρόπο ζωής που εξαφανίστηκε δια παντός. Όχι πάντως πως η τροπή που παίρνει, εξ αφορμής του συγκεκριμένου γεγονότος, η πλοκή είναι αδιάφορη, το αντίθετο μάλιστα θα υποστήριζα, μιας και ο σκηνοθέτης Mark Raso είναι πολύ προσεκτικός στα βήματα του. Δίνοντας στο πόνημα του την σωστή δόση μελοδράματος, ώστε να μην καταντά ανιαρό, φροντίζοντας οι πολεμικές ατάκες του σκριπτ να έχουν το σωστό τάιμινγκ στο εκράν, στήνοντας ταυτόχρονα ένα καταπραϋντικό του θανατερού ίσκιου, ρομάντζο, ορίζοντας με τέμπο όμορφο και χρωματισμένο σε τόνους 35αριού, το μονοπάτι της ανθρωπιάς, που θα αποδείξει για μια ακόμη φορά πως το αίμα, δεν γίνεται να νερώσει.
Αυτή, η μια ακόμη παραγωγή του τηλεοπτικού δικτύου Netflix, έχει την τύχη, να διαθέτει στο ερμηνευτικό της καστ, έναν από τους πλέον έμπειρους και άνετους με οτιδήποτε καταπιαστούν, ρολίστες. Ο Ed Harris, ξερακιανός, λιπόσαρκος, ωχρός, αδύναμος, μοιάζει ως ο ιδανικός για να αποδώσει τον κακότροπο Μπεν, που όσο στέρησε τα όμορφα συναισθήματα με την στάση του, από τα πρόσωπα που τα είχαν ανάγκη, άλλο τόσο έχασε κι εκείνος τα πάντα, με τις ανεύθυνες επιλογές του. Ο Jason Sudeikis, αφήνει για ακόμη μια φορά στον πάγκο τον κωμικό του μανδύα για να φορέσει πολύ πιο σοβαρό κοστούμι και αν μη τι άλλο είναι το λιγότερο αξιοπρεπής στην απαίτηση, την ίδια στιγμή που η τόσο ελκυστική, γοητευτική, λαμπερή μα και μελαγχολική συνάμα Elizabeth Olsen, στήνει μια άρτια οργανωμένη δισυπόστατη περσόνα, είτε ως επαγγελματίας νοσοκόμα, είτε ως ζορισμένη και από τις δικές της απώλειες, σύγχρονη γυναίκα. Εξαιρετικό το δέσιμο του τριγώνου, αν και εκ πρώτης όψης μάλλον ως πρόχειρες φάνταζαν κάποιες από τις πλευρές του.
Με όλα αυτά τα θετικά, περί ρυθμού, έμπνευσης, ερμηνειών στην φαρέτρα της, η Ζωή σε Φιλμ, αποτελεί μια πολύ ευχάριστη καλοκαιρινή έκπληξη, που δύσκολα δεν θα ικανοποιήσει ειδικά εκείνους, που κρύβουν καλά την νοσταλγία σε ένα μεγάλο δωμάτιο της ψυχής τους. Όσο μάλιστα βαδίζουμε προς το προδιαγεγραμμένου θρήνου φινάλε, οι καλοσχηματισμένες εικόνες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, πασπαλίζουν την ατμόσφαιρα με ανάλογη συγκίνηση, ώστε σε συνδυασμό με τις ανεξίτηλες θύμισες μιας τερματισμένης εποχής που η Kodak αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας μας, ένα βούρκωμα στα μάτια να πετυχαίνουν να το μοιράσουν…
Το δυσμενές για την απαίτηση του βαριά ασθενή πατέρα είναι πως ουδέποτε υπήρξε γονιός σωστός, εγκαταλείποντας την φαμίλια του πολύ νωρίς κι ενώ ο Ματ ήταν μόλις δεκάχρονο παιδάκι. Γεγονός που έχει προκαλέσει την μακρόχρονη οργή του, σε βαθμό που ούτε να επιθυμεί να ξαναδεί στα μάτια του τον άπονο και ανεύθυνο πατέρα του. Όσο για το ενδεχόμενο να ταξιδέψει κοντά του δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, ούτε λόγος να γίνεται, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ταιριάξουν ξανά τα χνώτα των δυο αντρών. Μια επιδέξια κίνηση του μάνατζερ του φημισμένου βετεράνου φωτορεπόρτερ, θα είναι εκείνη που θα ρίξει τις γέφυρες και που θα πείσει τον ακλόνητο Ματ, να ανέβει στο αμάξι για να συντροφεύσει εκείνον που τον έφερε στον κόσμο, στην τελευταία του, εν ζωή, βόλτα…
Και κάπως έτσι οι τρεις διαφορετικού ψυχισμού και φιλοσοφίας άνθρωποι, θα ανεβούν στο άβολο κονβέρτιμπλ, για να διανύσουν την μισή Αμερική, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ύστατη επιθυμία του ασθενή που μετρά ελάχιστες ημέρες ζωής. Ρινγκ πραγματικό θα γίνει το αμάξι, που διαβαίνει τους μακρύς και σκονισμένους δρόμους, με τους δύο άντρες να μην λογίζουν ανθρωπιές και αντιστάσεις στην συμπεριφορά τους. Ο γιος, πικραμένος και εξορισμένος, ούτε καν σκέφτεται να δώσει ευκαιρία για συγνώμη στον πατέρα που γνωρίζει το πόσο έχει φταίξει, μα κι αυτός από την μεριά του, είναι εκείνος ο ασυμπάθιστος τύπος του καθάρματος, που θα τα κάνει όλα μαντάρα γιατί έτσι, απλώς, γουστάρει να σπέρνει την καταστροφή, έχοντας άγνοια της έννοιας της αγάπης. Το παλάντζο ανάμεσα τους, θα επιχειρήσει να κρατήσει σε μια κάποια ισορροπία, η αποκλειστική που φροντίζει για την απαιτούμενη περίθαλψη του γερο-Μπεν, όσο κρατάει αυτή η κούρσα προς τα μεσοδυτικά…
Την σεναριακή του ιδέα το φιλμ την απέσπασε από ένα άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης, από το 2010, εποχή που μπήκε μια για πάντα λουκέτο στα παλαιού τύπου φωτογραφικά εμφανιστήρια. Για να είμαι ειλικρινής, ως λάτρης φανατικός της αναλογικής φωτογράφησης, που ακόμη δεν έχω καταφέρει να εισέλθω στην ψηφιακή εποχή, πολύ θα ήθελα το Kodachrome να έστεκε πολύ περισσότερο στην μαρκίζα του και να αναφερθεί σε ένα τρόπο ζωής που εξαφανίστηκε δια παντός. Όχι πάντως πως η τροπή που παίρνει, εξ αφορμής του συγκεκριμένου γεγονότος, η πλοκή είναι αδιάφορη, το αντίθετο μάλιστα θα υποστήριζα, μιας και ο σκηνοθέτης Mark Raso είναι πολύ προσεκτικός στα βήματα του. Δίνοντας στο πόνημα του την σωστή δόση μελοδράματος, ώστε να μην καταντά ανιαρό, φροντίζοντας οι πολεμικές ατάκες του σκριπτ να έχουν το σωστό τάιμινγκ στο εκράν, στήνοντας ταυτόχρονα ένα καταπραϋντικό του θανατερού ίσκιου, ρομάντζο, ορίζοντας με τέμπο όμορφο και χρωματισμένο σε τόνους 35αριού, το μονοπάτι της ανθρωπιάς, που θα αποδείξει για μια ακόμη φορά πως το αίμα, δεν γίνεται να νερώσει.
Αυτή, η μια ακόμη παραγωγή του τηλεοπτικού δικτύου Netflix, έχει την τύχη, να διαθέτει στο ερμηνευτικό της καστ, έναν από τους πλέον έμπειρους και άνετους με οτιδήποτε καταπιαστούν, ρολίστες. Ο Ed Harris, ξερακιανός, λιπόσαρκος, ωχρός, αδύναμος, μοιάζει ως ο ιδανικός για να αποδώσει τον κακότροπο Μπεν, που όσο στέρησε τα όμορφα συναισθήματα με την στάση του, από τα πρόσωπα που τα είχαν ανάγκη, άλλο τόσο έχασε κι εκείνος τα πάντα, με τις ανεύθυνες επιλογές του. Ο Jason Sudeikis, αφήνει για ακόμη μια φορά στον πάγκο τον κωμικό του μανδύα για να φορέσει πολύ πιο σοβαρό κοστούμι και αν μη τι άλλο είναι το λιγότερο αξιοπρεπής στην απαίτηση, την ίδια στιγμή που η τόσο ελκυστική, γοητευτική, λαμπερή μα και μελαγχολική συνάμα Elizabeth Olsen, στήνει μια άρτια οργανωμένη δισυπόστατη περσόνα, είτε ως επαγγελματίας νοσοκόμα, είτε ως ζορισμένη και από τις δικές της απώλειες, σύγχρονη γυναίκα. Εξαιρετικό το δέσιμο του τριγώνου, αν και εκ πρώτης όψης μάλλον ως πρόχειρες φάνταζαν κάποιες από τις πλευρές του.
Με όλα αυτά τα θετικά, περί ρυθμού, έμπνευσης, ερμηνειών στην φαρέτρα της, η Ζωή σε Φιλμ, αποτελεί μια πολύ ευχάριστη καλοκαιρινή έκπληξη, που δύσκολα δεν θα ικανοποιήσει ειδικά εκείνους, που κρύβουν καλά την νοσταλγία σε ένα μεγάλο δωμάτιο της ψυχής τους. Όσο μάλιστα βαδίζουμε προς το προδιαγεγραμμένου θρήνου φινάλε, οι καλοσχηματισμένες εικόνες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, πασπαλίζουν την ατμόσφαιρα με ανάλογη συγκίνηση, ώστε σε συνδυασμό με τις ανεξίτηλες θύμισες μιας τερματισμένης εποχής που η Kodak αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας μας, ένα βούρκωμα στα μάτια να πετυχαίνουν να το μοιράσουν…
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Αυγούστου 2018 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική