Έτσι είναι η Ζωή (Le sens de la fête) Poster ΠόστερΈτσι είναι η Ζωή

των Olivier Nakache, Eric Toledano. Με τους Jean-Paul Bacri, Gilles Lellouche, Jean-Paul Rouve, Eye Haïdara, Suzanne Clément, Benjamin Lavernhe, Judith Chemla


It's a nice day for a crashed wedding
του zerVo (@moviesltd)

Και πως να την αλλάξεις, άλλοι κλαίνε και άλλοι γελάνε δηλαδή. Εγώ ανήκω στους δεύτερους, που αρκετές ώρες μετά την παρακολούθηση της κομεντί, γελώντας, αναζητώ τον λόγο που πήρε αυτό το όνομα. Διεθνώς δηλαδή, C'est la Vie, μια πιασάρικη μαρκίζα, ως μια από τις πλέον πολυφορεμένες Φραντσέζικες φράσεις. Που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αληθινή (εντός των Γαλλικών συνόρων) ονομασία της ταινίας, που μεταφράζεται περίπου ως "Η Ψυχή της γιορτής" και επίσης δεν έχω κατανοήσει από που ακριβώς στο σενάριο πηγάζει. Εν ολίγοις μετά από ένα δίωρο ακατάπαυστης πολυλογίας και ανακατωσούρας, έχω μπερδευτεί τόσο πολύ με ότι παρακολούθησα, ώστε να ρίχνω τα βάρη και τις ευθύνες για το κομφούζιο ετούτο, όχι στους σχεδιαστές του, όχι και τόσο αστείου, πονήματος, μα σε εκείνους που διάλεξαν τίτλο για να το προωθήσουν. Άδικο...

Έτσι είναι η Ζωή (Le sens de la fête) Quad Poster Πόστερ
Από τους πλέον ονομαστούς διοργανωτές γάμων σε ολόκληρο το Παρίσι είναι μεσήλικας Μαξ Ανζελύ και όχι άδικα, αφού εδώ και δεκαετίες πετυχαίνει να στήνει τις πιο λαμπερές, πανάκριβες και κοσμοπολίτικες δεξιώσεις, γύρω από την πιο αξέχαστη ημέρα στην διαδρομή ενός ζευγαριού. Και πλέον αποτελεί ρουτίνα για εκείνον, ακόμη και η πιο εξεζητημένη απαίτηση των νεονύμφων, όπως συμβαίνει απόψε, που πρέπει να τους προσφέρει μια βραδιά ονειρική, που θα λάβει χώρα σε έναν υπέροχο πύργο, της αποχής του Λουδοβίκου του 16ου. Από πολύ νωρίς θα διαφανεί πάντως, πως για τον Μαξ τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει θα είναι ουκ ολίγα...

Αφού αρχικά θα αναγκαστεί να βάλει σε τάξη την γκρίνια του προσωπικού των σερβιτόρων, που πρέπει καλά και σώνει να ντυθούν με άβολες στολές εποχής. Κατοπινά να λύσει την έχθρα ανάμεσα στην Αντέλ, το δεξί του χέρι και έχουσα το γενικό πρόσταγμα και τον ψηλομύτη τραγουδιστή Τζέιμς, που έχει αναλάβει με τις μελωδίες του να διασκεδάσει τους καλεσμένους. Ύστερα να βάλει σε πόστο που δεν θα καταστρέψει τα πάντα, τον προβληματικό ψυχικά κουνιάδο του Ζιλιέν, που δεν έχει και τόσο μεγάλη εμπειρία ως γκαρσόνι, αλλά και να καθοδηγήσει σωστά τον φωτογράφο της φιέστας Γκυ, που αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί το γεγονός πως ενδέχεται κάποιος άλλος εκτός από αυτόν να τραβήξει το τιμώμενο ζεύγος, έστω και μια πόζα με το κινητό του. Τέλος θα πρέπει να φροντίσει και τα δικά του προσωπικά ζητήματα, καθώς η όμορφη ερωμένη του, που εργάζεται στο σέρβις, μόλις του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, αφού δεν αποφασίζει με τίποτα να εγκαταλείψει την σύζυγο του, για χάρη της, όπως τόσο καιρό της υπόσχεται.

Με τέτοιους άσχημους οιωνούς, είναι απόλυτα βέβαιο πως το πάρτι της παντρειάς ανάμεσα στον πολυλογά, φαντασμένο Πιερ και την πιο προσγειωμένη Έλενά, που ξεκινά εντός ολίγου, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί ομαλά. Για την ακρίβεια, με όλες αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις, θα είναι και θαύμα, αν τα πάντα στην βραδιά, δεν οδηγηθούν στην καταστροφή. Και δεν θα πετύχει να περισώσει τα προσχήματα ούτε η συνετή και αεράτη παρέμβαση του πεπειραμένου wedding planner, που βλέπει την κατάσταση να ξεφεύγει ολοσχερώς από τον έλεγχο του. θα είναι άραγε ετούτη η νύχτα, η πρώτη που θα αμαυρωθεί το όνομα του ως χαρισματικού επαγγελματία, έχοντας φροντίσει τόσα και τόσα άρτι στεφανωμένα αντρόγυνα, έναντι αδράς αμοιβής φυσικά, να τον ευχαριστούν για το αξέχαστο γλέντι που τους χάρισε?

Η αλήθεια είναι πως το ντουέτο των εμπνευστών της θεματικής ιδέας και κατοπινά σχεδιαστών και εκτελεστών της, χαίρει πολύ μεγάλης εκτιμήσεως στην μακράν της δεύτερης, πιο πλούσιας κινηματογραφίας της Ευρώπης. Από τα πρώτα τους βήματα άλλωστε οι Nakache και Toledano φρόντισαν γι αυτό, στήνοντας επιτυχημένες κωμωδίες, με δραματικές προεκτάσεις, από τον καιρό του Nos Jours Heureux (Το Καλοκαίρι της Ζωής μας) και το Je préfère qu'on reste amis, μέχρι τον πολύ πρόσφατο και κοινωνικά προβληματισμένο Samba. Βεβαίως ενδιάμεσα, το φιλμ που εκτόξευσε στα ύψη την δημοτικότητα τους, έχοντας οδηγήσει στις αίθουσες εκατομμύρια θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο (και δια μέσω της σε διάφορες γλώσσες διασκευής του) ήταν οι Les Intouchables (Οι Άθικτοι) μια από τις ομορφότερες όπως και εμπορικότερες στιγμές της τελευταίας εικοσαετίας, για το τρικολόρ σινεμά. Με όπλο τους αυτό το σουξέ, οι δύο σκηνοθέτες βάδισαν στο εφεξής με περισσότερη άνεση στις αποσκευές τους, κάτι που όμως, προφανέστατα στην τελευταία τους δημιουργία δεν τους βγήκε.

Έχοντας τοποθετήσει στον κεντρικό άξονα της αφήγησης τους, έναν ευφυή δημοσιοσχετίστα, σκέφτηκαν να τραβήξουν κορδέλες διαφορετικής απόχρωσης, τύπου γαϊτανάκι και πάνω σε καθεμιά να σχεδιάσουν και μια επιμέρους υποιστορία, που το σύνολό τους θα μοιάσει με ένα από εκείνα τα πολύπλευρα παζλ που έφτιαχνε μια φορά κι έναν καιρό ο πανέξυπνος Robert Altman. Και αυτό οι Διόσκουροι το κατάφεραν μόνο ως φιλοδοξία, αφού από τις πρώτες κιόλας στιγμές που η πλοκή μεταφέρεται στο αναγεννησιακό αρχοντικό, η παρουσίαση των χαρακτήρων της επιθεώρησης πραγματοποιείται με την μέθοδο της χοντράδας και ουδείς - ουδείς όμως - εξ αυτών μοιάζει να νοιάζει τον θεατή για περισσότερα από δύο λεπτά. Συνεπώς η όποια λειτουργικότητα τόσων πολλών προσώπων, που συν τοις άλλοις μιλούν ακατάπαυστα και πολλές φορές χωρίς σαφή ειρμό, πηγαίνει άμεσα στράφι, σε βαθμό που πολύ πριν πάρει μπροστά ο Νόμος του Μέρφι, η πλατεία να παρακαλά οι καταστροφικές για τον γάμο της ιστορίας μας εξαγγελίες του προωθητικού τρέιλερ να ολοκληρωθούν το ταχύτερο δυνατόν, χωρίς να χρονοτριβούμε. Το ατυχές είναι που το κοινό μάλλον γνωρίζει την χρονική διάρκεια του έργου, συνεπώς ξέρει πως μπροστά του θα έχει κοντά στα εκατό λεπτά, που μόνο με κάποια σπουδαία ανατροπή, ενδέχεται να αλλάξουν τον βαρετό ρου της πολυεπίπεδης και κομφουζιώδους ίντριγκας.

Κι αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει. Παρά μόνο γινόμαστε μάρτυρες πολλών, όχι και τόσο κεφάτων ή αστείων σεκάνς προβλημάτων, που σκάνε το ένα μετά το άλλο απολύτως προβλέψιμα και ενίοτε επαναλαμβανόμενα. Με την ταλαιπωρημένη από τα πάμπολλα μονοπλάνα κάμερα, δε, να πετάγεται από την μια ρουμπρίκα στην άλλη, γίνεται εύκολα αντιληπτή και η σημαντική ανισότητα ειδικού βάρους της καθεμιάς, με άλλες να προβάλλουν ένα κάποιο ενδιαφέρον, κάποιες άλλες όμως - όπως του σεξομανή ερωτύλου φωτογράφου πώπω χάλια - να αγγίζουν ακόμη και το μηδέν σε σεναριακή ένταση. Συνέπεια τούτου, είναι ένα υποτυπώδες τέμπο που παλεύει να κρατήσει το εργάκι στην ζωή, να χάνει κι αυτό γρήγορα τις στροφές του, με τις ανούσιες και αταίριαστες παρεμβολές γύρω από την Πακιστανική κουλτούρα μιας σημαντικής μεταναστευτικής μερίδας των εργαζομένων, την διαφαινόμενη έφοδο του ΣΔΟΕ ή την χρήση τηλεφωνικών application που εντοπίζουν σε κοντινή απόσταση, παθιασμένα γκομενάκια, έτοιμα να δοθούν σε όποιον νταβραντισμένο τους στείλει καρδούλα - ερωτικό κάλεσμα στο κινητό.

Καρτερούσα πολλά περισσότερα από τους Nakache και Toledano, με γνώμονα την αναμφίβολη ικανότητα τους στην κινηματογράφηση και την επιδεξιότητα στην κωμική απεικόνιση. Το ζαλιστικά πολυλογάδικο μπέρδεμα που μας σέρβιραν, δεδομένα δεν ανταποκρίνεται στιγμή σε όσα κατάφεραν στο ντιρεκτορικό τους παρελθόν και μάλιστα σε μια παραγωγή σημαντικά ακριβή, τόσο σε ντεκόρ και εφέ, όσο και σε πληθώρα αστεριών που παρελαύνει από τα καρέ του. Γοητευτικός, όχι όμως και εξίσου πειστικός, όσο στα έξοχης σύλληψης φιλμς της πρώην αγαπημένης του Agnes Jaoui, όπου τον θαυμάζουμε, ο Jean Pierre Bacri, δείχνει και ο ίδιος άκεφος, καλούμενος να προσαρμοστεί σε ένα κοστούμι που πασιφανώς δεν του ταιριάζει. Μοναδικό συναισθηματικά, κάπως φορτισμένο παζλάκι, εκείνο που συνθέτουν ο singer της φιέστας Gilles Lellouche και η μαύρη καλλονή Eye Haidara, που ξεχωρίζει εμφανώς από τον σωρό, είτε της μετριότητας, είτε της λούπας. Συνολικά όμως? Όχι! Προσπεράστε! Ούτε ετούτη θα είναι η καλύτερη Γαλλική κομεντί, ετούτου του τιγκάτου από δαύτες καλοκαιριού.

Έτσι είναι η Ζωή (Le sens de la fête) Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Ιουλίου 2018 από την Odeon!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική