του Gjorce Stavreski. Με τους Blagoj Veselinov, Anastas Tanovski, Aksel Mehmet, Aleksandar Mikic, Miroslav Petkovic, Dime Iliev, Simona Dimkovska
Του Θεού το χόρτο
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Δώσε κι εμένα τέτοια πίτα θείο να πάνε κάτω τα σεκλέτια!
Ο Gjorce Stavreski γεννήθηκε στα Σκόπια. Αποφοίτησε από το Τμήμα Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου της Σχολής Δραματικών Τεχνών των Σκοπίων. Είναι βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος με ταινίες, ντοκιμαντέρ και πάνω από 100 διαφημιστικά βίντεο στο δυναμικό του. Έχει παραλάβει το διακεκριμένο βραβείο «13η Νοεμβρίου» της πόλης των Σκοπίων για τα μαθηματικά και τις επιστήμες. Το Μυστικό Συστατικό (Iscelitel) είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Η ταινία απέσπασε δύο διεθνή βραβεία όταν ακόμη βρισκόταν στο στάδιο της προ-παραγωγής: υποτροφία EAVE στο Pitching Forum της Τεργέστης το 2014 και μια υποψηφιότητα για το VFF Highlight Pitch Award στο Talent Project Market της Μπερλινάλε το 2015. Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού από το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια».
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο αμαξοστάσιο του σιδηροδρόμου, οι εργαζόμενοι βρίσκονταν σε απεργία. Διαμαρτύρονταν, ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων μισθών. Η κατάσταση αντικατόπτριζε πιστά την ιστορία της ταινίας. Καθώς δεν είχαν αποτελέσματα, άρχισαν απεργία πείνας, ελπίζοντας για ταχύτερη λύση. Ευτυχώς η απεργία πείνας ήταν σύντομη και δεν κατέληξε άσχημα. Το αμαξοστάσιο παρήκμαζε εδώ και 43 χρόνια. Λίγους μήνες μετά το γύρισμα της ταινίας, άρχισε η ανακαίνιση των κτιρίων και των αποθηκών.
Η υπόθεση: Ο Βέλε παράτησε το κολέγιο για να βρει δουλειά ως μηχανικός στο αμαξοστάσιο των τρένων της περιοχής του, προκειμένου να μπορεί να φροντίσει τον πατέρα του, Σάζντο, ο οποίος πάσχει από καρκίνο. Ο Σάζντο παραδίδεται στην ασθένεια: είναι σαν να μην θέλει πια να ζήσει. Η περιφρόνησή του για τη ζωή χρονολογείται από παλιότερα: από τότε που έχασε τη γυναίκα του και τον μεγαλύτερο γιο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο Βέλε είναι απελπισμένος, επειδή δεν είναι σε θέση να αγοράσει τα ακριβά φάρμακα που χρειάζεται ο πατέρας του. Όταν βρίσκει ένα πακέτο μαριχουάνας στο αμαξοστάσιο δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά: το οικειοποιείται. Προσπαθεί να το πουλήσει για να βγάλει χρήματα, αλλά αποτυγχάνει. Αποφασίζει να κάνει κέικ μαριχουάνας για τον πατέρα του με την ελπίδα ότι θα ανακουφίσει τον πόνο του.
Κι όντως! Καθώς περνούν οι μέρες, η υγεία (όπως και η διάθεση) του Σάζντο βελτιώνεται. Τα προβλήματα του Βέλε όμως δεν σταματούν. Οι κακοποιοί στους οποίους ανήκει το πακέτο με τη μαριχουάνα, ψάχνουν να τη βρουν. Οι συνταξιούχοι στη γειτονιά ακούν για τη θαυμαστή ανάκαμψη του πατέρα του κι αρχίζουν να ζητούν το κέικ. Ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα ηρεμήσουν και ταυτόχρονα, προσπαθώντας να φέρει αντιμέτωπο τον πατέρα του με το οδυνηρό παρελθόν τους, ο Βέλε αποφασίζει να πάρει τον Σάζντο στην κατασκήνωση όπου περνούσαν τις διακοπές τους πριν από το θανατηφόρο τροχαίο. Όμως, οι εγκληματίες δεν αργούν να ανακαλύψουν τα ίχνη τους…
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως όσες ταινίες έχουμε δει, οι οποίες διαθέτουν ως βασικό εργαλείο της πλοκής τους τη μαριχουάνα, τη χρήση της και την ευφορία που τη συνοδεύει, είναι πάρα, μα πάρα πολύ ευχάριστες και διασκεδαστικές. Μιλάμε για τις κωμωδίες, έτσι, όχι για τα δράματα. Αν και, αν θυμάμαι καλά, δεν έχουμε δει τέτοια δράματα γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να προκύψει δράμα σχετικά με τις… κακές συνέπειες της χρήσης του χασίς. Έτσι κι αλλιώς είναι παγκοίνως γνωστό πως κανείς δεν πέθανε από υπερβολική δόση χασίς: αντιθέτως, το αλκοόλ, τα σκληρά ναρκωτικά, ακόμα ακόμα το τσιγάρο, σκοτώνουν. Για το μόνο που έχει ενοχοποιηθεί η μαριχουάνα είναι πως ενδεχομένως μπορεί σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις να λειτουργήσει ως προθάλαμος για τα σκληρά ναρκωτικά. Και το διευκρινίζουμε: όχι η χρήση της. Περισσότερο είναι το θέμα «έμποροι» και «παρέες».
Σηκώνει μεγάλη κουβέντα το ζήτημα κι εδώ εμείς για την ταινία θέλουμε να μιλήσουμε. Πάντως, υπάρχει φαρμακευτική μαριχουάνα, που χρησιμοποιείται σε μια σειρά από παθήσεις προκειμένου να απαλύνει τον πόνο ή να βελτιώσει την ψυχολογική κατάσταση ασθενών, με εξαιρετικά αποτελέσματα... Από αυτήν τη γενική ιδέα εκκινεί η ταινία του σκηνοθέτη από τη γειτονική χώρα – της οποίας τα επίσημα βαφτίσια ακόμα αναμένουμε. Πέρα από τη διασκέδαση, όμως, που προσφέρει αυτή η πλευρά του σεναρίου της, η αλήθεια είναι πως η ταινία έχει πολλά ακόμα πράγματα να πει. Λειτουργεί ως φωτογραφικό στιγμιότυπο των… βόρειων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μια κοινωνία αρκετά κοντινή ως λογική και δομή με την ελληνική, απλά με μια καθυστέρηση περίπου μιας 10ετίας. Κρίση υπάρχει, φτώχεια υπάρχει, ανεργία υπάρχει, κοινωνικές δομές για να βοηθήσουν τους ασθενέστερους δεν υπάρχουν και το λούμπεν προλεταριάτο κινείται ανάμεσα στον εθνικισμό και τη δεισιδαιμονία.
Οι σκηνές (ταυτόχρονα αστείες και τραγικές) με τον κόσμο, τον φτωχό κόσμο, να έχει μαζευτεί έξω από το σπίτι του… θεραπευτή, ζητώντας λύση στα προβλήματά του – και ουσιαστικά λίγη ελπίδα – από την απώλεια ακοής και την αναπηρία έως την… ομοφυλοφιλία (!!!) είναι ενδεικτικές. Ο σκηνοθέτης καταγράφει έξοχα και το ρημαγμένο του πράγματος: από το αμαξοστάσιο έως το παλιό, εγκαταλελειμμένο θέρετρο, όλα δείχνουν μια χώρα που στο παρελθόν τα πράγματα μπορεί να μην ήταν καλύτερα από το πιεστικό τώρα, αλλά τουλάχιστον λειτουργούσε. Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης κατορθώνει να συγκεράσει τα στοιχεία μιας βαλκανικής κωμωδίας, με μια ταινία σχέσεων πατέρα – γιου (δείτε τι όμορφα βγαίνουν οι αποκαλύψεις, την πίκρα του γιου που έχει μείνει πίσω, τον πόνο του πατέρα που δεν μπορεί να συνηθίσει την απώλεια), με στοιχεία γκανγκστερικού φιλμ, διαθέτοντας πολιτική ματιά και κάνοντας διακριτική αλλά καίρια κριτική, λέει πολλά για τις ικανότητες και το ταλέντο του.
Κι όλα αυτά χωρίς να κραυγάζει ή να ψάχνει αφορμές για επίδειξη. Χαμηλότονα, έξυπνα και με πληρότητα, μας συστήνει τους καθημερινούς του ήρωες, μας βάζει στη ζωή τους και μας κάνει να γελάσουμε αλλά και να συγκινηθούμε μαζί τους. Όχι, αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται λοιπόν και χρήζει συγχαρητηρίων και μόνο η προσπάθεια…
Η υπόθεση: Ο Βέλε παράτησε το κολέγιο για να βρει δουλειά ως μηχανικός στο αμαξοστάσιο των τρένων της περιοχής του, προκειμένου να μπορεί να φροντίσει τον πατέρα του, Σάζντο, ο οποίος πάσχει από καρκίνο. Ο Σάζντο παραδίδεται στην ασθένεια: είναι σαν να μην θέλει πια να ζήσει. Η περιφρόνησή του για τη ζωή χρονολογείται από παλιότερα: από τότε που έχασε τη γυναίκα του και τον μεγαλύτερο γιο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο Βέλε είναι απελπισμένος, επειδή δεν είναι σε θέση να αγοράσει τα ακριβά φάρμακα που χρειάζεται ο πατέρας του. Όταν βρίσκει ένα πακέτο μαριχουάνας στο αμαξοστάσιο δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά: το οικειοποιείται. Προσπαθεί να το πουλήσει για να βγάλει χρήματα, αλλά αποτυγχάνει. Αποφασίζει να κάνει κέικ μαριχουάνας για τον πατέρα του με την ελπίδα ότι θα ανακουφίσει τον πόνο του.
Κι όντως! Καθώς περνούν οι μέρες, η υγεία (όπως και η διάθεση) του Σάζντο βελτιώνεται. Τα προβλήματα του Βέλε όμως δεν σταματούν. Οι κακοποιοί στους οποίους ανήκει το πακέτο με τη μαριχουάνα, ψάχνουν να τη βρουν. Οι συνταξιούχοι στη γειτονιά ακούν για τη θαυμαστή ανάκαμψη του πατέρα του κι αρχίζουν να ζητούν το κέικ. Ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα ηρεμήσουν και ταυτόχρονα, προσπαθώντας να φέρει αντιμέτωπο τον πατέρα του με το οδυνηρό παρελθόν τους, ο Βέλε αποφασίζει να πάρει τον Σάζντο στην κατασκήνωση όπου περνούσαν τις διακοπές τους πριν από το θανατηφόρο τροχαίο. Όμως, οι εγκληματίες δεν αργούν να ανακαλύψουν τα ίχνη τους…
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως όσες ταινίες έχουμε δει, οι οποίες διαθέτουν ως βασικό εργαλείο της πλοκής τους τη μαριχουάνα, τη χρήση της και την ευφορία που τη συνοδεύει, είναι πάρα, μα πάρα πολύ ευχάριστες και διασκεδαστικές. Μιλάμε για τις κωμωδίες, έτσι, όχι για τα δράματα. Αν και, αν θυμάμαι καλά, δεν έχουμε δει τέτοια δράματα γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να προκύψει δράμα σχετικά με τις… κακές συνέπειες της χρήσης του χασίς. Έτσι κι αλλιώς είναι παγκοίνως γνωστό πως κανείς δεν πέθανε από υπερβολική δόση χασίς: αντιθέτως, το αλκοόλ, τα σκληρά ναρκωτικά, ακόμα ακόμα το τσιγάρο, σκοτώνουν. Για το μόνο που έχει ενοχοποιηθεί η μαριχουάνα είναι πως ενδεχομένως μπορεί σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις να λειτουργήσει ως προθάλαμος για τα σκληρά ναρκωτικά. Και το διευκρινίζουμε: όχι η χρήση της. Περισσότερο είναι το θέμα «έμποροι» και «παρέες».
Σηκώνει μεγάλη κουβέντα το ζήτημα κι εδώ εμείς για την ταινία θέλουμε να μιλήσουμε. Πάντως, υπάρχει φαρμακευτική μαριχουάνα, που χρησιμοποιείται σε μια σειρά από παθήσεις προκειμένου να απαλύνει τον πόνο ή να βελτιώσει την ψυχολογική κατάσταση ασθενών, με εξαιρετικά αποτελέσματα... Από αυτήν τη γενική ιδέα εκκινεί η ταινία του σκηνοθέτη από τη γειτονική χώρα – της οποίας τα επίσημα βαφτίσια ακόμα αναμένουμε. Πέρα από τη διασκέδαση, όμως, που προσφέρει αυτή η πλευρά του σεναρίου της, η αλήθεια είναι πως η ταινία έχει πολλά ακόμα πράγματα να πει. Λειτουργεί ως φωτογραφικό στιγμιότυπο των… βόρειων τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μια κοινωνία αρκετά κοντινή ως λογική και δομή με την ελληνική, απλά με μια καθυστέρηση περίπου μιας 10ετίας. Κρίση υπάρχει, φτώχεια υπάρχει, ανεργία υπάρχει, κοινωνικές δομές για να βοηθήσουν τους ασθενέστερους δεν υπάρχουν και το λούμπεν προλεταριάτο κινείται ανάμεσα στον εθνικισμό και τη δεισιδαιμονία.
Οι σκηνές (ταυτόχρονα αστείες και τραγικές) με τον κόσμο, τον φτωχό κόσμο, να έχει μαζευτεί έξω από το σπίτι του… θεραπευτή, ζητώντας λύση στα προβλήματά του – και ουσιαστικά λίγη ελπίδα – από την απώλεια ακοής και την αναπηρία έως την… ομοφυλοφιλία (!!!) είναι ενδεικτικές. Ο σκηνοθέτης καταγράφει έξοχα και το ρημαγμένο του πράγματος: από το αμαξοστάσιο έως το παλιό, εγκαταλελειμμένο θέρετρο, όλα δείχνουν μια χώρα που στο παρελθόν τα πράγματα μπορεί να μην ήταν καλύτερα από το πιεστικό τώρα, αλλά τουλάχιστον λειτουργούσε. Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης κατορθώνει να συγκεράσει τα στοιχεία μιας βαλκανικής κωμωδίας, με μια ταινία σχέσεων πατέρα – γιου (δείτε τι όμορφα βγαίνουν οι αποκαλύψεις, την πίκρα του γιου που έχει μείνει πίσω, τον πόνο του πατέρα που δεν μπορεί να συνηθίσει την απώλεια), με στοιχεία γκανγκστερικού φιλμ, διαθέτοντας πολιτική ματιά και κάνοντας διακριτική αλλά καίρια κριτική, λέει πολλά για τις ικανότητες και το ταλέντο του.
Κι όλα αυτά χωρίς να κραυγάζει ή να ψάχνει αφορμές για επίδειξη. Χαμηλότονα, έξυπνα και με πληρότητα, μας συστήνει τους καθημερινούς του ήρωες, μας βάζει στη ζωή τους και μας κάνει να γελάσουμε αλλά και να συγκινηθούμε μαζί τους. Όχι, αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται λοιπόν και χρήζει συγχαρητηρίων και μόνο η προσπάθεια…
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Ιουλίου 2018 από την Trianon Filmcenter!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική