του Shubhashish Bhutiani. Με τους Adil Hussain, Lalit Behl, Geetanjali Kulkarni, Palomi Ghosh, Navnindra Behl, Anil K. Rastogi
Θάνατος στο Βαρανάσι
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Δύσκολοι (οι) αποχαιρετισμοί...
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που έχει σκηνοθετήσει ο 26χρονος Ινδός Shubhashish Bhutiani, ο οποίος έχει στη φιλμογραφία του και δυο μικρού μήκους ταινίες. Η ταινία Η Σωτηρία της Ψυχής (Hotel Salvation) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας του 2016, όπου συμμετείχε στο πρόγραμμα για νέους σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο Biennale College και κέρδισε το Βραβείο Unesco για την ανθρωπιστική ματιά του σκηνοθέτη της. Στη συνέχεια η ταινία ταξίδεψε στα Φεστιβάλ του Μπουσάν, του Ντουμπάι, του Γκέτεμποργκ, του Μονάχου, του Σαν Φρανσίσκο και του Σίδνεϊ, ανάμεσα σε άλλα.
Ο Adil Hussain στο ρόλο του γιου, μας είναι γνωστός για έναν από τους βασικούς ρόλους στην ταινία του Ang Lee Η ζωή του Πι (Life of Pi), ενώ ο Lalit Behl στο ρόλο του πατέρα, πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Η πεταλούδα» (Titli, 2014) που είχε προβληθεί στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών. Τέλος, αξίζει να θυμίσουμε ότι στο ρόλο της μητέρας συναντάμε την Geetangali Kulkarni, πρωταγωνίστρια της ταινίας Το δικαστήριο (Court), που είδαμε και στη χώρα μας το 2015.
Η υπόθεση: Ο Ρατζίβ είναι ένας μεσήλικας λογιστής. Η δουλειά του, του τρώει σχεδόν όλο το χρόνο του, ο ίδιος όμως δεν φαίνεται να δυσανασχετεί από τη ρουτίνα. Ζει μαζί με την (αγέλαστη) γυναίκα του Λάτα, την νεαρή, λογοδοσμένη κόρη του Σουνίτα και τον γέρο πατέρα του Ντάγια, ο οποίος δείχνει να τα έχει λίγο χαμένα. Μετά από ένα όνειρο που βλέπει, ο Ντάγια αποφασίζει πως έχει έρθει η ώρα του να πεθάνει. Και σαν καλός Ινδουιστής θέλει να το κάνει, όπως επιτάσσει η παράδοση, στην ιερή πόλη των Ινδουιστών, στο Βαρανάσι, στις όχθες του Γάγγη. Ο Ρατζίβ προσπαθεί να τον μεταπείσει: έχει πολύ δουλειά και το βλέπει όλο αυτό ως ένα καπρίτσιο του πατέρα του.
Εντέλει, τον ακολουθεί, όχι τόσο από αγάπη όσο από καθήκον. Βρίσκουν κατάλυμα σε ένα ποντικοφαγωμένο ξενοδοχείο που διευθύνει ένας θεούλης ονόματι Μισράχι, ο οποίος υποστηρίζει ότι γνωρίζει πότε θα πεθάνει κάθε πελάτης του, αφήνοντας μόνο 15 μέρες σε καθέναν να μένει στο ξενοδοχείο. Εκεί, θα γνωρίσουν την χήρα Βίμλα. Όσο ο Ρατζίβ αγχώνεται για τη δουλειά και την όλη κατάσταση, τόσο ο πατέρας του δείχνει να απολαμβάνει τα πάντα, από την παρέα της Βίμλα μέχρι την παρακολούθηση της αγαπημένης του τηλεοπτικής εκπομπής στο ξενοδοχείο. Πώς θα τελειώσει όλο αυτό; Θα... φτάσουν οι 15 μέρες τελικά;
Η άποψή μας: Όπως υπάρχει το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά στο Χόλιγουντ έτσι υπάρχει και το ανεξάρτητο ινδικό σινεμά στο Μπόλιγουντ! Με πολύ ενδιαφέροντα δείγματα γραφής, τα οποία κατά κύριο λόγο απολαμβάνουμε οι επαγγελματίες (εντάξει, χωράει μεγάλη συζήτηση αυτό, αλλά μιαν άλλη φορά...) του χώρου σε όσα φεστιβάλ κατορθώνουμε να παραβρεθούμε. Πολύ, πάρα πολύ σπάνια, μια ταινία από την Ινδία βρίσκει το δρόμο της για τις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας προς εμπορική εκμετάλλευση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που μπορώ να θυμηθώ είναι η ταινία Το δικαστήριο (Court). Επίσης, άλλη μια ταινία που βγήκε στις ελληνικές αίθουσες ήταν οι Παραδόσεις αγάπης (The Lunchbox). Στο φεστιβάλ Βερολίνου πέρσι είχαμε δει το εξαιρετικό «Newton», το οποίο προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά χλωμό το βλέπω να κυκλοφορήσει εμπορικά από εγχώρια εταιρία διανομής. Βλέπετε, αυτές οι ταινίες, όσο καλές κι αν είναι δεν φαίνεται να έχουν μεγάλες πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας. Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τούτη την ταινία. Η οποία έχει τρομερό ενδιαφέρον αλλά πώς να κάνει γκελ σε θεατές που δεν θέλουν να κολυμπάνε σε αχαρτογράφητες, μη γνωστές κινηματογραφικές θάλασσες;
Το βασικό προτέρημα της ταινίας είναι ότι μιλάει για ένα τόσο βαρύ θέμα, όσο ο επερχόμενος θάνατος ενός ανθρώπου, με καθόλου «βαρύ» τρόπο. Ίσα ίσα, υπάρχει και μπόλικο χιούμορ στο φιλμ, όχι χοντρό, όχι φαρσικό, αλλά πολύ διακριτικό κι έξυπνο, σαν βρετανικό ένα πράμα. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο μεσήλικας λογιστής. Αυτός που ζει τη ρουτινιάρικη, τακτοποιημένη ζωή του ασυννέφιαστα και αγόγγυστα. Δεν έχει απαιτήσεις, δεν θεωρεί τον εαυτό του παραιτημένο, όλα καλά γιατί έτσι έχει μάθει: γεννιέσαι, δουλεύεις και ύστερα πεθαίνεις. Χωρίς το τελευταίο να βρίσκεται στη μενταλιτέ του ότι θα συμβεί άμεσα. Είναι κάτι μακρινό, που για ποιον λόγο να μας απασχολεί νωρίτερα βρε αδελφέ; Η... τρέλα του πατέρα θα είναι εκείνη που θα τον ταρακουνήσει, κατά πως φαίνεται για πρώτη φορά στη ζωή του. Θα τον ξεβολέψει, θα τον αναγκάσει να σκεφτεί κάτι πέρα από τη δουλειά του.
Έξυπνα, ο σκηνοθέτης δεν δείχνει ότι ο λογιστής μας αλλάζει εξωστρεφώς. Η αλλαγή φαίνεται στον πατέρα του. Ο οποίος όντας (σύμφωνα με τα λεγόμενά του, χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας) κοντά στο θάνατό του, δείχνει πιο ζωντανός από ποτέ! Είναι σαν τους ελέφαντες στην ίδια απέραντη χώρα, που όταν γερνάνε πηγαίνουν σε συγκεκριμένο χώρο για να πεθάνουν, προκειμένου να μην ταλαιπωρούν την αγέλη τους, να μην έχει ανάγκη η αγέλη να ασχολείται μαζί τους. Ο λογιστής μας, όμως, δεν αλλάζει. Όχι φανερά. Προσλαμβάνει όλα αυτά τα πραγματικά δεδομένα, έρχεται σε επαφή με νέους ανθρώπους, βιώνει καινούργιες καταστάσεις, και το κυριότερο, μαθαίνει για πρώτη φορά να ζει με τον πατέρα του! Δυσκολεύεται. Μάλιστα, την κρίσιμη στιγμή κάνει πίσω. Και φεύγει. Κι όμως, έχει αλλάξει. Έχει καταλάβει. Ακόμα και η επανάσταση της κόρης του βοηθιέται τα μάλα από τη συμπεριφορά του παππού της, με τον οποίο έχει τρομερή επικοινωνία. Ακόμα και η σύζυγος του γελαστή, παρά το γεγονός πως μέχρι το φινάλε παραμένει αγέλαστη, κι αυτή αλλάζει, γλυκαίνει θαρρείς. Όμορφη ταινία είναι αυτή, που δείχνει αρκετά πράγματα από το τι σημαίνει το Βαρανάσι, με πολλές τελετές να αποτυπώνονται από την κάμερα, χωρίς όμως το ταφικό έθιμο της καύσης των νεκρών.
Ίσως ο σκηνοθέτης να θεώρησε πως το δυτικό κοινό θα κώλωνε. Σοφή απόφαση. Στη Δύση δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τη θέα του νεκρού σώματος. Προσπαθούμε να μην το πολυπαρουσιάζουμε και η ταφή γίνεται με το φέρετρο κλειστό. Στο Βαρανάσι η καύση των νεκρών είναι συνεχής, όλη μέρα, όλη νύχτα και γίνεται δημοσίως! Και οι Ινδουιστές πηγαίνουν στο Βαρανάσι γιατί σύμφωνα με όσα πρεσβεύει η θρησκεία τους, αν οι στάχτες κάποιου ακουμπήσουν τα νερά του ιερού ποταμού, του Γάγγη, σπάζει ο κύκλος των μετενσαρκώσεων και η ψυχή του πεθαμένου βρίσκει τη γαλήνη στους ουρανούς.
Ακόμα θυμάμαι τις υπέροχες φωτογραφίες του Γρηγόρη Σιαμίδη, συναδέλφου στο «Sunday» του «Αγγελιοφόρου», ο οποίος πήγαινε συχνά πυκνά στην Ινδία, και είχε κάνει ένα εξαιρετικό φωτορεπορτάζ από το Βαρανάσι. Απίστευτο ήταν. Και είθε και τούτη η ταινία να βρει το κοινό της...
Η υπόθεση: Ο Ρατζίβ είναι ένας μεσήλικας λογιστής. Η δουλειά του, του τρώει σχεδόν όλο το χρόνο του, ο ίδιος όμως δεν φαίνεται να δυσανασχετεί από τη ρουτίνα. Ζει μαζί με την (αγέλαστη) γυναίκα του Λάτα, την νεαρή, λογοδοσμένη κόρη του Σουνίτα και τον γέρο πατέρα του Ντάγια, ο οποίος δείχνει να τα έχει λίγο χαμένα. Μετά από ένα όνειρο που βλέπει, ο Ντάγια αποφασίζει πως έχει έρθει η ώρα του να πεθάνει. Και σαν καλός Ινδουιστής θέλει να το κάνει, όπως επιτάσσει η παράδοση, στην ιερή πόλη των Ινδουιστών, στο Βαρανάσι, στις όχθες του Γάγγη. Ο Ρατζίβ προσπαθεί να τον μεταπείσει: έχει πολύ δουλειά και το βλέπει όλο αυτό ως ένα καπρίτσιο του πατέρα του.
Εντέλει, τον ακολουθεί, όχι τόσο από αγάπη όσο από καθήκον. Βρίσκουν κατάλυμα σε ένα ποντικοφαγωμένο ξενοδοχείο που διευθύνει ένας θεούλης ονόματι Μισράχι, ο οποίος υποστηρίζει ότι γνωρίζει πότε θα πεθάνει κάθε πελάτης του, αφήνοντας μόνο 15 μέρες σε καθέναν να μένει στο ξενοδοχείο. Εκεί, θα γνωρίσουν την χήρα Βίμλα. Όσο ο Ρατζίβ αγχώνεται για τη δουλειά και την όλη κατάσταση, τόσο ο πατέρας του δείχνει να απολαμβάνει τα πάντα, από την παρέα της Βίμλα μέχρι την παρακολούθηση της αγαπημένης του τηλεοπτικής εκπομπής στο ξενοδοχείο. Πώς θα τελειώσει όλο αυτό; Θα... φτάσουν οι 15 μέρες τελικά;
Η άποψή μας: Όπως υπάρχει το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά στο Χόλιγουντ έτσι υπάρχει και το ανεξάρτητο ινδικό σινεμά στο Μπόλιγουντ! Με πολύ ενδιαφέροντα δείγματα γραφής, τα οποία κατά κύριο λόγο απολαμβάνουμε οι επαγγελματίες (εντάξει, χωράει μεγάλη συζήτηση αυτό, αλλά μιαν άλλη φορά...) του χώρου σε όσα φεστιβάλ κατορθώνουμε να παραβρεθούμε. Πολύ, πάρα πολύ σπάνια, μια ταινία από την Ινδία βρίσκει το δρόμο της για τις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας προς εμπορική εκμετάλλευση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που μπορώ να θυμηθώ είναι η ταινία Το δικαστήριο (Court). Επίσης, άλλη μια ταινία που βγήκε στις ελληνικές αίθουσες ήταν οι Παραδόσεις αγάπης (The Lunchbox). Στο φεστιβάλ Βερολίνου πέρσι είχαμε δει το εξαιρετικό «Newton», το οποίο προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά χλωμό το βλέπω να κυκλοφορήσει εμπορικά από εγχώρια εταιρία διανομής. Βλέπετε, αυτές οι ταινίες, όσο καλές κι αν είναι δεν φαίνεται να έχουν μεγάλες πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας. Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τούτη την ταινία. Η οποία έχει τρομερό ενδιαφέρον αλλά πώς να κάνει γκελ σε θεατές που δεν θέλουν να κολυμπάνε σε αχαρτογράφητες, μη γνωστές κινηματογραφικές θάλασσες;
Το βασικό προτέρημα της ταινίας είναι ότι μιλάει για ένα τόσο βαρύ θέμα, όσο ο επερχόμενος θάνατος ενός ανθρώπου, με καθόλου «βαρύ» τρόπο. Ίσα ίσα, υπάρχει και μπόλικο χιούμορ στο φιλμ, όχι χοντρό, όχι φαρσικό, αλλά πολύ διακριτικό κι έξυπνο, σαν βρετανικό ένα πράμα. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο μεσήλικας λογιστής. Αυτός που ζει τη ρουτινιάρικη, τακτοποιημένη ζωή του ασυννέφιαστα και αγόγγυστα. Δεν έχει απαιτήσεις, δεν θεωρεί τον εαυτό του παραιτημένο, όλα καλά γιατί έτσι έχει μάθει: γεννιέσαι, δουλεύεις και ύστερα πεθαίνεις. Χωρίς το τελευταίο να βρίσκεται στη μενταλιτέ του ότι θα συμβεί άμεσα. Είναι κάτι μακρινό, που για ποιον λόγο να μας απασχολεί νωρίτερα βρε αδελφέ; Η... τρέλα του πατέρα θα είναι εκείνη που θα τον ταρακουνήσει, κατά πως φαίνεται για πρώτη φορά στη ζωή του. Θα τον ξεβολέψει, θα τον αναγκάσει να σκεφτεί κάτι πέρα από τη δουλειά του.
Έξυπνα, ο σκηνοθέτης δεν δείχνει ότι ο λογιστής μας αλλάζει εξωστρεφώς. Η αλλαγή φαίνεται στον πατέρα του. Ο οποίος όντας (σύμφωνα με τα λεγόμενά του, χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας) κοντά στο θάνατό του, δείχνει πιο ζωντανός από ποτέ! Είναι σαν τους ελέφαντες στην ίδια απέραντη χώρα, που όταν γερνάνε πηγαίνουν σε συγκεκριμένο χώρο για να πεθάνουν, προκειμένου να μην ταλαιπωρούν την αγέλη τους, να μην έχει ανάγκη η αγέλη να ασχολείται μαζί τους. Ο λογιστής μας, όμως, δεν αλλάζει. Όχι φανερά. Προσλαμβάνει όλα αυτά τα πραγματικά δεδομένα, έρχεται σε επαφή με νέους ανθρώπους, βιώνει καινούργιες καταστάσεις, και το κυριότερο, μαθαίνει για πρώτη φορά να ζει με τον πατέρα του! Δυσκολεύεται. Μάλιστα, την κρίσιμη στιγμή κάνει πίσω. Και φεύγει. Κι όμως, έχει αλλάξει. Έχει καταλάβει. Ακόμα και η επανάσταση της κόρης του βοηθιέται τα μάλα από τη συμπεριφορά του παππού της, με τον οποίο έχει τρομερή επικοινωνία. Ακόμα και η σύζυγος του γελαστή, παρά το γεγονός πως μέχρι το φινάλε παραμένει αγέλαστη, κι αυτή αλλάζει, γλυκαίνει θαρρείς. Όμορφη ταινία είναι αυτή, που δείχνει αρκετά πράγματα από το τι σημαίνει το Βαρανάσι, με πολλές τελετές να αποτυπώνονται από την κάμερα, χωρίς όμως το ταφικό έθιμο της καύσης των νεκρών.
Ίσως ο σκηνοθέτης να θεώρησε πως το δυτικό κοινό θα κώλωνε. Σοφή απόφαση. Στη Δύση δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τη θέα του νεκρού σώματος. Προσπαθούμε να μην το πολυπαρουσιάζουμε και η ταφή γίνεται με το φέρετρο κλειστό. Στο Βαρανάσι η καύση των νεκρών είναι συνεχής, όλη μέρα, όλη νύχτα και γίνεται δημοσίως! Και οι Ινδουιστές πηγαίνουν στο Βαρανάσι γιατί σύμφωνα με όσα πρεσβεύει η θρησκεία τους, αν οι στάχτες κάποιου ακουμπήσουν τα νερά του ιερού ποταμού, του Γάγγη, σπάζει ο κύκλος των μετενσαρκώσεων και η ψυχή του πεθαμένου βρίσκει τη γαλήνη στους ουρανούς.
Ακόμα θυμάμαι τις υπέροχες φωτογραφίες του Γρηγόρη Σιαμίδη, συναδέλφου στο «Sunday» του «Αγγελιοφόρου», ο οποίος πήγαινε συχνά πυκνά στην Ινδία, και είχε κάνει ένα εξαιρετικό φωτορεπορτάζ από το Βαρανάσι. Απίστευτο ήταν. Και είθε και τούτη η ταινία να βρει το κοινό της...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Ιουλίου 2018 από την One From The Heart!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική