του Fernando León de Aranoa. Με τους Javier Bardem, Penélope Cruz, Peter Sarsgaard, Julieth Restrepo, David Valencia, David Ojalvo, Giselle Da Silva
Ο άγγελός μου, ο άνθρωπός μου, ο θάνατός μου.
του zerVo (@moviesltd)
Αναρίθμητα τα αφιερώματα που έχουν συνταχθεί, τόσο στην μικρή όσο και στην μεγάλη οθόνη, για έναν από τους πλέον διαβόητους κακοποιούς της ιστορίας. Για μια δισυπόστατη προσωπικότητα, που την ίδια στιγμή που συμπεριφερόταν απάνθρωπα και ανελέητα στους εχθρούς του, εμφανιζόταν ως ο φύλακας άγγελος όλων όσων φτωχών και αδυνάτων επιθυμούσε να πάρει κάτω από την πανίσχυρη προστασία του. Με πιο σημαντική και έγκυρη σε όσα περιγράφει, βιογραφική αναφορά στον υπ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, το τηλεοπτικό Narcos, σαφώς σοβαρότερη από την καθημερινή πολυλογάδικη, αλλά και αγωνιώδη τηλενοβέλα El Patron Del Mal, όπως και από τα δραματοποιημένα biopics Paradise Lost και Infiltrator, θα περίμενε κανείς πως έχουν ειπωθεί τα πάντα γύρω από την προσωπικότητα του διαβόητου Πάμπλο Εσκομπάρ. Εκτός την περίπτωση εκείνη, που η φιγούρα του σχηματίζεται στην οθόνη, μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας, που όπως υποστηρίζει, τον λάτρεψε σαν Θεό...
Κολομβία 1985. Έχοντας ξεκινήσει κυριολεκτικά από το μηδέν και αφού αναρριχήθηκε ένα προς ένα τα επίπεδα του σκληρού υποκόσμου της λατινοαμερικάνικης χώρας, ο δαιμόνιος Πάμπλο Εσκομπάρ θα εξελιχθεί στον Ελ Παδρόν του καρτέλ της κοκαΐνης του Μεντεγίν, έχοντας αρμοδιότητα να τροφοδοτεί με ναρκωτικά ολόκληρη την αμερικάνικη ήπειρο. Με περιουσία που ανέρχεται σε μια ντουζίνα σχεδόν δισεκατομμύρια δολάρια, έσοδα που προέρχονται κυρίως από την εκμετάλλευση της αγοράς των ΗΠΑ, πολύ σύντομα θα μπει στο στόχαστρο της Υπερδύναμης και του Προέδρου της Ρέιγκαν. Πανέξυπνα κινούμενος, ο φιλόδοξος βαρόνος, όχι μονάχα θα καταφέρει να πάρει με το μέρος του, σε μια επίδειξη απόλυτης δύναμης και κυριαρχίας, όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, αλλά θα εκλεγεί και ο ίδιος βουλευτής της εθνοσυνέλευσης, έχοντας στο πλευρό του την πλήρη υποστήριξη της πάμφτωχης, αλλά και ευεργετημένης από τον ίδιο, περιφέρειας του.
Είναι η στιγμή που στην ζωή του Πάμπλο, οικογενειάρχη ήδη με δύο παιδιά, θα μπει η εντυπωσιακού κάλλους και αέρινη παρουσιάστρια της Κολομβιανής τηλεόρασης Βιρτζίνια Βαγιέχο, μια καλοζωισμένη ρεπόρτερ, που θα επιχειρήσει να επισκεφτεί το λημέρι του για να του πάρει αποκλειστική συνέντευξη. Γνωστός για την αδυναμία του στο ισχυρό φύλο, ο Έσκομπαρ πολύ σύντομα θα υποκύψει στα ερωτικά καλέσματα της κοκέτας δημοσιογράφου και θα συνάψει μαζί της έναν θυελλώδη και παθιασμένο εξωσυζυγικό δεσμό, χαρίζοντας της τα πλούτη και την κοσμοπολίτικη αύρα που εκείνη ονειρευόταν. Μαζί με τα αγαθά, όμως, η αστραφτερή τηλεπερσόνα, γρήγορα θα κληρονομήσει και τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας ιδιαίτερης σχέσης, καθώς θα παρασυρθεί κι εκείνη από το κρατικό κύμα καταδίωξης του καταζητούμενου εραστή της, σε μια δίνη τρόμου και ανασφάλειας, που θα απειλήσει ακόμη και την ίδια της την ζωή.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή, αφού ως γνωστόν μπορεί μια ξεμυαλίστρα, μετά ευκολίας να σύρει με την λάγνα κορμοστασιά της ακόμη και το πιο αποφασιστικό και ηγετικών τάσεων αρσενικό, αν πρόκειται όμως για τον πλέον αναγνωρισμένο Νονό του τόπου, τότε το πράγμα αλλάζει. Δεν υπάρχει διέξοδος, δεν βρίσκεται τρόπος διαφυγής, δεν είναι δυνατός ο χωρισμός χωρίς να πληρωθεί το αντίστοιχα βαρύ τίμημα του. Και ενόσω οι αμερικάνικες υπηρεσίες ασφαλείας θα την προσεγγίσουν για να καρφώσει τον αγαπητικό της, με αντάλλαγμα μια καινούργιας ταυτότητας ασφαλή καθημερινότητα σε κάποια άγνωστη σε όλους γωνιά του πλανήτη, εκείνη θα διατηρήσει υψηλό το συναισθηματικό της φρόνημα και δεν θα ενδώσει, καταδίδοντας τον καλό της, στους πάνοπλυυς και μανιασμένους του εχθρούς.
Βασισμένο στα απομνημονεύματα της Vallejo, της κοντινότερης γυναίκας στον Εσκομπάρ, μετά την μητέρα των παιδιών του, νεανικό έρωτα που γνώρισε απένταρος στις γειτονιές του Μεντεγίν, και επίσημης κατ εκείνον βιογράφου του, είναι το ισπανικής παραγωγής βιογραφικό αφιέρωμα, που υπογράφει σκηνοθετικά ο Fernando Leon de Aranoa. Ως μέσον αφήγησης του, εννοείται πως χρησιμοποιεί την καλομαθημένη στις ανέσεις και τα λούσα μετρέσα, ακολουθώντας - πλην του ολιγόλεπτου ίντρο - μια γραμμικότατη πορεία, προς την ραγδαία άνοδο, την ηχηρή πτώση και φυσικά του αιματηρό τέλος του κυκλοθυμικού εγκληματία . για πολλούς άλλους όμως Ρομπέν Των Δασών. Το παζλ που συνθέτει ο Σπανιόλος αποτελείται από μικρά μικρά κομματάκια, γνώριμες στιγμές της διαδρομής του Εσκομπάρ, ως απόλυτου κυρίαρχου επί κολομβιανής γης, ως επίτιμου εισβολέα στο δημοκρατικού κοινοβούλιο, ως θεριστή της οποιασδήποτε έννοιας αντιπαλότητας, ως ξεβρακωμένου φυγά κρυμμένου στην κατάφυτη ζούγκλα του Αμαζονίου, ως τύποις εσώκλειστου στο υπερπολυτελές σωφρονιστικό ίδρυμα, ως μοναδικού επιζώντα της σφαγής της συμμορίας του, που καρτερεί υπομονετικά να επέλθει το τέλος.
Παίρνοντας τα πράγμα από την αρχή, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως στον σχεδιασμό της παραγωγής του Loving Pablo, οι οργανωτές υπέπεσαν σε ένα βαρύγδουπο σφάλμα, παιδαριώδες και σχετικά θα έλεγα ανεξήγητο. Βάζοντας αυτή την ταινία, φτιαγμένη από Ιβηρικά χέρια, με ισπανόφωνο καστ, αναφερόμενη σε μια χώρα που λαλεί (σχεδόν μόνο) τα καστιγιάνικα, να μιλήσει σε γλώσσα αγγλική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να ολοκληρώσει το ανέκδοτο, χρησιμοποιώντας στον τρόπο ομιλίας σπανιόλικη χροιά, ολοκληρώνοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο που τσαλαπατάει ολοκληρωτικά την υπόλοιπη αξιοπρεπή προσπάθεια. Διότι από σκηνοθεσία ακολουθώντας τις ταχύτατες Scorsesικές προσταγές δεν τα πηγαίνει άσχημα το biopic, διαθέτοντας δυναμικές γωνίες λήψης, ικανή αναπαράσταση της εποχής και ηλιόλουστη φωτογραφία που ζωντανεύει το κλίμα της παράνομης δράσης του καρτέλ.
Ένας λόγος παραπάνω που το φλοπ της αγγλοφωνίας γίνεται πιο αντιληπτό, είναι και οι ικανοποιητικές, κάτω από αυτές τις παράξενες συνθήκες του διδύμου που δίνει ζωή στο ντουέτο, δηλαδή του Bardem και της Cruz, που μετά από πλήθος κοινών συναντήσεων στο εκράν, είναι η πρώτη φορά που συνυπάρχουν ως πραγματικό ζευγάρι και στην ζωή. Ο Εσκομπάρ του Javier, είναι έντεχνα στημένος πάνω στην επιβλητική φόρμα του οσκαρικά τιμημένου αστέρα, με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο την ερμηνευτική διαχυτικότητα που τον διακρίνει σε κάθε του ατάκα. Με υπερβολικά παραπανίσια κιλά για να έρθει και σωματικά κοντύτερα στον (αντι)ήρωα του και την προσθήκη της περίεργου σχήματος κατσαρής κώμης στο κεφάλι του, ο Ισπανός φέρνει με ευκολία την απαίτηση εις πέρας. Αν και είναι προφανές, την ώρα που εκστομίζει φράσεις στην μητρική του διάλεκτο, πως κι ό ίδιος θα ένιωθε καλύτερα αν δεν είχε ακολουθηθεί αυτή η λάθος επιλογή.
Ομοίως κάτι που ισχύει και για την απίστευτα αισθησιακή μέσα στα πανάκριβα Miugler της, 44χρονη Μαδριλένα, που ορίζει με την ύπαρξη της τον κινητήριο μοχλό της πλοκής. Ασυνεχής και άνιση είναι όμως η προσέγγιση της κάμερας στην προσωπικότητα της, που θα μπορούσε υπό άλλες πιο εμπνευσμένες σεναριακά συνθήκες να εκτοξεύσει στα ύψη την δραματικότητα του Αγαπώντας τον Πάμπλο. Ενός φιλμ που φαντάζει να έχει μια κάποια εμπορική τύχη, περισσότερο λόγω του πασίγνωστου προσώπου που βρίσκεται στο επίκεντρο του, αν και ελάχιστοι δεν γνωρίζουν τα πάντα για τον βίο του και λιγότερο χάρη στην καλλιτεχνική του αξία που είναι κτισμένη πάνω σε βιαστικά και μπερδεμένα θεμέλια. Κρατάμε τουλάχιστον το μήνυμα πως όσοι στήριξαν με την αγάπη τους έναν κυνικό, λαοπλάνο και χαρισματικό στον λόγο εγκληματία, το έπραξαν διαγράφοντας από την σκέψη τους τις μεθόδους της σαρωτικής επιτυχίας του. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πως χειριζόταν και διένειμε τα πλούτη, τόσο, ώστε για κάποιους ευνοημένους του, ακόμη και στις ημέρες μας να θεωρείται άγιος...
Είναι η στιγμή που στην ζωή του Πάμπλο, οικογενειάρχη ήδη με δύο παιδιά, θα μπει η εντυπωσιακού κάλλους και αέρινη παρουσιάστρια της Κολομβιανής τηλεόρασης Βιρτζίνια Βαγιέχο, μια καλοζωισμένη ρεπόρτερ, που θα επιχειρήσει να επισκεφτεί το λημέρι του για να του πάρει αποκλειστική συνέντευξη. Γνωστός για την αδυναμία του στο ισχυρό φύλο, ο Έσκομπαρ πολύ σύντομα θα υποκύψει στα ερωτικά καλέσματα της κοκέτας δημοσιογράφου και θα συνάψει μαζί της έναν θυελλώδη και παθιασμένο εξωσυζυγικό δεσμό, χαρίζοντας της τα πλούτη και την κοσμοπολίτικη αύρα που εκείνη ονειρευόταν. Μαζί με τα αγαθά, όμως, η αστραφτερή τηλεπερσόνα, γρήγορα θα κληρονομήσει και τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας ιδιαίτερης σχέσης, καθώς θα παρασυρθεί κι εκείνη από το κρατικό κύμα καταδίωξης του καταζητούμενου εραστή της, σε μια δίνη τρόμου και ανασφάλειας, που θα απειλήσει ακόμη και την ίδια της την ζωή.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή, αφού ως γνωστόν μπορεί μια ξεμυαλίστρα, μετά ευκολίας να σύρει με την λάγνα κορμοστασιά της ακόμη και το πιο αποφασιστικό και ηγετικών τάσεων αρσενικό, αν πρόκειται όμως για τον πλέον αναγνωρισμένο Νονό του τόπου, τότε το πράγμα αλλάζει. Δεν υπάρχει διέξοδος, δεν βρίσκεται τρόπος διαφυγής, δεν είναι δυνατός ο χωρισμός χωρίς να πληρωθεί το αντίστοιχα βαρύ τίμημα του. Και ενόσω οι αμερικάνικες υπηρεσίες ασφαλείας θα την προσεγγίσουν για να καρφώσει τον αγαπητικό της, με αντάλλαγμα μια καινούργιας ταυτότητας ασφαλή καθημερινότητα σε κάποια άγνωστη σε όλους γωνιά του πλανήτη, εκείνη θα διατηρήσει υψηλό το συναισθηματικό της φρόνημα και δεν θα ενδώσει, καταδίδοντας τον καλό της, στους πάνοπλυυς και μανιασμένους του εχθρούς.
Βασισμένο στα απομνημονεύματα της Vallejo, της κοντινότερης γυναίκας στον Εσκομπάρ, μετά την μητέρα των παιδιών του, νεανικό έρωτα που γνώρισε απένταρος στις γειτονιές του Μεντεγίν, και επίσημης κατ εκείνον βιογράφου του, είναι το ισπανικής παραγωγής βιογραφικό αφιέρωμα, που υπογράφει σκηνοθετικά ο Fernando Leon de Aranoa. Ως μέσον αφήγησης του, εννοείται πως χρησιμοποιεί την καλομαθημένη στις ανέσεις και τα λούσα μετρέσα, ακολουθώντας - πλην του ολιγόλεπτου ίντρο - μια γραμμικότατη πορεία, προς την ραγδαία άνοδο, την ηχηρή πτώση και φυσικά του αιματηρό τέλος του κυκλοθυμικού εγκληματία . για πολλούς άλλους όμως Ρομπέν Των Δασών. Το παζλ που συνθέτει ο Σπανιόλος αποτελείται από μικρά μικρά κομματάκια, γνώριμες στιγμές της διαδρομής του Εσκομπάρ, ως απόλυτου κυρίαρχου επί κολομβιανής γης, ως επίτιμου εισβολέα στο δημοκρατικού κοινοβούλιο, ως θεριστή της οποιασδήποτε έννοιας αντιπαλότητας, ως ξεβρακωμένου φυγά κρυμμένου στην κατάφυτη ζούγκλα του Αμαζονίου, ως τύποις εσώκλειστου στο υπερπολυτελές σωφρονιστικό ίδρυμα, ως μοναδικού επιζώντα της σφαγής της συμμορίας του, που καρτερεί υπομονετικά να επέλθει το τέλος.
Παίρνοντας τα πράγμα από την αρχή, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως στον σχεδιασμό της παραγωγής του Loving Pablo, οι οργανωτές υπέπεσαν σε ένα βαρύγδουπο σφάλμα, παιδαριώδες και σχετικά θα έλεγα ανεξήγητο. Βάζοντας αυτή την ταινία, φτιαγμένη από Ιβηρικά χέρια, με ισπανόφωνο καστ, αναφερόμενη σε μια χώρα που λαλεί (σχεδόν μόνο) τα καστιγιάνικα, να μιλήσει σε γλώσσα αγγλική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να ολοκληρώσει το ανέκδοτο, χρησιμοποιώντας στον τρόπο ομιλίας σπανιόλικη χροιά, ολοκληρώνοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο που τσαλαπατάει ολοκληρωτικά την υπόλοιπη αξιοπρεπή προσπάθεια. Διότι από σκηνοθεσία ακολουθώντας τις ταχύτατες Scorsesικές προσταγές δεν τα πηγαίνει άσχημα το biopic, διαθέτοντας δυναμικές γωνίες λήψης, ικανή αναπαράσταση της εποχής και ηλιόλουστη φωτογραφία που ζωντανεύει το κλίμα της παράνομης δράσης του καρτέλ.
Ένας λόγος παραπάνω που το φλοπ της αγγλοφωνίας γίνεται πιο αντιληπτό, είναι και οι ικανοποιητικές, κάτω από αυτές τις παράξενες συνθήκες του διδύμου που δίνει ζωή στο ντουέτο, δηλαδή του Bardem και της Cruz, που μετά από πλήθος κοινών συναντήσεων στο εκράν, είναι η πρώτη φορά που συνυπάρχουν ως πραγματικό ζευγάρι και στην ζωή. Ο Εσκομπάρ του Javier, είναι έντεχνα στημένος πάνω στην επιβλητική φόρμα του οσκαρικά τιμημένου αστέρα, με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο την ερμηνευτική διαχυτικότητα που τον διακρίνει σε κάθε του ατάκα. Με υπερβολικά παραπανίσια κιλά για να έρθει και σωματικά κοντύτερα στον (αντι)ήρωα του και την προσθήκη της περίεργου σχήματος κατσαρής κώμης στο κεφάλι του, ο Ισπανός φέρνει με ευκολία την απαίτηση εις πέρας. Αν και είναι προφανές, την ώρα που εκστομίζει φράσεις στην μητρική του διάλεκτο, πως κι ό ίδιος θα ένιωθε καλύτερα αν δεν είχε ακολουθηθεί αυτή η λάθος επιλογή.
Ομοίως κάτι που ισχύει και για την απίστευτα αισθησιακή μέσα στα πανάκριβα Miugler της, 44χρονη Μαδριλένα, που ορίζει με την ύπαρξη της τον κινητήριο μοχλό της πλοκής. Ασυνεχής και άνιση είναι όμως η προσέγγιση της κάμερας στην προσωπικότητα της, που θα μπορούσε υπό άλλες πιο εμπνευσμένες σεναριακά συνθήκες να εκτοξεύσει στα ύψη την δραματικότητα του Αγαπώντας τον Πάμπλο. Ενός φιλμ που φαντάζει να έχει μια κάποια εμπορική τύχη, περισσότερο λόγω του πασίγνωστου προσώπου που βρίσκεται στο επίκεντρο του, αν και ελάχιστοι δεν γνωρίζουν τα πάντα για τον βίο του και λιγότερο χάρη στην καλλιτεχνική του αξία που είναι κτισμένη πάνω σε βιαστικά και μπερδεμένα θεμέλια. Κρατάμε τουλάχιστον το μήνυμα πως όσοι στήριξαν με την αγάπη τους έναν κυνικό, λαοπλάνο και χαρισματικό στον λόγο εγκληματία, το έπραξαν διαγράφοντας από την σκέψη τους τις μεθόδους της σαρωτικής επιτυχίας του. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πως χειριζόταν και διένειμε τα πλούτη, τόσο, ώστε για κάποιους ευνοημένους του, ακόμη και στις ημέρες μας να θεωρείται άγιος...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Ιουνίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική