του Michel Hazanavicius. Με τους Louis Garrel, Stacy Martin, Bérénice Bejo, Micha Lescot, Grégory Gadebois, Jean-Pierre Mocky, Marc Brun Adryan
Jean-Luc, ο Τρομερός!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μια... συμβατική (;) κωμωδία για έναν μη συμβατικό δημιουργό
Ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο Michel Hazanavicius. Είναι πολλοί αυτοί που τον χαρακτηρίζουν κάλπη, μιας που ξεκίνησε από κωμωδίες όχι ιδιαίτερης ποιότητας, για να αποθεωθεί με το «The Artist» (θυμίζω: συμμετοχή στο διαγωνιστικό των Καννών το 2011, όπου τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας και... άλωση της Ακαδημίας με πέντε Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία κι εκείνο καλύτερης ταινίας!), να δεχτεί μεγάλο ξεφωνητό για το επόμενό του, το «The Search» (2014), που δεν το είδαμε ποτέ στην Ελλάδα και να επιστρέφει σε φόρμα (;) με ένα παράδοξο και πάλι σχέδιο, με το οποίο συμμετείχε πέρσι στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Hazanavicius και η τέταρτη συνεχόμενη στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει η σύζυγός του, Bérénice Bejo. Και στην επόμενή του, που ονομάζεται «The Lost Prince», θα παίζει και πάλι η Bejo!
Ο ίδιος ο Godard δήλωσε πως η ταινία αποτελεί μια εντελώς ηλίθια ιδέα. Οι δημιουργοί της ταινίας δεν έχασαν την ευκαιρία να βάλουν αυτήν τη δήλωση στην αφίσα της, με μεγάλα γράμματα! Στη Γαλλία την ταινία είδαν πάνω από 100 χιλιάδες θεατές.
Η υπόθεση: Παρίσι, 1967. Ο Jean-Luc Godard γυρίζει την ταινία «Η Κινέζα» (La chinoise), πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Anne Wiazemsky, μούσα του Robert Bresson στο υπέροχο «Στην τύχη του ο Μπαλταζάρ» (Au hasard Balthazar) την οποία γύρισε ένα χρόνο νωρίτερα. Οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι εκείνη είναι 20 χρόνια μικρότερή του. Αλλά η υποδοχή της ταινίας, που δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στους... Κινέζους, κι ας είναι γυρισμένη από έναν ορκισμένο Μαοϊκό, πυροδοτεί μια επεξεργασία αυτοαναζήτησης για τον Godard, ο οποίος πλέον... αποκηρύσσει τον εαυτό του ως δημιουργό, αποκηρύσσει το έργο του και λέει πως το σινεμά έχει πεθάνει.
Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα. Νιώθει ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμένος με το κίνημα των φοιτητών κι ολοένα και πιο απογοητευμένος με τον εαυτό του.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: μια χαρά ταινία κάνει ο Hazanavicius. Πιάνει τον σκηνοθέτη – ταμπού του γαλλόφωνου σινεμά (ο Godard είναι Ελβετός) και τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει και για το σινεμά. Επ' ουδενί αυτό που βλέπουμε δεν είναι βιογραφία – κι ας υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία. Όχι, ο Hazanavicius αποδεικνύεται πιο έξυπνος από το να «εκμεταλλευτεί» το θέμα του σκανδαλοθηρικά. Όλη η ταινία, τη μεγάλη αντίθεση κάθε δημιουργού βγάζει στη φόρα. Την αντίθεση κατά την οποία ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της δουλειάς του αλλά παρ' όλα αυτά συνεχίζει να δουλεύει και θέλει να σπρώξει τα όριά του πιο πέρα. Ιδίως όταν αυτός ο δημιουργός είναι στρατευμένος και θέλει να μιλήσει και για άλλα πράγματα πέρα από τα προφανή. Που βλέπει το σινεμά όχι ως μια διαδικασία μαζικής διασκέδασης αλλά ως έναν τρόπο να βρεθείς σε αρμονία με το σύμπαν, να μιλήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος για αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει με έναν συνομιλητή του ο κινηματογραφικός αυτός Godard. Εκείνος λέει πως πηγαίνει σινεμά για να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα, αυτό δηλαδή που ο Spielberg ονομάζει escapism. Και του λέει ο Godard: Γιατί να μην καταγράφει το σινεμά την πραγματικότητα; Γιατί να μην αναφέρεται σε πράγματα που καίνε; Είναι βιωματική τέχνη και οφείλει ηθικά και πολιτικά να το πράττει. Όλα αυτά ο Hazanavicius τα περνάει με τη φόρμα της κωμωδίας. Μπορεί να μην ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές πλήθους (δεν είναι καλές οι σκηνές των διαδηλώσεων) ή να αφήνει ξεκρέμαστους κάποιους ηθοποιούς του (η Stacy Martin στο ρόλο της Anne δεν κάνει καμία υποκριτική υπερ-προσπάθεια, απλά μας δείχνει το όμορφο πρόσωπό της και το ακόμα πιο όμορφο σώμα της, παίρνοντας από καιρού εις καιρόν το ύφος του πληγωμένου κουταβιού, μιας που ο Godard δεν χάνει την ευκαιρία να την προσβάλλει ευκαιρίας δοθείσης για τον μπουρζουάδικο εαυτό της). Αλλά κερδίζει το στοίχημα.
Με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί κάποια από τα τρικ για τα οποία έγινε διάσημος ο Godard, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του σινεμά, ας μην κρυβόμαστε. Και να οι μεσότιτλοι, και να τα συνθήματα με τεράστια γράμματα που γίνονται μηνύματα μέσα στην ταινία, και να οι διάλογοι στους οποίους άλλα λένε οι ηθοποιοί και άλλα εννοούν, τα οποία (αυτά που εννοούν δηλαδή!) τα βλέπουμε στους επεξηγηματικούς υποτίτλους, και να το γύρισμα σε αρνητικό, και να η ειρωνεία του να λες πως δεν βλέπεις τη χρησιμότητα του να γυρίζεις σκηνές με γυμνούς ηθοποιούς και ο διάλογος να γίνεται με τους δύο ηθοποιούς εντελώς γυμνούς!
Το γκαγκ του σπασίματος των γυαλιών του Godard, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της προσωπικής του εμφάνισης, βγάζει γέλιο και σταματάει εκεί που πρέπει (χωρίς τα γυαλιά ο Godard δεν βλέπει τίποτε), ο Louis Garrel πιάνει εύστοχα τον χαρακτηριστικό τρόπο του Ελβετού σκηνοθέτη, όλα καλά. Και υπάρχει και μπόλικη κινηματογραφοφιλία. Ο Godard βλέπει με την Anne «Το πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ» του Dreyer σε ένα μικρό σινεμαδάκι, όπου βέβαια μαλώνουν. Βλέπουμε τη συνάντηση του Godard με τον Bertolucci και τον Ferreri. Βλέπουμε πόσο πολύ ζήλευε. Βλέπουμε τη δήλωσή του πως το μόνο που αξίζει από το σινεμά είναι μερικές ταινίες με τον Jerry Lewis και κάποιες των Marx Brothers! Και βλέπουμε και τα ιστορικά γεγονότα.
Το πως ο Godard πρωτοστάτησε στα γεγονότα του γαλλικού Μάη αλλά ένιωθε γέρος, άρα κατεστημένο, σε σύγκριση με τους παθιασμένους και ορμητικούς φοιτητές. Το πως εξαιτίας του αλλά εξαιτίας κι άλλων συναδέλφων του δεν έγινε ποτέ το φεστιβάλ των Καννών το 1968 – με το εύλογο επιχείρημα πως όταν η χώρα βρίσκεται σε τέτοια μεγάλη αναταραχή δεν μπορεί να εξελίσσεται ένα έστω καλλιτεχνικό γεγονός που έχει όμως χαρακτήρα κοσμικό και ρόλο θεσμού. Και βλέπουμε και τον χαρακτήρα του Godard. Τον μισάνθρωπο. Τον είρωνα. Που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι λάτρευαν τη δουλειά του και τους πρόσβαλε. Αστική ευγένεια εννοείται πως δεν την είχε καθόλου, μιας που ήταν... αστική! Που αγαπούσε βαθιά τη γυναίκα του αλλά την πρόσβαλε επίσης συνέχεια κατηγορώντας την για μικροαστή.
Η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία της Anne Wiazemsky με τίτλο «Un an après», γι' αυτό και η Anne είναι ουσιαστικά η αφηγήτρια της ταινίας. Ναι, μια χαρά ταινία είναι, που σέβεται την Ιερή Αγελάδα του παγκόσμιου σινεμά, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να την μυθοποιεί ακόμα περισσότερο, απομυθοποιώντας την. Ωραιότατο! Αλλά, το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: σε ποιους απευθύνεται η ταινία; Και... who cares; Εδώ σας θέλω!
Η υπόθεση: Παρίσι, 1967. Ο Jean-Luc Godard γυρίζει την ταινία «Η Κινέζα» (La chinoise), πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Anne Wiazemsky, μούσα του Robert Bresson στο υπέροχο «Στην τύχη του ο Μπαλταζάρ» (Au hasard Balthazar) την οποία γύρισε ένα χρόνο νωρίτερα. Οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι εκείνη είναι 20 χρόνια μικρότερή του. Αλλά η υποδοχή της ταινίας, που δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στους... Κινέζους, κι ας είναι γυρισμένη από έναν ορκισμένο Μαοϊκό, πυροδοτεί μια επεξεργασία αυτοαναζήτησης για τον Godard, ο οποίος πλέον... αποκηρύσσει τον εαυτό του ως δημιουργό, αποκηρύσσει το έργο του και λέει πως το σινεμά έχει πεθάνει.
Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα. Νιώθει ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμένος με το κίνημα των φοιτητών κι ολοένα και πιο απογοητευμένος με τον εαυτό του.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: μια χαρά ταινία κάνει ο Hazanavicius. Πιάνει τον σκηνοθέτη – ταμπού του γαλλόφωνου σινεμά (ο Godard είναι Ελβετός) και τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει και για το σινεμά. Επ' ουδενί αυτό που βλέπουμε δεν είναι βιογραφία – κι ας υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία. Όχι, ο Hazanavicius αποδεικνύεται πιο έξυπνος από το να «εκμεταλλευτεί» το θέμα του σκανδαλοθηρικά. Όλη η ταινία, τη μεγάλη αντίθεση κάθε δημιουργού βγάζει στη φόρα. Την αντίθεση κατά την οποία ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της δουλειάς του αλλά παρ' όλα αυτά συνεχίζει να δουλεύει και θέλει να σπρώξει τα όριά του πιο πέρα. Ιδίως όταν αυτός ο δημιουργός είναι στρατευμένος και θέλει να μιλήσει και για άλλα πράγματα πέρα από τα προφανή. Που βλέπει το σινεμά όχι ως μια διαδικασία μαζικής διασκέδασης αλλά ως έναν τρόπο να βρεθείς σε αρμονία με το σύμπαν, να μιλήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος για αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει με έναν συνομιλητή του ο κινηματογραφικός αυτός Godard. Εκείνος λέει πως πηγαίνει σινεμά για να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα, αυτό δηλαδή που ο Spielberg ονομάζει escapism. Και του λέει ο Godard: Γιατί να μην καταγράφει το σινεμά την πραγματικότητα; Γιατί να μην αναφέρεται σε πράγματα που καίνε; Είναι βιωματική τέχνη και οφείλει ηθικά και πολιτικά να το πράττει. Όλα αυτά ο Hazanavicius τα περνάει με τη φόρμα της κωμωδίας. Μπορεί να μην ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές πλήθους (δεν είναι καλές οι σκηνές των διαδηλώσεων) ή να αφήνει ξεκρέμαστους κάποιους ηθοποιούς του (η Stacy Martin στο ρόλο της Anne δεν κάνει καμία υποκριτική υπερ-προσπάθεια, απλά μας δείχνει το όμορφο πρόσωπό της και το ακόμα πιο όμορφο σώμα της, παίρνοντας από καιρού εις καιρόν το ύφος του πληγωμένου κουταβιού, μιας που ο Godard δεν χάνει την ευκαιρία να την προσβάλλει ευκαιρίας δοθείσης για τον μπουρζουάδικο εαυτό της). Αλλά κερδίζει το στοίχημα.
Με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί κάποια από τα τρικ για τα οποία έγινε διάσημος ο Godard, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του σινεμά, ας μην κρυβόμαστε. Και να οι μεσότιτλοι, και να τα συνθήματα με τεράστια γράμματα που γίνονται μηνύματα μέσα στην ταινία, και να οι διάλογοι στους οποίους άλλα λένε οι ηθοποιοί και άλλα εννοούν, τα οποία (αυτά που εννοούν δηλαδή!) τα βλέπουμε στους επεξηγηματικούς υποτίτλους, και να το γύρισμα σε αρνητικό, και να η ειρωνεία του να λες πως δεν βλέπεις τη χρησιμότητα του να γυρίζεις σκηνές με γυμνούς ηθοποιούς και ο διάλογος να γίνεται με τους δύο ηθοποιούς εντελώς γυμνούς!
Το γκαγκ του σπασίματος των γυαλιών του Godard, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της προσωπικής του εμφάνισης, βγάζει γέλιο και σταματάει εκεί που πρέπει (χωρίς τα γυαλιά ο Godard δεν βλέπει τίποτε), ο Louis Garrel πιάνει εύστοχα τον χαρακτηριστικό τρόπο του Ελβετού σκηνοθέτη, όλα καλά. Και υπάρχει και μπόλικη κινηματογραφοφιλία. Ο Godard βλέπει με την Anne «Το πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ» του Dreyer σε ένα μικρό σινεμαδάκι, όπου βέβαια μαλώνουν. Βλέπουμε τη συνάντηση του Godard με τον Bertolucci και τον Ferreri. Βλέπουμε πόσο πολύ ζήλευε. Βλέπουμε τη δήλωσή του πως το μόνο που αξίζει από το σινεμά είναι μερικές ταινίες με τον Jerry Lewis και κάποιες των Marx Brothers! Και βλέπουμε και τα ιστορικά γεγονότα.
Το πως ο Godard πρωτοστάτησε στα γεγονότα του γαλλικού Μάη αλλά ένιωθε γέρος, άρα κατεστημένο, σε σύγκριση με τους παθιασμένους και ορμητικούς φοιτητές. Το πως εξαιτίας του αλλά εξαιτίας κι άλλων συναδέλφων του δεν έγινε ποτέ το φεστιβάλ των Καννών το 1968 – με το εύλογο επιχείρημα πως όταν η χώρα βρίσκεται σε τέτοια μεγάλη αναταραχή δεν μπορεί να εξελίσσεται ένα έστω καλλιτεχνικό γεγονός που έχει όμως χαρακτήρα κοσμικό και ρόλο θεσμού. Και βλέπουμε και τον χαρακτήρα του Godard. Τον μισάνθρωπο. Τον είρωνα. Που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι λάτρευαν τη δουλειά του και τους πρόσβαλε. Αστική ευγένεια εννοείται πως δεν την είχε καθόλου, μιας που ήταν... αστική! Που αγαπούσε βαθιά τη γυναίκα του αλλά την πρόσβαλε επίσης συνέχεια κατηγορώντας την για μικροαστή.
Η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία της Anne Wiazemsky με τίτλο «Un an après», γι' αυτό και η Anne είναι ουσιαστικά η αφηγήτρια της ταινίας. Ναι, μια χαρά ταινία είναι, που σέβεται την Ιερή Αγελάδα του παγκόσμιου σινεμά, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να την μυθοποιεί ακόμα περισσότερο, απομυθοποιώντας την. Ωραιότατο! Αλλά, το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: σε ποιους απευθύνεται η ταινία; Και... who cares; Εδώ σας θέλω!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Ιουνίου 2018 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική