Ιστορίες Αγάπης που δεν Ανήκουν σ’ Αυτόν τον Κόσμο
της Francesca Comencini. Με τους Lucia Mascino, Thomas Trabacchi, Valentina Bellè, Iaia Forte, Carlotta Natoli
Αγάπα την αν τολμάς!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Κι αν όλο αυτό δεν είναι απλώς υστερία;;;
Αυτή είναι η 9η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της Francesca Comencini κι αν τα έχω υπολογίσει σωστά τα γράμματα, είναι η πρώτη της που βλέπουμε εμπορικά στην Ελλάδα. Βέβαια, έχει σκηνοθετήσει και 13 επεισόδια από την τηλεοπτική σειρά «Gomorrah: The Series». Είναι θυγατέρα του συχωρεμένου Luigi Comencini, διάσημου Ιταλού σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έλαβαν μέρος στα διαγωνιστικά τμήματα των τριών μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ του πλανήτη (και στις Κάννες και στο Βερολίνο και στη Βενετία λοιπόν).
Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία Ιστορίες Αγάπης που δεν Ανήκουν σ’ Αυτόν τον Κόσμο (Amori che non sanno stare al mondo) την έκανε στο περσινό φεστιβάλ του Λοκάρνο. Προβλήθηκε επίσης στα φεστιβάλ της Χάιφας και του Τουρίνου.
Η υπόθεση: Η Κλάουντια και ο Φλάβιο αγαπιούνταν για πολύ καιρό, παθιασμένα. Μια μέρα αυτό τελειώνει. Εκείνη είναι γύρω στα πενήντα και ο κόσμος μοιάζει ένα μέρος άγριο και αφιλόξενο, σαν ένα έρημο νησί. Εκείνος, αισθάνεται δυνατός, λάμπει από αυτοπεποίθηση κι ενώ η Κλάουντια αγωνίζεται να ξεχάσει, αυτός κυριεύεται από τη μανία να προχωρήσει. Όταν ο Φλάβιο συναντά την Τζόρτζια, κάτω από την καλοκαιρινή βροχή, ο έρωτας τούς χτυπά από την πρώτη ματιά. Η ενέργεια μιας όμορφης κοπέλας γύρω στα 30 είναι ελιξίριο νεότητας και γι’ αυτόν, και δεν αργεί να υποκύψει σε κάθε επιθυμία της.
Την ίδια περίοδο η Κλάουντια γνωρίζει στο πανεπιστήμιο τη Νίνα. Την φοβίζουν η διαφορά ηλικίας, η ιδέα και μόνο να είναι σε σχέση με μια γυναίκα, κι αυτό που την κάνει να διστάζει πιο πολύ, είναι ότι ο σεβασμός δεν θα μεταμορφωθεί ποτέ σε αγάπη. Όμως, η Νίνα είναι τόσο όμορφη και σαγηνευτική, σχεδόν ακαταμάχητη...
Η άποψή μας: Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη την ταινία αυτή – καθαυτή κι ας μιλήσουμε για λίγο για τη γυναίκα, το πορτρέτο της οποίας σκιαγραφεί. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας αυτό που θα αναφωνήσουν (έστω, από μέσα τους) άνδρες και γυναίκες θεατές είναι: «μα πόσο υστερική είναι η τύπισσα;». Και μιλάμε για θεατές στα –άντα τους, μην πω και στα –ήντα τους, καθώς 20άρηδες θεωρώ πολύ δύσκολο να δρασκελίσουν την πύλη εισόδου των κινηματογράφων που προβάλουν το συγκεκριμένο φιλμ. Θέλω να πω, αυτή θα είναι μια απολύτως φυσιολογική (βάζετε εισαγωγικά αν θέλετε) αντίδραση από ώριμους θεατές, που έχουν ζήσει πέντε-έξι πράγματα, που έχουν δοκιμαστεί μέσα στην κονίστρα των σχέσεων, που έχουν… πείρα. Εννοείται, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω: κι εγώ έτσι αντέδρασα, έτσι αντιδρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Μετά, όμως, μπήκα σε σκέψεις: ρε γαμώτο, τόσο πολύ μας αρέσει το safe του πράγματος; Ο έρωτας εξ ορισμού είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Είναι δυνατόν να αρνηθείς να καείς στην πυρά του επειδή η άλλη/ ο άλλος σε φοβίζει; Είναι εκτός των επιτρεπτών δεδομένων; Επειδή το απρόβλεπτο κυριαρχεί; Επειδή δεν μπαίνει στα καλούπια που κατασκευάζουμε; Ας μην μιλήσω για τις γυναίκες, έτσι κι αλλιώς ο τρόπος σκέψης τους είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά αν μου επιτρέπεται να μιλήσω εκ μέρους του φύλου μου, τι θέλουμε από μια γυναίκα; Να είναι όμορφη, να έχει ωραία μάτια, μεγάλα βυζιά, και να μας κάνει θεούς στο κρεβάτι! Να είναι σύντροφος, να μας υποστηρίζει κι από εκεί και πέρα έρχονται τα υπόλοιπα που δεν είναι απαραίτητα αλλά καλό είναι να υπάρχουν: να είναι καλή νοικοκυρά, να μαγειρεύει καλά, να είναι έξυπνη αλλά μόνον τόσο ώστε να μην μας ντροπιάζει σε κουβέντες με φίλους (το παραπάνω είναι επικίνδυνο πολλαπλώς).
Ιδού λοιπόν η φαλλοκρατική, υγρή φαντασίωση. Μια γυναίκα σε καλούπι. Οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι για τον εξαποδώ! Το χειρότερο όλων: η γκρίνια! Κι αν τύχει να βρεθεί μια Κλάουντια στο δρόμο μας, οι πιο πολλοί από εμάς (ελάτε μάγκες, παραδεχτείτε το) σκιαζόμαστε και όπου φύγει φύγει! Πώς να διαχειριστείς (χμ, άκομψο ρήμα, μη δίνετε σημασία) μια γυναίκα που δηλώνει τόσο εμφατικά τα συναισθήματά της, που είναι απύθμενα εκδηλωτικά τόσο στο καλό όσο και στο κακό; Πώς να ξεσετάρεις τον εγκέφαλο από τις εργοστασιακές ρυθμίσεις όταν, στο τέλος της ημέρας, αυτό που επιζητείς είναι η βολή σου και η ρουτίνα σου; Πώς να δαμάσεις το θηρίο, το οποίο σε εξαντλεί με τις ατέρμονες κουβέντες, την υπεραναλυτικότητα, το πήδημα από το ένα θέμα στο άλλο, όλα ζητήματα που ενέχουν υπαρξιακή σημαντικότητα; Και στην τελική, γιατί να το δαμάσεις το θηρίο; Ας το… δαμάσει κάποιος άλλος. Εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα; Ωχ αδελφέ…
Γι’ αυτό πάντα λέω πως ακόμα και η χειρότερη ταινία έχει κάτι να σου δώσει – αρκεί να τη δεις και να μην κοιμηθείς βλέποντάς την. Τούτη η ταινία, λοιπόν, με οδήγησε σε όλες τις παραπάνω σκέψεις. Οπότε, κάτι είναι κι αυτό. Εννοείται πως δεν άλλαξε την… κοσμοθεωρία μου η ταινία: μπορεί στην αρχή να με έλκυε μια τέτοια γυναίκα, όπως η Κλάουντια, αλλά πολύ γρήγορα θα την απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι… Καθαρά ως ταινία τώρα, κακή δεν την λες. Κουραστική, όμως, ναι. Ιδίως για τους… σεταρισμένους, όπως εγώ. Προσπαθεί να χτίσει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο η σκηνοθέτιδα, αλλά το χάνει εξαιτίας μιας σειράς από παράγοντες. Τα διαφορετικά χρονικά διαστήματα στα οποία εξελίσσεται η ίντριγκα δεν βοηθούν γιατί σπάζουν τη συνοχή. Οι ασπρόμαυρες σκηνές από ευτυχισμένα ζευγάρια του παρελθόντος λειτουργούν μόνον ως και-καλά-καλλιτεχνικές τσόντες, θαρρείς και θέλει να γεμίσει χρόνο η δημιουργός. Το λεσβιακόν του πράγματος έρχεται ξεκούδουνα και θαρρείς πως μπήκε για να φτιαχτούν οι… άντρες θεατές (!!!) από αυτό το κάτι σαν «Η ζωή της Αντέλ» πράμα. Ο κωμικός τόνος σε κάποιες σκηνές δεν υπογραμμίζεται, ο δραματικός σε κάποιες άλλες υπολείπεται και ο θεατής μένει να αναρωτιέται καθώς το όλον βγαίνει προς τα έξω ως αμηχανία.
Η πρωταγωνίστρια κάνει ότι μπορεί αλλά δραματουργικά δεν έχει πού να πατήσει. Αυτά τα λίγα, λοιπόν. Είναι να μην σου τύχει! Ή μήπως, αν σου τύχει, θα έχεις βιώσει επιτέλους κάτι πέρα από μετριότητες; Εσύ αποφασίζεις – αν μπορείς...
Η υπόθεση: Η Κλάουντια και ο Φλάβιο αγαπιούνταν για πολύ καιρό, παθιασμένα. Μια μέρα αυτό τελειώνει. Εκείνη είναι γύρω στα πενήντα και ο κόσμος μοιάζει ένα μέρος άγριο και αφιλόξενο, σαν ένα έρημο νησί. Εκείνος, αισθάνεται δυνατός, λάμπει από αυτοπεποίθηση κι ενώ η Κλάουντια αγωνίζεται να ξεχάσει, αυτός κυριεύεται από τη μανία να προχωρήσει. Όταν ο Φλάβιο συναντά την Τζόρτζια, κάτω από την καλοκαιρινή βροχή, ο έρωτας τούς χτυπά από την πρώτη ματιά. Η ενέργεια μιας όμορφης κοπέλας γύρω στα 30 είναι ελιξίριο νεότητας και γι’ αυτόν, και δεν αργεί να υποκύψει σε κάθε επιθυμία της.
Την ίδια περίοδο η Κλάουντια γνωρίζει στο πανεπιστήμιο τη Νίνα. Την φοβίζουν η διαφορά ηλικίας, η ιδέα και μόνο να είναι σε σχέση με μια γυναίκα, κι αυτό που την κάνει να διστάζει πιο πολύ, είναι ότι ο σεβασμός δεν θα μεταμορφωθεί ποτέ σε αγάπη. Όμως, η Νίνα είναι τόσο όμορφη και σαγηνευτική, σχεδόν ακαταμάχητη...
Η άποψή μας: Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη την ταινία αυτή – καθαυτή κι ας μιλήσουμε για λίγο για τη γυναίκα, το πορτρέτο της οποίας σκιαγραφεί. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας αυτό που θα αναφωνήσουν (έστω, από μέσα τους) άνδρες και γυναίκες θεατές είναι: «μα πόσο υστερική είναι η τύπισσα;». Και μιλάμε για θεατές στα –άντα τους, μην πω και στα –ήντα τους, καθώς 20άρηδες θεωρώ πολύ δύσκολο να δρασκελίσουν την πύλη εισόδου των κινηματογράφων που προβάλουν το συγκεκριμένο φιλμ. Θέλω να πω, αυτή θα είναι μια απολύτως φυσιολογική (βάζετε εισαγωγικά αν θέλετε) αντίδραση από ώριμους θεατές, που έχουν ζήσει πέντε-έξι πράγματα, που έχουν δοκιμαστεί μέσα στην κονίστρα των σχέσεων, που έχουν… πείρα. Εννοείται, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω: κι εγώ έτσι αντέδρασα, έτσι αντιδρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Μετά, όμως, μπήκα σε σκέψεις: ρε γαμώτο, τόσο πολύ μας αρέσει το safe του πράγματος; Ο έρωτας εξ ορισμού είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Είναι δυνατόν να αρνηθείς να καείς στην πυρά του επειδή η άλλη/ ο άλλος σε φοβίζει; Είναι εκτός των επιτρεπτών δεδομένων; Επειδή το απρόβλεπτο κυριαρχεί; Επειδή δεν μπαίνει στα καλούπια που κατασκευάζουμε; Ας μην μιλήσω για τις γυναίκες, έτσι κι αλλιώς ο τρόπος σκέψης τους είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά αν μου επιτρέπεται να μιλήσω εκ μέρους του φύλου μου, τι θέλουμε από μια γυναίκα; Να είναι όμορφη, να έχει ωραία μάτια, μεγάλα βυζιά, και να μας κάνει θεούς στο κρεβάτι! Να είναι σύντροφος, να μας υποστηρίζει κι από εκεί και πέρα έρχονται τα υπόλοιπα που δεν είναι απαραίτητα αλλά καλό είναι να υπάρχουν: να είναι καλή νοικοκυρά, να μαγειρεύει καλά, να είναι έξυπνη αλλά μόνον τόσο ώστε να μην μας ντροπιάζει σε κουβέντες με φίλους (το παραπάνω είναι επικίνδυνο πολλαπλώς).
Ιδού λοιπόν η φαλλοκρατική, υγρή φαντασίωση. Μια γυναίκα σε καλούπι. Οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι για τον εξαποδώ! Το χειρότερο όλων: η γκρίνια! Κι αν τύχει να βρεθεί μια Κλάουντια στο δρόμο μας, οι πιο πολλοί από εμάς (ελάτε μάγκες, παραδεχτείτε το) σκιαζόμαστε και όπου φύγει φύγει! Πώς να διαχειριστείς (χμ, άκομψο ρήμα, μη δίνετε σημασία) μια γυναίκα που δηλώνει τόσο εμφατικά τα συναισθήματά της, που είναι απύθμενα εκδηλωτικά τόσο στο καλό όσο και στο κακό; Πώς να ξεσετάρεις τον εγκέφαλο από τις εργοστασιακές ρυθμίσεις όταν, στο τέλος της ημέρας, αυτό που επιζητείς είναι η βολή σου και η ρουτίνα σου; Πώς να δαμάσεις το θηρίο, το οποίο σε εξαντλεί με τις ατέρμονες κουβέντες, την υπεραναλυτικότητα, το πήδημα από το ένα θέμα στο άλλο, όλα ζητήματα που ενέχουν υπαρξιακή σημαντικότητα; Και στην τελική, γιατί να το δαμάσεις το θηρίο; Ας το… δαμάσει κάποιος άλλος. Εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα; Ωχ αδελφέ…
Γι’ αυτό πάντα λέω πως ακόμα και η χειρότερη ταινία έχει κάτι να σου δώσει – αρκεί να τη δεις και να μην κοιμηθείς βλέποντάς την. Τούτη η ταινία, λοιπόν, με οδήγησε σε όλες τις παραπάνω σκέψεις. Οπότε, κάτι είναι κι αυτό. Εννοείται πως δεν άλλαξε την… κοσμοθεωρία μου η ταινία: μπορεί στην αρχή να με έλκυε μια τέτοια γυναίκα, όπως η Κλάουντια, αλλά πολύ γρήγορα θα την απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι… Καθαρά ως ταινία τώρα, κακή δεν την λες. Κουραστική, όμως, ναι. Ιδίως για τους… σεταρισμένους, όπως εγώ. Προσπαθεί να χτίσει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο η σκηνοθέτιδα, αλλά το χάνει εξαιτίας μιας σειράς από παράγοντες. Τα διαφορετικά χρονικά διαστήματα στα οποία εξελίσσεται η ίντριγκα δεν βοηθούν γιατί σπάζουν τη συνοχή. Οι ασπρόμαυρες σκηνές από ευτυχισμένα ζευγάρια του παρελθόντος λειτουργούν μόνον ως και-καλά-καλλιτεχνικές τσόντες, θαρρείς και θέλει να γεμίσει χρόνο η δημιουργός. Το λεσβιακόν του πράγματος έρχεται ξεκούδουνα και θαρρείς πως μπήκε για να φτιαχτούν οι… άντρες θεατές (!!!) από αυτό το κάτι σαν «Η ζωή της Αντέλ» πράμα. Ο κωμικός τόνος σε κάποιες σκηνές δεν υπογραμμίζεται, ο δραματικός σε κάποιες άλλες υπολείπεται και ο θεατής μένει να αναρωτιέται καθώς το όλον βγαίνει προς τα έξω ως αμηχανία.
Η πρωταγωνίστρια κάνει ότι μπορεί αλλά δραματουργικά δεν έχει πού να πατήσει. Αυτά τα λίγα, λοιπόν. Είναι να μην σου τύχει! Ή μήπως, αν σου τύχει, θα έχεις βιώσει επιτέλους κάτι πέρα από μετριότητες; Εσύ αποφασίζεις – αν μπορείς...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Ιουνίου 2018 από την Danaos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική