του Paolo Virzì. Με τους Helen Mirren, Donald Sutherland, Christian McKay, Janel Moloney, Dana Ivey, Dick Gregory
Ένα ταξίδι ζωής, που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Εμείς;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
A means to an end…
Αυτή είναι η 13η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ιταλός Paolo Virzì και η πρώτη του αγγλόφωνη, εξολοκλήρου γυρισμένη στις ΗΠΑ. Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ Βενετίας, ενώ συμμετείχε σε φεστιβάλ όπως εκείνο του Τορόντο αλλά και της Θεσσαλονίκης. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Michael Zadoorian – κατά τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη βεβαίως έχουν γίνει αρκετές αλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο.
Η ερμηνεία της Helen Mirren απέσπασε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Α’ Γυναικείου Ρόλου. Και είναι μόλις η δεύτερη φορά που η (73χρονη) Mirren συνεργάζεται με τον (83χρονο!) Sutherland, 27 χρόνια μετά από την πρώτη τους συνεργασία, όταν και πρωταγωνίστησαν μαζί στην ταινία «Bethune: The Making of a Hero» του Phillip Borsos.
Η υπόθεση: Η Έλα και ο Τζον είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι. Διανύουν πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής τους. Κι έχουν ζήσει μαζί πάνω από 50 χρόνια. Πλέον, όμως, τα πράγματα έχουν ζορίσει. Ιδίως εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, από το οποίο πάσχει ο Τζον, ασθένεια εξαιτίας της οποίας κάθε μέρα που περνάει, ο Τζον δυσκολεύεται να θυμηθεί ακόμα και τα πιο βασικά πράγματα. Πριν ξεχάσει τα πάντα, το ζευγάρι αποφασίζει να ξεφύγει από την ασφυκτική φροντίδα των γιατρών τους και των μεγάλων παιδιών τους. Ο Τζον μπορεί να χάνει εύκολα την προσοχή του αλλά είναι πολύ ισχυρός χαρακτήρας. Η Έλα είναι εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα και πολύ δυνατή.
Το ταξίδι τους με το πιστό, παλιό τροχόσπιτό τους, το οποίο έχουν βαφτίσει «Αναζητητής Αναψυχής», τους οδηγεί από τη Βοστώνη στο Key West. Τελικός προορισμός: το σπίτι του Ernest Hemingway. Καθώς μοιράζονται στιγμές απόλαυσης αλλά και αγωνίας, ανακαλύπτουν πως το πάθος τους για ζωή δεν έχει σβήσει και πως η αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλον είναι ατελείωτη. Κι όλα αυτά σε ένα οδικό ταξίδι που προσφέρει αποκαλύψεις και εκπλήξεις μέχρι το τέλος.
Η άποψή μας: Έλα ρε Paolo Virzì. Γιατί την γύρισες αυτήν την ταινία; Θα μου πείτε, εσύ στη θέση του τι θα έφτιαχνες; Θα έλεγες «πάσο» αν σου δινόταν η δυνατότητα να γυρίσεις μια ταινία στις ΗΠΑ, ένα road movie, με πρωταγωνιστές τόσο καλούς ηθοποιούς όπως οι Helen Mirren, Donald Sutherland; Δύσκολα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης συνεχίζει στα… αγγλικά την λογική και την προβληματική (αλλά κουβαλώντας και τα προβλήματα) από την προηγούμενη ταινία του, την Τρελή χαρά (La pazza gioia, 2016): βάζει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες να ταξιδεύουν και να είναι ενωμένοι, αυτοί οι «παράξενοι», σε έναν εχθρικό κόσμο, για τον οποίο δεν είναι πλέον χρήσιμοι και τους επιτρέπεται να ζουν αλλά μακριά από τους υπόλοιπους, «φυσιολογικούς», κοινούς θνητούς. Στην ιταλική ταινία, ο χώρος εγκλεισμού είναι το τρελοκομείο, στην αμερικάνικη ταινία είναι το γηροκομείο. Εκεί, θα τους φροντίζουν καλύτερα. Εκεί, δεν θα δημιουργούν προβλήματα στους οικείους τους. Εκεί, μπορούν να συνεχίσουν να «ζουν» χωρίς να… ενοχλούν.
Το ταξίδι είναι απόδραση. Το ταξίδι είναι ελευθερία. Και τι είναι ελευθερία; Αυτό που τραγουδάει η Janis Joplin στο σάουντρακ της ταινίας: «Freedom's just another word for nothin' left to lose». Δεν έχουν να χάσουν τίποτε οι δύο υπερήλικες. Κι ενώ το σενάριο επικεντρώνεται στο πρόβλημα του Τζον, από την αρχή μας μπάζει και στο πρόβλημα της Έμα, χωρίς να το ονοματίζει παρά στο τελευταίο κομμάτι του φιλμ. Η περούκα της και η συνεχής κατάποση χαπιών θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια». Και η επίσκεψη στο σπίτι του συγγραφέα, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διάσημους αυτόχειρες του κόσμου… ε, δεν μπορεί να αποτελεί σπόιλερ να τονίσεις αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια. «Θέλμα και Λουίζ» γίναμε κύριοι! Θα ήθελε ο Ιταλός σκηνοθέτης τουλάχιστον. Αλλά δεν τα καταφέρνει. Όχι επειδή δεν έχει καλούς ηθοποιούς. Όχι. Είναι τόσο έμπειροι και οι δύο, που ξέρουν πώς να αποφύγουν τις κακοτοπιές.
Όχι, το πρόβλημα είναι πρωτίστως σεναριακό και κατόπιν σκηνοθετικό. Αρχικά, το σενάριο είναι αρκούντως προβλέψιμο. Και κατά δεύτερον, θέλοντας να μην είναι ούτε υπερβολικά δραματικό ούτε υπερβολικά κωμικό, δεν πετυχαίνει τη χρυσή τομή αλλά τη χρυσή μετριότητα. Σε κανένα σημείο δεν μας πείθει το δραματικό υπόβαθρο. Και σε κανένα σημείο δεν γελάμε με τα αστεία της ταινίας. Ως σκηνοθέτης ο Virzì δείχνει περισσότερο απορροφημένος στο να καταγράψει τα φανταστικά και υπέροχα τοπία, τους μαγικούς ορίζοντες της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, παρά να επενδύσει στην ανθρωπογεωγραφία των χαρακτήρων του. Παραδόξως, το σχόλιό του για την Αμερική γίνεται καίριο μόνο σε δύο… παράδρομους στην πορεία των βασικών ηρώων. Αρχικά, όταν καταγράφονται οι συγκεντρώσεις των οπαδών του Donald Trump, κάτι που προέκυψε τυχαία, μιας που κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι ΗΠΑ ζούσαν στο χορό του προεκλογικού πυρετού για την ανάδειξη του νέου τους Προέδρου. Διακριτικό κι εύστοχο σχόλιο, για μια Αμερική, που θέλει να γίνει «δυνατή ξανά».
Και δεύτερον, στην καταγραφή του τι συμβαίνει από τους τουρίστες στο σπίτι του Hemingway. Εδώ, το σχόλιο δεν αφορά μόνον τους Αμερικάνους αλλά όλη τη σύγχρονη δυτική κουλτούρα. Με τις σέλφι και την οργασμική ανάγκη για πιστοποίηση του γεγονότος ότι «ήμουν κι εγώ εκεί». Δεν αρκούν όμως. Και υπάρχουν και σκηνές πρόχειρα στημένες. Όπως εκείνη της απόπειρας ληστείας, που φαίνεται εντελώς ερασιτεχνική. Περιμέναμε περισσότερα από την ταινία.
Μια ταινία από εκείνες που δεν τις λες κακές, τις λες όμως προβλέψιμες και μέτριες, με το δεύτερο επίθετο να αντηχεί ως η χειρότερη λέξη στον κόσμο...
Η υπόθεση: Η Έλα και ο Τζον είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι. Διανύουν πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής τους. Κι έχουν ζήσει μαζί πάνω από 50 χρόνια. Πλέον, όμως, τα πράγματα έχουν ζορίσει. Ιδίως εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, από το οποίο πάσχει ο Τζον, ασθένεια εξαιτίας της οποίας κάθε μέρα που περνάει, ο Τζον δυσκολεύεται να θυμηθεί ακόμα και τα πιο βασικά πράγματα. Πριν ξεχάσει τα πάντα, το ζευγάρι αποφασίζει να ξεφύγει από την ασφυκτική φροντίδα των γιατρών τους και των μεγάλων παιδιών τους. Ο Τζον μπορεί να χάνει εύκολα την προσοχή του αλλά είναι πολύ ισχυρός χαρακτήρας. Η Έλα είναι εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα και πολύ δυνατή.
Το ταξίδι τους με το πιστό, παλιό τροχόσπιτό τους, το οποίο έχουν βαφτίσει «Αναζητητής Αναψυχής», τους οδηγεί από τη Βοστώνη στο Key West. Τελικός προορισμός: το σπίτι του Ernest Hemingway. Καθώς μοιράζονται στιγμές απόλαυσης αλλά και αγωνίας, ανακαλύπτουν πως το πάθος τους για ζωή δεν έχει σβήσει και πως η αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλον είναι ατελείωτη. Κι όλα αυτά σε ένα οδικό ταξίδι που προσφέρει αποκαλύψεις και εκπλήξεις μέχρι το τέλος.
Η άποψή μας: Έλα ρε Paolo Virzì. Γιατί την γύρισες αυτήν την ταινία; Θα μου πείτε, εσύ στη θέση του τι θα έφτιαχνες; Θα έλεγες «πάσο» αν σου δινόταν η δυνατότητα να γυρίσεις μια ταινία στις ΗΠΑ, ένα road movie, με πρωταγωνιστές τόσο καλούς ηθοποιούς όπως οι Helen Mirren, Donald Sutherland; Δύσκολα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης συνεχίζει στα… αγγλικά την λογική και την προβληματική (αλλά κουβαλώντας και τα προβλήματα) από την προηγούμενη ταινία του, την Τρελή χαρά (La pazza gioia, 2016): βάζει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες να ταξιδεύουν και να είναι ενωμένοι, αυτοί οι «παράξενοι», σε έναν εχθρικό κόσμο, για τον οποίο δεν είναι πλέον χρήσιμοι και τους επιτρέπεται να ζουν αλλά μακριά από τους υπόλοιπους, «φυσιολογικούς», κοινούς θνητούς. Στην ιταλική ταινία, ο χώρος εγκλεισμού είναι το τρελοκομείο, στην αμερικάνικη ταινία είναι το γηροκομείο. Εκεί, θα τους φροντίζουν καλύτερα. Εκεί, δεν θα δημιουργούν προβλήματα στους οικείους τους. Εκεί, μπορούν να συνεχίσουν να «ζουν» χωρίς να… ενοχλούν.
Το ταξίδι είναι απόδραση. Το ταξίδι είναι ελευθερία. Και τι είναι ελευθερία; Αυτό που τραγουδάει η Janis Joplin στο σάουντρακ της ταινίας: «Freedom's just another word for nothin' left to lose». Δεν έχουν να χάσουν τίποτε οι δύο υπερήλικες. Κι ενώ το σενάριο επικεντρώνεται στο πρόβλημα του Τζον, από την αρχή μας μπάζει και στο πρόβλημα της Έμα, χωρίς να το ονοματίζει παρά στο τελευταίο κομμάτι του φιλμ. Η περούκα της και η συνεχής κατάποση χαπιών θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια». Και η επίσκεψη στο σπίτι του συγγραφέα, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διάσημους αυτόχειρες του κόσμου… ε, δεν μπορεί να αποτελεί σπόιλερ να τονίσεις αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια. «Θέλμα και Λουίζ» γίναμε κύριοι! Θα ήθελε ο Ιταλός σκηνοθέτης τουλάχιστον. Αλλά δεν τα καταφέρνει. Όχι επειδή δεν έχει καλούς ηθοποιούς. Όχι. Είναι τόσο έμπειροι και οι δύο, που ξέρουν πώς να αποφύγουν τις κακοτοπιές.
Όχι, το πρόβλημα είναι πρωτίστως σεναριακό και κατόπιν σκηνοθετικό. Αρχικά, το σενάριο είναι αρκούντως προβλέψιμο. Και κατά δεύτερον, θέλοντας να μην είναι ούτε υπερβολικά δραματικό ούτε υπερβολικά κωμικό, δεν πετυχαίνει τη χρυσή τομή αλλά τη χρυσή μετριότητα. Σε κανένα σημείο δεν μας πείθει το δραματικό υπόβαθρο. Και σε κανένα σημείο δεν γελάμε με τα αστεία της ταινίας. Ως σκηνοθέτης ο Virzì δείχνει περισσότερο απορροφημένος στο να καταγράψει τα φανταστικά και υπέροχα τοπία, τους μαγικούς ορίζοντες της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, παρά να επενδύσει στην ανθρωπογεωγραφία των χαρακτήρων του. Παραδόξως, το σχόλιό του για την Αμερική γίνεται καίριο μόνο σε δύο… παράδρομους στην πορεία των βασικών ηρώων. Αρχικά, όταν καταγράφονται οι συγκεντρώσεις των οπαδών του Donald Trump, κάτι που προέκυψε τυχαία, μιας που κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι ΗΠΑ ζούσαν στο χορό του προεκλογικού πυρετού για την ανάδειξη του νέου τους Προέδρου. Διακριτικό κι εύστοχο σχόλιο, για μια Αμερική, που θέλει να γίνει «δυνατή ξανά».
Και δεύτερον, στην καταγραφή του τι συμβαίνει από τους τουρίστες στο σπίτι του Hemingway. Εδώ, το σχόλιο δεν αφορά μόνον τους Αμερικάνους αλλά όλη τη σύγχρονη δυτική κουλτούρα. Με τις σέλφι και την οργασμική ανάγκη για πιστοποίηση του γεγονότος ότι «ήμουν κι εγώ εκεί». Δεν αρκούν όμως. Και υπάρχουν και σκηνές πρόχειρα στημένες. Όπως εκείνη της απόπειρας ληστείας, που φαίνεται εντελώς ερασιτεχνική. Περιμέναμε περισσότερα από την ταινία.
Μια ταινία από εκείνες που δεν τις λες κακές, τις λες όμως προβλέψιμες και μέτριες, με το δεύτερο επίθετο να αντηχεί ως η χειρότερη λέξη στον κόσμο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Μαΐου 2018 από την Strada Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική