του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ποδοσφαιριστές χωρίς κεφάλι!
Τη μέρα που μάθαμε ότι η ταινία «Diamantino» (σας γράψαμε γι' αυτήν στην ανταπόκριση της περασμένης Παρασκευής) τιμήθηκε με το βραβείο του τμήματος «Εβδομάδα της Κριτικής», βγήκε και η είδηση πως ο ISIS απειλεί πως θα... αποκεφαλίσει τους Messi και Ronaldo στο προσεχές Μουντιάλ, που θα λάβει χώρα σε λίγες βδομάδες στη Ρωσία! Βγήκαν από το λαγούμι τους πάλι αυτοί. Άλλος ένας λόγος για να φοβάται ο κόσμος λοιπόν. Να μην ηρεμήσουμε ποτέ ρε αδελφέ. «Culture of Fear», που λένε και οι Thievery Corporation...
Εμείς, στις ταινίες μας. Στον όμορφο αυτισμό μας. Το φεστιβάλ πλησιάζει στην τελική του ευθεία κι εμείς εδώ έχουμε σήμερα να σας παρουσιάσουμε τέσσερις ταινίες.
Εμείς, στις ταινίες μας. Στον όμορφο αυτισμό μας. Το φεστιβάλ πλησιάζει στην τελική του ευθεία κι εμείς εδώ έχουμε σήμερα να σας παρουσιάσουμε τέσσερις ταινίες.
Τον Αμερικάνο David Robert Mitchell τον γνωρίσαμε μέσω της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, που δεν ήταν άλλη από το εξαιρετικό «Σε ακολουθεί» (It Follows, 2014). Μάλιστα, με εκείνη την ταινία ο 44χρονος σήμερα Mitchell είχε συμμετάσχει στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς. Είχε προηγηθεί το «The Myth of the American Sleepover» (2010) κι εκείνο με συμμετοχή στην «Εβδομάδα της Κριτικής» εκείνης της χρονιάς. Ε, με την τρίτη του ταινία ήρθε ξανά στις Κάννες, αυτήν τη φορά όμως στο Διαγωνιστικό Τμήμα. Τίτλος της: Under the Silver Lake. Μία ταινία ανά τέσσερα χρόνια. Κι αυτή, η τελευταία του, είναι μια ταινία που γουστάραμε τρελά. Κι ας μην πήγε την τρέλα της ως τα άκρα, όπως το θέλαμε...
Η υπόθεση: Ο Σαμ είναι ένας 33χρονος άντρας χωρίς φιλοδοξίες. Ζει σε ένα διαμέρισμα που νοικιάζει σε ένα συγκρότημα κατοικιών στο ανατολικό Λος Άντζελες και περνάει τις μέρες του πηδώντας μια wannabe ηθοποιό, τσεκάροντας με τα κιάλια του τους γείτονες και τις γειτόνισσές του και διαβάζοντας μετά μανίας ένα fanzine με τίτλο «Under the Silver Lake». Δεν έχει δουλειά, δεν τον νοιάζει να πιάσει δουλειά, δεν έχει χρήματα και σε πέντε μέρες θα αναγκαστεί να φύγει από το διαμέρισμά του, καθώς χρωστάει πολλά νοίκια. Μοναδική του σχέση με την οικογένειά του είναι τα τηλεφωνήματα που δέχεται από τη μητέρα του. Τη βαρεμάρα του έρχονται να την ανατρέψουν δύο γεγονότα: κάποιος σκοτώνει σκύλους στην περιοχή του Σαμ (!!!) και μια νέα, όμορφη κοπέλα εμφανίζεται στο συγκρότημα.
Τη λένε Σάρα. Ο Σαμ βγαίνει με τη Σάρα και περνάει υπέροχα μαζί της. Την ερωτεύεται! Την επόμενη μέρα, όμως, η Σάρα εξαφανίζεται μυστηριωδώς και το διαμέρισμα που νοίκιαζε μένει άδειο από πράγματα! Σε έναν από τους τοίχους του διαμερίσματος ο Σαμ βρίσκει ένα παράξενο σχήμα. Παράλληλα, ένας δισεκατομμυριούχος εξαφανίζεται επίσης μυστηριωδώς. Ο Σαμ θα προσπαθήσει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει. Και θα μπει σε έναν κόσμο μυστήριο, γεμάτο από πρόσωπα, πράγματα, σύμβολα, που ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχουν...
Η άποψή μας: Καιρό είχα να δω μια ταινία – rollercoaster με εκατομμύρια ιδέες, με απίστευτη κινηματογραφοφιλία, με χιλιάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, ένα κράμα όπου το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» συναντά το «Mullholland Drive», που συναντάει το «Donnie Darko», που συναντάει την άλλη ταινία του Richard Kelly, το «Southland Tales», που συναντά την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», που συναντά το «Ζουν ανάμεσά μας», που συναντάει το τηλεοπτικό «Leftovers» και το άλλο τηλεοπτικό, το «Twin Peaks» και θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι εις το διηνεκές! Ο σκηνοθέτης, πάντα σε δικό του σενάριο, όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, κάνει κάτι σαν οπτική και ακουστική εγκυκλοπαίδεια για το τι σημαίνει να είσαι (σχετικά) νέος, άντε, τριαντάρης, τη σήμερον ημέρα. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί ένα μεγαλύτερο μπάτζετ από αυτό που είχε ως τώρα στις ταινίες του. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί σημαντικότερους ηθοποιούς – έστω, μεγαλύτερα ονόματα απ' ότι ως τώρα στην καριέρα του.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά είναι ηθοποιοί που τον εμπιστεύονται απόλυτα! Πχ ο Andrew Garfield, o πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Σαμ, εμφανίζεται γυμνός (εντάξει, από πίσω) να κάνει σεξ, να είναι βρώμικος και να... μυρίζει (μέχρι και ασβός τον πιτσιλάει ρε φίλε, τραβάει δράμα, άστα). Η διαρκώς ανερχόμενη Riley Keough, σαν να λέμε, η εγγονή του Elvis Presley, είναι επίσης αποκαλυπτική (όχι όσο στην ταινία του Lars von Trier όπου επίσης συμμετέχει, αλλά και πάλι). Και με κάθε ευκαιρία, κινηματογραφοφιλία. Η σκηνή πχ όπου ο Σαμ πρωτοβλέπει την Σάρα στην πισίνα είναι ακριβές αντίγραφο ανάλογης σκηνής που είχε η Marilyn Monroe στην τελευταία της ταινία πριν το θάνατό της, η οποία δεν βγήκε ποτέ στους κινηματογράφους, μιας που δεν ολοκληρώθηκε. Πέρα από τα... χοντρά, υπάρχουν και οι μικρές λεπτομέρειες. Πχ, το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο Σαμ έχει το νούμερο 23. Το νούμερο 23 κουβαλάει πολλά κρυφά νοήματα πίσω του για τους αριθμολάγνους. Τέτοια.
Δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από τη μία αναφορά και πας στην επόμενη. Αφίσα των Nirvana υπογεγραμμένη. Όχι όμως από τον Kurt Cobain, αλλά από την... κόρη του! Και να' σου το ένα γαμάτο τραγούδι μετά το άλλο (έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για το σπουδαιότερο σάουντρακ των τελευταίων χρόνων)! Και να ακούγονται τραγούδια επιλεγμένα όχι μόνο γιατί ταιριάζουν αλλά επειδή οι στίχοι τους μπαίνουν στην πλοκή – γι' αυτό και τους βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη. Πχ όταν ακούγεται το «What's the frequency Kenneth» των REM, οι παρακάτω στίχοι είναι βασικής σημασίας για την ίδια την ταινία κι αυτά που θέλει να πει: «I'd studied your cartoons, radio, music, TV, movies, magazines/ Richard said, "Withdrawal in disgust is not the same as apathy"/ A smile like the cartoon, tooth for a tooth/ You said that irony was the shackles of youth». Κι αν όλα όσα νομίζαμε παλιότερα και νομίζουν οι σημερινοί νέοι ως επαναστατικά δεν ήταν παρά στοιχεία για μανιπουλάρισμα; Κι αν το «Smells Like Teen Spirit» δεν γράφτηκε για φασαρισμένη κιθάρα αλλά πάνω σε ένα πιάνο; Η σκηνή με τον «Συνθέτη» είναι από τις πιο σπουδαίες της ταινίας. Γενικώς, ο Mitchell μπάζει τον θεατή του σε έναν κόσμο που είναι εντελώς αναγνωρίσιμος αλλά ταυτόχρονα και τόσο σουρεαλιστικός. Μόνο που αυτός ο σουρεαλισμός είναι εντελώς... ρεαλιστικός!
Όλα όσα λέγονται γίνονται πιστευτά. Ναι, θα μπορούσαν να γίνουν. Ναι, υπάρχουν κρυφά νοήματα σε βιβλία, τραγούδια, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές. Ναι, υπάρχουν νοήματα και σημάδια τα οποία μπορούν να αναγνωρίσουν μόνον οι πλούσιοι – οι φτωχοί μένουν στην απ' έξω. Ναι, το να αποκωδικοποιήσεις κάτι είναι σύνθετο, αλλά αν βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, θα τα καταφέρεις. Δεν χρειάζεται να παίξεις έναν δίσκο ανάποδα για να βρεις μηνύματα από τον... σατανά! Αρκεί να παίξεις με τους αριθμούς και να αποκωδικοποιήσεις πράγματα. Ναι, όλο το μυστικό του σύμπαντος μπορεί να κρύβεται στο πίσω μέρος μιας συσκευασίας δημητριακών! Ο δημιουργός οργιάζει! Σε βάζει στο τριπάκι του χωρίς λεπτό να σε πετάει έξω. Είναι τόσο άψογος κατασκευαστικά, τόσο συνεπής σε ότι αφορά τον ρυθμό, τόσο ενδιαφέροντας αισθητικά και τόσο ιντριγκαδόρος νοηματικά, που δεν βαριέσαι στιγμή!
Η έρευνα του Σαμ σε αυτό το κάτι σαν ειρωνικό νεονουάρ, τον οδηγεί σε υπόγεια τούνελ, σε προτομές του James Dean και σε αγάλματα του Νεύτωνα, σε παράξενους, έκπτωτους βασιλιάδες και σε τάφους παλιών ηθοποιών, σε ιδιαίτερες σέκτες και σε κωδικοποιημένα μηνύματα, σε έναν κόσμο πέρα από τον κόσμο μας και σε έναν άλλο όπου υπάρχουν... αναχωρητές. Πραγματικά τρομερή ταινία, που δεν σταματά να σε εκπλήσσει ούτε λεπτό. Κι αν το φινάλε σας φανεί... κάπως όταν με το καλό δείτε την ταινία, εγώ νομίζω πως είναι εντελώς ταιριαστό. Καλά είναι να παρατηρείς τον κόσμο «από απέναντι», καλύτερο όμως να συμμετάσχεις. Και να απομακρύνεσαι από τη θέση του παρατηρητή. Γιατί εν δυνάμει, αντικείμενο της παρατήρησής σου μπορεί να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Κι όταν ζεις και πάψεις να παρατηρείς, μπορεί όλα τα παράξενα που τόσο πολύ σου τραβούσαν την προσοχή, να μην έχουν πια καμία σημασία. Κι ας μην καταλάβεις ποτέ τι λέει ο αναθεματισμένος παπαγάλος κι αν κι αυτό που λέει θα μπορούσε να έχει νόημα σε έναν κόσμο εντελώς α-νόητο!
Ναι, του ξεφεύγει κάπου το πράγμα του σκηνοθέτη, από τον ενθουσιασμό του κι από την ανάγκη του να φουσκώσει κι άλλο, να βάλει κι άλλα πράγματα κι άλλες αναφορές, γιατί όχι το «How to Marry a Millionaire», γιατί όχι ο Hitchcock, γιατί όχι ο Nicolas Rey, γιατί όχι ο μύθος του Μεφιστοφελή; Kill your idols. Ιδίως αν πίσω από τα idols βρίσκεται ένας άσχημος γεράκος, που φτιάχνει πιασάρικα «επαναστατικά» τραγουδάκια για το... τσεκ! Μόνο εξωγήινους δεν έχει η ταινία! Ας είναι. Στο επόμενο επεισόδιο!!!
Η υπόθεση: Ο Σαμ είναι ένας 33χρονος άντρας χωρίς φιλοδοξίες. Ζει σε ένα διαμέρισμα που νοικιάζει σε ένα συγκρότημα κατοικιών στο ανατολικό Λος Άντζελες και περνάει τις μέρες του πηδώντας μια wannabe ηθοποιό, τσεκάροντας με τα κιάλια του τους γείτονες και τις γειτόνισσές του και διαβάζοντας μετά μανίας ένα fanzine με τίτλο «Under the Silver Lake». Δεν έχει δουλειά, δεν τον νοιάζει να πιάσει δουλειά, δεν έχει χρήματα και σε πέντε μέρες θα αναγκαστεί να φύγει από το διαμέρισμά του, καθώς χρωστάει πολλά νοίκια. Μοναδική του σχέση με την οικογένειά του είναι τα τηλεφωνήματα που δέχεται από τη μητέρα του. Τη βαρεμάρα του έρχονται να την ανατρέψουν δύο γεγονότα: κάποιος σκοτώνει σκύλους στην περιοχή του Σαμ (!!!) και μια νέα, όμορφη κοπέλα εμφανίζεται στο συγκρότημα.
Τη λένε Σάρα. Ο Σαμ βγαίνει με τη Σάρα και περνάει υπέροχα μαζί της. Την ερωτεύεται! Την επόμενη μέρα, όμως, η Σάρα εξαφανίζεται μυστηριωδώς και το διαμέρισμα που νοίκιαζε μένει άδειο από πράγματα! Σε έναν από τους τοίχους του διαμερίσματος ο Σαμ βρίσκει ένα παράξενο σχήμα. Παράλληλα, ένας δισεκατομμυριούχος εξαφανίζεται επίσης μυστηριωδώς. Ο Σαμ θα προσπαθήσει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει. Και θα μπει σε έναν κόσμο μυστήριο, γεμάτο από πρόσωπα, πράγματα, σύμβολα, που ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχουν...
Η άποψή μας: Καιρό είχα να δω μια ταινία – rollercoaster με εκατομμύρια ιδέες, με απίστευτη κινηματογραφοφιλία, με χιλιάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, ένα κράμα όπου το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» συναντά το «Mullholland Drive», που συναντάει το «Donnie Darko», που συναντάει την άλλη ταινία του Richard Kelly, το «Southland Tales», που συναντά την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», που συναντά το «Ζουν ανάμεσά μας», που συναντάει το τηλεοπτικό «Leftovers» και το άλλο τηλεοπτικό, το «Twin Peaks» και θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι εις το διηνεκές! Ο σκηνοθέτης, πάντα σε δικό του σενάριο, όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, κάνει κάτι σαν οπτική και ακουστική εγκυκλοπαίδεια για το τι σημαίνει να είσαι (σχετικά) νέος, άντε, τριαντάρης, τη σήμερον ημέρα. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί ένα μεγαλύτερο μπάτζετ από αυτό που είχε ως τώρα στις ταινίες του. Δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί σημαντικότερους ηθοποιούς – έστω, μεγαλύτερα ονόματα απ' ότι ως τώρα στην καριέρα του.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά είναι ηθοποιοί που τον εμπιστεύονται απόλυτα! Πχ ο Andrew Garfield, o πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Σαμ, εμφανίζεται γυμνός (εντάξει, από πίσω) να κάνει σεξ, να είναι βρώμικος και να... μυρίζει (μέχρι και ασβός τον πιτσιλάει ρε φίλε, τραβάει δράμα, άστα). Η διαρκώς ανερχόμενη Riley Keough, σαν να λέμε, η εγγονή του Elvis Presley, είναι επίσης αποκαλυπτική (όχι όσο στην ταινία του Lars von Trier όπου επίσης συμμετέχει, αλλά και πάλι). Και με κάθε ευκαιρία, κινηματογραφοφιλία. Η σκηνή πχ όπου ο Σαμ πρωτοβλέπει την Σάρα στην πισίνα είναι ακριβές αντίγραφο ανάλογης σκηνής που είχε η Marilyn Monroe στην τελευταία της ταινία πριν το θάνατό της, η οποία δεν βγήκε ποτέ στους κινηματογράφους, μιας που δεν ολοκληρώθηκε. Πέρα από τα... χοντρά, υπάρχουν και οι μικρές λεπτομέρειες. Πχ, το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο Σαμ έχει το νούμερο 23. Το νούμερο 23 κουβαλάει πολλά κρυφά νοήματα πίσω του για τους αριθμολάγνους. Τέτοια.
Δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από τη μία αναφορά και πας στην επόμενη. Αφίσα των Nirvana υπογεγραμμένη. Όχι όμως από τον Kurt Cobain, αλλά από την... κόρη του! Και να' σου το ένα γαμάτο τραγούδι μετά το άλλο (έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για το σπουδαιότερο σάουντρακ των τελευταίων χρόνων)! Και να ακούγονται τραγούδια επιλεγμένα όχι μόνο γιατί ταιριάζουν αλλά επειδή οι στίχοι τους μπαίνουν στην πλοκή – γι' αυτό και τους βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη. Πχ όταν ακούγεται το «What's the frequency Kenneth» των REM, οι παρακάτω στίχοι είναι βασικής σημασίας για την ίδια την ταινία κι αυτά που θέλει να πει: «I'd studied your cartoons, radio, music, TV, movies, magazines/ Richard said, "Withdrawal in disgust is not the same as apathy"/ A smile like the cartoon, tooth for a tooth/ You said that irony was the shackles of youth». Κι αν όλα όσα νομίζαμε παλιότερα και νομίζουν οι σημερινοί νέοι ως επαναστατικά δεν ήταν παρά στοιχεία για μανιπουλάρισμα; Κι αν το «Smells Like Teen Spirit» δεν γράφτηκε για φασαρισμένη κιθάρα αλλά πάνω σε ένα πιάνο; Η σκηνή με τον «Συνθέτη» είναι από τις πιο σπουδαίες της ταινίας. Γενικώς, ο Mitchell μπάζει τον θεατή του σε έναν κόσμο που είναι εντελώς αναγνωρίσιμος αλλά ταυτόχρονα και τόσο σουρεαλιστικός. Μόνο που αυτός ο σουρεαλισμός είναι εντελώς... ρεαλιστικός!
Όλα όσα λέγονται γίνονται πιστευτά. Ναι, θα μπορούσαν να γίνουν. Ναι, υπάρχουν κρυφά νοήματα σε βιβλία, τραγούδια, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές. Ναι, υπάρχουν νοήματα και σημάδια τα οποία μπορούν να αναγνωρίσουν μόνον οι πλούσιοι – οι φτωχοί μένουν στην απ' έξω. Ναι, το να αποκωδικοποιήσεις κάτι είναι σύνθετο, αλλά αν βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, θα τα καταφέρεις. Δεν χρειάζεται να παίξεις έναν δίσκο ανάποδα για να βρεις μηνύματα από τον... σατανά! Αρκεί να παίξεις με τους αριθμούς και να αποκωδικοποιήσεις πράγματα. Ναι, όλο το μυστικό του σύμπαντος μπορεί να κρύβεται στο πίσω μέρος μιας συσκευασίας δημητριακών! Ο δημιουργός οργιάζει! Σε βάζει στο τριπάκι του χωρίς λεπτό να σε πετάει έξω. Είναι τόσο άψογος κατασκευαστικά, τόσο συνεπής σε ότι αφορά τον ρυθμό, τόσο ενδιαφέροντας αισθητικά και τόσο ιντριγκαδόρος νοηματικά, που δεν βαριέσαι στιγμή!
Η έρευνα του Σαμ σε αυτό το κάτι σαν ειρωνικό νεονουάρ, τον οδηγεί σε υπόγεια τούνελ, σε προτομές του James Dean και σε αγάλματα του Νεύτωνα, σε παράξενους, έκπτωτους βασιλιάδες και σε τάφους παλιών ηθοποιών, σε ιδιαίτερες σέκτες και σε κωδικοποιημένα μηνύματα, σε έναν κόσμο πέρα από τον κόσμο μας και σε έναν άλλο όπου υπάρχουν... αναχωρητές. Πραγματικά τρομερή ταινία, που δεν σταματά να σε εκπλήσσει ούτε λεπτό. Κι αν το φινάλε σας φανεί... κάπως όταν με το καλό δείτε την ταινία, εγώ νομίζω πως είναι εντελώς ταιριαστό. Καλά είναι να παρατηρείς τον κόσμο «από απέναντι», καλύτερο όμως να συμμετάσχεις. Και να απομακρύνεσαι από τη θέση του παρατηρητή. Γιατί εν δυνάμει, αντικείμενο της παρατήρησής σου μπορεί να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Κι όταν ζεις και πάψεις να παρατηρείς, μπορεί όλα τα παράξενα που τόσο πολύ σου τραβούσαν την προσοχή, να μην έχουν πια καμία σημασία. Κι ας μην καταλάβεις ποτέ τι λέει ο αναθεματισμένος παπαγάλος κι αν κι αυτό που λέει θα μπορούσε να έχει νόημα σε έναν κόσμο εντελώς α-νόητο!
Ναι, του ξεφεύγει κάπου το πράγμα του σκηνοθέτη, από τον ενθουσιασμό του κι από την ανάγκη του να φουσκώσει κι άλλο, να βάλει κι άλλα πράγματα κι άλλες αναφορές, γιατί όχι το «How to Marry a Millionaire», γιατί όχι ο Hitchcock, γιατί όχι ο Nicolas Rey, γιατί όχι ο μύθος του Μεφιστοφελή; Kill your idols. Ιδίως αν πίσω από τα idols βρίσκεται ένας άσχημος γεράκος, που φτιάχνει πιασάρικα «επαναστατικά» τραγουδάκια για το... τσεκ! Μόνο εξωγήινους δεν έχει η ταινία! Ας είναι. Στο επόμενο επεισόδιο!!!
Δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα στη σημερινή ανταπόκριση το φιλμ Beoning (αγγλιστί: «Burning») του Κορεάτη Lee Chang-dong. Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου δημιουργού και η τρίτη συνεχόμενή του που λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η «Κρυφή ηλιαχτίδα» (Secret Sunshine, 2007) κέρδισε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και το «Ποίηση» (Poetry, 2010) κέρδισε τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και εκείνο της Οικουμενικής Επιτροπής. Οχτώ χρόνια έχει να εμφανιστεί στις Κάννες λοιπόν. Οχτώ χρόνια έχει και να γυρίσει ταινία. Ήταν στη μαύρη λίστα του προηγούμενου καθεστώτος στη Νότια Κορέα. Κι έχει υπάρξει και υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του! Το σενάριο τούτης της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος, μαζί με την Oh Jung-mi με πρώτη ύλη το διήγημα του Haruki Murakami «Barn Burning», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1992 στο περιοδικό New Yorker. Και η ταινία κατάφερε ό,τι έχει καταφέρει μόνο το «Toni Erdman» έως σήμερα: έπιασε μέσο όρο βαθμολογίας 3,8 (με άριστα το 4) στις βαθμολογήσεις που δίνουν κριτικοί από διάφορα έντυπα στο περιοδικό Screen! Γενικά, άρεσε η ταινία. Όχι σε όλους (ε, χμ). Και ναι, μάλλον πάει και για κάποιο σημαντικό βραβείο. Κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι…
Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας επαρχιώτης, που ζει πλέον στη Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται: φταίει που από τη μια η Χαέμι έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και από την άλλη πως όταν ήταν μικρή, του ήταν αδιάφορη και το μόνο που είχε να πει εκείνος για εκείνην, ήταν πως ήταν πολύ άσχημη! Κάτι που δεν ισχύει πια. Οι δύο νέοι θα πάνε στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Χαέμι και θα κάνουν έρωτα. Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει και να την ποτίζει.
Ο Γιονγκσού δέχεται. Παράλληλα, πηγαίνει στο πατρικό του για να το φροντίσει. Ο πατέρας του δικάζεται, καθώς επιτέθηκε σε κρατικό λειτουργό. Η αδελφή του έχει παντρευτεί. Η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κάποιος πρέπει να φροντίζει την πατρική φάρμα. Το χωριό είναι κοντά στη Σεούλ κι έτσι ο Γιονγκσού φροντίζει και τη γάτα της Χαέμι, την οποία δεν βλέπει ποτέ. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Μια παράξενη κατάσταση δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιανγκσού ισχύουν; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;
Η άποψή μας: Αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανταπόκρισή μας στον Pawel Pawlikovski, και στο γεγονός πως καμία του ταινία δεν ξεπερνάει την μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Κορεάτης συνάδελφός του δεν είναι τόσο… λακωνικός. Όλες οι ταινίες του ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Γεγονός είναι πως αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται.
Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ! Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως για πολλούς κριτικούς κινηματογράφου. Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό, τη παρουσία χορού, μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή. Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής.
Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να πεθαίνεις από πείνα! Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού κλείνει εντέλει, έτσι;
Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μικρόφωνα ακούγεται συνέχεια προπαγάνδα. Η Σεούλ είναι κοντά στα σύνορα; Καταλαβαίνετε που το πάω: ο σκηνοθέτης επιμένει να θολώνει τα νερά, να μην ξεκαθαρίζει ποτέ, τίποτε. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davies που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο Γιονγκσού την λέει πουτάνα ουσιαστικά και ο Μπεν εξομολογείται πως μια φορά ανά δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία και θα κάψει ένα εκεί κοντά. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο. Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του;
Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας. Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong και ένας από τους πολύ σοβαρούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα, το κοινό όμως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με σταματημένη της εκκρεμότητα…
Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας επαρχιώτης, που ζει πλέον στη Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται: φταίει που από τη μια η Χαέμι έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και από την άλλη πως όταν ήταν μικρή, του ήταν αδιάφορη και το μόνο που είχε να πει εκείνος για εκείνην, ήταν πως ήταν πολύ άσχημη! Κάτι που δεν ισχύει πια. Οι δύο νέοι θα πάνε στο μικροσκοπικό διαμέρισμα της Χαέμι και θα κάνουν έρωτα. Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει και να την ποτίζει.
Ο Γιονγκσού δέχεται. Παράλληλα, πηγαίνει στο πατρικό του για να το φροντίσει. Ο πατέρας του δικάζεται, καθώς επιτέθηκε σε κρατικό λειτουργό. Η αδελφή του έχει παντρευτεί. Η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κάποιος πρέπει να φροντίζει την πατρική φάρμα. Το χωριό είναι κοντά στη Σεούλ κι έτσι ο Γιονγκσού φροντίζει και τη γάτα της Χαέμι, την οποία δεν βλέπει ποτέ. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Μια παράξενη κατάσταση δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιανγκσού ισχύουν; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;
Η άποψή μας: Αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανταπόκρισή μας στον Pawel Pawlikovski, και στο γεγονός πως καμία του ταινία δεν ξεπερνάει την μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Κορεάτης συνάδελφός του δεν είναι τόσο… λακωνικός. Όλες οι ταινίες του ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Γεγονός είναι πως αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται.
Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ! Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως για πολλούς κριτικούς κινηματογράφου. Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό, τη παρουσία χορού, μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή. Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής.
Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να πεθαίνεις από πείνα! Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού κλείνει εντέλει, έτσι;
Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μικρόφωνα ακούγεται συνέχεια προπαγάνδα. Η Σεούλ είναι κοντά στα σύνορα; Καταλαβαίνετε που το πάω: ο σκηνοθέτης επιμένει να θολώνει τα νερά, να μην ξεκαθαρίζει ποτέ, τίποτε. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davies που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο Γιονγκσού την λέει πουτάνα ουσιαστικά και ο Μπεν εξομολογείται πως μια φορά ανά δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία και θα κάψει ένα εκεί κοντά. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο. Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του;
Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας. Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong και ένας από τους πολύ σοβαρούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα, το κοινό όμως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με σταματημένη της εκκρεμότητα…
Ο Pierre Salvadori έχει τη δική του ιστορία σε ότι έχει να κάνει με το γαλλικό σινεμά. Γεννημένος στην Τύνιδα της Τυνησίας το 1964, είναι ένας από τους πιο εμπορικούς σκηνοθέτες στην πατρίδα του. Η ταινία του En liberté (αγγλιστί: «The Trouble With You») είναι η ένατη μεγάλου μήκους της καριέρας του, είναι όμως μόλις η πρώτη που συμμετέχει σε τμήμα του φεστιβάλ των Καννών – κι ας είναι αυτό το «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Μάλιστα, με την πρώτη ο Salvadori βραβεύτηκε! Η ταινία του κέρδισε το Βραβείο της SACD για την καλύτερη γαλλική ταινία του τμήματος! Στην Ελλάδα έχουμε δει τρεις από τις ταινίες του – και με τούτη θα γίνουν τέσσερις οι ταινίες του που θα έχουν προβληθεί στη χώρα μας. Και στις τρεις από αυτές βασικό ρόλο – αν όχι πρωταγωνιστικό – κρατάει η Audrey Tautou.
Η υπόθεση: Η Ιβόν είναι αστυνομικός σε μια πόλη στη γαλλική Ριβιέρα. Κάθε βράδυ λέει και μια ιστορία – πάντα την ίδια – για να κοιμίσει τον πιτσιρικά γιο της. Ήρωας της ιστορίας είναι ο πατέρας του μικρού, ο πιο διάσημος αστυνομικός της πόλης, ο οποίος έπεσε την ώρα του καθήκοντος. Η Ιβόν τονίζει τον ατρόμητο χαρακτήρα του νεκρού συζύγου της, του Σαντί και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να μειώσει κάπως τον πόνο από την απώλειά του. Κι ενώ μέχρι και άγαλμα του στήνουν για τη δράση του εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, η Ιβόν μαθαίνει από σπόντα πως ο άνδρας της τελικά, όχι μόνον ήρωας δεν ήταν αλλά ήταν βρώμικος αστυνομικός, που τα έπαιρνε.
Την ώρα που το μαθαίνει αυτό, αποφυλακίζεται μετά από 7 χρόνια στην ψειρού ένας άνδρας, ο Αντουάν, τον οποίο είχε παγιδεύσει ο Σαντί για τη ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου. Ο Αντουάν γυρίζει πίσω στην αγαπημένη του, δεν είναι όμως ο άντρας που ήταν πριν μπει φυλακή. Για να εξιλεωθεί απέναντί του και για να τον προστατέψει, γίνεται σκιά του η Ιβόν, η οποία του συστήνεται ως άλλη. Κι όλα αυτά ενώ έχει να διαχειριστεί κι ένα ειδύλλιο με έναν ανασφαλή συνεργάτη της και φίλο του νεκρού συζύγου της...
Η άποψή μας: Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Salvadori ότι πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο άνθρωπος είναι ταγμένος στο εμπορικό σινεμά. Και συνήθως οι ταινίες του είναι καλές. Είναι ψυχαγωγικές. Περνάς καλά και σου μένει και κάτι ως μήνυμα. Στη συγκεκριμένη ταινία είναι ταυτόχρονα και περισσότερο υπερβολικός από ποτέ αλλά και το μήνυμα που κομίζει έχει το ενδιαφέρον του. Πάντως, ποτέ δεν θα την επέλεγα να πάρει μέρος σε ένα τόσο σπουδαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Όχι ότι δεν χρειαζόμαστε ανάσες χαλαρότητας μετά από ταινίες οι οποίες θαρρείς και κουβαλούν όλο το βάρος του κόσμου, αλλά εδώ το πράγμα παραείναι εμπορικό. Εντέλει, είναι μια ταινία πάνω στην ανθρώπινη καλοσύνη. Στο πόσο χρειαζόμαστε μύθους να πιστέψουμε είτε ως μικρά παιδιά είτε ως ενήλικες. Στο πόσο λυτρωτική είναι η αγάπη. Στο πόσο πολύ μπορεί να συντρίψει έναν άνθρωπο η αδικία που βιώνει. Προφανή πράγματα. Όντως. Αλλά κατά βάση πολύ καλά αποτυπωμένα, με μια ματιά που δεν απομακρύνει τον θεατή και τον βάζει και σε διαδικασία σκέψης. Bingo!
Κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές έχει μια βασική ανάγκη. Ο ορφανός πιτσιρίκος χρειάζεται τον μύθο του ήρωα πατέρα, ακόμα κι αν αυτός ο ήρωας ήταν διεφθαρμένος. Ο Αντουάν θέλει να βρει τρόπο να του επιστραφούν τα επτά χρόνια που πέρασε άδικα στη φυλακή. Η Ιβόν θέλει να βοηθήσει τον Αντουάν για να εξιλεωθεί για τις ατιμίες του συζύγου της. Ο Λουί θέλει την αποδοχή της Ιβόν με την οποία είναι ερωτευμένος από πάντα. Και η Ανιές θέλει η σχέση της με τον Αντουάν να γίνει όπως ήταν παλιά. Οι ηθοποιοί τα πάνε μια χαρά, με άνεση φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους, ιδίως η Adèle Haenel, την οποία δεν θυμάμαι να έχουμε ξαναδεί σε κωμωδία. Η ταινία κυλάει ομαλά και υπάρχουν σκηνές που βγάζουν μπόλικο γέλιο. Όπως εκείνη με το απαράδεκτο άγαλμα του εκλιπόντος. Ή εκείνη με τον πάτερ που πιάνεται σε ένα S&M όργιο και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ή εκείνη με τον καλοκάγαθο σίριαλ κίλερ, που κανείς δεν του δίνει σημασία και κατά βάσει ο Λουί, μιας που έχει μάτια και αυτιά και σώμα μόνο για την Ιβόν. Ή εκείνη της ληστείας με τα S&M κοστούμια και τις αλλαγμένες φωνές.
Μια σκρούμπολ κωμωδία λοιπόν, διασκεδαστική αλλά μάλλον όχι festival material…
Η υπόθεση: Η Ιβόν είναι αστυνομικός σε μια πόλη στη γαλλική Ριβιέρα. Κάθε βράδυ λέει και μια ιστορία – πάντα την ίδια – για να κοιμίσει τον πιτσιρικά γιο της. Ήρωας της ιστορίας είναι ο πατέρας του μικρού, ο πιο διάσημος αστυνομικός της πόλης, ο οποίος έπεσε την ώρα του καθήκοντος. Η Ιβόν τονίζει τον ατρόμητο χαρακτήρα του νεκρού συζύγου της, του Σαντί και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να μειώσει κάπως τον πόνο από την απώλειά του. Κι ενώ μέχρι και άγαλμα του στήνουν για τη δράση του εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, η Ιβόν μαθαίνει από σπόντα πως ο άνδρας της τελικά, όχι μόνον ήρωας δεν ήταν αλλά ήταν βρώμικος αστυνομικός, που τα έπαιρνε.
Την ώρα που το μαθαίνει αυτό, αποφυλακίζεται μετά από 7 χρόνια στην ψειρού ένας άνδρας, ο Αντουάν, τον οποίο είχε παγιδεύσει ο Σαντί για τη ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου. Ο Αντουάν γυρίζει πίσω στην αγαπημένη του, δεν είναι όμως ο άντρας που ήταν πριν μπει φυλακή. Για να εξιλεωθεί απέναντί του και για να τον προστατέψει, γίνεται σκιά του η Ιβόν, η οποία του συστήνεται ως άλλη. Κι όλα αυτά ενώ έχει να διαχειριστεί κι ένα ειδύλλιο με έναν ανασφαλή συνεργάτη της και φίλο του νεκρού συζύγου της...
Η άποψή μας: Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Salvadori ότι πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο άνθρωπος είναι ταγμένος στο εμπορικό σινεμά. Και συνήθως οι ταινίες του είναι καλές. Είναι ψυχαγωγικές. Περνάς καλά και σου μένει και κάτι ως μήνυμα. Στη συγκεκριμένη ταινία είναι ταυτόχρονα και περισσότερο υπερβολικός από ποτέ αλλά και το μήνυμα που κομίζει έχει το ενδιαφέρον του. Πάντως, ποτέ δεν θα την επέλεγα να πάρει μέρος σε ένα τόσο σπουδαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Όχι ότι δεν χρειαζόμαστε ανάσες χαλαρότητας μετά από ταινίες οι οποίες θαρρείς και κουβαλούν όλο το βάρος του κόσμου, αλλά εδώ το πράγμα παραείναι εμπορικό. Εντέλει, είναι μια ταινία πάνω στην ανθρώπινη καλοσύνη. Στο πόσο χρειαζόμαστε μύθους να πιστέψουμε είτε ως μικρά παιδιά είτε ως ενήλικες. Στο πόσο λυτρωτική είναι η αγάπη. Στο πόσο πολύ μπορεί να συντρίψει έναν άνθρωπο η αδικία που βιώνει. Προφανή πράγματα. Όντως. Αλλά κατά βάση πολύ καλά αποτυπωμένα, με μια ματιά που δεν απομακρύνει τον θεατή και τον βάζει και σε διαδικασία σκέψης. Bingo!
Κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές έχει μια βασική ανάγκη. Ο ορφανός πιτσιρίκος χρειάζεται τον μύθο του ήρωα πατέρα, ακόμα κι αν αυτός ο ήρωας ήταν διεφθαρμένος. Ο Αντουάν θέλει να βρει τρόπο να του επιστραφούν τα επτά χρόνια που πέρασε άδικα στη φυλακή. Η Ιβόν θέλει να βοηθήσει τον Αντουάν για να εξιλεωθεί για τις ατιμίες του συζύγου της. Ο Λουί θέλει την αποδοχή της Ιβόν με την οποία είναι ερωτευμένος από πάντα. Και η Ανιές θέλει η σχέση της με τον Αντουάν να γίνει όπως ήταν παλιά. Οι ηθοποιοί τα πάνε μια χαρά, με άνεση φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους, ιδίως η Adèle Haenel, την οποία δεν θυμάμαι να έχουμε ξαναδεί σε κωμωδία. Η ταινία κυλάει ομαλά και υπάρχουν σκηνές που βγάζουν μπόλικο γέλιο. Όπως εκείνη με το απαράδεκτο άγαλμα του εκλιπόντος. Ή εκείνη με τον πάτερ που πιάνεται σε ένα S&M όργιο και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ή εκείνη με τον καλοκάγαθο σίριαλ κίλερ, που κανείς δεν του δίνει σημασία και κατά βάσει ο Λουί, μιας που έχει μάτια και αυτιά και σώμα μόνο για την Ιβόν. Ή εκείνη της ληστείας με τα S&M κοστούμια και τις αλλαγμένες φωνές.
Μια σκρούμπολ κωμωδία λοιπόν, διασκεδαστική αλλά μάλλον όχι festival material…
Η τελευταία ταινία της σημερινής μας ανταπόκρισης μας έρχεται από την βόρεια Αφρική και συγκεκριμένα από το Μαρόκο. Τίτλος της: Sofia και σκηνοθέτιδα είναι η Meryem Benm'Barek-Aloïsi, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση. Και είναι η ταινία που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φετινό «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Ναι, τα βραβεία για όλα τα παράλληλα τμήματα έχουν ήδη δοθεί. Μένουν τα βραβεία του Διαγωνιστικού Τμήματος, που θα ανακοινωθούν το Σάββατο.
Η υπόθεση: Η 20χρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο. Σε ένα τραπέζι όπου κλείνεται μια συμφωνία ανάμεσα στο σύζυγο της θείας της (της αδελφής της μητέρας της) και τον πατέρα της, συμφωνία που θα αποφέρει πολλά χρήματα και στις δύο οικογένειες, η Σοφία βιώνει άσχημους πόνους στην περιοχή της κοιλιάς της. Πόνους που δεν περνούν. Όταν την εξετάζει η ξαδέλφη της, η Λένα, που σπουδάζει ιατρική, της λέει κάτι που δεν το περίμενε με τίποτε η Σοφία: είναι έγκυος! Και δεν το είχε πάρει χαμπάρι ούτε η ίδια ούτε κανείς γύρω της, επειδή η Σοφία είχε αποκλείσει αυτήν την πιθανότητα από το μυαλό της. Η Σοφία λοιπόν είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη: της ‘σπάσαν τα νερά! Η Λένα την κουβαλάει σε κλινικές και νοσοκομεία για να γεννήσει χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της.
Κι αυτό επειδή η Σοφία δεν είναι παντρεμένη. Κι αν αφού γεννήσει δεν προσκομίσει τα χαρτιά του πατέρα, ενός άνδρα δηλαδή που θα αναγνωρίσει το παιδί, τότε η Σοφία κινδυνεύει με φυλάκιση από λίγους μήνες μέχρι έναν χρόνο! Επειδή έκανε σεξ εκτός γάμου! Αυτό λέει ο νόμος του Κράτους. Η Σοφία δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Νιώθοντας πιεσμένη, όμως, τελικά υποχωρεί. Κατονομάζει τον Όμαρ ως πατέρα του παιδιού της, έναν φτωχοδιάβολο που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Καζαμπλάνκας. Εκείνος, αρνείται τα πάντα. Οι δυο οικογένειες πληροφορούνται τα καθέκαστα. Ποια είναι η αλήθεια όμως πίσω από όλα αυτά;
Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι το αράβικο αντίστοιχο του συγκλονιστικού «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» αλλά αυτή η ταινία είναι πολύ πιο μικρών επιδιώξεων, πιο μετριοπαθών συγκινήσεων, πιο συγκαταβατική, πιο απλή, πιο… γραμμική. Είναι μια ταινία που καταγράφει μια κοινωνία υποκριτική, μια κοινωνία έτοιμη να κάνει τα κλειστά μάτια αρκεί το μπαξίσι να είναι αρκετό, μια κοινωνία που φοβάται τι θα πουν οι άλλοι. Κι εδώ έχουμε τρεις εκπροσώπους διαφορετικών οικονομικών τάξεων. Η Σοφία βρίσκεται στη μέση. Δεν ανήκει στη μεσαία τάξη, με τίποτε, αλλά δεν είναι φτωχή. Η ξαδέλφη της είναι μέλος της μεσαίας τάξης και πάνω. Και ο Όμαρ είναι ο φτωχός και μόνος… καουμπόι. Οι δυναμικές των σχέσεών τους καθορίζονται από την οικονομική τους ευχέρεια.
Η πλούσια ξαδέλφη θέλει να βοηθήσει, η Σοφία θέλει αρχικά να εξαφανίσει (κυριολεκτικά) το πρόβλημα και μετά να το συγκαλύψει και ο Όμαρ… Ο Όμαρ παραδόξως είναι ο πιο παγιδευμένος ήρωας από όλους. Γιατί υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην ταινία. Μικρού βεληνεκούς ταινία, με γνωστότερο όνομα τη Lubna Azabal στο ρόλο της θείας. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Σοφία είναι πολύ καλή στο ρόλο της γιατί κατορθώνει να υποδυθεί τη Σοφία ως έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα, καθόλου ελκυστικό για τον θεατή! Πιο πολύ συμπαθούμε την ξαδέλφη και τον έρημο τον Όμαρ παρά την υπολογίστρια και καθόλου θύμα Σοφία. Κάπως πρέπει να ξεφύγει κι αυτή, όμως, έτσι; Και αν μη τι άλλο, έχει καλές προθέσεις. Ξέρετε τι λένε για το δρόμο για την κόλαση όμως, έτσι;
Σήμερα Σάββατο, ελπίζουμε πριν την ανακοίνωση των βραβείων, θα ανεβάσουμε και την τελευταία φετινή ανταπόκριση από τις Κάννες!
Η υπόθεση: Η 20χρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο. Σε ένα τραπέζι όπου κλείνεται μια συμφωνία ανάμεσα στο σύζυγο της θείας της (της αδελφής της μητέρας της) και τον πατέρα της, συμφωνία που θα αποφέρει πολλά χρήματα και στις δύο οικογένειες, η Σοφία βιώνει άσχημους πόνους στην περιοχή της κοιλιάς της. Πόνους που δεν περνούν. Όταν την εξετάζει η ξαδέλφη της, η Λένα, που σπουδάζει ιατρική, της λέει κάτι που δεν το περίμενε με τίποτε η Σοφία: είναι έγκυος! Και δεν το είχε πάρει χαμπάρι ούτε η ίδια ούτε κανείς γύρω της, επειδή η Σοφία είχε αποκλείσει αυτήν την πιθανότητα από το μυαλό της. Η Σοφία λοιπόν είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη: της ‘σπάσαν τα νερά! Η Λένα την κουβαλάει σε κλινικές και νοσοκομεία για να γεννήσει χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της.
Κι αυτό επειδή η Σοφία δεν είναι παντρεμένη. Κι αν αφού γεννήσει δεν προσκομίσει τα χαρτιά του πατέρα, ενός άνδρα δηλαδή που θα αναγνωρίσει το παιδί, τότε η Σοφία κινδυνεύει με φυλάκιση από λίγους μήνες μέχρι έναν χρόνο! Επειδή έκανε σεξ εκτός γάμου! Αυτό λέει ο νόμος του Κράτους. Η Σοφία δεν θέλει να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Νιώθοντας πιεσμένη, όμως, τελικά υποχωρεί. Κατονομάζει τον Όμαρ ως πατέρα του παιδιού της, έναν φτωχοδιάβολο που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Καζαμπλάνκας. Εκείνος, αρνείται τα πάντα. Οι δυο οικογένειες πληροφορούνται τα καθέκαστα. Ποια είναι η αλήθεια όμως πίσω από όλα αυτά;
Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι το αράβικο αντίστοιχο του συγκλονιστικού «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» αλλά αυτή η ταινία είναι πολύ πιο μικρών επιδιώξεων, πιο μετριοπαθών συγκινήσεων, πιο συγκαταβατική, πιο απλή, πιο… γραμμική. Είναι μια ταινία που καταγράφει μια κοινωνία υποκριτική, μια κοινωνία έτοιμη να κάνει τα κλειστά μάτια αρκεί το μπαξίσι να είναι αρκετό, μια κοινωνία που φοβάται τι θα πουν οι άλλοι. Κι εδώ έχουμε τρεις εκπροσώπους διαφορετικών οικονομικών τάξεων. Η Σοφία βρίσκεται στη μέση. Δεν ανήκει στη μεσαία τάξη, με τίποτε, αλλά δεν είναι φτωχή. Η ξαδέλφη της είναι μέλος της μεσαίας τάξης και πάνω. Και ο Όμαρ είναι ο φτωχός και μόνος… καουμπόι. Οι δυναμικές των σχέσεών τους καθορίζονται από την οικονομική τους ευχέρεια.
Η πλούσια ξαδέλφη θέλει να βοηθήσει, η Σοφία θέλει αρχικά να εξαφανίσει (κυριολεκτικά) το πρόβλημα και μετά να το συγκαλύψει και ο Όμαρ… Ο Όμαρ παραδόξως είναι ο πιο παγιδευμένος ήρωας από όλους. Γιατί υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην ταινία. Μικρού βεληνεκούς ταινία, με γνωστότερο όνομα τη Lubna Azabal στο ρόλο της θείας. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Σοφία είναι πολύ καλή στο ρόλο της γιατί κατορθώνει να υποδυθεί τη Σοφία ως έναν αντιπαθητικό χαρακτήρα, καθόλου ελκυστικό για τον θεατή! Πιο πολύ συμπαθούμε την ξαδέλφη και τον έρημο τον Όμαρ παρά την υπολογίστρια και καθόλου θύμα Σοφία. Κάπως πρέπει να ξεφύγει κι αυτή, όμως, έτσι; Και αν μη τι άλλο, έχει καλές προθέσεις. Ξέρετε τι λένε για το δρόμο για την κόλαση όμως, έτσι;
Σήμερα Σάββατο, ελπίζουμε πριν την ανακοίνωση των βραβείων, θα ανεβάσουμε και την τελευταία φετινή ανταπόκριση από τις Κάννες!
Θόδωρος Γιαχουστίδης