του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Τα... άπλυτα στη φόρα!
Εντάξει, στη Θεσσαλονίκη είμαστε πολύ μπροστά. Καταστηματάρχης, του οποίου το εμπόρευμα (συγκεκριμένα, ανδρικά μποξεράκια) έγινε... μούσκεμα από τις πρόσφατες πλημμύρες στην πόλη, αποφάσισε να το στεγνώσει, απλώνοντας τα βρακιά στο πεζοδρόμιο μπροστά από την αποθήκη του! Ο άνθρωπος έκανε κάτι λογικό. Δεν έκανε το... παράλογο. Να πηγαίνεις σε διαδήλωση, να δολοφονείσαι και να σε κατηγορούν ότι... εσύ φταις και η Χαμάς, που οργάνωσε τη διαδήλωση! Ναι, στο Ισραήλ όλα αυτά τα ωραία. Που κέρδισε στην Eurovision και του χρόνου θα διοργανώσει την τελετή. Η Ισλανδία δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει. Τους γουστάρω τρελά τους Ισλανδούς. Κατά τα άλλα, ο κόσμος έχει τρελαθεί με τον επικείμενο πριγκιπικό γάμο στην Αγγλία κι εμείς εδώ στις Κάννες βιώνουμε το πιο κρύο φεστιβάλ (καλλιτεχνικά και... κυριολεκτικά) των τελευταίων πολλών ετών...
Ένα από τα μεγάλα γεγονότα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών είναι η επιστροφή του Lars von Trier στην Κρουαζέτ, επτά χρόνια μετά τη συνέντευξη τύπου για την ταινία του «Melancholia», η οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, όπου κάποιες δηλώσεις του σχετικά με τον ναζισμό και τον Χίτλερ οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί persona non grata. Να όμως που επέστρεψε. Έστω και εκτός συναγωνισμού. Η νέα του ταινία με τίτλο The House That Jack Built είναι μία από τις πιο προκλητικές του. Αλλά εντάξει, βρείτε μου μία ταινία του που να μην έχει προκαλέσει συζητήσεις, έτσι; Εδώ λοιπόν, στην επίσημη προβολή της ταινίας έφυγε κόσμος από την αίθουσα καθώς δεν άντεξε τη βία που παρουσιάζονταν in your face. Αυτή είναι μία από τις πιο δύσκολες ταινίες του έτσι κι αλλιώς. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω...
Η υπόθεση: Ο Τζακ είναι ένας πολιτικός μηχανικός που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Είναι ιδιαιτέρως έξυπνος, είναι ιδιαίτερα αναίσθητος και είναι serial killer. Κάθε δολοφονία που διαπράττει είναι για εκείνον ένα έργο τέχνης. Ο Τζακ αφηγείται πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις δολοφονιών του μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο 12 ετών, όπου σκοτώνει συνολικά πάνω από 60 άτομα! Η αστυνομία αρχίζει να τον πλησιάζει, εκείνος όμως παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Παράλληλα, θέλει να χτίσει ένα σπίτι, κάθε του όμως σχέδιο, όταν μπαίνει στο στάδιο της υλοποίησης, δεν του αρέσει και το καταστρέφει. Εκτός από τον Τζακ που αφηγείται, υπάρχει κι ένας συνομιλητής, ο Βερτζ, ο οποίος κατά μία έννοια κοντράρει τον Τζακ στα λεγόμενά του. Υπάρχει τρόπος να σταματήσει όλο αυτό;
Η άποψή μας: Ώπα, ώπα, παιδιά, εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Στην 14η μεγάλου μήκους ταινία, ο μεγάλος Δανός επιστρέφει στην αρχή της καριέρας του σε ότι αφορά την επιλογή του θέματος. Ήταν το 1984 όταν βγήκε στις αίθουσες «Το στοιχείο του εγκλήματος» (Forbrydelsens element), ένα δυστοπικό θρίλερ, όπου ένας αστυνομικός προσπαθούσε να συλλάβει έναν serial killer χρησιμοποιώντας τις αμφιλεγόμενες μεθόδους του μέντορά του. Τότε, πρωταγωνιστής ήταν ο αστυνομικός. Ουσιαστικός πρωταγωνιστής βέβαια ήταν ο ίδιος ο Trier, που εντυπωσίαζε με το σκοτεινό, αισθητικά άψογο και υποβλητικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο. 34 χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Πάρα πολλά. Εκτός από ένα: ο Trier είναι και πάλι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας του.
Αυτό που βλέπουμε είναι οι σκέψεις του δημιουργού πάνω στο τι είναι τέχνη, μέσα από τη δράση ενός serial killer. Ο δολοφόνος είναι ο Τζακ. Ο Βέρτζιλ ποιος είναι; Η «Θεία Κωμωδία» είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης όλων των εποχών. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο Βέρτζιλ λοιπόν είναι ο Βιργίλιος. Και ο Βιργίλιος μαζί με τον Τζακ είναι ο ίδιος ο Trier! Ο δημιουργός που για να «κατασκευάσει» το σπίτι του, για να το χτίσει, πρέπει να «σκοτώσει». Αλλά και το άλλο μισό, ο... δικηγόρος του διαβόλου, που λειτουργεί ως η συνείδηση της λογικής. Πυκνός σε νοήματα κι όχι πάντα φιλικός προς τον θεατή, ο Trier από τη μια επιστρέφει στην πηγή του, από την άλλη συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει με το δίδυμο του «Nymphomaniac». Κι εκεί είχαμε έναν αφηγητή, την νυμφομανή Charlotte Gainsbourg, να αφηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά της ερωτικής της ζωής στον Stellan Skarsgård, τον άνθρωπο που της έσωσε τη ζωή.
Εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν σαφέστερα, πιο ξεκάθαρα, πιο προσβάσιμα. Στη νέα του ταινία τον Βέρτζιλ - Bruno Ganz, δεν τον βλέπουμε παρά μόνον στο τελευταίο τμήμα της ταινίας. Μιας ταινίας που χωρίζεται σε πέντε συν ένα διακριτά μέρη. Τα πέντε μέρη έχουν να κάνουν το καθένα με μία αγαπημένη δολοφονία του Τζακ και το συν ένα είναι ο επίλογος, η κάθοδος (ναι, στην κόλαση) – και είναι εδώ, στον επίλογο, όπου βλέπουμε επιτέλους τον Βέρτζιλ και δεν ακούμε μόνον τη φωνή του. Τώρα, για να ξεκαθαρίσουμε λίγο κάποιες παρανοήσεις. Ο Trier δεν είναι καλά. Δεν έχει τρελαθεί, ο άνθρωπος τα έχει 400 και βάλε. Απλά, έχει ρημαχτεί από την κατάθλιψη, τον πεσιμισμό του, την μη πίστη του στην ανθρωπότητα. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η ταινία έχει σκηνές βίας τόσο σκληρές που εννοείται ότι θα σοκάρουν πάρα πολλούς από τους θεατές της, συνολικά όμως, αυτές οι σκηνές δεν ξεπερνούν χοντρικά το 10% του φιλμικού χρόνου. Κατάθλιψη, ξεκατάθλιψη από την άλλη, την προβοκάτσια την έχει μέσα στο αίμα του.
Σε κάνει να βρίζεις άσχημα σε σκηνές όπου ο Τζακ δολοφονεί παιδιά (όχι, δεν υπαινίσσεται τις σκηνές – τις δείχνει... φουλ φρόνταλ!) ή όπου κόβει με μαχαίρι το στήθος ενός από τα θύματά του! Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί από τη μια παίζει με τους φόβους μας. Και γιατί από την άλλη βλέπει πως ο δημιουργός είναι κατά μία έννοια ένας serial killer. Πρέπει να σκοτώσει για να δημιουργήσει. Και το σπίτι που τελικά χτίζει... Αλλά ας μην προχωρήσουμε σε περισσότερα σπόιλερ. Ίσως ακουστεί παράξενο σε ορισμένους αλλά σε πολλά της σημεία η ατμόσφαιρα και η μενταλιτέ της ταινίας μου θύμισε το τηλεοπτικό «Hannibal». Την ίδια λογική με τον Τζακ έχει ο Hannibal, την ίδια απάθεια, την ίδια αδυναμία να νιώσει αυτό που λέμε empathy και ως «εμπάθεια» παραπέμπει σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που σημαίνει στα αγγλικά η λέξη.
Τα θύματα του Τζακ είναι στην τεράστια πλειοψηφία τους γυναίκες κι αυτό είναι ένα ακόμα προβοκατόρικο στοιχείο: στην εποχή του #metoo δεν κωλώνει να φλερτάρει με τον μισογυνισμό. Όλα αυτά όμως είναι εγκεφαλικά. Ο Trier θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ο άμαθος θεατής θα τσακιστεί και θα εγκαταλείψει την αίθουσα νωρίς, όσο προλαβαίνει να σωθεί από το mindfuck. Εδώ υποτίθεται άνθρωποι της δουλειάς και δεν άντεξαν! Η ταινία του είναι απόλυτα προσβάσιμη αλλά ταυτόχρονα και τόσο ερμητικά κλειστή, που σε «πετάει» απ' έξω. Αδιαμφισβήτητα ο τύπος είναι τεράστιος σκηνοθέτης. Αλλά αυτό που κάνει δεν χωνεύεται εύκολα. Και πάλι, όπως είχε κάνει στο «Nymphomaniac» γεμίζει την οθόνη με πληροφορίες, με ποπ αναφορές, ενώ γίνεται και αυτοαναφορικός!
Δεν θυμάμαι ξανά σε ταινία του να βλέπουμε τόσες πολλές σκηνές από παλιότερες ταινίες του, ενώ μέσα υπάρχει σκηνή και από τον «Λόγο» του Ντράγιερ! Ο τζαζίστας Γκλεν Γκουλντ και ο ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ είναι εδώ, ο Γκέτε και ο David Bowie (το «Fame» ακούγεται και ξανακούγεται πολλάκις μέσα στην ταινία). Σκηνές από την... Ακρόπολη και σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ. Πληροφορίες για τον τρόπο αποσύνθεσης της ρώγας από το σταφύλι που ανάλογα με το πως πετυχαίνεται αυτή μας δίνει και διαφορετικό κρασί, αλλά και σκέψεις για τον ναζιστή αρχιτέκτονα Σπέερ, που λατρεύοντας την αρχαία Ελλάδα έχτισε κτίρια που ήθελε, με τη φθορά του χρόνου, να λειτουργούν ως καλοδιατηρημένα ερείπια κτιρίων της αρχαιότητας.
Και βεβαίως, κεντρικό debate στην ταινία, η διαφορά ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και τον πολιτικό μηχανικό ως μια παραβολή για τη δημιουργία στην τέχνη. Πυκνός, ενοχλητικός, σπουδαίος, προβοκάτορας, μισάνθρωπος, δίνει μια ταινία που ένα της πλάνο κουβαλάει τόσες πληροφορίες και τόσο μεγαλείο όσο ολόκληρες φιλμογραφίες φτασμένων συναδέλφων του. Παίζει όμως με τη φλόγα (χε χε χε) και είναι περισσότερες από μία οι φορές στις οποίες απλά... καίγεται. Και ο επίλογός του είναι εκείνος στον οποίο ακόμα και ο πιο υπομονετικός από τους θεατές, εγκαταλείπει. Ο Τζακ φυλάει τα πτώματα από τις δολοφονίες του σε ένα τεράστιο δωμάτιο – ψυγείο ως ένα installation της φρίκης. Από την άλλη πλευρά, όμως, μέσω μιας πόρτας που μένει κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια ερμητικά κλειστή, βρίσκεται η καυτή λάβα. Η Κόλαση. Εκεί, οι εικόνες παραπέμπουν σε αναγεννησιακούς πίνακες.
Εκεί, όμως, χάνεται και το παιχνίδι. Μακρόσυρτος και βασανιστικός, ο επίλογος δεν προσφέρει κάτι παραπάνω από την... τιμωρία του Τζακ. Και όποιοι θεατές είχαν μείνει εν εγρηγόρσει ως εκείνο το σημείο, παραδίδουν πνεύμα! Κλασικά, θα ανοίξει πολλές συζητήσεις η ταινία όταν θα αρχίσει να προβάλλεται εμπορικά στις αίθουσες. Θα υπάρχουν οι lovers και οι haters, με τους τελευταίους πολύ φοβάμαι να υπερτερούν. Το ότι πάντως, ένας άνθρωπος, κατορθώνει να φτιάξει μια ταινία πλημμυρισμένη από τις αντιφάσεις του, γεμάτη από συναρπαστικές ιδέες και χιούμορ που ξεπερνάει τα όρια του ανίερου, φέρνοντας τον θεατή του σε άβολη θέση, είναι κάτι που δίχως αμφιβολία, είναι σπουδαίο. Αν είναι και... καλό, μένει να κριθεί από τον ίδιο, τον καθένα θεατή ξεχωριστά.
Η υπόθεση: Ο Τζακ είναι ένας πολιτικός μηχανικός που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Είναι ιδιαιτέρως έξυπνος, είναι ιδιαίτερα αναίσθητος και είναι serial killer. Κάθε δολοφονία που διαπράττει είναι για εκείνον ένα έργο τέχνης. Ο Τζακ αφηγείται πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις δολοφονιών του μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο 12 ετών, όπου σκοτώνει συνολικά πάνω από 60 άτομα! Η αστυνομία αρχίζει να τον πλησιάζει, εκείνος όμως παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Παράλληλα, θέλει να χτίσει ένα σπίτι, κάθε του όμως σχέδιο, όταν μπαίνει στο στάδιο της υλοποίησης, δεν του αρέσει και το καταστρέφει. Εκτός από τον Τζακ που αφηγείται, υπάρχει κι ένας συνομιλητής, ο Βερτζ, ο οποίος κατά μία έννοια κοντράρει τον Τζακ στα λεγόμενά του. Υπάρχει τρόπος να σταματήσει όλο αυτό;
Η άποψή μας: Ώπα, ώπα, παιδιά, εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Στην 14η μεγάλου μήκους ταινία, ο μεγάλος Δανός επιστρέφει στην αρχή της καριέρας του σε ότι αφορά την επιλογή του θέματος. Ήταν το 1984 όταν βγήκε στις αίθουσες «Το στοιχείο του εγκλήματος» (Forbrydelsens element), ένα δυστοπικό θρίλερ, όπου ένας αστυνομικός προσπαθούσε να συλλάβει έναν serial killer χρησιμοποιώντας τις αμφιλεγόμενες μεθόδους του μέντορά του. Τότε, πρωταγωνιστής ήταν ο αστυνομικός. Ουσιαστικός πρωταγωνιστής βέβαια ήταν ο ίδιος ο Trier, που εντυπωσίαζε με το σκοτεινό, αισθητικά άψογο και υποβλητικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο. 34 χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Πάρα πολλά. Εκτός από ένα: ο Trier είναι και πάλι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας του.
Αυτό που βλέπουμε είναι οι σκέψεις του δημιουργού πάνω στο τι είναι τέχνη, μέσα από τη δράση ενός serial killer. Ο δολοφόνος είναι ο Τζακ. Ο Βέρτζιλ ποιος είναι; Η «Θεία Κωμωδία» είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης όλων των εποχών. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο Βέρτζιλ λοιπόν είναι ο Βιργίλιος. Και ο Βιργίλιος μαζί με τον Τζακ είναι ο ίδιος ο Trier! Ο δημιουργός που για να «κατασκευάσει» το σπίτι του, για να το χτίσει, πρέπει να «σκοτώσει». Αλλά και το άλλο μισό, ο... δικηγόρος του διαβόλου, που λειτουργεί ως η συνείδηση της λογικής. Πυκνός σε νοήματα κι όχι πάντα φιλικός προς τον θεατή, ο Trier από τη μια επιστρέφει στην πηγή του, από την άλλη συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει με το δίδυμο του «Nymphomaniac». Κι εκεί είχαμε έναν αφηγητή, την νυμφομανή Charlotte Gainsbourg, να αφηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά της ερωτικής της ζωής στον Stellan Skarsgård, τον άνθρωπο που της έσωσε τη ζωή.
Εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν σαφέστερα, πιο ξεκάθαρα, πιο προσβάσιμα. Στη νέα του ταινία τον Βέρτζιλ - Bruno Ganz, δεν τον βλέπουμε παρά μόνον στο τελευταίο τμήμα της ταινίας. Μιας ταινίας που χωρίζεται σε πέντε συν ένα διακριτά μέρη. Τα πέντε μέρη έχουν να κάνουν το καθένα με μία αγαπημένη δολοφονία του Τζακ και το συν ένα είναι ο επίλογος, η κάθοδος (ναι, στην κόλαση) – και είναι εδώ, στον επίλογο, όπου βλέπουμε επιτέλους τον Βέρτζιλ και δεν ακούμε μόνον τη φωνή του. Τώρα, για να ξεκαθαρίσουμε λίγο κάποιες παρανοήσεις. Ο Trier δεν είναι καλά. Δεν έχει τρελαθεί, ο άνθρωπος τα έχει 400 και βάλε. Απλά, έχει ρημαχτεί από την κατάθλιψη, τον πεσιμισμό του, την μη πίστη του στην ανθρωπότητα. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η ταινία έχει σκηνές βίας τόσο σκληρές που εννοείται ότι θα σοκάρουν πάρα πολλούς από τους θεατές της, συνολικά όμως, αυτές οι σκηνές δεν ξεπερνούν χοντρικά το 10% του φιλμικού χρόνου. Κατάθλιψη, ξεκατάθλιψη από την άλλη, την προβοκάτσια την έχει μέσα στο αίμα του.
Σε κάνει να βρίζεις άσχημα σε σκηνές όπου ο Τζακ δολοφονεί παιδιά (όχι, δεν υπαινίσσεται τις σκηνές – τις δείχνει... φουλ φρόνταλ!) ή όπου κόβει με μαχαίρι το στήθος ενός από τα θύματά του! Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί από τη μια παίζει με τους φόβους μας. Και γιατί από την άλλη βλέπει πως ο δημιουργός είναι κατά μία έννοια ένας serial killer. Πρέπει να σκοτώσει για να δημιουργήσει. Και το σπίτι που τελικά χτίζει... Αλλά ας μην προχωρήσουμε σε περισσότερα σπόιλερ. Ίσως ακουστεί παράξενο σε ορισμένους αλλά σε πολλά της σημεία η ατμόσφαιρα και η μενταλιτέ της ταινίας μου θύμισε το τηλεοπτικό «Hannibal». Την ίδια λογική με τον Τζακ έχει ο Hannibal, την ίδια απάθεια, την ίδια αδυναμία να νιώσει αυτό που λέμε empathy και ως «εμπάθεια» παραπέμπει σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που σημαίνει στα αγγλικά η λέξη.
Τα θύματα του Τζακ είναι στην τεράστια πλειοψηφία τους γυναίκες κι αυτό είναι ένα ακόμα προβοκατόρικο στοιχείο: στην εποχή του #metoo δεν κωλώνει να φλερτάρει με τον μισογυνισμό. Όλα αυτά όμως είναι εγκεφαλικά. Ο Trier θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ο άμαθος θεατής θα τσακιστεί και θα εγκαταλείψει την αίθουσα νωρίς, όσο προλαβαίνει να σωθεί από το mindfuck. Εδώ υποτίθεται άνθρωποι της δουλειάς και δεν άντεξαν! Η ταινία του είναι απόλυτα προσβάσιμη αλλά ταυτόχρονα και τόσο ερμητικά κλειστή, που σε «πετάει» απ' έξω. Αδιαμφισβήτητα ο τύπος είναι τεράστιος σκηνοθέτης. Αλλά αυτό που κάνει δεν χωνεύεται εύκολα. Και πάλι, όπως είχε κάνει στο «Nymphomaniac» γεμίζει την οθόνη με πληροφορίες, με ποπ αναφορές, ενώ γίνεται και αυτοαναφορικός!
Δεν θυμάμαι ξανά σε ταινία του να βλέπουμε τόσες πολλές σκηνές από παλιότερες ταινίες του, ενώ μέσα υπάρχει σκηνή και από τον «Λόγο» του Ντράγιερ! Ο τζαζίστας Γκλεν Γκουλντ και ο ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ είναι εδώ, ο Γκέτε και ο David Bowie (το «Fame» ακούγεται και ξανακούγεται πολλάκις μέσα στην ταινία). Σκηνές από την... Ακρόπολη και σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ. Πληροφορίες για τον τρόπο αποσύνθεσης της ρώγας από το σταφύλι που ανάλογα με το πως πετυχαίνεται αυτή μας δίνει και διαφορετικό κρασί, αλλά και σκέψεις για τον ναζιστή αρχιτέκτονα Σπέερ, που λατρεύοντας την αρχαία Ελλάδα έχτισε κτίρια που ήθελε, με τη φθορά του χρόνου, να λειτουργούν ως καλοδιατηρημένα ερείπια κτιρίων της αρχαιότητας.
Και βεβαίως, κεντρικό debate στην ταινία, η διαφορά ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και τον πολιτικό μηχανικό ως μια παραβολή για τη δημιουργία στην τέχνη. Πυκνός, ενοχλητικός, σπουδαίος, προβοκάτορας, μισάνθρωπος, δίνει μια ταινία που ένα της πλάνο κουβαλάει τόσες πληροφορίες και τόσο μεγαλείο όσο ολόκληρες φιλμογραφίες φτασμένων συναδέλφων του. Παίζει όμως με τη φλόγα (χε χε χε) και είναι περισσότερες από μία οι φορές στις οποίες απλά... καίγεται. Και ο επίλογός του είναι εκείνος στον οποίο ακόμα και ο πιο υπομονετικός από τους θεατές, εγκαταλείπει. Ο Τζακ φυλάει τα πτώματα από τις δολοφονίες του σε ένα τεράστιο δωμάτιο – ψυγείο ως ένα installation της φρίκης. Από την άλλη πλευρά, όμως, μέσω μιας πόρτας που μένει κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια ερμητικά κλειστή, βρίσκεται η καυτή λάβα. Η Κόλαση. Εκεί, οι εικόνες παραπέμπουν σε αναγεννησιακούς πίνακες.
Εκεί, όμως, χάνεται και το παιχνίδι. Μακρόσυρτος και βασανιστικός, ο επίλογος δεν προσφέρει κάτι παραπάνω από την... τιμωρία του Τζακ. Και όποιοι θεατές είχαν μείνει εν εγρηγόρσει ως εκείνο το σημείο, παραδίδουν πνεύμα! Κλασικά, θα ανοίξει πολλές συζητήσεις η ταινία όταν θα αρχίσει να προβάλλεται εμπορικά στις αίθουσες. Θα υπάρχουν οι lovers και οι haters, με τους τελευταίους πολύ φοβάμαι να υπερτερούν. Το ότι πάντως, ένας άνθρωπος, κατορθώνει να φτιάξει μια ταινία πλημμυρισμένη από τις αντιφάσεις του, γεμάτη από συναρπαστικές ιδέες και χιούμορ που ξεπερνάει τα όρια του ανίερου, φέρνοντας τον θεατή του σε άβολη θέση, είναι κάτι που δίχως αμφιβολία, είναι σπουδαίο. Αν είναι και... καλό, μένει να κριθεί από τον ίδιο, τον καθένα θεατή ξεχωριστά.
Η ταινία από το Διαγωνιστικό Τμήμα με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα, μας έρχεται από την Ιαπωνία και ονομάζεται Netemo sametemo, με αγγλικό τίτλο «Asako I & II». Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ryûsuke Hamaguchi. Δύο από τις προηγούμενές του ήταν... πολύ μεγάλου μήκους! Η προηγούμενή του λοιπόν ξεπερνούσε σε διάρκεια της πέντε ώρες (!!!) ενώ έχει και μια ταινία που ξεπερνούσε τις τέσσερις ώρες! Το γεγονός ότι εδώ γυρίζει ταινία που είναι ένα λεπτό μικρότερη από τις δύο ώρες, είναι θείο δώρο! Κι ενώ με τις προηγούμενες ταινίες του έχει συμμετέχει σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, με αυτήν παίρνει για πρώτη φορά μέρος σε ένα από τα τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ, και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα!
Η υπόθεση: Η Άσακο είναι μια νεαρή και όμορφη κοπέλα που ζει στην Οσάκα. Όταν θα γνωρίσει τον Μπάκου, θα τον ερωτευθεί. Ο Μπάκου είναι ρέμπελος, χαλαρός, ωραίος τύπος, είναι αυτό που λέμε, ελεύθερο πνεύμα. Μια μέρα πάει για... τσιγάρα και εξαφανίζεται, χωρίς να δώσει κανένα ίχνος ζωής. Δύο χρόνια μετά, η Άσακο ζει πλέον στο Τόκιο. Νέα δουλειά, νέοι φίλοι, η ανάμνηση του Μπάκου, όμως, συνεχίζει να τη στοιχειώνει. Εντελώς τυχαία θα γνωρίσει τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι μοιάζει εξωτερικά εξαιρετικά με τον Μπάκου! Είναι θαρρείς σαν δύο στάλες νερό. Μόνο που ως χαρακτήρας, ο Ριοχέι είναι εντελώς διαφορετικός από τον Μπάκου. Είναι ήσυχων τόνων, καλοσυνάτος, γλυκός, σταθερός, ρουτινιάρης, προβλέψιμος. Ο Ριοχέι θα ερωτευθεί την Άσακο. Μάλιστα, θα αρχίσουν να κάνουν σχέδια για μια κοινή ζωή. Είναι όμως η Άσακο ερωτευμένη με τον Ριοχέι; Ή μήπως θα τον παρατήσει στην ψύχρα μόλις μπει ξανά στο κάδρο ο Μπάκου;
Η άποψή μας: Βλέπεις πολλές ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα και αναρωτιέσαι γιατί επιλέχτηκαν για να συμμετάσχουν σε αυτό. Ε, με αυτήν την ταινία η... αναρώτηση χτύπησε κόκκινο. Τιναφτόρε; Για να εξηγούμαστε και να μην παρεξηγούμαστε. Δεν είναι κακή ταινία αυτή. Είναι απλά... συνηθισμένη. Χωρίς το κάτι το διαφορετικό, χωρίς το κάτι το συναρπαστικό. Μια γυναίκα ανάμεσα σε δύο άντρες που μοιάζουν εντελώς εξωτερικά αλλά διαφέρουν εντελώς εσωτερικά. Πάρα πολύ ωραία. Ε, και; Σαν αισθηματική κομεντί για την τηλεόραση, που αντί για εφήβους έχει πρωταγωνιστές ενήλικους. Με και καλά ρομερική αισθητική και λόγο.
Σε κανένα σημείο δεν μπόρεσα να μπω στη μενταλιτέ των ηρώων αυτής της ταινίας. Δύο σκηνές ξεχώρισα, τη μία για την αισθητική και την αρχιτεκτονική της και την άλλη για όλα όσα λέγονται κατά τη διάρκειά της. Στην πρώτη σκηνή, οι φρέσκιοι εραστές Άσακο και Μπάκου, ενώ βρίσκονται στο σκούτερ του, εμπλέκονται σε ατύχημα. Τους βλέπουμε ξαπλωμένους στην άσφαλτο, χτυπημένους ελαφρά, αλλά ευτυχισμένους, να γελάνε, να αγκαλιάζονται και ο κόσμος να μαζεύεται να τους χαζέψει. Αυτή η σκηνή είναι γυρισμένη στην Οζάκα. Η άλλη σκηνή είναι γυρισμένη στο Τόκιο. Η Άσακο είναι πλέον με τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι παίρνει μαζί του έναν φίλο του για να πάνε να φάνε στο σπίτι μιας φίλης της Άσακο, που είναι ηθοποιός. Ε, όσα λέγονται για την τέχνη εκεί, γενικά, η κουβέντα που γίνεται, σε κεντρίζει το ενδιαφέρον. Οι παλινωδίες της Άσακο και ο διχασμός της σχετικά με ποιον άντρα να επιλέξει, τον συναρπαστικό και ασταθή ή τον γειωμένο και... κατοικίδιο, εμένα τουλάχιστον με εκνεύρισαν.
Και εντάξει, το φινάλε με το ποτάμι είναι ωραίο μεν αλλά και πάλι όχι τίποτε το ιδιαίτερο. «Τι βρώμικο ποτάμι» λέει ο Ριοχέι. «Ναι, αλλά τι όμορφο ποτάμι» λέει η Άσακο. Τι μέτρια ταινία, λέμε εμείς και πάμε για άλλα...
Η υπόθεση: Η Άσακο είναι μια νεαρή και όμορφη κοπέλα που ζει στην Οσάκα. Όταν θα γνωρίσει τον Μπάκου, θα τον ερωτευθεί. Ο Μπάκου είναι ρέμπελος, χαλαρός, ωραίος τύπος, είναι αυτό που λέμε, ελεύθερο πνεύμα. Μια μέρα πάει για... τσιγάρα και εξαφανίζεται, χωρίς να δώσει κανένα ίχνος ζωής. Δύο χρόνια μετά, η Άσακο ζει πλέον στο Τόκιο. Νέα δουλειά, νέοι φίλοι, η ανάμνηση του Μπάκου, όμως, συνεχίζει να τη στοιχειώνει. Εντελώς τυχαία θα γνωρίσει τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι μοιάζει εξωτερικά εξαιρετικά με τον Μπάκου! Είναι θαρρείς σαν δύο στάλες νερό. Μόνο που ως χαρακτήρας, ο Ριοχέι είναι εντελώς διαφορετικός από τον Μπάκου. Είναι ήσυχων τόνων, καλοσυνάτος, γλυκός, σταθερός, ρουτινιάρης, προβλέψιμος. Ο Ριοχέι θα ερωτευθεί την Άσακο. Μάλιστα, θα αρχίσουν να κάνουν σχέδια για μια κοινή ζωή. Είναι όμως η Άσακο ερωτευμένη με τον Ριοχέι; Ή μήπως θα τον παρατήσει στην ψύχρα μόλις μπει ξανά στο κάδρο ο Μπάκου;
Η άποψή μας: Βλέπεις πολλές ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα και αναρωτιέσαι γιατί επιλέχτηκαν για να συμμετάσχουν σε αυτό. Ε, με αυτήν την ταινία η... αναρώτηση χτύπησε κόκκινο. Τιναφτόρε; Για να εξηγούμαστε και να μην παρεξηγούμαστε. Δεν είναι κακή ταινία αυτή. Είναι απλά... συνηθισμένη. Χωρίς το κάτι το διαφορετικό, χωρίς το κάτι το συναρπαστικό. Μια γυναίκα ανάμεσα σε δύο άντρες που μοιάζουν εντελώς εξωτερικά αλλά διαφέρουν εντελώς εσωτερικά. Πάρα πολύ ωραία. Ε, και; Σαν αισθηματική κομεντί για την τηλεόραση, που αντί για εφήβους έχει πρωταγωνιστές ενήλικους. Με και καλά ρομερική αισθητική και λόγο.
Σε κανένα σημείο δεν μπόρεσα να μπω στη μενταλιτέ των ηρώων αυτής της ταινίας. Δύο σκηνές ξεχώρισα, τη μία για την αισθητική και την αρχιτεκτονική της και την άλλη για όλα όσα λέγονται κατά τη διάρκειά της. Στην πρώτη σκηνή, οι φρέσκιοι εραστές Άσακο και Μπάκου, ενώ βρίσκονται στο σκούτερ του, εμπλέκονται σε ατύχημα. Τους βλέπουμε ξαπλωμένους στην άσφαλτο, χτυπημένους ελαφρά, αλλά ευτυχισμένους, να γελάνε, να αγκαλιάζονται και ο κόσμος να μαζεύεται να τους χαζέψει. Αυτή η σκηνή είναι γυρισμένη στην Οζάκα. Η άλλη σκηνή είναι γυρισμένη στο Τόκιο. Η Άσακο είναι πλέον με τον Ριοχέι. Ο Ριοχέι παίρνει μαζί του έναν φίλο του για να πάνε να φάνε στο σπίτι μιας φίλης της Άσακο, που είναι ηθοποιός. Ε, όσα λέγονται για την τέχνη εκεί, γενικά, η κουβέντα που γίνεται, σε κεντρίζει το ενδιαφέρον. Οι παλινωδίες της Άσακο και ο διχασμός της σχετικά με ποιον άντρα να επιλέξει, τον συναρπαστικό και ασταθή ή τον γειωμένο και... κατοικίδιο, εμένα τουλάχιστον με εκνεύρισαν.
Και εντάξει, το φινάλε με το ποτάμι είναι ωραίο μεν αλλά και πάλι όχι τίποτε το ιδιαίτερο. «Τι βρώμικο ποτάμι» λέει ο Ριοχέι. «Ναι, αλλά τι όμορφο ποτάμι» λέει η Άσακο. Τι μέτρια ταινία, λέμε εμείς και πάμε για άλλα...
Και κλείνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ταινία από το τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της ταινίας Carmen y Lola ή Carmen & Lola αν προτιμάτε. Την ταινία σκηνοθέτησε η Arantxa Echevarria, βασισμένη σε σενάριο που έγραψε η ίδια. Και αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Μάλιστα, αυτή είναι η πρώτη ταινία Ισπανίδας που προβάλλεται στο συγκεκριμένο τμήμα, οπότε αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτιά.
Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.
Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;
Η άποψή μας: Αυτή είναι άλλη μια ταινία από το φετινό φεστιβάλ που, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Οκ λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας, στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο δεν είδα. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.
Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ξεφτιλίκι) ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χώρων, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των κλειστόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από αυτό που υποτίθεται πως είναι στην ταινία). Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα.
Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...
Η υπόθεση: Η Κάρμεν είναι μια 18χρονη τσιγγάνα που ζει σε μια κοινότητα Ρομά στα προάστια της Μαδρίτης. Όπως κάθε άλλη γυναίκα που έχει συναντήσει ποτέ, είναι έτοιμη να ζήσει μια ζωή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Θα παντρευτεί έναν άνδρα που θα γνωρίσει λίγο πριν τον γάμο της, χωρίς να κάνουν σεξ πριν περάσουν την κουλούρα, θα μείνει στο σπίτι κατά βάση, θα γεννήσει και θα μεγαλώσει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά μια μέρα συναντά τη Λόλα, μια ασυνήθιστη τσιγγάνα, μικρότερή της, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου στο προφίλ των κοριτσιών της φυλής της.
Η Λόλα ονειρεύεται να πάει στο πανεπιστήμιο, ζωγραφίζει γκράφιτι πουλιών και της αρέσουν τα κορίτσια! Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανερώσει προς τα έξω, γιατί η ζωή της θα καταστραφεί. Όμως, δεν θα κρύψει τον έρωτά της για την Κάρμεν, το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, όπως της εξομολογείται. Αρχικά, η Κάρμεν όχι μόνο την αποπαίρνει αλλά την χλευάζει και τη μειώνει. Σιγά, σιγά όμως, θα υπάρξει ανταπόκριση και από τη μεριά της. Τα κορίτσια αναπτύσσουν μια σχέση απαγορευμένη για την κοινότητά τους. Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν ενάντια σε όλους και σε όλα;
Η άποψή μας: Αυτή είναι άλλη μια ταινία από το φετινό φεστιβάλ που, κακή δεν τη λες, δεν κάνει όμως τη διαφορά. Οκ λοιπόν, μια ταινία για τον έρωτα δυο κοριτσιών στην κλειστή, συντηρητική κοινότητα των τσιγγάνων της Μαδρίτης. Φέτος στις Κάννες είχαμε μια ανάλογη ταινία, να περιγράφει την απαγορευμένη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο κορίτσια στην συντηρητική κοινωνία της Κένυας, στο «Rafiki» συγκεκριμένα, το οποίο δεν είδα. Ο Paul Verhoeven στην επόμενη ταινία του, το «Blessed Mary», θα αφηγηθεί την απαγορευμένη ερωτική ιστορία δύο μοναχών στην συντηρητική Ιταλία του 17ου αιώνα. Τουλάχιστον ο τρελο-Ολλανδός είμαι σίγουρος πως θα μας «φτιάξει» με τις ερωτικές σκηνές που θα στήσει, είμαι σίγουρος γι' αυτό ο λιγούρης.
Αλλά το πάτερν ρε παιδιά είναι λίγο πολύ το ίδιο. Κλειστή κοινωνία, ένα κορίτσι διαφορετικό, που επαναστατεί απέναντι σε αυτό που είναι προδιαγεγραμμένο να κάνει εδώ και αιώνες, ένα άλλο κορίτσι, πιο συμβατικό, δύο κορίτσια που βρίσκουν τρυφερότητα, κατανόηση και γκάβλα η μία στην άλλη, αφού πρώτα υπάρξει απόρριψη, η προσπάθεια να μείνει το ειδύλλιο κρυφό, η αντίδραση όταν το ειδύλλιο βγαίνει στη φόρα και είτε κάτι τόσο δραματικό που να φτάνει στην τραγωδία (αυτοκτονία ξέρω 'γω ή δολοφονία από τους γονείς, που δεν αντέχουν το ξεφτιλίκι) ή απλά η φυγή προς αναζήτηση πιο ανεκτικών χώρων, πόλεων, περιοχών, θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη, σε άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Εδώ, η σκηνοθέτιδα έχει υπέρ της τουλάχιστον την αυθεντικότητα.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι ερασιτέχνες και τους καταγράφει σε χώρους αληθινούς, εκεί όπου όντως ζουν και αναπνέουν. Υπάρχει ένας χαρακτήρας στην ταινία, μια κοπέλα, που διευθύνει ένα κέντρο προτρέποντας τους Ρομά να σπουδάσουν, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη, να ανοίξουν το μυαλό τους. Εννοείται ότι αυτή θα είναι που θα δεχτεί τα πυρά των κλειστόμυαλων μελών της φυλής της. «Μην μου ξεσηκώνεις την κόρη, τι σπουδές και αηδίες, να μείνει εδώ, να με βοηθάει με τις δουλειές, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και φτου κι απ' την αρχή». Η Echevarria καταγράφει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και κοιτάζει με τρυφερότητα τις δύο βασικές της πρωταγωνίστριες (που είναι φωτογενείς, να τα λέμε αυτά, αλλά εμένα μου φαίνονται αρκετά μεγαλύτερες σε ηλικία από αυτό που υποτίθεται πως είναι στην ταινία). Εκεί που χάνεται η μπάλα και το όλον εξοκείλει στο φολκλόρ και το μελόδραμα, είναι όταν ο πατέρας της μίας κοπέλας μαθαίνει ότι η κόρη του είναι λεσβία. Φωνές, ουρλιαχτά, υπερβολικό παίξιμο, υπερβολή όλα.
Το φινάλε είναι εύκολο μεν και ανοιχτό, αλλά και όμορφο ταυτόχρονα. Αφήνει μια αισιοδοξία ότι τα δύο κορίτσια μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά. Ή να πετάξουν, σαν τα πουλιά που εμφανίζονται σε πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Είθε η Κάρμεν και η Λόλα να αντέξουν...
Θόδωρος Γιαχουστίδης