του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ευτυχισμένος Λάζαρος!
Σιγά μην χάσω ευκαιρία να συνδυάσω την επικαιρότητα με αυτά που γίνονται στο φεστιβάλ Καννών. Μια από τις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος λέγεται «Lazzaro felice», μας έρχεται από την Ιταλία, η σκηνοθεσία είναι της Alice Rohrwacher (θα μιλήσουμε αναλυτικά για την ταινία παρακάτω στη σημερινή ανταπόκριση) και η ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά είναι «Ευτυχισμένος Λάζαρος»! Ε, μια χαρά δεν ταιριάζει με την μεταγραφή του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου (του επονομαζόμενου και ως «μπετατζή») από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό; Σήμερα ανακοινώθηκε. Βέβαια, η ΑΕΚ ισχυρίζεται ότι ο ποδοσφαιριστής είχε υπογράψει συμβόλαιο για ακόμα έναν χρόνο. Οπότε θα έχουμε σίριαλ καλοκαιριάτικα. Μια χαρά, να περνάει η ώρα...
Στο φεστιβάλ επιτέλους εμφανίστηκαν ταινίες που συζητιούνται, που δημιούργησαν αίσθηση, που μπορείς να τις πεις από καλές έως πολύ καλές. Τυχαίνει λοιπόν σ' αυτήν την ανταπόκριση να αναφερθούμε σε ταινίες από το Διαγωνιστικό Τμήμα.
Στο φεστιβάλ επιτέλους εμφανίστηκαν ταινίες που συζητιούνται, που δημιούργησαν αίσθηση, που μπορείς να τις πεις από καλές έως πολύ καλές. Τυχαίνει λοιπόν σ' αυτήν την ανταπόκριση να αναφερθούμε σε ταινίες από το Διαγωνιστικό Τμήμα.
Ο Spike Lee είναι παλιός γνώριμος του φεστιβάλ των Καννών. Ήδη, με την πρώτη του ταινία, το «She's Gotta Have It» (1986) βρέθηκε στην Κρουαζέτ. Πρώτη φορά πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα το 1989 με το «Do the Right Thing». Συνολικά, έχει παραβρεθεί στο παρελθόν πέντε φορές στις Κάννες, τις δύο στο διαγωνιστικό τμήμα. Η δεύτερη φορά λοιπόν ήταν το 1991 όταν διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα με το «Jungle Fever». 27 ολόκληρα χρόνια μετά, ο σπουδαίος αν και άνισος Αφροαμερικάνος σκηνοθέτης είναι και πάλι στις Κάννες, για έκτη φορά συνολικά, με την 23η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της καριέρας του. Τίτλος της: BlacKkKlansman. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αφροαμερικανού αστυνομικού Ron Stallworth, που περιγράφει την εμπειρία του και την επαφή του με την Κού Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Ο Jordan Peele εκτελεί χρέη παραγωγού. Και ο Spike Lee επιτέλους μετά από πολλά πολλά χρόνια, κάνει μια όχι απλά καλή ταινία – κάνει μια σπουδαία ταινία.
Η υπόθεση: ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του '70. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για να κερδίσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οι μαύροι είναι συνεχής, με καθημερινές, μικρές κατακτήσεις. Ο Ron Stallworth είναι ένας Αφροαμερικάνος που θέλει να γίνει αστυνομικός. Και γίνεται ο πρώτος Αφροαμερικάνος αστυνομικός στην ιστορία του Κολοράντο Σπρινγκς. Αφού περάσει από διάφορα τμήματα, στα οποία βαριέται και δέχεται προσβολές, τον μεταφέρουν τελικά στο τμήμα πληροφοριών. Μια μέρα ο Ron εντελώς αυθόρμητα τηλεφωνεί σε έναν αριθμό που βρίσκει σε εφημερίδα: είναι μια διαφήμιση της Κου Κλουξ Κλαν, που αναζητά νέα μέλη. Απαντά αυτόματος τηλεφωνητής.
Προς μεγάλη του έκπληξη, λίγο μετά, ένας από τους πιο σημαντικούς ρατσιστές της πόλης, του τηλεφωνεί. Αγνοεί ότι είναι μαύρος. Και τον καλεί να περάσει από τα γραφεία της Οργάνωσης, όπως χαρακτηρίζει την ΚΚΚ! Ο Ron εννοείται ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί. Τη θέση του παίρνει ο Flip Zimmerman, λευκός Εβραίος, που εισχωρεί στα άδυτα της Οργάνωσης. Αστυνομικός κι αυτός, κατορθώνει να προσεγγίσει τα ανώτερα στρώματα των ρατσιστών, που θέλουν μια Λευκή Αμερική, απαλλαγμένη από μαύρους και Εβραίους. Η αστυνομική επιχείρηση έχει ως στόχο να εξαρθρωθεί η τοπική οργάνωση και να γίνει πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ron ερωτεύεται μια παθιασμένη συντρόφισσα – μέλος των «Μαύρων Πάνθηρων».
Η άποψή μας: Αυτή ναι, είναι μεγάλη ταινία. Κι αυτό επειδή πετυχαίνει όλους τους στόχους τους οποίους θέτει. Αρχικά, αφηγείται μια αληθινή ιστορία, που αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή, θα έλεγες ότι αυτά τα πράγματα γίνονται μόνο στις ταινίες! Κατά δεύτερον, το ύφος της ταινίας κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, με έναν πολύ ευχάριστο και καλοδεχούμενο, κωμικό τόνο. Η ταινία λοιπόν είναι διασκεδαστική. Ο κόσμος τη βλέπει και περνάει καλά. Δεν κρεμάει σε ρυθμό. Δεν σε πετάει έξω. Τρίτον, οι ερμηνείες είναι απολαυστικές. Από τον πρωταγωνιστή John David Washington, γιο του Denzel (ο οποίος έχει παίξει σε μπόλικες ταινίες του Lee) μέχρι τους φοβερούς και τρομερούς Adam Driver, στο ρόλο του Flip, Michael Buscemi (αδελφό του Steve) και Topher Grace, που είναι σπουδαίος ως David Duke, έναν υψηλά ιστάμενο ΚΚΚ, που συνεχίζει να λύνει και να δένει, αποτελώντας την πολιτική φωνή των White Supremasists.
Τέταρτον, γίνονται πάρα πολλές αναφορές στην μαζική κουλτούρα της εποχής, από τις ταινίες τύπου Shaft και τα blaxploitation μέχρι τι σήμαινε για έναν μαύρο να βλέπει τον... Ταρζάν. Τα τραγούδια, τα ρούχα, τα μαλλιά (ω, ναι, τα μαλλιά), τα αυτοκίνητα δίνουν ένα απολαυστικά ζωντανό και ταιριαστό μπαγκράουντ. Αλλά μας δείχνει και ταινίες που επηρέασαν το πως βλέπει ο κόσμος τους μαύρους. Η ταινία ανοίγει χαρακτηριστικά με σκηνή από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στο μέσον της περίπου κάνει αναφορά στη «Γέννηση του έθνους» του D.W. Griffith, ταινία που αποθεώνει την Κου Κλουξ Κλαν και περιγράφει με μελανά χρώματα τους μαύρους, Το κυριότερο επίτευγμα της ταινίας, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι μια ταινία που σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά μιλάει για το τώρα. Ο Harry Belafonte, σε μια λυρικά αφηγηματική σκηνή, περιγράφει στο παρόν της ταινίας ένα περιστατικό λιντσαρίσματος σε φίλο του, από το οποίο γλύτωσε ο ίδιος κατά το παρελθόν.
Ο Spike Lee κατ' αναλογία μιλάει για κάτι που συνέβη στο παρελθόν αλλά – δυστυχώς – είναι τρομερά επίκαιρο. Ο Donald Trump, πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν καταδικάζει τη δράση της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Διάβολε, έχει φιλικές σχέσεις με μέλη της. Σε πολλά σημεία της ταινίας η ρητορική των μελών της ΚΚΚ είναι απολύτως όμοια με εκείνη του Trump, 50 χρόνια μετά! Λες και τίποτε δεν άλλαξε! Ακόμα δολοφονούνται μαύροι στους δρόμους των γκέτο. Ακόμα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Η ομιλία που δίνει ένας από τους ηγέτες των «Μαύρων Πάνθηρων» σε μια αδελφότητα μαύρων φοιτητών αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα των σχέσεων με τους λευκούς φασίστες. Και ακούγεται τόσο μα τόσο επίκαιρο.
Η συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Spike Lee εδώ στις Κάννες, με αφορμή την προβολή της ταινίας, ήταν η πιο πολιτική που έχει ακουστεί σε αυτά τα μέρη της Γαλλίας εδώ και πολύ καιρό. Αρνήθηκε να πει το όνομα του Trump και τον αποκάλεσε «that motherfucker»! Και η ταινία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 2017, όπου στο Charlottesville ακροδεξιός έπεσε με το αμάξι του πάνω σε διαδηλωτές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην ΚΚΚ και σκότωσε μια κοπέλα! Τα γυρίσματα της ταινίας του είχαν ολοκληρωθεί, ο Lee όμως δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το πραγματικό υλικό από αυτήν την δολοφονική επίθεση! Ζήτησε την άδεια από την οικογένεια της κοπέλας να δείξει το υλικό και το μόνταρε στο φινάλε.
Πείτε τον προβοκάτορα, πείτε τον λαοπλάνο, πείτε τον στρατευμένο, πείτε ότι μανιπουλάρει τους θεατές, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά ο Spike Lee και αυτή η ταινία χρειάζονται σήμερα. Συμβαίνει τώρα και απαιτείται επαγρύπνηση και αντίσταση. Διαφορετικά, η ανάποδη αστερόεσσα θα δηλώνει την αμετάκλητη παράδοση της μεγαλύτερης υπερδύναμης του κόσμου στα πιο συντηρητικά μίσθερνα όργανα του καπιταλισμού και των νεοφιλελέ ever. Άξιος και μπράβο του.
Η υπόθεση: ΗΠΑ, αρχές της δεκαετίας του '70. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται και ο αγώνας για να κερδίσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα οι μαύροι είναι συνεχής, με καθημερινές, μικρές κατακτήσεις. Ο Ron Stallworth είναι ένας Αφροαμερικάνος που θέλει να γίνει αστυνομικός. Και γίνεται ο πρώτος Αφροαμερικάνος αστυνομικός στην ιστορία του Κολοράντο Σπρινγκς. Αφού περάσει από διάφορα τμήματα, στα οποία βαριέται και δέχεται προσβολές, τον μεταφέρουν τελικά στο τμήμα πληροφοριών. Μια μέρα ο Ron εντελώς αυθόρμητα τηλεφωνεί σε έναν αριθμό που βρίσκει σε εφημερίδα: είναι μια διαφήμιση της Κου Κλουξ Κλαν, που αναζητά νέα μέλη. Απαντά αυτόματος τηλεφωνητής.
Προς μεγάλη του έκπληξη, λίγο μετά, ένας από τους πιο σημαντικούς ρατσιστές της πόλης, του τηλεφωνεί. Αγνοεί ότι είναι μαύρος. Και τον καλεί να περάσει από τα γραφεία της Οργάνωσης, όπως χαρακτηρίζει την ΚΚΚ! Ο Ron εννοείται ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί. Τη θέση του παίρνει ο Flip Zimmerman, λευκός Εβραίος, που εισχωρεί στα άδυτα της Οργάνωσης. Αστυνομικός κι αυτός, κατορθώνει να προσεγγίσει τα ανώτερα στρώματα των ρατσιστών, που θέλουν μια Λευκή Αμερική, απαλλαγμένη από μαύρους και Εβραίους. Η αστυνομική επιχείρηση έχει ως στόχο να εξαρθρωθεί η τοπική οργάνωση και να γίνει πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Ron ερωτεύεται μια παθιασμένη συντρόφισσα – μέλος των «Μαύρων Πάνθηρων».
Η άποψή μας: Αυτή ναι, είναι μεγάλη ταινία. Κι αυτό επειδή πετυχαίνει όλους τους στόχους τους οποίους θέτει. Αρχικά, αφηγείται μια αληθινή ιστορία, που αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινή, θα έλεγες ότι αυτά τα πράγματα γίνονται μόνο στις ταινίες! Κατά δεύτερον, το ύφος της ταινίας κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, με έναν πολύ ευχάριστο και καλοδεχούμενο, κωμικό τόνο. Η ταινία λοιπόν είναι διασκεδαστική. Ο κόσμος τη βλέπει και περνάει καλά. Δεν κρεμάει σε ρυθμό. Δεν σε πετάει έξω. Τρίτον, οι ερμηνείες είναι απολαυστικές. Από τον πρωταγωνιστή John David Washington, γιο του Denzel (ο οποίος έχει παίξει σε μπόλικες ταινίες του Lee) μέχρι τους φοβερούς και τρομερούς Adam Driver, στο ρόλο του Flip, Michael Buscemi (αδελφό του Steve) και Topher Grace, που είναι σπουδαίος ως David Duke, έναν υψηλά ιστάμενο ΚΚΚ, που συνεχίζει να λύνει και να δένει, αποτελώντας την πολιτική φωνή των White Supremasists.
Τέταρτον, γίνονται πάρα πολλές αναφορές στην μαζική κουλτούρα της εποχής, από τις ταινίες τύπου Shaft και τα blaxploitation μέχρι τι σήμαινε για έναν μαύρο να βλέπει τον... Ταρζάν. Τα τραγούδια, τα ρούχα, τα μαλλιά (ω, ναι, τα μαλλιά), τα αυτοκίνητα δίνουν ένα απολαυστικά ζωντανό και ταιριαστό μπαγκράουντ. Αλλά μας δείχνει και ταινίες που επηρέασαν το πως βλέπει ο κόσμος τους μαύρους. Η ταινία ανοίγει χαρακτηριστικά με σκηνή από το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και στο μέσον της περίπου κάνει αναφορά στη «Γέννηση του έθνους» του D.W. Griffith, ταινία που αποθεώνει την Κου Κλουξ Κλαν και περιγράφει με μελανά χρώματα τους μαύρους, Το κυριότερο επίτευγμα της ταινίας, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι μια ταινία που σου δίνει την αίσθηση του επείγοντος. Αναφέρεται στο παρελθόν αλλά μιλάει για το τώρα. Ο Harry Belafonte, σε μια λυρικά αφηγηματική σκηνή, περιγράφει στο παρόν της ταινίας ένα περιστατικό λιντσαρίσματος σε φίλο του, από το οποίο γλύτωσε ο ίδιος κατά το παρελθόν.
Ο Spike Lee κατ' αναλογία μιλάει για κάτι που συνέβη στο παρελθόν αλλά – δυστυχώς – είναι τρομερά επίκαιρο. Ο Donald Trump, πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν καταδικάζει τη δράση της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Διάβολε, έχει φιλικές σχέσεις με μέλη της. Σε πολλά σημεία της ταινίας η ρητορική των μελών της ΚΚΚ είναι απολύτως όμοια με εκείνη του Trump, 50 χρόνια μετά! Λες και τίποτε δεν άλλαξε! Ακόμα δολοφονούνται μαύροι στους δρόμους των γκέτο. Ακόμα ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει. Η ομιλία που δίνει ένας από τους ηγέτες των «Μαύρων Πάνθηρων» σε μια αδελφότητα μαύρων φοιτητών αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το πρόβλημα των σχέσεων με τους λευκούς φασίστες. Και ακούγεται τόσο μα τόσο επίκαιρο.
Η συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Spike Lee εδώ στις Κάννες, με αφορμή την προβολή της ταινίας, ήταν η πιο πολιτική που έχει ακουστεί σε αυτά τα μέρη της Γαλλίας εδώ και πολύ καιρό. Αρνήθηκε να πει το όνομα του Trump και τον αποκάλεσε «that motherfucker»! Και η ταινία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα μετά τα γεγονότα του Αυγούστου του 2017, όπου στο Charlottesville ακροδεξιός έπεσε με το αμάξι του πάνω σε διαδηλωτές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην ΚΚΚ και σκότωσε μια κοπέλα! Τα γυρίσματα της ταινίας του είχαν ολοκληρωθεί, ο Lee όμως δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το πραγματικό υλικό από αυτήν την δολοφονική επίθεση! Ζήτησε την άδεια από την οικογένεια της κοπέλας να δείξει το υλικό και το μόνταρε στο φινάλε.
Πείτε τον προβοκάτορα, πείτε τον λαοπλάνο, πείτε τον στρατευμένο, πείτε ότι μανιπουλάρει τους θεατές, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά ο Spike Lee και αυτή η ταινία χρειάζονται σήμερα. Συμβαίνει τώρα και απαιτείται επαγρύπνηση και αντίσταση. Διαφορετικά, η ανάποδη αστερόεσσα θα δηλώνει την αμετάκλητη παράδοση της μεγαλύτερης υπερδύναμης του κόσμου στα πιο συντηρητικά μίσθερνα όργανα του καπιταλισμού και των νεοφιλελέ ever. Άξιος και μπράβο του.
Ο Stéphane Brizé εμφανίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Le bleu des villes» (1999). Επανεμφανίστηκε στις Κάννες 16 χρόνια μετά. Το 2015 λοιπόν λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ο νόμος της αγοράς», μια ταινία που τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά κέρδισε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον συγκλονιστικό Vincent Lindon. Και φέτος, μετά από ένα διάλειμμα στο οποίο η προηγούμενη ταινία του παίχτηκε στη Βενετία, επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με την ταινία En guerre (αγγλικά: At War). Μια ταινία που σφραγίζει την τέταρτη συνεργασία των δύο ανδρών.
Η υπόθεση: Αφού υποσχέθηκαν σε 1100 εργαζόμενους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για τα επόμενα πέντε χρόνια, αρκεί να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και χωρίς να παίρνουν τα μπόνους που δικαιούνται βάση νόμου, οι διαχειριστές ενός εργοστασίου και συγκεκριμένα της Perrin Industrie, αποφασίζουν να το κλείσουν μετά από μόλις δύο χρόνια και να το μεταφέρουν αλλού, αθετώντας τις υποσχέσεις τους. Δεν τους νοιάζει ότι θα αφήσουν 1100 ανθρώπους στο δρόμο και μάλιστα μετά από οικονομικά έτη στα οποία καταγράφουν κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;
Η άποψή μας: Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».
Μιας ταινίας που ανοίγει με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή η φάση στην εποχή μας είναι «τι αγώνας και μαλακίες, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί», κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολίζουμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του εγώ και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Εντάξει, κατασκευαστικά, δεν κάνει κάτι πρωτοποριακό ο Brizé. Η κάμερά του επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λένε. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών. Ναι, γιατί το κεφάλαιο κερδίζει πάντα την ταξική μάχη επειδή ξέρει καλά το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε».
Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Οι... ρεαλιστές; Οι πουθενάδες; Οι νεοφιλελέ; Για ένα κομμάτι ψωμί ρε φίλε. Ξεπουλιούνται. Και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές τους. Συζητήσεις επί συζητήσεων και ως ένα σημείο η ταινία που θύμισε κατασκευαστικά και ως ύφος το περσινό «120 χτύποι το λεπτό». Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία.
Εδώ απλά ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο γρήγορος. Αυτό που κάνει μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Το να ακούς τις κουβέντες από τα τσιράκια των αφεντικών ή και των ίδιων των αφεντικών στην ταινία είναι σαν να ακούς αυτά που τόσα χρόνια μας ταΐζουν από τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν πολύ. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθούν οι μισθοί, να παρθούν μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Και η ανεργία να θερίζει! Κι έχεις τους άλλους να σπάζουν την απεργία για να πάρουν κάτι παραπάνω, πέρα από την αποζημίωση. Δεν καταλαβαίνουν πως με το κλείσιμο του εργοστασίου δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά. Η αντίδρασή τους είναι κοντόφθαλμη, λούμπεν, οπορτουνιστική. Έτσι όμως δεν γίνονται θαύματα. Κι όταν τα αφεντικά σπείρουν τη διχόνοια και στρέψουν τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους εναντίον των ηγετών τους, που το μόνο που θέλουν είναι να βοηθήσουν εαυτούς και αλλήλους, εκείνοι οι ηγέτες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Χρειάζεται όμως να φτάσει στο φινάλε για να απογειωθεί. Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν. Ας είναι.
Βρήκα τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη. Γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Αλλά... είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε, πώς να το κάνουμε; Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλά να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Θα είναι σαν να λέει: «παιδιά, μην αγωνίζεστε, γιατί είναι μάταιο όλο αυτό, θα χάσετε». Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee. Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι απλά συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, είναι η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ως τώρα.
Η υπόθεση: Αφού υποσχέθηκαν σε 1100 εργαζόμενους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για τα επόμενα πέντε χρόνια, αρκεί να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και χωρίς να παίρνουν τα μπόνους που δικαιούνται βάση νόμου, οι διαχειριστές ενός εργοστασίου και συγκεκριμένα της Perrin Industrie, αποφασίζουν να το κλείσουν μετά από μόλις δύο χρόνια και να το μεταφέρουν αλλού, αθετώντας τις υποσχέσεις τους. Δεν τους νοιάζει ότι θα αφήσουν 1100 ανθρώπους στο δρόμο και μάλιστα μετά από οικονομικά έτη στα οποία καταγράφουν κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;
Η άποψή μας: Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».
Μιας ταινίας που ανοίγει με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή η φάση στην εποχή μας είναι «τι αγώνας και μαλακίες, ο πόλεμος έχει ήδη χαθεί», κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολίζουμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του εγώ και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Εντάξει, κατασκευαστικά, δεν κάνει κάτι πρωτοποριακό ο Brizé. Η κάμερά του επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λένε. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών. Ναι, γιατί το κεφάλαιο κερδίζει πάντα την ταξική μάχη επειδή ξέρει καλά το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε».
Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Οι... ρεαλιστές; Οι πουθενάδες; Οι νεοφιλελέ; Για ένα κομμάτι ψωμί ρε φίλε. Ξεπουλιούνται. Και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους μέχρι πρότινος συναγωνιστές τους. Συζητήσεις επί συζητήσεων και ως ένα σημείο η ταινία που θύμισε κατασκευαστικά και ως ύφος το περσινό «120 χτύποι το λεπτό». Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία.
Εδώ απλά ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο γρήγορος. Αυτό που κάνει μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Το να ακούς τις κουβέντες από τα τσιράκια των αφεντικών ή και των ίδιων των αφεντικών στην ταινία είναι σαν να ακούς αυτά που τόσα χρόνια μας ταΐζουν από τα κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν δουλεύουν πολύ. Για να γίνει ανταγωνιστική η οικονομία πρέπει να μειωθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθούν οι μισθοί, να παρθούν μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Και η ανεργία να θερίζει! Κι έχεις τους άλλους να σπάζουν την απεργία για να πάρουν κάτι παραπάνω, πέρα από την αποζημίωση. Δεν καταλαβαίνουν πως με το κλείσιμο του εργοστασίου δεν θα δουλέψουν ποτέ ξανά. Η αντίδρασή τους είναι κοντόφθαλμη, λούμπεν, οπορτουνιστική. Έτσι όμως δεν γίνονται θαύματα. Κι όταν τα αφεντικά σπείρουν τη διχόνοια και στρέψουν τους πιο αδύναμους από τους εργαζόμενους εναντίον των ηγετών τους, που το μόνο που θέλουν είναι να βοηθήσουν εαυτούς και αλλήλους, εκείνοι οι ηγέτες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Χρειάζεται όμως να φτάσει στο φινάλε για να απογειωθεί. Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν. Ας είναι.
Βρήκα τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη. Γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Αλλά... είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε, πώς να το κάνουμε; Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλά να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Θα είναι σαν να λέει: «παιδιά, μην αγωνίζεστε, γιατί είναι μάταιο όλο αυτό, θα χάσετε». Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee. Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι απλά συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, είναι η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ως τώρα.
Η Alice Rohrwacher είναι η μικρή αδελφή της ηθοποιού Alba Rohrwacher – έχουν τρία χρόνια διαφορά. Τρεις είναι και οι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει η Alice. Η πρώτη ήταν το «Corpo celeste» (2011), με το οποίο συμμετείχε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» εκείνη τη χρονιά στις Κάννες. Η δεύτερη ήταν η ταινία «Τα θαύματα» (Le meraviglie, 2014), που συμμετείχε επίσης στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής. Η τρίτη της ταινίας είναι το Lazzaro felice (ή αγγλιστί «Happy as Lazzaro» και συμμετέχει επίσης στο διαγωνιστικό. Για να δούμε αν θα έχει κάποιου είδους ανταμοιβή η ανοδική πορεία της Ιταλίδας σκηνοθέτιδας...
Η υπόθεση: Ο Λάζαρο είναι ένας νεαρός αγρότης τόσο καλός κι έτοιμος να βοηθήσει τους πάντες, που πολλοί είναι εκείνοι που τον θεωρούν χαζούλη, ότι δεν κόβει το μυαλό του, ότι είναι αργόστροφος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Λάζαρο ζει στο απομονωμένο χωριό Ινβιολάτα, μαζί με τους συγχωριανούς του, που όλοι δουλεύουν για την μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, την επονομαζόμενη και βασίλισσα των τσιγάρων, η οποία τους εκμεταλλεύεται. Όπως κάθε καλοκαίρι, η μαρκησία πηγαίνει στην έπαυλή της, κουβαλώντας μαζί της και τον έφηβο γιο της, τον Τανκρέντι.
Ο Τανκρέντι βαριέται απίστευτα στην εξοχή. Το κινητό του δεν έχει σήμα και δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει. Και καθώς θέλει να πικάρει τη μητέρα του, ζητάει από τον Λάζαρο να τον βοηθήσει να στήσει την απαγωγή του! Αυτή η περίεργη και απίθανη συμμαχία είναι μια αποκάλυψη για τον Λάζαρο. Πρόκειται για μια φιλία τόσο πολύτιμη που θα ταξιδέψει μέσα στον χρόνο...
Η άποψή μας: Η Alice Rohrwacher είναι πολύ σπουδαίο ταλέντο. Είναι ολοφάνερο αυτό στην εικόνα τούτης της ταινίας, στο πως χρησιμοποιεί την κάμερα, στο πως στήνει τον μύθο της. Κινηματογραφώντας με φιλμ 16mm, περιγράφει μια ιστορία που μοιάζει αληθινή αλλά είναι και παραμύθι. Ναι, θαρρείς πως όλο το σπουδαίο, παλιό, ιταλικό σινεμά βρίσκεται συμπυκνωμένο σε κάθε εικόνα τούτης της ταινίας, με πιο προφανή αναφορά στο σινεμά των αδελφών Taviani. Κάνει και λαογραφία, καταθέτει έναν ύμνο στην ύπαιθρο της χώρας της, δίνει μια ελεγεία για την ανθρώπινη καλοσύνη και στηρίζει σθεναρά τη δύναμη της φιλίας, την τόσο απαραίτητη και εντέλει τόσο λειτουργική, όταν είναι εφικτό να παραβλεφθούν τάξεις, χρήματα, κοινωνικές και διαφορές ανατροφής και γνωστικές. Δεν είναι προγονόπληκτη (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες παλιών Ελλήνων σκηνοθετών) ούτε απορρίπτει το παρελθόν (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες νέων Ελλήνων σκηνοθετών).
Κοιτάει με νοσταλγία αυτό που υπήρχε και με μελαγχολία αυτό που υπάρχει. Την Ιταλία της κρίσης, της φτώχειας, της μιζέριας. Ο μαγικός της ρεαλισμός είναι πιο μαγικός όταν επικεντρώνεται στο παρελθόν και πιο ρεαλισμός όταν αναφέρεται πλέον στο παρόν. Και στο μέσον όλο αυτού, ο Λάζαρο. Ένα αγόρι χωρίς ίχνος κακίας μέσα του, που κάνει αγόγγυστα ότι του πούνε, που βρίσκει τρόπο να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα στη ζωή, που έχει τα καταφύγια και τις κρυψώνες του, που λάμπει αλλιώς όταν κάποιος δεν του ζητάει απλά να κάνει μια δουλειά αλλά του ζητάει τη φιλία του. Ο Adriano Tardiolo που τον υποδύεται, δεν είναι ηθοποιός και φαίνεται αυτό. Είναι η πρώτη του κινηματογραφική παρουσία, έχει όμως το βλέμμα και το κατάλληλο πρόσωπο για το ρόλο. Είναι ο Λάζαρος, ο πρώτος άνθρωπος που αναστήθηκε, και είναι ευγνώμων για το δώρο της ζωής.
Στο πρώτο μέρος η επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Nicoletta Braschi. Στο δεύτερο μέρος (ναι, η ταινία μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο εντελώς διακριτά μέρη) βλέπουμε την Alba Rohrwacher και τον Sergi López να είναι οι βασικοί επαγγελματίες ηθοποιοί. Εδώ, το κλίμα παραπέμπει περισσότερο στο σινεμά του Ettore Scola. O Λάζαρο βρίσκεται σε έναν κόσμο που τον έχει ξεπεράσει. Τον έχει αφήσει πίσω. Τον έχει αφήσει στον εαυτό που είχε παλιά, στο χωριό του. Ο αναγεννημένος Λάζαρο μένει ο ίδιος όταν όλοι οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει μπροστά. Πού μπροστά, όμως; Στον σκληρό κόσμο της πόλης. Σε έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν λογίζεται πλέον ως αφέλεια αλλά ως κάτι το επικίνδυνο, κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί.
Παίζοντας λίγο με ιδέες από ταινίες όπως ο «Λευκός θεός» του Kornél Mundruczó και o «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού μας δίνει ένα φινάλε όμορφο να το βλέπεις, αμήχανο όμως και κάπως φορσέ, κάπως επιβεβλημένο από την ανάγκη να κλείσει δυνατά αλλά όχι σε συνάφεια με ότι είδαμε προηγουμένως. Ας είναι. Το πρόσημο για την ταινία της είναι σαφέστατα θετικό. Και ναι, θα δούμε πολύ καλύτερα πράγματα από αυτήν στο μέλλον.
Η υπόθεση: Ο Λάζαρο είναι ένας νεαρός αγρότης τόσο καλός κι έτοιμος να βοηθήσει τους πάντες, που πολλοί είναι εκείνοι που τον θεωρούν χαζούλη, ότι δεν κόβει το μυαλό του, ότι είναι αργόστροφος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο Λάζαρο ζει στο απομονωμένο χωριό Ινβιολάτα, μαζί με τους συγχωριανούς του, που όλοι δουλεύουν για την μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, την επονομαζόμενη και βασίλισσα των τσιγάρων, η οποία τους εκμεταλλεύεται. Όπως κάθε καλοκαίρι, η μαρκησία πηγαίνει στην έπαυλή της, κουβαλώντας μαζί της και τον έφηβο γιο της, τον Τανκρέντι.
Ο Τανκρέντι βαριέται απίστευτα στην εξοχή. Το κινητό του δεν έχει σήμα και δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει. Και καθώς θέλει να πικάρει τη μητέρα του, ζητάει από τον Λάζαρο να τον βοηθήσει να στήσει την απαγωγή του! Αυτή η περίεργη και απίθανη συμμαχία είναι μια αποκάλυψη για τον Λάζαρο. Πρόκειται για μια φιλία τόσο πολύτιμη που θα ταξιδέψει μέσα στον χρόνο...
Η άποψή μας: Η Alice Rohrwacher είναι πολύ σπουδαίο ταλέντο. Είναι ολοφάνερο αυτό στην εικόνα τούτης της ταινίας, στο πως χρησιμοποιεί την κάμερα, στο πως στήνει τον μύθο της. Κινηματογραφώντας με φιλμ 16mm, περιγράφει μια ιστορία που μοιάζει αληθινή αλλά είναι και παραμύθι. Ναι, θαρρείς πως όλο το σπουδαίο, παλιό, ιταλικό σινεμά βρίσκεται συμπυκνωμένο σε κάθε εικόνα τούτης της ταινίας, με πιο προφανή αναφορά στο σινεμά των αδελφών Taviani. Κάνει και λαογραφία, καταθέτει έναν ύμνο στην ύπαιθρο της χώρας της, δίνει μια ελεγεία για την ανθρώπινη καλοσύνη και στηρίζει σθεναρά τη δύναμη της φιλίας, την τόσο απαραίτητη και εντέλει τόσο λειτουργική, όταν είναι εφικτό να παραβλεφθούν τάξεις, χρήματα, κοινωνικές και διαφορές ανατροφής και γνωστικές. Δεν είναι προγονόπληκτη (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες παλιών Ελλήνων σκηνοθετών) ούτε απορρίπτει το παρελθόν (από τις πιο διαδεδομένες αρρώστιες νέων Ελλήνων σκηνοθετών).
Κοιτάει με νοσταλγία αυτό που υπήρχε και με μελαγχολία αυτό που υπάρχει. Την Ιταλία της κρίσης, της φτώχειας, της μιζέριας. Ο μαγικός της ρεαλισμός είναι πιο μαγικός όταν επικεντρώνεται στο παρελθόν και πιο ρεαλισμός όταν αναφέρεται πλέον στο παρόν. Και στο μέσον όλο αυτού, ο Λάζαρο. Ένα αγόρι χωρίς ίχνος κακίας μέσα του, που κάνει αγόγγυστα ότι του πούνε, που βρίσκει τρόπο να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα στη ζωή, που έχει τα καταφύγια και τις κρυψώνες του, που λάμπει αλλιώς όταν κάποιος δεν του ζητάει απλά να κάνει μια δουλειά αλλά του ζητάει τη φιλία του. Ο Adriano Tardiolo που τον υποδύεται, δεν είναι ηθοποιός και φαίνεται αυτό. Είναι η πρώτη του κινηματογραφική παρουσία, έχει όμως το βλέμμα και το κατάλληλο πρόσωπο για το ρόλο. Είναι ο Λάζαρος, ο πρώτος άνθρωπος που αναστήθηκε, και είναι ευγνώμων για το δώρο της ζωής.
Στο πρώτο μέρος η επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Nicoletta Braschi. Στο δεύτερο μέρος (ναι, η ταινία μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο εντελώς διακριτά μέρη) βλέπουμε την Alba Rohrwacher και τον Sergi López να είναι οι βασικοί επαγγελματίες ηθοποιοί. Εδώ, το κλίμα παραπέμπει περισσότερο στο σινεμά του Ettore Scola. O Λάζαρο βρίσκεται σε έναν κόσμο που τον έχει ξεπεράσει. Τον έχει αφήσει πίσω. Τον έχει αφήσει στον εαυτό που είχε παλιά, στο χωριό του. Ο αναγεννημένος Λάζαρο μένει ο ίδιος όταν όλοι οι υπόλοιποι έχουν προχωρήσει μπροστά. Πού μπροστά, όμως; Στον σκληρό κόσμο της πόλης. Σε έναν κόσμο όπου η καλοσύνη δεν λογίζεται πλέον ως αφέλεια αλλά ως κάτι το επικίνδυνο, κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί.
Παίζοντας λίγο με ιδέες από ταινίες όπως ο «Λευκός θεός» του Kornél Mundruczó και o «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού μας δίνει ένα φινάλε όμορφο να το βλέπεις, αμήχανο όμως και κάπως φορσέ, κάπως επιβεβλημένο από την ανάγκη να κλείσει δυνατά αλλά όχι σε συνάφεια με ότι είδαμε προηγουμένως. Ας είναι. Το πρόσημο για την ταινία της είναι σαφέστατα θετικό. Και ναι, θα δούμε πολύ καλύτερα πράγματα από αυτήν στο μέλλον.
Θόδωρος Γιαχουστίδης