του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Υπάρχουν ταινίες, υπάρχουν και τα τρολ!!!
Καλά ρε, δεν μιλάτε; Γκοτζαμάν Κάρολος ήρθε στην Ελλάδα μαζί με την Καμίλα του κι εσείς ούτε ένα inbox, ένα sms, κάτι στο viber, τίποτα; Μόνοι μας πρέπει να τα βρίσκουμε και αυτά; Αυτά είναι συγκλονιστικά νέα, όχι χαζομάρες. Γιατί κατά τα άλλα, στις Κάννες ως τώρα... άστα. Ίσως να μεγαλώσαμε, ίσως δεν αντέχουμε άλλο, ίσως να μην είναι καλή χρονιά, ίσως να κάναμε κακές επιλογές του τι θα δούμε. Ποιος ξέρει; Και ποιος νοιάζεται; Αλλά ρε παιδί μου, πολύ μάπα το καρπούζι έως τώρα. Ευτυχώς παίχτηκε σήμερα ο Pawlikowski κι εχθές ο Serebrennikov (σημείωση: και οι δύο ασπρόμαυρες ταινίες, να το επισημάνουμε αυτό) γιατί διαφορετικά θα νομίζαμε πως το φεστιβάλ μας τρολάρει. Και δεν ξέρετε πόσο... ρεαλιστικά μιλάμε!
Ξεκινάμε λοιπόν από τα καλά και πηγαίνουμε προς τα κάτω. Έχουμε πολλούς λόγους να αγαπάμε τον Pawel Pawlikowski. Ο αγγλοανα θρεμμένος Πολωνός σκηνοθέτης δεν είναι ακριβοθώρητος, δεν μας πρήζει όμως και συνέχεια με ταινίες. Κάνει κάτι μόνο αν έχει κάτι να πει. Για να καταλάβετε, το Zimna wojna (Cold War) είναι μόλις η έκτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί σε 20 χρόνια καριέρας! Πέντε χρόνια έχουν περάσει από το αριστούργημά του, την «Ida». Καμία από τις έξι του ταινίες δεν ξεπερνάει σε διάρκεια τα 90 λεπτά!!! Μας σύστησε την Emily Blunt στο «Καλοκαίρι του έρωτά μου» (My Summer of Love, 2004). Κι επιστρέφει στις Κάννες μετά την πρώτη του ταινία, το «The Stringer» (1998), που είχε προβληθεί στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» κι ομολογώ πως είναι η μοναδική του ταινία που δεν έχω δει. Τώρα λοιπόν, 20 χρόνια μετά από τότε, είναι πλέον στο Διαγωνιστικό Τμήμα για πρώτη φορά. Και θέτει από πολύ νωρίς σοβαρή υποψηφιότητα να κερδίσει κάποιο βραβείο, αν όχι το μεγαλύτερο: τον Χρυσό Φοίνικα.
Η υπόθεση: Πολωνία, 1949. Η χώρα προσπαθεί να γιατρέψει τα σημάδια που της άφησε η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βίκτορ είναι ένας μουσικός που κάνει περιοδεία στην πολωνική ενδοχώρα, καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια. Μαζί του είναι η συνεργάτης – ερωμένη του, η Ιρένα και ο οδηγός τους, ο Καζμάρεκ, σαν να λέμε, ο έμπιστος του Κόμματος, αυτός που ελέγχει τα πράγματα να γίνονται έτσι όπως πρέπει. Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό, οι δύο ιθύνοντες νόες κάνουν κάστινγκ. Ψάχνουν νέους και νέες με ταλέντο στο χορό και το τραγούδι για να δημιουργήσουν ένα γκρουπ που συμμετέχοντας σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, θα αποδεικνύει την ανωτερότητα του κομουνιστικού μοντέλου, έχοντας ως βάση τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς.
Έτσι δημιουργείται το Mazurek Ensemble. Στις ακροάσεις ο Βίκτορ θα ξεχωρίσει την Ζούλα, μια όμορφη ξανθιά με καλή φωνή αλλά ακόμα πιο δυνατό ταμπεραμέντο. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Ο Βίκτορ ψάχνει αφορμή να αυτομολήσει στη Δύση. Ζητάει από την Ζούλα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν θα το κάνει. Οι δυο τους θα βρίσκονται και θα χωρίζουν. Κι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60...
Η άποψή μας: Τι να πούμε, ο άνθρωπος ξέρει να κάνει καλό σινεμά. Για δεύτερη φορά σε άσπρο και μαύρο, για δεύτερη φορά στη μητρική του γλώσσα, για δεύτερη φορά στο φορμά της ακαδημίας. Ο Pawlikowski κάνει ένα σινεμά με βάση τον άνθρωπο, με τρομερή ευχέρεια στην αφήγηση της ιστορίας, με πάντα κάτι δυνατό για να αιφνιδιάσει τον θεατή του. Το ξεκίνημα της ταινίας, με την καταγραφή των τραγουδιών, είναι πολύ δυνατή. Πατώντας επάνω τους η ταινία έχει ρυθμό, μελωδία, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα, σε γλυκαίνει. Στο πρώτο πρώτο τραγούδι: ακούγεται το πρώτο δίστιχο, ο φακός είναι πάνω στον έναν ερμηνευτή. Ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο, ο φακός κεντράρει πάνω στον δεύτερο. Ακολουθεί άλλο δίστιχο, στο πλάνο κυριαρχεί ένα παιδάκι, βαριά ντυμένο, με τα χέρια στις τσέπες. Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, χιόνια παντού, η μουσική όμως είναι ωραία. Ο θεατής χαλαρώνει. Καταλαβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα. Αυτό που θα δει θα είναι καλό. Και όντως είναι!
Αν κάνεις την ανατομία της ταινίας εντέλει θα καταλήξεις πως μια ιστορία έρωτα αφηγείται, με μπαγκράουντ όμορφη μουσική, τραγούδια και χορούς αλλά και έχοντας ως σκηνικό μια εποχή αβεβαιότητας και τερματισμού των ψευδαισθήσεων. Η εποχή στην οποία εξελίσσεται η ταινία είναι η εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Ενός πολέμου όπου η Δύση συγκρούονταν με την Ανατολή, όπου ο Καπιταλισμός συγκρούονταν με τον Κομουνισμό, σε όλα τα πεδία μαχών, εκτός από εκείνο με όπλα. Ο πόλεμος γινόταν με επίκεντρο τον αθλητισμό, την τέχνη, την τεχνολογία, το διάστημα. Ναι, αλλά κι αυτός ο πόλεμος είχε απώλειες. Πολλές. Όπως οι δύο μας ήρωες. Ανήκουν σαφέστατα στις απώλειες. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, που μοιράζονται το ερωτικό πάθος αλλά δεν έχουν και πολλά κοινά να τους ενώνουν. Εκείνος θέλει να φύγει στη Δύση. Εκείνη είναι ευχαριστημένη στην Πολωνία. Εκείνος είναι άθεος. Εκείνη πιστεύει στο θεό. Εκείνος λατρεύει τη μουσική. Εκείνη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.
Ο έρωτας που βιώνουν έχει κι αυτός χαρακτηριστικά πολέμου. Ψυχρού Πολέμου. Οπότε ο τίτλος της ταινίας έχει πάνω από μία αναγνώσεις. Είναι από εκείνα τα ζευγάρια που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούνε. Είναι μια ιστορία όπως εκείνη όπου ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε και παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Η Ζούλα έλκεται από τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ έλκεται από τη Ζούλα. Η Ζούλα, όμως, ουσιαστικά λειτουργεί ως... πράκτορας! Αναφέρει στον Καζμάρεκ (ο οποίος ανεβαίνει διαρκώς την κομματική σκάλα) τα πάντα για τον Βίκτορ. Εκείνα, εννοείται, που δεν μπορούν να του κάνουν κακό. Γιατί, είπαμε, τον αγαπάει. Και νιώθει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τον προστατεύει. Και ο Βίκτορ, όταν κάποια στιγμή το ζευγάρι ζει μαζί στο Παρίσι, για να τη σπρώξει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, λέει την ιστορία της ζωής της σε ανθρώπους με επιρροή και δύναμη. Λέει ακόμα και το περιστατικό εκείνο κατά το οποίο η Ζούλα μαχαίρωσε τον πατέρα της. Υπερβάλλει, αλλά είναι σαν να την δίνει στεγνά. Ναι, τέτοια έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο εραστές. Τέτοια κάνουν ο ένας στον άλλο.
Όλα αυτά ο Pawlikowski μας τα παρουσιάζει με τρομερή αφηγηματική οικονομία. Όχι όμως σε σημείο τέτοιας ελλειπτικότητας ώστε ο θεατής να μένει μαλάκας. Ναι, ζητάει από τους θεατές να ενώσουν τις κουκκίδες και να καλύψουν μέσα στο κεφάλι τους τα κενά. Οι συναντήσεις των δύο γίνονται κάθε φορά σε άλλη πόλη, σε άλλη χρονιά. Και μέσα σε πέντε λεπτά φιλμικού χρόνου, καταλαβαίνουμε που βρίσκονται, που βρισκόμαστε, τα πάντα. Καταλαβαίνουμε πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Καταλαβαίνουμε πως είναι ερωτευμένοι βαθιά, υπαρξιακά. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Ματαιόδοξο. Και θνησιγενές. Απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους, απογοητευμένοι από την κοινωνία στην οποία ζουν, απογοητευμένοι από όλους κι από όλα, δεν μπορούν παρά αναχωρήσουν. Γιατί, πάντα, η θέα από απέναντι είναι καλύτερη. Μεγάλη φενάκη αυτό. Έτσι ελπίζουμε. Και πάντα απογοητευόμαστε. Πολλοί κομουνιστές έβλεπαν στον καπιταλισμό την ελευθερία που τους έλειπε. Πολλοί καπιταλιστές έβλεπαν στον κομουνισμό την δικαιοσύνη που τους έλειπε. Και περνάς απέναντι και καταλαβαίνεις πως κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Πολύ δυνατή ταινία, μελαγχολική, γλυκιά, εντελώς προσβάσιμη, που έχει μικρά προβλήματα (πχ η σύντροφος του Βίκτορ εξαφανίζεται πολύ γρήγορα από την εικόνα και από τη συνέχεια της ταινίας από ένα σημείο και μετά) τα οποία όμως είναι αμελητέα μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Το φινάλε είναι σπουδαίο (αν και όχι απολύτως δικαιολογημένο) και η Joanna Kulig είναι θεάρα. Και υπάρχει και μια πολύ ωραία φράση από ένα τραγούδι που λέει περίπου τα εξής: «έφτιαξα ένα ρούχο με όνειρα/ οι κλωστές όμως είναι αδύναμες και θα σπάσουν»... Πάντα τέτοια!
Η υπόθεση: Πολωνία, 1949. Η χώρα προσπαθεί να γιατρέψει τα σημάδια που της άφησε η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Βίκτορ είναι ένας μουσικός που κάνει περιοδεία στην πολωνική ενδοχώρα, καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια. Μαζί του είναι η συνεργάτης – ερωμένη του, η Ιρένα και ο οδηγός τους, ο Καζμάρεκ, σαν να λέμε, ο έμπιστος του Κόμματος, αυτός που ελέγχει τα πράγματα να γίνονται έτσι όπως πρέπει. Έχοντας μαζέψει μπόλικο υλικό, οι δύο ιθύνοντες νόες κάνουν κάστινγκ. Ψάχνουν νέους και νέες με ταλέντο στο χορό και το τραγούδι για να δημιουργήσουν ένα γκρουπ που συμμετέχοντας σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, θα αποδεικνύει την ανωτερότητα του κομουνιστικού μοντέλου, έχοντας ως βάση τα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς.
Έτσι δημιουργείται το Mazurek Ensemble. Στις ακροάσεις ο Βίκτορ θα ξεχωρίσει την Ζούλα, μια όμορφη ξανθιά με καλή φωνή αλλά ακόμα πιο δυνατό ταμπεραμέντο. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν εραστές. Ο Βίκτορ ψάχνει αφορμή να αυτομολήσει στη Δύση. Ζητάει από την Ζούλα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν θα το κάνει. Οι δυο τους θα βρίσκονται και θα χωρίζουν. Κι αυτό θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60...
Η άποψή μας: Τι να πούμε, ο άνθρωπος ξέρει να κάνει καλό σινεμά. Για δεύτερη φορά σε άσπρο και μαύρο, για δεύτερη φορά στη μητρική του γλώσσα, για δεύτερη φορά στο φορμά της ακαδημίας. Ο Pawlikowski κάνει ένα σινεμά με βάση τον άνθρωπο, με τρομερή ευχέρεια στην αφήγηση της ιστορίας, με πάντα κάτι δυνατό για να αιφνιδιάσει τον θεατή του. Το ξεκίνημα της ταινίας, με την καταγραφή των τραγουδιών, είναι πολύ δυνατή. Πατώντας επάνω τους η ταινία έχει ρυθμό, μελωδία, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα, σε γλυκαίνει. Στο πρώτο πρώτο τραγούδι: ακούγεται το πρώτο δίστιχο, ο φακός είναι πάνω στον έναν ερμηνευτή. Ακολουθεί το δεύτερο δίστιχο, ο φακός κεντράρει πάνω στον δεύτερο. Ακολουθεί άλλο δίστιχο, στο πλάνο κυριαρχεί ένα παιδάκι, βαριά ντυμένο, με τα χέρια στις τσέπες. Είναι χειμώνας, κάνει κρύο, χιόνια παντού, η μουσική όμως είναι ωραία. Ο θεατής χαλαρώνει. Καταλαβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα. Αυτό που θα δει θα είναι καλό. Και όντως είναι!
Αν κάνεις την ανατομία της ταινίας εντέλει θα καταλήξεις πως μια ιστορία έρωτα αφηγείται, με μπαγκράουντ όμορφη μουσική, τραγούδια και χορούς αλλά και έχοντας ως σκηνικό μια εποχή αβεβαιότητας και τερματισμού των ψευδαισθήσεων. Η εποχή στην οποία εξελίσσεται η ταινία είναι η εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Ενός πολέμου όπου η Δύση συγκρούονταν με την Ανατολή, όπου ο Καπιταλισμός συγκρούονταν με τον Κομουνισμό, σε όλα τα πεδία μαχών, εκτός από εκείνο με όπλα. Ο πόλεμος γινόταν με επίκεντρο τον αθλητισμό, την τέχνη, την τεχνολογία, το διάστημα. Ναι, αλλά κι αυτός ο πόλεμος είχε απώλειες. Πολλές. Όπως οι δύο μας ήρωες. Ανήκουν σαφέστατα στις απώλειες. Είναι ένας άντρας και μια γυναίκα, που μοιράζονται το ερωτικό πάθος αλλά δεν έχουν και πολλά κοινά να τους ενώνουν. Εκείνος θέλει να φύγει στη Δύση. Εκείνη είναι ευχαριστημένη στην Πολωνία. Εκείνος είναι άθεος. Εκείνη πιστεύει στο θεό. Εκείνος λατρεύει τη μουσική. Εκείνη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.
Ο έρωτας που βιώνουν έχει κι αυτός χαρακτηριστικά πολέμου. Ψυχρού Πολέμου. Οπότε ο τίτλος της ταινίας έχει πάνω από μία αναγνώσεις. Είναι από εκείνα τα ζευγάρια που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούνε. Είναι μια ιστορία όπως εκείνη όπου ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε και παντρεύτηκε τη Μέριλιν Μονρόε. Η Ζούλα έλκεται από τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ έλκεται από τη Ζούλα. Η Ζούλα, όμως, ουσιαστικά λειτουργεί ως... πράκτορας! Αναφέρει στον Καζμάρεκ (ο οποίος ανεβαίνει διαρκώς την κομματική σκάλα) τα πάντα για τον Βίκτορ. Εκείνα, εννοείται, που δεν μπορούν να του κάνουν κακό. Γιατί, είπαμε, τον αγαπάει. Και νιώθει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τον προστατεύει. Και ο Βίκτορ, όταν κάποια στιγμή το ζευγάρι ζει μαζί στο Παρίσι, για να τη σπρώξει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, λέει την ιστορία της ζωής της σε ανθρώπους με επιρροή και δύναμη. Λέει ακόμα και το περιστατικό εκείνο κατά το οποίο η Ζούλα μαχαίρωσε τον πατέρα της. Υπερβάλλει, αλλά είναι σαν να την δίνει στεγνά. Ναι, τέτοια έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο εραστές. Τέτοια κάνουν ο ένας στον άλλο.
Όλα αυτά ο Pawlikowski μας τα παρουσιάζει με τρομερή αφηγηματική οικονομία. Όχι όμως σε σημείο τέτοιας ελλειπτικότητας ώστε ο θεατής να μένει μαλάκας. Ναι, ζητάει από τους θεατές να ενώσουν τις κουκκίδες και να καλύψουν μέσα στο κεφάλι τους τα κενά. Οι συναντήσεις των δύο γίνονται κάθε φορά σε άλλη πόλη, σε άλλη χρονιά. Και μέσα σε πέντε λεπτά φιλμικού χρόνου, καταλαβαίνουμε που βρίσκονται, που βρισκόμαστε, τα πάντα. Καταλαβαίνουμε πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Καταλαβαίνουμε πως είναι ερωτευμένοι βαθιά, υπαρξιακά. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Ματαιόδοξο. Και θνησιγενές. Απογοητευμένοι από τους εαυτούς τους, απογοητευμένοι από την κοινωνία στην οποία ζουν, απογοητευμένοι από όλους κι από όλα, δεν μπορούν παρά αναχωρήσουν. Γιατί, πάντα, η θέα από απέναντι είναι καλύτερη. Μεγάλη φενάκη αυτό. Έτσι ελπίζουμε. Και πάντα απογοητευόμαστε. Πολλοί κομουνιστές έβλεπαν στον καπιταλισμό την ελευθερία που τους έλειπε. Πολλοί καπιταλιστές έβλεπαν στον κομουνισμό την δικαιοσύνη που τους έλειπε. Και περνάς απέναντι και καταλαβαίνεις πως κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Πολύ δυνατή ταινία, μελαγχολική, γλυκιά, εντελώς προσβάσιμη, που έχει μικρά προβλήματα (πχ η σύντροφος του Βίκτορ εξαφανίζεται πολύ γρήγορα από την εικόνα και από τη συνέχεια της ταινίας από ένα σημείο και μετά) τα οποία όμως είναι αμελητέα μπροστά στη μεγάλη εικόνα. Το φινάλε είναι σπουδαίο (αν και όχι απολύτως δικαιολογημένο) και η Joanna Kulig είναι θεάρα. Και υπάρχει και μια πολύ ωραία φράση από ένα τραγούδι που λέει περίπου τα εξής: «έφτιαξα ένα ρούχο με όνειρα/ οι κλωστές όμως είναι αδύναμες και θα σπάσουν»... Πάντα τέτοια!
Το ασπρόμαυρο χρησιμοποιεί για να αφηγηθεί την ιστορία του και ο Kirill Serebrennikov. To Leto (Summer) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη, ο οποίος έρχεται στις Κάννες για δεύτερη φορά μετά την προηγούμενη ταινία του, «Ο πιστός» ((M)uchenik), που είχε λάβει μέρος στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» το 2016. Είναι και η μοναδική του ταινία που είδαμε στη χώρα μας. Ο Serebrennikov αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό καθώς κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε χρήματα από φιλανθρωπικό οργανισμό που διευθύνει, και καταδικάστηκε γι’ αυτό. Όλοι όμως γνωρίζουν πως πίσω από την κατηγορία βρίσκεται ο Putin, ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι στημένο για να τιμωρηθεί ο σκηνοθέτης, μιας που ποτέ δεν σταμάτησε να καταφέρεται εναντίον του Ρώσου ηγέτη. Υπάρχει λοιπόν εδώ στις Κάννες μια φάση Free Kirill…
Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από έλεγχο και να εγκρίνονται.
Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...
Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εντελώς δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμα του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια.
Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό. Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ.
Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το φιλμ αυτό από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision. Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...
Η υπόθεση: Λένινγκραντ, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Λέονιντ Μπρέζνιεφ είναι ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Και κάποιες μικρές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί. Πχ, στην πόλη υπάρχει ένα ροκ κλαμπ, στο οποίο παίζεται δυτική μουσική. Πες την πανκ, πες την ροκ, πες την new wave, ακούγεται τέτοια μουσική. Live. Στα ρώσικα. Από ρώσικα συγκροτήματα. Όπως αυτό όπου αρχηγός είναι ο Μάικ. Που είναι ένας ροκ αστέρας κατά μία έννοια. Το κλαμπ γεμίζει κάθε φορά που δίνεται συναυλία εκεί. Οι θεατές βέβαια πρέπει να μένουν καθιστοί, να μην σηκώνουν πλακάτ με συνθήματα (ακόμα κι αν είναι σχεδιασμένη μια καρδιά!) και οι στίχοι των τραγουδιών πρέπει να περνάνε πρώτα από έλεγχο και να εγκρίνονται.
Ο Μάικ λατρεύει να ακούει Led Zeppelin και T. Rex, Lou Reed και Velvet Underground, ακόμα ακόμα και Blondie! Πάντως, δεν κάνει τη ζωή ενός ροκ σταρ. Ζει με την κοπέλα του, την όμορφη Νατάσα, που είναι και μητέρα του παιδιού του. Είναι ήρεμος, χωρίς καταχρήσεις και λατρεύει να πίνει καφέ, όταν τον βρίσκει. Ένα καλοκαίρι θα εμφανιστεί μπροστά του ο Βίκτορ και το συγκρότημά του. Ο Βίκτορ είναι τρομερά ταλαντούχος και είναι πιο ξεκάθαρος στις ιδέες του, πιο δομημένος, πιο ουσιαστικός. Ο Μάικ θέλει να τον βοηθήσει. Και η Νατάσα δεν θα αργήσει να δείξει πόσο πολύ της αρέσει αυτό το όμορφο αγόρι...
Η άποψή μας: Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, ύφος και καλλιτεχνικές επιδιώξεις βρίσκεται εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυνατή του ταινία. Αυτή είναι μια εντελώς ροκ’ν’ρολ ταινία. Μια ταινία που δείχνει μια ολόκληρη μουσική σκηνή και κατ’ επέκταση μια ολόκληρη γενιά, η οποία μπόρεσε να δημιουργήσει κάτω από συνθήκες δύσκολες. Να δημιουργήσει καλλιτεχνικά, να ονειρευτεί, να επικοινωνήσει με άλλους κώδικες από τους κρατικούς, από εκείνους του καθεστώτος. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, ότι στίχους και να της βάλεις. Κι όταν οι στίχοι ξεφεύγουν από τα τετριμμένα και τα γνωστά περί έρωτος και τα τοιαύτα, μπορούν να γίνουν ένα υπέροχο μέσο έκφρασης αγωνιών, ιδεών, αγώνα. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Βίκτορ της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Viktor Tsoi, έναν φοβερά ταλαντούχο και εντελώς δημοφιλή μουσικό, ηγέτη του ροκ συγκροτήματος Kino, ο οποίος σκοτώθηκε το 1990 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 28 ετών! Εδώ τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να ωριμάζει μουσικά, να επηρεάζεται από το ίνδαλμα του και να γίνεται μέλος ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου. Η ερωτική ιστορία εξελίσσεται παράλληλα με τα γκιγκς, τις συναυλίες, τη δίψα για μουσική. Από μόνο του όλο αυτό θα αρκούσε για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο ταινία, που θα κάνουν κρα οι μουσικόφιλοι για να την δουν και να την... ακούσουν. Όμως, υπάρχουν κι άλλα καλούδια. Όπως τρεις σκηνές, τις οποίες καταγούσταρα. Είναι τρεις σκηνές όπου σε συνθήκες καθημερινότητας ακούγονται τρία εμβληματικά ροκ τραγούδια.
Στη μία, μέσα σε ένα τρένο, έχουμε τη διένεξη ενός μέλους του συγκροτήματος του Μάικ με έναν πιστό σοσιαλιστή, κάτι που οδηγεί στην επέμβαση κρατικών οργάνων και σε ξυλοδαρμό. Κι όλα αυτά κάτω από τους στίχους του «Psycho Killer» των Talking Heads, το οποίο τραγουδούν... όλοι οι επιβάτες του τρένου! Κι όλο αυτό σε συνθήκες που παραπέμπουν σε βιντεοκλίπ (από τα καλά) με επέμβαση πάνω στην εικόνα, επιχρωματισμούς, κινούμενα σχέδια, τέτοια. Εντελώς ξεσηκωτικό. Κάτι ανάλογο γίνεται σε ένα τρόλεϊ, όταν οι πάντες τραγουδούν το «Passenger» του Iggy Pop! Και μια τρίτη και τελευταία φορά (ευτυχώς, δεν το ξεχειλώνει όλο αυτό ο σκηνοθέτης) έχουμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει υπό βροχή, με το «Perfect Day» του Lou Reed να ερμηνεύεται από όσους... βρέχονται. Ο Lou Reed, που είναι πολύ καλός στιχουργός αλλά... αλαζόνας, όπως συμφωνούν ο Βίκτορ και η Νατάσα, προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικ.
Το άλλο ωραίο είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή, χωρίς όνομα, με τον προσδιορισμό «Skeptic», που εμφανίζεται κυρίως σε σκηνές όπως οι τρεις που περιγράψαμε πιο πάνω και διατείνεται πως «αυτό δεν έγινε ποτέ». Κι όμως, συνέβη. Μελαγχολικά όμορφο και λυπητερά ευχάριστο, το φιλμ αυτό από τη Ρωσία δεν είναι ένα κιτσάτο υπερθέαμα τύπου Eurovision. Είναι μια τρυφερή μπαλάντα, ένα μελωδικό ροκ τραγούδι με εξαιρετική χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας, που παρά τα... (λίγα) φάλτσα του είναι υπέροχο να το ακούς, χαλαρά, το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά...
Πάμε τώρα στην τρίτη και τελευταία ταινία, εκείνη που μας έσπασε τα νεύρα, εκείνη που έδειχνε πολύ ενδιαφέρουσα στα χαρτιά αλλά τελικά αποδείχτηκε... τρολάρα ολκής! Μιλάμε για την ταινία Gräns, Borders στα αγγλικά, δηλαδή, σύνορα. Συμπαραγωγή Σουηδίας και Δανίας, το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο παλαιστινιακής καταγωγής Ali Abbasi, μετά το «Shelley», μια ταινία που προβλήθηκε στην Berlinale του 2016. Και προβάλλεται εδώ στο πλαίσιο του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα».
Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης και μπορεί να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει και τα πηγαίνει σε διαγωνισμούς παρά για εκείνην. Καλύτερα, αδιαφορεί για εκείνην.
Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση και όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;
Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008). Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας.
Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορα. Μιλάμε για τα σύνορα ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται σε αυτά τα σύνορα. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της. Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά.
Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε! Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...
Η υπόθεση: Η Τίνα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος αλλά και μία εξαιρετική τελωνειακός. Έχει την ικανότητα να εντοπίζει εύκολα τους λαθρεμπόρους. Τους... μυρίζεται. Κυριολεκτικά! Έχει τρομερή αίσθηση της όσφρησης και μπορεί να μυρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στην προσωπική της ζωή, όμως, τα πράγματα δεν είναι καλά. Η 40χρονη Τίνα είναι κάτι παραπάνω από άσχημη. Ο πατέρας της ζει με Αλτσχάιμερ σε οίκο ευγηρίας. Η ίδια ζει με έναν άνδρα, ο οποίος ουσιαστικά την εκμεταλλεύεται κι έχει μεγαλύτερο πάθος για τα ροτβάιλερ που εκτρέφει και τα πηγαίνει σε διαγωνισμούς παρά για εκείνην. Καλύτερα, αδιαφορεί για εκείνην.
Μια μέρα, ένας ύποπτος άνδρας βγαίνει από το πορθμείο. Καθώς δεν μπορεί να εντοπίσει τι κρύβει, η Τίνα αποκτά εμμονή με αυτόν τον άνδρα και την ανησυχητική αύρα που αποπνέει. Η έρευνά της αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και σύντομα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τρομακτικές αποκαλύψεις για τον εαυτό της και την ανθρωπότητα. Γιατί είναι τόσο άσχημη; Γιατί έχει αυτό το σημάδι στο ύψος των γοφών της; Γιατί της αρέσουν τα έντομα; Γιατί νιώθει άνετα στη φύση και όχι με τους ανθρώπους; Γιατί τραβάει επάνω της κεραυνούς; Και γιατί ο ύποπτος άνδρας της μοιάζει τόσο πολύ;
Η άποψή μας: Δεν νομίζω πως θα υπάρξει Έλληνας διανομέας τόσο τρελός, που θα αγοράσει για να διανείμει την ταινία στη χώρα μας, οπότε προχωράω σε σπόιλερ, μιας που η ταινία μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά τελικά δεν υποφέρεται! Η Τίνα είναι... τρολ!!! Κανονικό τρολ, όχι τρολάκι. Τρολ από αυτά που έχουμε δει σε ταινίες κινουμένων σχεδίων, όπως το «Frozen» και οι «Ευχούληδες»! Εννοείται, πως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων τα τρολ ήταν άσχημα μεν, συμπαθητικά δε. Εδώ δεν υπάρχει καμία συμπάθεια για τα τρολ!!! Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα διήγημα του John Ajvide Lindqvist, του ανθρώπου που σε βιβλίο του βασίστηκε το υπέροχο «Άσε το κακό να μπει» (Let the Right One In, 2008). Ναι, αλλά ο Tomas Alfredson είναι εκατομμύρια φορές καλύτερος σκηνοθέτης από τον Ali Abbasi. Και τα βαμπίρ εκείνης της ταινίας λειτουργούν σε πολλά περισσότερα επίπεδα από τα τρολ τούτης της ταινίας.
Εδώ, ο σκηνοθέτης κάνει ότι μπορεί για να απωθήσει τον θεατή, να τον κάνει να σιχαθεί, να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα. Να τον πετάξει από την ταινία εντέλει. Μα τόσο καταγραφή ασχήμιας και σιχαμάρας πια; Εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Από την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται η επανάληψη. Κουράζει. Και εκνευρίζει. Κι εντέλει, όλη αυτή η... συμβολική χρήση του γκροτέσκου λειτουργεί εναντίον της ταινίας και θολώνει το μήνυμά της. Ο τίτλος της ταινίας είναι σαφής ευτυχώς: σύνορα. Μιλάμε για τα σύνορα ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Τέρας, στο Ηθικό και το Ανίερο. Η Τίνα βρίσκεται σε αυτά τα σύνορα. Μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα είναι ανθρώπινη παρά το εξωτερικό παρουσιαστικό της. Την πιάσατε την αλληγορία, έτσι; Δεν θέλουμε εμείς οι άνθρωποι να βλέπουμε ασχήμια, μας χαλάει, μας τρομάζει, μας φοβίζει. Θέλουμε όλα γύρω μας να είναι όμορφα, μοσχομυριστά, υπέροχα, σαν να ζούμε σε ένα ροζ συννεφάκι. Ναι, αλλά οι όμορφοι άνθρωποι είναι ικανοί για άσχημα πράγματα. Όπως η παιδοφιλία. Και οι Άσχημοι, τα τέρατα, τα Freaks, είναι ικανοί για πράξεις εντελώς ανθρώπινες. Όπως το να εξαρθρώσουν ένα κύκλωμα παιδεραστίας. Να πολεμήσουν τη διαφθορά.
Εντάξει φίλε μου, το πιάσαμε. Υπάρχουν τα τρολ επαναστάτες, που θέλουν να ρίξουν τη διεφθαρμένη τυραννία των ανθρώπων. Και υπάρχει και η Τίνα, που εντέλει επιλέγει την... ανθρώπινη πλευρά. Μπορεί κάποιες στιγμές να γελάς, αλλά είναι από αμηχανία. Και υπάρχουν και σκηνές που φτάνουν σε επίπεδο θυμηδίας. Ένα θα σας πω: σύμφωνα με την ταινία, τα θηλυκά τρολς βγάζουν... πέος όταν διεγείρονται ερωτικά, ενώ τα αρσενικά τρολς έχουν αιδοίο, κυοφορούν και γεννάνε! Τέτοια πράγματα, ωραία, συμβαίνουν στην ταινία. Που χάνει το... δίκιο της από νωρίς. Α, και προσέξτε: αν πάτε ποτέ στη Φιλανδία, υπάρχει μια ολόκληρη αποικία από τρολς! Τι, δεν γελάτε; Δίκιο έχετε. Άσε μας κουκλίτσα μου...
Θόδωρος Γιαχουστίδης