του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Βροχή και σήμερα!
Και που λέτε, από τη μέρα που πάτησα το πόδι μου στις Κάννες κουβαλάω ομπρέλα μαζί μου. Κάθε μέρα υπάρχει πρόγνωση για βροχή και καταιγίδα. Και κάθε μέρα την σκαπουλάρω – ως τώρα τουλάχιστον. Είτε βρέχει αργά το βράδυ είτε βρέχει όταν είμαι εντός αιθούσης είτε δεν βρέχει καθόλου. Κι ενώ γράφω τούτο το κείμενο, ανοίγω ιστοσελίδες να ενημερωθώ για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και διαβάζω αυτό (από το in.gr) : Πάνω από 300 κλήσεις για άντληση υδάτων από πλημμυρισμένα ισόγεια και υπόγεια σπίτια και καταστήματα είχε δεχτεί μέχρι τις 2 μετά το μεσημέρι η Πυροσβεστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, μετά την ισχυρή καταιγίδα, συνοδευόμενη από χαλαζόπτωση, που ξέσπασε γύρω στις 12.30 το μεσημέρι στο κέντρο της πόλης (σημείωση συντάκτη: μιλάει για σήμερα, Πέμπτη 10 Μαΐου). Λόγω του μεγάλου όγκου των υδάτων, που μετέτρεψαν τους δρόμους σε ποτάμια και προκάλεσαν κυκλοφοριακό κομφούζιο, ιδίως στην παραλιακή οδό Λεωφόρο Νίκης, πλημμύρισαν ο Λευκός Πύργος και όλα τα υπόγεια του δήμου Θεσσαλονίκης, όπως γνωστοποίησαν η αρμόδια αντιπεριφερειάρχης, Βούλα Πατουλίδου και ο υπεύθυνος Πολιτικής Προστασίας του δήμου, Θωμάς Ψαράς. Στο μεταξύ, διεσώθη σύμφωνα με πληροφορίες η γυναίκα που είχε παρασυρθεί νωρίτερα από χείμαρρο στις Συκιές, στην οδό Μεσολογγίου, ενώ ολοκληρώθηκε και ο απεγκλωβισμός τεσσάρων ατόμων στη γέφυρα των Αγίων Πάντων, όπου εξαιτίας της υψηλής στάθμης του νερού, είχαν ακινητοποιηθεί αυτοκίνητα. Στο κέντρο της πόλης σημειώθηκαν διακοπές ηλεκτροδότησης, ενώ λόγω των αστραπών που έπεσαν στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, διεκόπη για λόγους ασφαλείας επί επτά λεπτά ο ανεφοδιασμός των αεροσκαφών με καύσιμα και σημειώθηκαν μικρές καθυστερήσεις στις πτήσεις, αλλά αυτή τη στιγμή το αεροδρόμιο λειτουργεί κανονικά.
Έτσι που λέτε. Πανικός! Και ο τελικός κυπέλλου θα έχει ξένο διαιτητή! Μα γιατί δεν έβαλαν τον Κομίνη;;;;;
Έτσι που λέτε. Πανικός! Και ο τελικός κυπέλλου θα έχει ξένο διαιτητή! Μα γιατί δεν έβαλαν τον Κομίνη;;;;;
Η μοναδική ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα που προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της Τετάρτης μας ήρθε από την Αίγυπτο! Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Abu Bakr Shawky, ενός 32χρονου σκηνοθέτη, που έχει Αιγύπτιο πατέρα και Αυστριακή μητέρα. Έτσι δικαιολογείται ότι στην ταινία έχουν μπει κεφάλαια και από την Αίγυπτο και από την Αυστρία. Τίτλος της, Yomeddine και αγγλικός τίτλος «Jugdement Day». Ημέρα της κρίσης δηλαδή... Η ιδέα για το γύρισμα αυτής της ταινίας ήρθε στον σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ενός μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που έκανε για την αποικία των λεπρών στην Αίγυπτο.
Η υπόθεση: Ο Μπεσάι είναι λεπρός. Έχει θεραπευτεί από τη νόσο, τα σημάδια της όμως έχουν μείνει στο πρόσωπο και το κορμί του. Έτσι κι αλλιώς, η αρρώστια έχει πάψει από καιρό να είναι μεταδοτική. Παρ' όλα αυτά, ο Μπεσάι ζει σε μια αποικία λεπρών στο βορρά της Αιγύπτου, κάπου στην έρημο. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του το περνάει στο «βουνό από σκουπίδια», έναν σκουπιδότοπο, όπου ψάχνει και βρίσκει αντικείμενα κάποιας (μικρής) αξίας, τα οποία και πουλάει για να βγάλει τα προς το ζην. Παρέα τον κάνει ένας Νούβιος πιτσιρικάς, ο Ομπάμα, παιδί που μεγαλώνει στο παρακείμενου ορφανοτροφείο.
Όταν η επίσης λεπρή του σύζυγος πεθαίνει, ο Μπεσάι αποφασίζει να ψάξει για τις ρίζες του. Να βρει τους συγγενείς του, από τους οποίους έχει μια αμυδρή ανάμνηση. Με τα ελάχιστα αγαθά του φορτωμένα στο κάρο ξεκινά με τον γάιδαρό του το μακρύ ταξίδι του. Μαζί του, κρυφά στην αρχή, ταξιδεύει και ο Ομπάμα. Η παράξενη αυτή παρέα θα διασχίσει την Αίγυπτο και θα αντιμετωπίσει κάθε είδους πρόκληση και δυσκολία αλλά και μικρές χαρές...
Η άποψή μας: Θυμάμαι πως όταν είχε βγει η ταινία «Ο άνθρωπος της βροχής» (Rain Man, 1988) του Barry Levinson, ενώ οι πιο πολλοί ήταν υπέρ της ταινίας και την εκθείαζαν, κυρίως για την ερμηνεία του Dustin Hoffman αλλά και του Tom Cruise, ο δάσκαλος, συνάδελφος και φίλος πια, Αλέξης Δερμεντζόγλου, ήταν ενάντια στην ταινία. Την θεωρούσε αντιδραστική. Γιατί; Μα επειδή κατέληγε στο συμπέρασμα – να το θέσουμε λίγο απλοϊκά: «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους». Ήτοι, οι αυτιστικοί με τους αυτιστικούς στην περίπτωση της ταινίας του Levinson. Μιας που η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί το διαφορετικό, ας περιχαρακωθεί το διαφορετικό, ας κλειστεί σε δικά του «στρατόπεδα συγκέντρωσης», τι γυρεύουν οι λεπροί με τους φυσιολογικούς. Αυτό θυμήθηκα βλέποντας τούτη την καλών προθέσεων ταινία.
Που όπως και ο «Rain Man» καταλήγει στο συμπέρασμα: «για το καλό του ο λεπρός πρέπει να γυρίσει στην αποικία». Εκεί είναι πιο χαρούμενος, είναι ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, μοιράζεται οικίες καταστάσεις, όλα είναι πιο διαχειρίσιμα. Εκεί έξω οι άνθρωποι είναι κακοί, δεν μπορούν να δουν πέρα από την εικόνα, βλέπουν έναν άνθρωπο παραμορφωμένο, δεν κοιτάνε πέρα από αυτό. Αντί να αλλάξουμε την κοινωνία λοιπόν, καλύτερα οι διαφορετικοί να πάνε κάπου όπου δεν ενοχλείται το βλέμμα μας. Όχι και το πιο προοδευτικό μήνυμα, έτσι; Κατά τα άλλα, τούτη είναι μια εξαιρετικά καλογυρισμένη ταινία. Οι πιο πολλοί που συμμετέχουν στο καστ είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί και ο πρωταγωνιστής είναι στην πραγματικότητα λεπρός. Η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει τη μορφή ενός road movie. Ο λεπρός και ο ορφανός, παρέα με το γαϊδουράκι, διασχίζουν τη χώρα και συναντούν από μωαμεθανούς φονταμενταλιστές μέχρι ρατσιστές εποχούμενους σε μηχανάκια.
Μια χώρα βουτηγμένη στην γραφειοκρατία, τη ρεμούλα, το λάδωμα και την κλεψιά, όπου αν έχεις κάτι ελάχιστο να σου κλέψουν, θα στο κλέψουν. Έτσι μας λέει ο σκηνοθέτης δηλαδή. Όλο αυτό ο πιτσιρικάς δημιουργός το αντιμετωπίζει ωσάν ένα φωτογενές αξιοθέατο. Δεν θέλει να μας κάνει να θλιβούμε. Να στεναχωρηθούμε. Όχι. Κοιτάξτε τους τι τραβάνε οι έρμοι, είναι σαν να μας λέει. Και απενοχοποιημένα (ευτυχώς) μας καλεί – γιατί όχι; - ακόμα και να γελάσουμε με τις περιπέτειες τους. Βεβαίως, δεν χάνει την ευκαιρία να μας δείξει τις επιρροές του. Ας πούμε όταν σε μια στιγμή ο Μπεσάι νιώθει απίστευτα πιεσμένος φωνάζει «είμαι ένα ανθρώπινο ον», κατευθείαν παραπομπή στον «Άνθρωπο ελέφαντα» (The Elephant Man, 1980) του David Lynch. Μέχρι και την κουκούλα που φορούσε εκείνος βλέπουμε σε μια σκηνή ονείρου.
Γενικώς, έχει ονειρικά ιντερλούδια ο Αιγύπτιος σκηνοθέτης, που είναι ενδιαφέροντα. Και η ταινία του είναι γεμάτη μουσική. Είναι όμως και γεμάτη αφέλεια και χριστιανικού τύπου καλοσύνη. Και κλωτσάμε στην ιδεολογική κατακλείδα της ταινίας. Μάλλον θα δούμε καλύτερα πράγματα στο μέλλον από τον κύριο. Γεγονός είναι ότι σπρώχνεται τρομερά τη δεδομένη στιγμή. Η ταινία του έχει χοντρά προβλήματα αλλά αποτελεί και δείγμα γραφής μιας αφηγηματικής ικανότητας, που σπανίζει στις μέρες μας. Οπότε, βλέπουμε στη δεύτερη προσπάθεια τι παίζει.
Η υπόθεση: Ο Μπεσάι είναι λεπρός. Έχει θεραπευτεί από τη νόσο, τα σημάδια της όμως έχουν μείνει στο πρόσωπο και το κορμί του. Έτσι κι αλλιώς, η αρρώστια έχει πάψει από καιρό να είναι μεταδοτική. Παρ' όλα αυτά, ο Μπεσάι ζει σε μια αποικία λεπρών στο βορρά της Αιγύπτου, κάπου στην έρημο. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του το περνάει στο «βουνό από σκουπίδια», έναν σκουπιδότοπο, όπου ψάχνει και βρίσκει αντικείμενα κάποιας (μικρής) αξίας, τα οποία και πουλάει για να βγάλει τα προς το ζην. Παρέα τον κάνει ένας Νούβιος πιτσιρικάς, ο Ομπάμα, παιδί που μεγαλώνει στο παρακείμενου ορφανοτροφείο.
Όταν η επίσης λεπρή του σύζυγος πεθαίνει, ο Μπεσάι αποφασίζει να ψάξει για τις ρίζες του. Να βρει τους συγγενείς του, από τους οποίους έχει μια αμυδρή ανάμνηση. Με τα ελάχιστα αγαθά του φορτωμένα στο κάρο ξεκινά με τον γάιδαρό του το μακρύ ταξίδι του. Μαζί του, κρυφά στην αρχή, ταξιδεύει και ο Ομπάμα. Η παράξενη αυτή παρέα θα διασχίσει την Αίγυπτο και θα αντιμετωπίσει κάθε είδους πρόκληση και δυσκολία αλλά και μικρές χαρές...
Η άποψή μας: Θυμάμαι πως όταν είχε βγει η ταινία «Ο άνθρωπος της βροχής» (Rain Man, 1988) του Barry Levinson, ενώ οι πιο πολλοί ήταν υπέρ της ταινίας και την εκθείαζαν, κυρίως για την ερμηνεία του Dustin Hoffman αλλά και του Tom Cruise, ο δάσκαλος, συνάδελφος και φίλος πια, Αλέξης Δερμεντζόγλου, ήταν ενάντια στην ταινία. Την θεωρούσε αντιδραστική. Γιατί; Μα επειδή κατέληγε στο συμπέρασμα – να το θέσουμε λίγο απλοϊκά: «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους». Ήτοι, οι αυτιστικοί με τους αυτιστικούς στην περίπτωση της ταινίας του Levinson. Μιας που η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί το διαφορετικό, ας περιχαρακωθεί το διαφορετικό, ας κλειστεί σε δικά του «στρατόπεδα συγκέντρωσης», τι γυρεύουν οι λεπροί με τους φυσιολογικούς. Αυτό θυμήθηκα βλέποντας τούτη την καλών προθέσεων ταινία.
Που όπως και ο «Rain Man» καταλήγει στο συμπέρασμα: «για το καλό του ο λεπρός πρέπει να γυρίσει στην αποικία». Εκεί είναι πιο χαρούμενος, είναι ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, μοιράζεται οικίες καταστάσεις, όλα είναι πιο διαχειρίσιμα. Εκεί έξω οι άνθρωποι είναι κακοί, δεν μπορούν να δουν πέρα από την εικόνα, βλέπουν έναν άνθρωπο παραμορφωμένο, δεν κοιτάνε πέρα από αυτό. Αντί να αλλάξουμε την κοινωνία λοιπόν, καλύτερα οι διαφορετικοί να πάνε κάπου όπου δεν ενοχλείται το βλέμμα μας. Όχι και το πιο προοδευτικό μήνυμα, έτσι; Κατά τα άλλα, τούτη είναι μια εξαιρετικά καλογυρισμένη ταινία. Οι πιο πολλοί που συμμετέχουν στο καστ είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί και ο πρωταγωνιστής είναι στην πραγματικότητα λεπρός. Η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει τη μορφή ενός road movie. Ο λεπρός και ο ορφανός, παρέα με το γαϊδουράκι, διασχίζουν τη χώρα και συναντούν από μωαμεθανούς φονταμενταλιστές μέχρι ρατσιστές εποχούμενους σε μηχανάκια.
Μια χώρα βουτηγμένη στην γραφειοκρατία, τη ρεμούλα, το λάδωμα και την κλεψιά, όπου αν έχεις κάτι ελάχιστο να σου κλέψουν, θα στο κλέψουν. Έτσι μας λέει ο σκηνοθέτης δηλαδή. Όλο αυτό ο πιτσιρικάς δημιουργός το αντιμετωπίζει ωσάν ένα φωτογενές αξιοθέατο. Δεν θέλει να μας κάνει να θλιβούμε. Να στεναχωρηθούμε. Όχι. Κοιτάξτε τους τι τραβάνε οι έρμοι, είναι σαν να μας λέει. Και απενοχοποιημένα (ευτυχώς) μας καλεί – γιατί όχι; - ακόμα και να γελάσουμε με τις περιπέτειες τους. Βεβαίως, δεν χάνει την ευκαιρία να μας δείξει τις επιρροές του. Ας πούμε όταν σε μια στιγμή ο Μπεσάι νιώθει απίστευτα πιεσμένος φωνάζει «είμαι ένα ανθρώπινο ον», κατευθείαν παραπομπή στον «Άνθρωπο ελέφαντα» (The Elephant Man, 1980) του David Lynch. Μέχρι και την κουκούλα που φορούσε εκείνος βλέπουμε σε μια σκηνή ονείρου.
Γενικώς, έχει ονειρικά ιντερλούδια ο Αιγύπτιος σκηνοθέτης, που είναι ενδιαφέροντα. Και η ταινία του είναι γεμάτη μουσική. Είναι όμως και γεμάτη αφέλεια και χριστιανικού τύπου καλοσύνη. Και κλωτσάμε στην ιδεολογική κατακλείδα της ταινίας. Μάλλον θα δούμε καλύτερα πράγματα στο μέλλον από τον κύριο. Γεγονός είναι ότι σπρώχνεται τρομερά τη δεδομένη στιγμή. Η ταινία του έχει χοντρά προβλήματα αλλά αποτελεί και δείγμα γραφής μιας αφηγηματικής ικανότητας, που σπανίζει στις μέρες μας. Οπότε, βλέπουμε στη δεύτερη προσπάθεια τι παίζει.
Η ταινία έναρξης του τμήματος «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» ήταν το Pájaros de verano των Cristina Gallego και Ciro Guerra, με αγγλικό τίτλο «Birds of Passage». Αυτή είναι η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία για τον Guerra, μετά τον θρίαμβο του «Στην αγκαλιά του φιδιού» (El abrazo de la serpiente, 2015), που είχε ξεκινήσει την καριέρα της - η οποία έφτασε μέχρι και την πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ - από εδώ, από τις Κάννες.
Η υπόθεση: Στη δεκαετία του '70 η αμερικανική νεολαία αγκαλιάζει την κουλτούρα των χίπις, καταναλώνοντας άπειρες ποσότητες μαριχουάνας. Η ζήτηση είναι μεγάλη. Έτσι, πολλοί αγρότες στην Κολομβία στρέφονται στην προσοδοφόρα αυτήν «καλλιέργεια» και γίνονται επιχειρηματίες. Μια οικογένεια ιθαγενών Ινδιάνων στην έρημο Guajira αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε όλη αυτήν την κατάσταση. Και αποκομίζει τρομερά κέρδη. Όμως, η απληστία και το παράφορο πάθος για εξουσία θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, όπως και τις παραδόσεις τους...
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές για ναρκωτικά. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά και έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν αρχικά. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε.
Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με ενδιαφέροντα τρόπο. Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος είναι πολύ ενδιαφέροντας. Στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του 2018, συνεχίζουν να υφίστανται). Όπως πχ το έθιμο της προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;).
Ο ήρωας μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας είναι τυπικά οι άνδρες αρχηγοί της φυλής. Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ότι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ότι βλέπει στα όνειρά της κι ότι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο.
Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρώνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες. Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες.
Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, και αυτό ωραίο. Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγου. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη του ταινία. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο.
Η υπόθεση: Στη δεκαετία του '70 η αμερικανική νεολαία αγκαλιάζει την κουλτούρα των χίπις, καταναλώνοντας άπειρες ποσότητες μαριχουάνας. Η ζήτηση είναι μεγάλη. Έτσι, πολλοί αγρότες στην Κολομβία στρέφονται στην προσοδοφόρα αυτήν «καλλιέργεια» και γίνονται επιχειρηματίες. Μια οικογένεια ιθαγενών Ινδιάνων στην έρημο Guajira αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε όλη αυτήν την κατάσταση. Και αποκομίζει τρομερά κέρδη. Όμως, η απληστία και το παράφορο πάθος για εξουσία θέτουν σε κίνδυνο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, όπως και τις παραδόσεις τους...
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές για ναρκωτικά. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά και έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν αρχικά. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε.
Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με ενδιαφέροντα τρόπο. Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος είναι πολύ ενδιαφέροντας. Στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του 2018, συνεχίζουν να υφίστανται). Όπως πχ το έθιμο της προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;).
Ο ήρωας μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας είναι τυπικά οι άνδρες αρχηγοί της φυλής. Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ότι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ότι βλέπει στα όνειρά της κι ότι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο.
Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρώνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες. Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες.
Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, και αυτό ωραίο. Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγου. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη του ταινία. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο.
Και πάμε στην τρίτη και τελευταία προβολή της ημέρας. Αφορά ταινία από το παράλληλο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Τίτλος της ταινίας: Egy Nap, στα αγγλικά «One Day» και στα ελληνικά «Μία ημέρα» βεβαίως, βεβαίως. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της 40χρονης Ουγγαρέζας Zsófia Szilágyi. Η οποία έχει δουλέψει ως casting director σε μια από τις μεγαλύτερες indie επιτυχίες της περσινής σεζόν στη χώρα μας, στην ταινία «Η ψυχή και το σώμα» της συμπατριώτισσας της, Ildiko Enyedi. Και φτιάχνει μια ταινία πολύ γλυκιά, στην οποία δεν σκοτώνεται κανένας, όπως μας δήλωσε χαρακτηριστικά στην παρουσίαση, λίγο πριν την προβολή της ταινίας. Ήθελε να δείξει μια συνηθισμένη μέρα από τη ζωή μιας συνηθισμένης γυναίκας στη σημερινή Βουδαπέστη, χωρίς να οδηγήσει τους θεατές της να «βαρεθούν μέχρι θανάτου», όπως χαρακτηριστικά είπε. Τα κατάφερε;
Η υπόθεση: Η Άννα είναι μια 40άρα παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά. Δουλεύει ως καθηγήτρια Ιταλικών. Ο άντρας της είναι δικηγόρος. Ένα τυπικό της 24ωρο είναι γεμάτο... τρέξιμο χωρίς σταματημό. Ξυπνάει νωρίτερα από όλους, ετοιμάζει πρωινό, πηγαίνει τα παιδιά στο νηπιαγωγείο και το σχολείο, πηγαίνει στη δουλειά, μετά στο μπαλέτο για την κόρη της, μετά για τα μαθήματα ξιφασκίας του γιου της. Ο μικρότερος γιος της ανεβάζει πυρετό, πρέπει να τον φροντίσει. Ο νεροχύτης της έχει χαλάσει, δεν προλαβαίνει να τον φτιάξει, βάζει κουβά από κάτω. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Έχει να πάει και στην τράπεζα, που έχει κάνει λάθος – κάτι με το δάνειο τους. Η πεθερά της θέλει να βοηθήσει την κατάσταση αλλά είναι φορτική. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια παλιά της φίλη, που φλέρταρε απροκάλυπτα με τον σύζυγό της, τον πλησιάζει και πάλι – αφού πρώτα βρεθούν οι δυο τους και τα πούνε! Όλα αυτά είναι πάρα πολλά για να τα διαχειριστεί. Δεν υπάρχει χρόνος για να σκεφτεί. Δεν υπάρχει χρόνος για να βάλει μια τάξη. Αγαπάει την οικογένειά της. Θα είναι σε θέση να σώσει ότι είναι εύθραυστο και μοναδικό στη ζωή της;
Η άποψή μας: Αυτό που μας είπε η σκηνοθέτιδα στην παρουσίαση, αυτό και έκανε. Μια καθόλου υπερβολική καταγραφή μιας συνηθισμένης μέρας από τη ζωή μιας συνηθισμένης γυναίκας. Κι όχι, η ταινία δεν είναι καθόλου βαρετή. Να πω τη μαύρη αλήθεια, πρέπει να ζεις κάποια πράγματα για να τα εκτιμάς ως κινηματογραφική καταγραφή. Εγώ, βλέποντας την ταινία, ήταν σαν να έβλεπα μία μέρα από τη ζωή της γυναίκας μου! Εντάξει, χωρίς τα γκομενιλίκια από μέρους του συζύγου (no comment). Έτσι και η Σίσσυ, όπως και η Άννα της ταινίας. Όλη τη μέρα στο τρέξιμο. Να μην έχει χρόνο ούτε να σκεφτεί. Κι έχουμε μόνο ένα παιδί, έτσι, όχι τρία! Από το πρωί που ξυπνάει μέχρι το βράδυ πριν να κοιμηθεί, όλο τρέχει. Όλο κάτι κάνει. Για τη δουλειά της και για την οικογένειά της. Δεν θα με χαρακτήριζα... γαϊδούρι, ούτε αναίσθητο. Προσπαθώ να βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού και σε ότι έχει να κάνει με την ανατροφή της μικρής (το ίδιο κάνει και ο σύζυγος στην ταινία) αλλά αυτά δεν είναι αρκετά. Ας βοηθούν την κατάσταση κατά 10% και πολλά λέω.
Όχι, όλο αυτό που είδα στην ταινία μου ήταν εντελώς οικείο, αληθινό και προσβάσιμο. Έτσι γίνεται. Έτσι όπως δείχνει η ταινία. Και χωρίς να είναι... ντοκιμαντέρ το φιλμ, έτσι; Το μόνο... φάουλ που βρήκα ήταν το ποτό ανάμεσα στις δύο πρώην φίλες. Ε, ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα! Η δημιουργός, που εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας από τη ζωή και την καθημερινότητα της κολλητής της φίλης, ξέρει για τι πράγμα μιλάει και ξέρει πως να το παρουσιάσει. Δεν είναι ποτέ βαρύγδουπη. Δεν φτάνει ποτέ στον μελοδραματισμό. Δεν θέλει οι θεατές να λυπηθούν την ηρωίδα της. Ούτε να συμπάσχουν. Εντάξει, πολλές γυναίκες θα ταυτιστούν αδιαμφισβήτητα. Καταγραφή κάνει. Αγαπά την ηρωίδα της. Την καταλαβαίνει. Την νιώθει. Θα ήθελε μια καλύτερη ζωή για εκείνην. Μια ζωή όπου η ρουτίνα να είναι ευπρόσδεκτη καθώς οι αλλαγές από αυτήν μόνο σε χειρότερες καταστάσεις οδηγούν. Κι αυτό με τα παιδιά ρε παιδιά, πόσο αφοπλιστικά ρεαλιστικό. Να μην ακούν τι λένε οι γονείς τους, να μπορούν να γίνονται εκνευριστικά, να θέλουν να λένε τις ιστορίες τους, να ξεχνούν τα πράγματά τους, να φοράνε ρούχα αλλωνών, να μουτρώνουν όταν και όποτε θέλουν! Ανατριχιαστικό.
Πάρα πολύ καλή ταινία λοιπόν που ενδεχομένως να χρειαζόταν κάπως πιο έντονη δραματοποίηση για να αφορά όλους τους θεατές, όχι μόνον τις 40something παντρεμένες γυναίκες με παιδιά. Κινείται σε χαμηλά ημιτόνια. Είναι όμως ειλικρινής. Είναι η ταινία που ήθελε να γυρίσει η δημιουργός της. Κι έχει ένα καταπληκτικό, πολύ γλυκό φινάλε. Καμιά φορά το να κρυφτείς κάτω από ένα τραπέζι είναι το μόνο καταφύγιο που χρειάζεσαι. Εκεί, θαρρείς, και όλα σου τα προβλήματα θα πάψουν να υφίστανται. Θα πάψουν να υπάρχουν. Γιατί θα έχεις κρυφτεί. Όπως κάνουν τα παιδιά...
Η υπόθεση: Η Άννα είναι μια 40άρα παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά. Δουλεύει ως καθηγήτρια Ιταλικών. Ο άντρας της είναι δικηγόρος. Ένα τυπικό της 24ωρο είναι γεμάτο... τρέξιμο χωρίς σταματημό. Ξυπνάει νωρίτερα από όλους, ετοιμάζει πρωινό, πηγαίνει τα παιδιά στο νηπιαγωγείο και το σχολείο, πηγαίνει στη δουλειά, μετά στο μπαλέτο για την κόρη της, μετά για τα μαθήματα ξιφασκίας του γιου της. Ο μικρότερος γιος της ανεβάζει πυρετό, πρέπει να τον φροντίσει. Ο νεροχύτης της έχει χαλάσει, δεν προλαβαίνει να τον φτιάξει, βάζει κουβά από κάτω. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Έχει να πάει και στην τράπεζα, που έχει κάνει λάθος – κάτι με το δάνειο τους. Η πεθερά της θέλει να βοηθήσει την κατάσταση αλλά είναι φορτική. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια παλιά της φίλη, που φλέρταρε απροκάλυπτα με τον σύζυγό της, τον πλησιάζει και πάλι – αφού πρώτα βρεθούν οι δυο τους και τα πούνε! Όλα αυτά είναι πάρα πολλά για να τα διαχειριστεί. Δεν υπάρχει χρόνος για να σκεφτεί. Δεν υπάρχει χρόνος για να βάλει μια τάξη. Αγαπάει την οικογένειά της. Θα είναι σε θέση να σώσει ότι είναι εύθραυστο και μοναδικό στη ζωή της;
Η άποψή μας: Αυτό που μας είπε η σκηνοθέτιδα στην παρουσίαση, αυτό και έκανε. Μια καθόλου υπερβολική καταγραφή μιας συνηθισμένης μέρας από τη ζωή μιας συνηθισμένης γυναίκας. Κι όχι, η ταινία δεν είναι καθόλου βαρετή. Να πω τη μαύρη αλήθεια, πρέπει να ζεις κάποια πράγματα για να τα εκτιμάς ως κινηματογραφική καταγραφή. Εγώ, βλέποντας την ταινία, ήταν σαν να έβλεπα μία μέρα από τη ζωή της γυναίκας μου! Εντάξει, χωρίς τα γκομενιλίκια από μέρους του συζύγου (no comment). Έτσι και η Σίσσυ, όπως και η Άννα της ταινίας. Όλη τη μέρα στο τρέξιμο. Να μην έχει χρόνο ούτε να σκεφτεί. Κι έχουμε μόνο ένα παιδί, έτσι, όχι τρία! Από το πρωί που ξυπνάει μέχρι το βράδυ πριν να κοιμηθεί, όλο τρέχει. Όλο κάτι κάνει. Για τη δουλειά της και για την οικογένειά της. Δεν θα με χαρακτήριζα... γαϊδούρι, ούτε αναίσθητο. Προσπαθώ να βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού και σε ότι έχει να κάνει με την ανατροφή της μικρής (το ίδιο κάνει και ο σύζυγος στην ταινία) αλλά αυτά δεν είναι αρκετά. Ας βοηθούν την κατάσταση κατά 10% και πολλά λέω.
Όχι, όλο αυτό που είδα στην ταινία μου ήταν εντελώς οικείο, αληθινό και προσβάσιμο. Έτσι γίνεται. Έτσι όπως δείχνει η ταινία. Και χωρίς να είναι... ντοκιμαντέρ το φιλμ, έτσι; Το μόνο... φάουλ που βρήκα ήταν το ποτό ανάμεσα στις δύο πρώην φίλες. Ε, ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα! Η δημιουργός, που εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας από τη ζωή και την καθημερινότητα της κολλητής της φίλης, ξέρει για τι πράγμα μιλάει και ξέρει πως να το παρουσιάσει. Δεν είναι ποτέ βαρύγδουπη. Δεν φτάνει ποτέ στον μελοδραματισμό. Δεν θέλει οι θεατές να λυπηθούν την ηρωίδα της. Ούτε να συμπάσχουν. Εντάξει, πολλές γυναίκες θα ταυτιστούν αδιαμφισβήτητα. Καταγραφή κάνει. Αγαπά την ηρωίδα της. Την καταλαβαίνει. Την νιώθει. Θα ήθελε μια καλύτερη ζωή για εκείνην. Μια ζωή όπου η ρουτίνα να είναι ευπρόσδεκτη καθώς οι αλλαγές από αυτήν μόνο σε χειρότερες καταστάσεις οδηγούν. Κι αυτό με τα παιδιά ρε παιδιά, πόσο αφοπλιστικά ρεαλιστικό. Να μην ακούν τι λένε οι γονείς τους, να μπορούν να γίνονται εκνευριστικά, να θέλουν να λένε τις ιστορίες τους, να ξεχνούν τα πράγματά τους, να φοράνε ρούχα αλλωνών, να μουτρώνουν όταν και όποτε θέλουν! Ανατριχιαστικό.
Πάρα πολύ καλή ταινία λοιπόν που ενδεχομένως να χρειαζόταν κάπως πιο έντονη δραματοποίηση για να αφορά όλους τους θεατές, όχι μόνον τις 40something παντρεμένες γυναίκες με παιδιά. Κινείται σε χαμηλά ημιτόνια. Είναι όμως ειλικρινής. Είναι η ταινία που ήθελε να γυρίσει η δημιουργός της. Κι έχει ένα καταπληκτικό, πολύ γλυκό φινάλε. Καμιά φορά το να κρυφτείς κάτω από ένα τραπέζι είναι το μόνο καταφύγιο που χρειάζεσαι. Εκεί, θαρρείς, και όλα σου τα προβλήματα θα πάψουν να υφίστανται. Θα πάψουν να υπάρχουν. Γιατί θα έχεις κρυφτεί. Όπως κάνουν τα παιδιά...
Θόδωρος Γιαχουστίδης