του Θόδωρου Γιαχουστίδη
#metoo από παντού!
Και #timesup. Το κύμα που δημιουργήθηκε από τις καταγγελίες για τον Χάρβεϊ Γουάινστάιν μεγάλωσε κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής των Χρυσών Σφαιρών, έγινε ακόμα μεγαλύτερο κατά την τελετή απονομής των Όσκαρ και το... τσουνάμι δεν άργησε να χτυπήσει και την Ευρώπη και το μεγαλύτερο φεστιβάλ της. Μέχρι και τηλεφωνική γραμμή για να καταγγέλλονται άμεσα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης έχει δημιουργηθεί. Έχει τεντώσει όμως και ξεχειλώσει λίγο το θέμα, έτσι; Σαφώς και γουρούνια λυμαίνονταν τον χώρο. Σαφώς και πολλοί άνδρες χρησιμοποίησαν τη δύναμη και τη θέση τους για να κερδίσουν σεξουαλικές χάρες από γυναίκες. Αλλά όλο αυτό τώρα θυμίζει υστερία. Λείπει η ψυχραιμία. Κινήσεις εντυπωσιασμού, κινήσεις που προκαλούν θυμηδία, κινήσεις εντέλει συντηρητικές. Θέλει δουλειά πολύ είναι αλήθεια για να εξαλείψουν τέτοιου είδους φαινόμενα στον συγκεκριμένο – και γιατί όχι, να το επεκτείνουμε ρε παιδιά – σε όλους τους χώρους. Σίγουρα πάντως δεν αποτελεί νίκη στον πόλεμο κατά των sexual predators το να διαγράφεται από την Ακαδημία Κινηματογράφου των ΗΠΑ ο Woody Allen και ο Roman Polanski. Ο Polanski μάλιστα διαβάζω ότι ετοιμάζεται να ασκήσει μήνυση εναντίον αυτής της απόφασης...
Σε άλλα νέα, η Ελλάδα δεν πέρασε στον τελικό της Eurovision, μια χαρά τα κατάφερε όμως η Ελένη Φουρέιρα εκπροσωπώντας την Κύπρο. Γιατί αν η μισή μου η καρδιά βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Ελλάδα βρίσκεται.
Σε άλλα νέα, η Ελλάδα δεν πέρασε στον τελικό της Eurovision, μια χαρά τα κατάφερε όμως η Ελένη Φουρέιρα εκπροσωπώντας την Κύπρο. Γιατί αν η μισή μου η καρδιά βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Ελλάδα βρίσκεται.
Πάμε όμως τώρα να παίξουμε μπαλίτσα. Πρώτη και μοναδική προβολή της σημερινής ημέρας (της Τετάρτης 8 Μαΐου δηλαδή) ήταν εκείνη που σήμανε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ. Μιλάμε για το Todos lo saben του Ιρανού σκηνοθέτη Asghar Farhadi. Που έχει αγγλικό τίτλο «Everybody Knows». Κατά μία έννοια, αποτελεί και ένα κλείσιμο του ματιού ο τίτλος της ταινίας, μιας που, θεωρητικά, μπορεί να αναφέρεται στον Weinstein και τη δράση του. Στην όγδοη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του, ο Farhadi, που έχει κερδίσει το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στις Κάννες για την ταινία Το παρελθόν (Le passe, 2013) αλλά και το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου – πάλι στις Κάννες – για την ταινία του Ο εμποράκος (Forushande, 2016), εδώ γυρίζει στα... ισπανικά, μη γνωρίζοντας γρι από τη συγκεκριμένη γλώσσα! Καθόλου δεν τον επηρεάζει αυτό. Οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει με τις προηγούμενες δουλειές του ήταν πολύ μεγάλες. Έφτασε στο ύψος των περιστάσεων;
Η υπόθεση: Η Λάουρα επιστρέφει στην πατρίδα της, στην Ισπανία, μετά από κάποια χρόνια απουσίας στην Αργεντινή, προκειμένου να παραβρεθεί στο γάμο της μικρότερης αδελφής της, της Άννας. Μαζί της είναι η έφηβη κόρη της και ο πιτσιρικάς γιος της, αλλά όχι ο σύζυγός της, ο Αλεχάντρο, ο οποίος αναβάλλει τη συμμετοχή του σ' αυτό το ταξίδι την τελευταία στιγμή. Η Λάουρα είναι πραγματικά χαρούμενη που βλέπει όλους του αγαπημένους συγγενείς της αλλά και τον φίλο της από τα παλιά, τον Πάκο. Με το Πάκο στο παρελθόν υπήρξαν εραστές. Πλέον, ο Πάκο είναι παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, την Μπέα, και είναι ιδιοκτήτης συνεταιρικά ενός αμπελώνα, που βγάζει καλό κρασί. Όλα πηγαίνουν μια χαρά στον γάμο, το κέφι εκτινάσσεται στα ύψη έως ότου ένα τρομερό γεγονός γειώνει τους πάντες και ιδιαίτερα τη Λάουρα. Μπορεί κάποιος να ελέγξει την κατάσταση, που πλέον είναι ανεξέλεγκτη; Και πόσα μυστικά και ψέματα θα βγουν στη φόρα;
Η άποψή μας: Κοίτα τώρα τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση. Ο Farhadi είναι ένας σκηνοθέτης (και σεναριογράφος, μην το ξεχνάνε ποτέ αυτό) ο οποίος μας έχει συνεπάρει με το έργο του. Τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα με το άψογο, Antognoniκό «Τι απέγινε η Έλι;» (Darbareye Elly, 2009). Υπέγραψε την καλύτερή του ταινία αμέσως μετά: μιλάμε για το Ένας χωρισμός (A Separation, 2011), ταινία για την οποία τιμήθηκε με το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έδειξε τα πρώτα σημάδια αδυναμίας με το Παρελθόν (Le passé, 2013), την πρώτη του ταινία την οποία δεν γύρισε στην μητρική του γλώσσα. Ακολούθησε ο Εμποράκος (Forushande, 2016), με τον οποίο επέστρεψε σε φόρμα, και τώρα τούτο εδώ. Που είναι πάρα πολύ καλή ταινία. Είναι όμως μάλλον η πιο μέτρια στη φιλμογραφία του. Κι όμως, η πιο μέτρια ταινία ενός σπουδαίου δημιουργού συνεχίζει να αποτελεί κάτι πολύ καλύτερο να δεις από τις καλύτερες ταινίες μέτριων και ατάλαντων ανθρώπων, που το παίζουν και μούρες.
Εδώ ο σκηνοθέτης φαίνεται ότι την πάτησε γιατί έβαλε λίιιιγο περισσότερο νερό στο κρασί του. Έχοντας ένα καστ με ότι καλύτερο (και ότι πιο όμορφο!) έχει να προσφέρει η Ισπανία (και η Αργεντινή!) αυτήν τη στιγμή, θέλησε να φτιάξει κάτι που να συνδυάζει το δεδομένο του ταλέντο στην εξιστόρηση καθημερινών, ανθρώπινων ιστοριών που αγγίζουν σχεδόν το θρίλερ, με κάτι που θα είναι εντελώς φιλικό με το μεγάλο κοινό, ενώ παράλληλα θα καλύπτει και τον εγωισμό των ηθοποιών του. Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει απόλυτα. Για πρώτη φορά το μεγάλο κοινό θα τον ανακαλύψει – και θα το ευχαριστηθεί, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε – αλλά οι πιο σινεφίλ, εκείνοι που έπιναν νερό στο όνομά του, καθώς κι εμείς, οι λεγόμενοι «επαγγελματίες» του χώρου (και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά μιας που τουλάχιστον στη χώρα μας, ελάχιστοι πλέον γραφιάδες αμείβονται για να γράφουν για σινεμά), θα δείτε ότι θα είμαστε οι γκρινιάρηδες. Εκείνοι με τις πιο πολλές αντιρρήσεις. Εκείνοι με τις πιο πολλές επιφυλάξεις...
Η ταινία ξεκινάει πολύ εντυπωσιακά και πολύ όμορφα. Μέσα σε έναν φωτισμένο από τον ήλιο κλειστό χώρο, υπάρχει μια κατασκευή, που κινείται και δημιουργεί ήχο. Υπάρχει κι ένα τεράστιο ρολόι – με μια μικρή τρύπα. Τόσο μικρή για να χωράνε σπουργίτια κι άλλα τοσοδούλικα πουλάκια, δεν χωράνε όμως περιστέρια. Ή εν πάση περιπτώσει, ένα περιστέρι που βρίσκεται στο χώρο αδυνατεί να βγει έξω. Είναι εγκλωβισμένο. «Είδε φως και μπήκε» αλλά δεν ξέρει πως να βγει. Ο χώρος αυτός είναι το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Θα το καταλάβουμε όταν ανοίξει το πλάνο και δούμε τις καμπάνες να χτυπούν. Αυτή είναι μία σκηνή που «προσφέρει» ο σκηνοθέτης στους παλιούς οπαδούς του. Και είναι η πρώτη από λίγες αλλά καίριες χριστιανικές – θρησκευτικές επισημάνσεις. Η θρησκεία σε εγκλωβίζει. Οκ. Πολύ ωραία εικόνα, πολύ ωραία σκηνή, αλλά λίγο... άσχετη με ότι ακολουθήσει. Ίσως, ίσως λέω, να σώζεται από το γεγονός ότι ο Farhadi θέλει να μιλήσει περισσότερο για την ηθική.
Ηθική που σμιλεύεται από τη θρησκεία. Εξού το πρώτο πλάνο. Εξού και το τελευταίο πλάνο, στο οποίο ένα λάστιχο ρίχνει με δύναμη νερό στον σταυρό που δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας όπου λαμβάνει χώρα το μικρό μας δράμα. Ο δημιουργός παίρνει το χρόνο του για να μας συστήσει τους χαρακτήρες, να τους δώσει βάθος και υπόσταση. Είναι όλοι τους τόσο καλοί, τόσο όμορφοι, τα πάντα είναι ηλιόλουστα, «σήμερα γάμος γίνεται». Ναι, η χαρά όλων είναι μεγάλη, οι παραγωγοί κρασιού έχουν τη φάτσα του Bardem (μέχρι και τρακτέρ οδηγάει ο άτιμος!), τα κορίτσια είναι υπέροχα και ατίθασα, τα αγόρια γεμάτα ζωή και κάλλος. Πολύς χρόνος όμως περνάει. Πολύς. Για να γίνει πιο έντονη η αντίθεση με ότι θα ακολουθήσει; Μάλλον. Χρειαζόταν όμως καλύτερη διαχείριση.
Κάποια στιγμή γίνεται ο γάμος, ακολουθεί γλέντι, η Ιρένε (η κόρη της Cruz στην ταινία) τα παίζει, πάει να ξαπλώσει και όταν το γλέντι τελειώνει, η Ιρένε δεν είναι πουθενά. Τι απέγινε η Ιρένε; Γιατί η πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν, ήταν κλειδωμένη από μέσα; Ποιος άφησε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες που αναφέρονται σε παλιότερη περίπτωση απαγωγής στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο αδελφός της Ιρένε; Γιατί ναι, για απαγωγή μιλάμε. Το πρώτο sms φτάνει στο κινητό της μητέρας: οι απαγωγείς ζητούν 300 χιλιάδες ευρώ ως λύτρα για να απελευθερώσουν την Ιρένε. Πού και πως θα βρεθούν τα λεφτά; Να πούμε πως η απαγωγή λαμβάνει χώρα όταν αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Και οι απαγωγείς είχαν σκεφτεί μέχρι και να κόψουν το ρεύμα. Το σκηνικό αλλάζει. Κι ενώ ως τη στιγμή της απαγωγής νιώθουμε ότι βλέπουμε μια φωτογενή οικογενειακή κομεντί, λουσμένη στο φως, αμέσως μετά την απαγωγή νιώθουμε ότι βλέπουμε κάτι που θα έγραφε η Agatha Christie αν ποτέ της έλεγαν ότι μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο της θα παρουσιαζόταν στο κουλτουριάρικο (με ή χωρίς εισαγωγικά) φεστιβάλ των Καννών.
Ποιοι είναι οι απαγωγείς; Πως μπόρεσαν να καταφέρουν κάτι τόσο δύσκολο και ενώ στο σπίτι, την ώρα του γλεντιού, υπήρχαν τόσο πολλοί καλεσμένοι; Μήπως είναι τα παιδιά από το κέντρο της απεξάρτησης, που προσλήφθηκαν να γυρίσουν το βίντεο του γάμου με κάμερα drone; Μήπως είναι κάποιοι από τους μετανάστες, που δουλεύουν στο αμπέλι του Πάκο; Μήπως ο... εχθρός βρίσκεται μέσα στο σπίτι; Ξυπνάει ο Σέρλοκ Χολμς μέσα μας. Και μετά αρχίζουν οι αποκαλύψεις. Απανωτές. Δυνατές. Η μία μετά την άλλη. Όλοι ξέρουν, λέει ειρωνικά ο τίτλος της ταινίας. Μπα, κανείς δεν ξέρει, είναι το σωστό. Και ιδίως οι θεατές! Που βρίσκονται εξ απίνης να χρειάζεται να διαχειριστούν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, για τους ήρωες της ταινίες, τους οποίους νόμιζε ότι γνώριζε! Όχι όμως. Οι αποκαλύψεις είναι απανωτές. Και οι ανατροπές.
Κι εδώ είναι η άλλη παγίδα στην οποία πέφτει ο Ιρανός. Οι απανωτές αποκαλύψεις και ανατροπές οδηγούν τον θεατή είτε στο να τις... απαξιώσει είτε στο να τις χλευάσει. Γιατί μετά από τόσο build-up, στο φινάλε έχεις μια αίσθηση τύπου «αυτό ήταν;». Και υπάρχουν και σκηνές όπως πχ εκείνη όπου ο Πάκο είναι σε ένα καφέ, μιλάει με τον γαμπρό της Λάουρα, και βλέπει στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου μια γυναικάρα με τεράστια στήθη. Η οποία τον βλέπει που τη βλέπει και του χαμογελάει! Γιατί έπρεπε να μείνει στο μοντάζ; Για να μας δείξει ότι ο Πάκο ήταν γκομενιάρης στο παρελθόν; Μα το γνωρίζουμε ήδη από άλλα στοιχεία. Αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα στοιχείο της ταινίας που χτυπάει άριστα αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τη διεύθυνση φωτογραφίας.
Ο José Luis Alcaine, εκ των μονίμων συνεργατών του Pedro Almodovar, κάνει θαύματα σε οποιεσδήποτε συνθήκες του ζητήθηκε να γυρίσει. Μπράβο. Εν κατακλείδι, αυτή είναι μια ταινία που θα καταγραφεί ως η πιο εμπορική του Farhadi έως σήμερα, όντας κάτι σαν ένα best off του. Ωραία πράγματα δηλαδή και γνωστά αλλά όχι κάτι καινούριο που θα σε αιφνιδιάσει. Πάμε για άλλα!
Η υπόθεση: Η Λάουρα επιστρέφει στην πατρίδα της, στην Ισπανία, μετά από κάποια χρόνια απουσίας στην Αργεντινή, προκειμένου να παραβρεθεί στο γάμο της μικρότερης αδελφής της, της Άννας. Μαζί της είναι η έφηβη κόρη της και ο πιτσιρικάς γιος της, αλλά όχι ο σύζυγός της, ο Αλεχάντρο, ο οποίος αναβάλλει τη συμμετοχή του σ' αυτό το ταξίδι την τελευταία στιγμή. Η Λάουρα είναι πραγματικά χαρούμενη που βλέπει όλους του αγαπημένους συγγενείς της αλλά και τον φίλο της από τα παλιά, τον Πάκο. Με το Πάκο στο παρελθόν υπήρξαν εραστές. Πλέον, ο Πάκο είναι παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, την Μπέα, και είναι ιδιοκτήτης συνεταιρικά ενός αμπελώνα, που βγάζει καλό κρασί. Όλα πηγαίνουν μια χαρά στον γάμο, το κέφι εκτινάσσεται στα ύψη έως ότου ένα τρομερό γεγονός γειώνει τους πάντες και ιδιαίτερα τη Λάουρα. Μπορεί κάποιος να ελέγξει την κατάσταση, που πλέον είναι ανεξέλεγκτη; Και πόσα μυστικά και ψέματα θα βγουν στη φόρα;
Η άποψή μας: Κοίτα τώρα τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση. Ο Farhadi είναι ένας σκηνοθέτης (και σεναριογράφος, μην το ξεχνάνε ποτέ αυτό) ο οποίος μας έχει συνεπάρει με το έργο του. Τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα με το άψογο, Antognoniκό «Τι απέγινε η Έλι;» (Darbareye Elly, 2009). Υπέγραψε την καλύτερή του ταινία αμέσως μετά: μιλάμε για το Ένας χωρισμός (A Separation, 2011), ταινία για την οποία τιμήθηκε με το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έδειξε τα πρώτα σημάδια αδυναμίας με το Παρελθόν (Le passé, 2013), την πρώτη του ταινία την οποία δεν γύρισε στην μητρική του γλώσσα. Ακολούθησε ο Εμποράκος (Forushande, 2016), με τον οποίο επέστρεψε σε φόρμα, και τώρα τούτο εδώ. Που είναι πάρα πολύ καλή ταινία. Είναι όμως μάλλον η πιο μέτρια στη φιλμογραφία του. Κι όμως, η πιο μέτρια ταινία ενός σπουδαίου δημιουργού συνεχίζει να αποτελεί κάτι πολύ καλύτερο να δεις από τις καλύτερες ταινίες μέτριων και ατάλαντων ανθρώπων, που το παίζουν και μούρες.
Εδώ ο σκηνοθέτης φαίνεται ότι την πάτησε γιατί έβαλε λίιιιγο περισσότερο νερό στο κρασί του. Έχοντας ένα καστ με ότι καλύτερο (και ότι πιο όμορφο!) έχει να προσφέρει η Ισπανία (και η Αργεντινή!) αυτήν τη στιγμή, θέλησε να φτιάξει κάτι που να συνδυάζει το δεδομένο του ταλέντο στην εξιστόρηση καθημερινών, ανθρώπινων ιστοριών που αγγίζουν σχεδόν το θρίλερ, με κάτι που θα είναι εντελώς φιλικό με το μεγάλο κοινό, ενώ παράλληλα θα καλύπτει και τον εγωισμό των ηθοποιών του. Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει απόλυτα. Για πρώτη φορά το μεγάλο κοινό θα τον ανακαλύψει – και θα το ευχαριστηθεί, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε – αλλά οι πιο σινεφίλ, εκείνοι που έπιναν νερό στο όνομά του, καθώς κι εμείς, οι λεγόμενοι «επαγγελματίες» του χώρου (και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά μιας που τουλάχιστον στη χώρα μας, ελάχιστοι πλέον γραφιάδες αμείβονται για να γράφουν για σινεμά), θα δείτε ότι θα είμαστε οι γκρινιάρηδες. Εκείνοι με τις πιο πολλές αντιρρήσεις. Εκείνοι με τις πιο πολλές επιφυλάξεις...
Η ταινία ξεκινάει πολύ εντυπωσιακά και πολύ όμορφα. Μέσα σε έναν φωτισμένο από τον ήλιο κλειστό χώρο, υπάρχει μια κατασκευή, που κινείται και δημιουργεί ήχο. Υπάρχει κι ένα τεράστιο ρολόι – με μια μικρή τρύπα. Τόσο μικρή για να χωράνε σπουργίτια κι άλλα τοσοδούλικα πουλάκια, δεν χωράνε όμως περιστέρια. Ή εν πάση περιπτώσει, ένα περιστέρι που βρίσκεται στο χώρο αδυνατεί να βγει έξω. Είναι εγκλωβισμένο. «Είδε φως και μπήκε» αλλά δεν ξέρει πως να βγει. Ο χώρος αυτός είναι το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Θα το καταλάβουμε όταν ανοίξει το πλάνο και δούμε τις καμπάνες να χτυπούν. Αυτή είναι μία σκηνή που «προσφέρει» ο σκηνοθέτης στους παλιούς οπαδούς του. Και είναι η πρώτη από λίγες αλλά καίριες χριστιανικές – θρησκευτικές επισημάνσεις. Η θρησκεία σε εγκλωβίζει. Οκ. Πολύ ωραία εικόνα, πολύ ωραία σκηνή, αλλά λίγο... άσχετη με ότι ακολουθήσει. Ίσως, ίσως λέω, να σώζεται από το γεγονός ότι ο Farhadi θέλει να μιλήσει περισσότερο για την ηθική.
Ηθική που σμιλεύεται από τη θρησκεία. Εξού το πρώτο πλάνο. Εξού και το τελευταίο πλάνο, στο οποίο ένα λάστιχο ρίχνει με δύναμη νερό στον σταυρό που δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας όπου λαμβάνει χώρα το μικρό μας δράμα. Ο δημιουργός παίρνει το χρόνο του για να μας συστήσει τους χαρακτήρες, να τους δώσει βάθος και υπόσταση. Είναι όλοι τους τόσο καλοί, τόσο όμορφοι, τα πάντα είναι ηλιόλουστα, «σήμερα γάμος γίνεται». Ναι, η χαρά όλων είναι μεγάλη, οι παραγωγοί κρασιού έχουν τη φάτσα του Bardem (μέχρι και τρακτέρ οδηγάει ο άτιμος!), τα κορίτσια είναι υπέροχα και ατίθασα, τα αγόρια γεμάτα ζωή και κάλλος. Πολύς χρόνος όμως περνάει. Πολύς. Για να γίνει πιο έντονη η αντίθεση με ότι θα ακολουθήσει; Μάλλον. Χρειαζόταν όμως καλύτερη διαχείριση.
Κάποια στιγμή γίνεται ο γάμος, ακολουθεί γλέντι, η Ιρένε (η κόρη της Cruz στην ταινία) τα παίζει, πάει να ξαπλώσει και όταν το γλέντι τελειώνει, η Ιρένε δεν είναι πουθενά. Τι απέγινε η Ιρένε; Γιατί η πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν, ήταν κλειδωμένη από μέσα; Ποιος άφησε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες που αναφέρονται σε παλιότερη περίπτωση απαγωγής στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο αδελφός της Ιρένε; Γιατί ναι, για απαγωγή μιλάμε. Το πρώτο sms φτάνει στο κινητό της μητέρας: οι απαγωγείς ζητούν 300 χιλιάδες ευρώ ως λύτρα για να απελευθερώσουν την Ιρένε. Πού και πως θα βρεθούν τα λεφτά; Να πούμε πως η απαγωγή λαμβάνει χώρα όταν αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Και οι απαγωγείς είχαν σκεφτεί μέχρι και να κόψουν το ρεύμα. Το σκηνικό αλλάζει. Κι ενώ ως τη στιγμή της απαγωγής νιώθουμε ότι βλέπουμε μια φωτογενή οικογενειακή κομεντί, λουσμένη στο φως, αμέσως μετά την απαγωγή νιώθουμε ότι βλέπουμε κάτι που θα έγραφε η Agatha Christie αν ποτέ της έλεγαν ότι μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο της θα παρουσιαζόταν στο κουλτουριάρικο (με ή χωρίς εισαγωγικά) φεστιβάλ των Καννών.
Ποιοι είναι οι απαγωγείς; Πως μπόρεσαν να καταφέρουν κάτι τόσο δύσκολο και ενώ στο σπίτι, την ώρα του γλεντιού, υπήρχαν τόσο πολλοί καλεσμένοι; Μήπως είναι τα παιδιά από το κέντρο της απεξάρτησης, που προσλήφθηκαν να γυρίσουν το βίντεο του γάμου με κάμερα drone; Μήπως είναι κάποιοι από τους μετανάστες, που δουλεύουν στο αμπέλι του Πάκο; Μήπως ο... εχθρός βρίσκεται μέσα στο σπίτι; Ξυπνάει ο Σέρλοκ Χολμς μέσα μας. Και μετά αρχίζουν οι αποκαλύψεις. Απανωτές. Δυνατές. Η μία μετά την άλλη. Όλοι ξέρουν, λέει ειρωνικά ο τίτλος της ταινίας. Μπα, κανείς δεν ξέρει, είναι το σωστό. Και ιδίως οι θεατές! Που βρίσκονται εξ απίνης να χρειάζεται να διαχειριστούν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, για τους ήρωες της ταινίες, τους οποίους νόμιζε ότι γνώριζε! Όχι όμως. Οι αποκαλύψεις είναι απανωτές. Και οι ανατροπές.
Κι εδώ είναι η άλλη παγίδα στην οποία πέφτει ο Ιρανός. Οι απανωτές αποκαλύψεις και ανατροπές οδηγούν τον θεατή είτε στο να τις... απαξιώσει είτε στο να τις χλευάσει. Γιατί μετά από τόσο build-up, στο φινάλε έχεις μια αίσθηση τύπου «αυτό ήταν;». Και υπάρχουν και σκηνές όπως πχ εκείνη όπου ο Πάκο είναι σε ένα καφέ, μιλάει με τον γαμπρό της Λάουρα, και βλέπει στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου μια γυναικάρα με τεράστια στήθη. Η οποία τον βλέπει που τη βλέπει και του χαμογελάει! Γιατί έπρεπε να μείνει στο μοντάζ; Για να μας δείξει ότι ο Πάκο ήταν γκομενιάρης στο παρελθόν; Μα το γνωρίζουμε ήδη από άλλα στοιχεία. Αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα στοιχείο της ταινίας που χτυπάει άριστα αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τη διεύθυνση φωτογραφίας.
Ο José Luis Alcaine, εκ των μονίμων συνεργατών του Pedro Almodovar, κάνει θαύματα σε οποιεσδήποτε συνθήκες του ζητήθηκε να γυρίσει. Μπράβο. Εν κατακλείδι, αυτή είναι μια ταινία που θα καταγραφεί ως η πιο εμπορική του Farhadi έως σήμερα, όντας κάτι σαν ένα best off του. Ωραία πράγματα δηλαδή και γνωστά αλλά όχι κάτι καινούριο που θα σε αιφνιδιάσει. Πάμε για άλλα!
Θόδωρος Γιαχουστίδης