του Joachim Trier. Με τους Eili Harboe, Kaya Wilkins, Henrik Rafaelsen, Ellen Dorrit Petersen
Carrie, Carrie, maybe we'll meet again!
του zerVo (@moviesltd)
Ανήκοντας στην προνομιούχα εμπορικά και οικονομικά ζώνη της Σκανδιναβίας, η Νορβηγία έχει την δυνατότητα να προσφέρει στους κατοίκους της, μια από τις πιο υψηλές στην σχετική βαθμίδα, ποιότητες ζωής του πλανήτη. Αποτέλεσμα προγραμματισμού δεκαετιών, ώστε το κράτος να φροντίζει για τις υψηλές αποδοχές των εργαζομένων, όσο και για τις ιδανικές κοινωνικές παροχές στον λαό, που με όλο αυτό το πακέτο απολαβών θα έπρεπε φυσιολογικά να νιώθει ασφαλής, ικανοποιημένος, overall ευτυχισμένος. Κι όμως χάρη σε μια ιδιαιτερότητα της φύσης, την ατελείωτη ημέρα, μα κυρίως την απάλευτα εξάμηνη νύχτα, οι κάτοικοι αυτής της πλούσιας γωνιάς της Βορείου Ευρώπης, σε όποια έκφανση κι αν τους συναντήσεις, σου δείχνουν μουντοί, σκυθρωποί, αγέλαστοι, σαν διαρκώς στενοχωρημένοι. Και για να το συνδέσω με το κινηματογραφικό μας θέμα, δεν γίνεται να θυμηθώ στιγμιότυπο ταινίας από εκείνη την γειτονιά, που κάποιος από τους ήρωες της να διασκεδάζει, να περνά όμορφα, να κεφάρει αυθόρμητα και ανθρώπινα. Φυσιολογικά είναι η κατάλληλη λέξη μάλλον. Σε αυτό το συννεφιασμένο και άφωτο κλίμα, κινείται μια ακόμη δημιουργία από τον τόπο των Βίκνγκς, το ψυχολογικό, με τάσεις μεταφυσικές, θρίλερ, Thelma.
Μεγαλωμένη ως μοναχοκόρη, με αυστηρές, χριστιανικές αρχές, στο περιβάλλον μιας οικογένειας περιοριστικής και διαρκώς ελεγκτικής, η νεαρή Θέλμα θα νιώσει το ξαφνικό μούδιασμα του αιφνιδιασμού, ευρισκόμενη στον καινούργιο και ξένο για τις συνήθειες της χώρο του πανεπιστημίου της πρωτεύουσας, όπου φοιτά. Ντροπαλή, λιγομίλητη και απόμακρη, δυσκολεύεται ιδιαίτερα να εισέλθει σε κοινωνικούς κύκλους, γεγονός που την έχει καταστήσει ως ένα από τα λιγότερο δημοφιλή πρόσωπα της σειράς της. Η γνωριμία της με την διαχυτική και άνετη συνομήλικη της, Άνια, θα αλλάξει το αρνητικό συναίσθημα της φοβισμένης 18χρονης, ειδικά από την στιγμή που η σχέση τους θα αναπτυχθεί σε στάδιο, περαιτέρω της φιλίας.
Μπερδεμένη και βουτηγμένη στην αγωνία, μην τυχόν και οι συμπεριφορές της δεν συνάδουν με την ανατροφή που έχει πάρει από τους γονείς της, η Θέλμα θα δεχτεί ακόμη ένα κτύπημα, καθώς αυτή η ανασφάλεια θα της προκαλέσει κρίσεις, τύπου επιληπτικές, που θα προκαλέσουν και ενός είδους ιδιόμορφα φαινόμενα στον περίγυρο της. Αποκρύπτοντας τα πάντα από τον αινιγματικό πατέρα και την ακινητοποιημένη σε αναπηρικό καρότσι μητέρα της, η μικρή θα πιστέψει πως διαθέτει τις ψυχικές δυνάμεις για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Το ξύπνημα των μυστικών του παρελθόντος της, που είχαν θαφτεί καλά για τα καλά στην λήθη, θα δώσει εξηγήσεις για όλα όσα μυστηριώδη συμβαίνουν σιμά της, δίχως αυτό να σημαίνει όμως πως θα καταφέρει να διατηρήσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Το αντίθετο μάλιστα...
Η αλήθεια είναι πως από την εισαγωγική - καθηλωτική μέσα στην σιγή και το ολόλευκο τοπίο του χιονισμένου βορρά - σεκάνς, που επιστρέφει την δράση μιάμιση δεκαετία πίσω, στα μικράτα του κοριτσιού, γίνεται αντιληπτό πως πίσω από τις σφαλισμένες πόρτες της οικίας της Θέλμας, κάτι παράξενα αξεπέραστο έχει συμβεί. Κάτι νοσηρό, περίεργο, ανεξήγητο, υπερφυσικό και αδύνατα αντιμετωπίσιμο. Εννοείται πως την στιγμή που ξεκινούν οι επιληψίες, τα τρέμουλα, οι σπαραγμοί στο πάτωμα, συνάμα με τις τηλεπαθητικές εκρήξεις, οι εμπειρότεροι θεατές πανεύκολα θα καταλάβουν τι "τρέχει", εκτιμώ πως θα αποκαλύψουν μέσα τους ορθολογικά τι "έχει τρέξει" και θα προετοιμαστούν ανάλογα για όσα θα "τρέξουν" στην τρίτη και τελική πράξη, όπου αναμένεται να πραγματοποιηθεί το πανδαιμόνιο της εξόδου. Αν πάντως, τόσο το βασικό στόρυ όσο και η εξέλιξη του, κάτι σου φέρνουν στο μυαλό και καρτερείς ιπτάμενα μαχαίρια να καρφώνονται σε τοίχους, τεχνητά λουτρά αίματος να ποτίζουν το ζορισμένο κορίτσι και μανιασμένες αυτοφλεγείς καταστάσεις να τα κάνουν όλα στάχτη, να σου κόψω την όρεξη, αυτά έλαβαν χώρα μια φορά κι έναν καιρό στο πόνημα που έθεσε τις βάσεις για την ύπαρξη του παρόντος στην σκεπτική ενός ταλαντούχου κατά τα άλλα σκανδιναβού κινηματογραφιστή, όπως ο Joachim Trier.
Που στο παρελθόν σε όχι και λίγες περιπτώσεις, έχει ασχοληθεί στις δημιουργίες του με το ίδιο ακριβώς ζήτημα, της γνώριμης (και αποκρουστικής σε εμάς τους ηλιόλουστους) βορειοευρωπαίας κατάθλιψης, τόσο ας πούμε στο Oslo, 31. August, όσο και στο αγγλόφωνο Louder Than Bombs, κινούμενος ακριβώς στο ίδιο αργού τέμπο, προβληματισμένο μοτίβο. Εδώ οι αλλαγές που προτείνει δεν έχουν να κάνουν τόσο με το τεχνικό κομμάτι του έργου του, εκεί που η παγωμένη φωτογραφία των σκηνικών του Όσλο ή της περιφέρειας του, δένει τέλεια με την αναστατωμένη ψυχή της ηρωίδας του, όσο με το γενικότερο Stephen King - τηλεκινητικό - θρίλερ κλίμα που με την αφήγηση του, την περιβάλλει, όσο διαρκεί η αναμενόμενη έκρηξη των φυλακισμένων της αισθήσεων. Από την ρουτίνα στο ξέδωμα, από την χορωδία του κατηχητικού στα ξέφρενα ρέιβ πάρτι, από την μοναξιά του δωματίου στα πολυπληθή κλαμπς, από της αιχμαλωσία της μονάδας στην σημασία ζωής του συνόλου. Κι αν οι ενοχές επανέλθουν ως Ερινύες για να κατατρέξουν την όποια ασωτία της πιτσιρίκας? Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Όπως τότε παλιά, που και πάλι τα σωθικά ανακατεύτηκαν με τους κόμπους της ζήλιας, του φθόνου, της παιδικής ανασφάλειας.
Ναι, σε όλα! Και μια χαρά συμμαζεμένο είναι το φιλμάκι, τόσο χρονικά όσο και σεναριακά, με τα κενά να τα καλύπτει η ποίηση και οι διαρκείς αλληγορίες. Μόνο που το έχουμε ξαναδεί και σε ορίτζιναλ και σε (κακό) ριμέικ! Σύμφωνοι, όχι σε γλώσσα αδιάφορη Νορβηγική, ούτε με indie φιλμική προσέγγιση, που ενθουσιάζει τους φεστιβαλιστές, αλλά σαφώς πιο εμπνευσμένο στην ανάλυση της θολούρας που διακατέχει τα εσώψυχα μιας άμαθης τραυματισμένης προσωπικότητας. Και που εδώ συντρίβεται ολοσχερώς καθώς εισέρχεται στην ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης. Μα για στάσου, ακόμη και στην πιο απότομη εκδοχή του, αυτό το σπάσιμο των δεσμών, το αντίθετο αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχει και το όποιο μίσος να καταρρίπτεται από την απόλαυση της ζωής, του κεφιού, της αγάπης. Μάλλον με έξι μήνες σκοτεινιά στο βλέμμα, αλλιώς αντιλαμβάνονται κάποιοι τα πράγματα...
Μπερδεμένη και βουτηγμένη στην αγωνία, μην τυχόν και οι συμπεριφορές της δεν συνάδουν με την ανατροφή που έχει πάρει από τους γονείς της, η Θέλμα θα δεχτεί ακόμη ένα κτύπημα, καθώς αυτή η ανασφάλεια θα της προκαλέσει κρίσεις, τύπου επιληπτικές, που θα προκαλέσουν και ενός είδους ιδιόμορφα φαινόμενα στον περίγυρο της. Αποκρύπτοντας τα πάντα από τον αινιγματικό πατέρα και την ακινητοποιημένη σε αναπηρικό καρότσι μητέρα της, η μικρή θα πιστέψει πως διαθέτει τις ψυχικές δυνάμεις για να ξεπεράσει τον σκόπελο. Το ξύπνημα των μυστικών του παρελθόντος της, που είχαν θαφτεί καλά για τα καλά στην λήθη, θα δώσει εξηγήσεις για όλα όσα μυστηριώδη συμβαίνουν σιμά της, δίχως αυτό να σημαίνει όμως πως θα καταφέρει να διατηρήσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Το αντίθετο μάλιστα...
Η αλήθεια είναι πως από την εισαγωγική - καθηλωτική μέσα στην σιγή και το ολόλευκο τοπίο του χιονισμένου βορρά - σεκάνς, που επιστρέφει την δράση μιάμιση δεκαετία πίσω, στα μικράτα του κοριτσιού, γίνεται αντιληπτό πως πίσω από τις σφαλισμένες πόρτες της οικίας της Θέλμας, κάτι παράξενα αξεπέραστο έχει συμβεί. Κάτι νοσηρό, περίεργο, ανεξήγητο, υπερφυσικό και αδύνατα αντιμετωπίσιμο. Εννοείται πως την στιγμή που ξεκινούν οι επιληψίες, τα τρέμουλα, οι σπαραγμοί στο πάτωμα, συνάμα με τις τηλεπαθητικές εκρήξεις, οι εμπειρότεροι θεατές πανεύκολα θα καταλάβουν τι "τρέχει", εκτιμώ πως θα αποκαλύψουν μέσα τους ορθολογικά τι "έχει τρέξει" και θα προετοιμαστούν ανάλογα για όσα θα "τρέξουν" στην τρίτη και τελική πράξη, όπου αναμένεται να πραγματοποιηθεί το πανδαιμόνιο της εξόδου. Αν πάντως, τόσο το βασικό στόρυ όσο και η εξέλιξη του, κάτι σου φέρνουν στο μυαλό και καρτερείς ιπτάμενα μαχαίρια να καρφώνονται σε τοίχους, τεχνητά λουτρά αίματος να ποτίζουν το ζορισμένο κορίτσι και μανιασμένες αυτοφλεγείς καταστάσεις να τα κάνουν όλα στάχτη, να σου κόψω την όρεξη, αυτά έλαβαν χώρα μια φορά κι έναν καιρό στο πόνημα που έθεσε τις βάσεις για την ύπαρξη του παρόντος στην σκεπτική ενός ταλαντούχου κατά τα άλλα σκανδιναβού κινηματογραφιστή, όπως ο Joachim Trier.
Που στο παρελθόν σε όχι και λίγες περιπτώσεις, έχει ασχοληθεί στις δημιουργίες του με το ίδιο ακριβώς ζήτημα, της γνώριμης (και αποκρουστικής σε εμάς τους ηλιόλουστους) βορειοευρωπαίας κατάθλιψης, τόσο ας πούμε στο Oslo, 31. August, όσο και στο αγγλόφωνο Louder Than Bombs, κινούμενος ακριβώς στο ίδιο αργού τέμπο, προβληματισμένο μοτίβο. Εδώ οι αλλαγές που προτείνει δεν έχουν να κάνουν τόσο με το τεχνικό κομμάτι του έργου του, εκεί που η παγωμένη φωτογραφία των σκηνικών του Όσλο ή της περιφέρειας του, δένει τέλεια με την αναστατωμένη ψυχή της ηρωίδας του, όσο με το γενικότερο Stephen King - τηλεκινητικό - θρίλερ κλίμα που με την αφήγηση του, την περιβάλλει, όσο διαρκεί η αναμενόμενη έκρηξη των φυλακισμένων της αισθήσεων. Από την ρουτίνα στο ξέδωμα, από την χορωδία του κατηχητικού στα ξέφρενα ρέιβ πάρτι, από την μοναξιά του δωματίου στα πολυπληθή κλαμπς, από της αιχμαλωσία της μονάδας στην σημασία ζωής του συνόλου. Κι αν οι ενοχές επανέλθουν ως Ερινύες για να κατατρέξουν την όποια ασωτία της πιτσιρίκας? Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Όπως τότε παλιά, που και πάλι τα σωθικά ανακατεύτηκαν με τους κόμπους της ζήλιας, του φθόνου, της παιδικής ανασφάλειας.
Ναι, σε όλα! Και μια χαρά συμμαζεμένο είναι το φιλμάκι, τόσο χρονικά όσο και σεναριακά, με τα κενά να τα καλύπτει η ποίηση και οι διαρκείς αλληγορίες. Μόνο που το έχουμε ξαναδεί και σε ορίτζιναλ και σε (κακό) ριμέικ! Σύμφωνοι, όχι σε γλώσσα αδιάφορη Νορβηγική, ούτε με indie φιλμική προσέγγιση, που ενθουσιάζει τους φεστιβαλιστές, αλλά σαφώς πιο εμπνευσμένο στην ανάλυση της θολούρας που διακατέχει τα εσώψυχα μιας άμαθης τραυματισμένης προσωπικότητας. Και που εδώ συντρίβεται ολοσχερώς καθώς εισέρχεται στην ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης. Μα για στάσου, ακόμη και στην πιο απότομη εκδοχή του, αυτό το σπάσιμο των δεσμών, το αντίθετο αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχει και το όποιο μίσος να καταρρίπτεται από την απόλαυση της ζωής, του κεφιού, της αγάπης. Μάλλον με έξι μήνες σκοτεινιά στο βλέμμα, αλλιώς αντιλαμβάνονται κάποιοι τα πράγματα...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Απριλίου 2018 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική