του Χρύσανθου Κωνσταντινίδη
...μηνών τεσσάρων, Αβάπτιστο.
του zerVo (@moviesltd)
Ούτε ένα σημείο δεν υπάρχει στην πανέμορφη μεγαλούπολη της Ηπείρου, που αν βρεθείς και σηκώσεις το βλέμμα ψηλά προς την μεριά της Πίνδου, να μην το αντικρίσεις αυτό το όμορφο χωριουδάκι, που στέκει αγέρωχο εκεί πάνω στο Μιτσικέλι, αγναντεύοντας τα νερά της Παμβώτιδας. Κι από την σκέψη σου διαβαίνει μονομιάς η απέναντι καρτ ποστάλ, εκείνη η πανοραμική που θωρούν κάθε μέρα, αιώνες τώρα οι Λιγκιάδες, αυτό το μάζεμα τριάντα, σαράντα σπιτιών, που για τον λόγο αυτό αποκλήθηκε κοσμητικά, ως το Μπαλκόνι των Ιωαννίνων. Τύχη και Λάχεση μοναδική, που η μοίρα όμως ζήλεψε σφόδρα, ζητώντας να τιμωρήσει τον ορεινό οικισμό για τούτο του το προνόμιο. Μεσημέρι ήταν, Οκτωβριάτικο. Του κατοχικού χειμώνα του 43'...
Κατόπιν εντολής του στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, μια διμοιρία επίλεκτων μαχητών της Βέρμαχτ, στελεχών της φημισμένης μεραρχίας αλπινιστών Έντελβάις, αφού αποκλείσει τις εξόδους του χωριού, θα πραγματοποιήσει έφοδο σε κάθε σπίτι, βγάζοντας στους δρόμους τους αιφνιδιασμένους κατοίκους. Όσους είχαν απομείνει στον τόπο, εκείνο το μοιραίο απόγευμα, καθώς οι περισσότεροι είχαν από νωρίς ταξιδέψει ίσαμε τος κοντινές Καρυές, για να φορτώσουν καρύδια, λιγοστά εφόδια κι εκείνα για να ξεπεράσουν την πείνα. Μόνο οι υπερήλικες και τα γυναικόπαιδα βρίσκονταν την ώρα αυτή στα κονάκια τους, μόνο εκείνους τους αμάχους εντόπισαν οι μανιασμένοι Ναζί και πάνω τους ξέσπασαν ολάκερο το μίσος και την απανθρωπιά, εκτελώντας τους εν ψυχρώ και καίγοντας τους ζωντανούς. Επί παραδειγματισμό! Για να δουν όλοι, από κάθε γωνιά της πόλης πως τιμωρούν τους στασιαστές οι κυρίαρχοι, οι εξαίρετοι, οι Άριοι.
82 νεκρούς θρήνησε εκείνη την μαύρη ημέρα το μαρτυρικό χωριό των Λιγκιάδων, το ένα τρίτο περίπου του συνολικού του πληθυσμού. Οι εικόνες δε που αντίκρισαν οι ανυποψίαστοι συντοπίτες επιστρέφοντας και βλέποντας μπροστά στα κατεστραμμένα τους σπίτια να κυλά ποτάμι το αίμα των αγαπημένων τους προσώπων, φρικιαστικές, από αυτές που ριζώνουν βαθιά μέσα στην ψυχή και δεν λευτερώνονται ποτέ, ακόμη κι όταν εκείνη ταξιδέψει. Όσο για τους ελάχιστους που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα νύχια των Γερμανών, οι εφιάλτες από την ανείπωτη τραγωδία, επέστρεφαν ολοζώντανοι μέχρι τα στερνά τους, βυθίζοντας τους και πάλι στην απόγνωση και την οδύνη.
Τα επίσημα έγγραφα του τρίτου Ράιχ, δικαιολόγησαν την ματοβαμμένη έφοδο του στρατού ως πράξη πολέμου, ενάντια σε μια πιθανή αντιστασιακή επίθεση που είχε σαν βάση της το χωριουδάκι. πράξη πολέμου, δηλαδή, ενάντια σε ενενηντάχρονους και μόλις τεσσάρων μηνών αβάπτιστα! Η πραγματικότητα έχει τις ρίζες της ελάχιστες ημέρες πριν το Ολοκαύτωμα, καθώς σε ενέδρα των πατριωτών έχασε την ζωή του ο αντισυνταγματάρχης και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Γιόσεφ Ζάλιμιγκερ. Συνεπώς η απόφαση για τον ολοκληρωτικό αφανισμό του οικισμού, είχε χαρακτήρα εκδικητικό, προς άοπλους και αμάχους, πράξη που εξ ορισμού ορίζει έγκλημα, ακόμη και αν λάβει χώρα σε περίοδο εμπόλεμης ρήξης.
Με τα δραματικά περιστατικά που σημάδεψαν ιστορικά το Μπαλκόνι της Παμβώτιδας, ασχολείται στην τεκμηρίωση του ο ερευνητής - κινηματογραφιστής, με καταγωγή από την περιοχή, Χρύσανθος Κωνσταντινίδης, παραθέτοντας στοιχεία και ντοκουμέντα παρμένα σε δύο διαφορετικές περιόδους. με καταλύτη της αφήγησης του τον Γερμανό φιλέλληνα και βαθύτατα ντροπιασμένο για τα αίσχη των συμπατριωτών του, ιστορικό, Κριστόφ Γκουστάβους, που επιχείρησε μια πρώτη προσέγγιση των επιζώντων της θηριωδίας, τριάντα χρόνια πριν, το 1989. Το υλικό, παρμένο από τις μαρτυρίες που καταγράφηκαν σε κασέτες, συνδυασμένο με τις τωρινές αφηγήσεις των κατοίκων του χωριού που απώλεσαν ανθρώπους δικούς τους στις 3 του Οκτώβρη του 43, στοιχειοθετεί ένα πλήρες, από κάθε άποψη οπτικοακουστικό χρονικό, για όσα έλαβαν χώρα κατά τον αφανισμό των Λιγκιάδων. Αλλά και κατοπινά, αφού οι συνέπειες της ολοκληρωτικής καταστροφής και του πόνου της απώλειας, ρήμαξαν τις ζωές εκείνων που επιβίωσαν.
Η δουλειά του Κωνσταντινίδη είναι προσεγμένη, επιμελής, μελετημένη κατά τρόπο που να αποφεύγει τις υπαρκτές κραυγές εκδίκησης και εξιλέωσης, αλλά και λογικά φορτισμένη συγκινησιακά, ειδικά την στιγμή της εμφάνισης του μοναδικού εν ζωή, ηλικιωμένου πια, που σώθηκε σαν από θαύμα μέσα από τα χαλάσματα. Η ματιά, στο δεύτερο μέρος της αφήγησης, ταξιδεύει και πέρα από τα Ιωάννινα, φτάνοντας μέχρι την Γερμανία και ψάχνοντας νέα στοιχεία για το αν και κατά πόσο τιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι για το μαζικό φονικό. Η απάντηση είναι ακριβώς η ίδια, που ίσχυσε σε όλες τις παρόμοιες, εξίσου πικρές και νοσηρές στιγμές που κατέγραψε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς κανείς δολοφόνος δεν πλήρωσε και όλοι τους στην πορεία πέρασαν ζωή χαρισάμενη, αποδεχόμενοι και τιμές μάλιστα, ως απόστρατοι που δόξασαν το εθνόσημο. Την Σβάστικα δηλαδή, για να γινόμαστε και πιο συγκεκριμένοι. Και όχι την τρίχρωμη, που στόλισε το στεφάνι ντροπής που κατέθεσε στο μνημείο των πεσόντων, ο Γερμανός Πρόεδρος - ανδρείκελο, εκφωνώντας προς τους χαροκαμένους ένα βαρύγδουπο σόρι! Συνοδεία, από ότι είδα, του (τότε) Έλληνα - Γιαννιώτη στην καταγωγή - ομόλογου του, που ούτε δεκάχρονος, όπως υποστηρίζει, παρίστανε το 40', τον Παρτιζάνο στις βουνοκορφές...
Το Μπαλκόνι - Μνήμες Κατοχής, αποτελεί έναν θησαυρό παράδοσης, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής διδασκαλίας. Σε χώρες βεβαίως που η εθνική συνείδηση - και όχι η εθνικόφρων, για να μην συγχέουμε καταστάσεις - είναι ζωντανή και δεν έχει πέσει θύμα βαλτών, από τα ξένα κέντρα αποφάσεων και προδοτικών κυβερνήσεων, που μεταστρέφουν εν μια νυκτί την σαφή λαϊκή ετυμηγορία, καλή ώρα. Υπό αυτές τις δύσκολες έως αβάσταχτες περιστάσεις διατήρησης του πνεύματος και της διάδοσης στις επερχόμενες γενιές, της ιστορίας του τόπου μας, ζωντανών, ο Χρύσανθος δικαιούται έναν, τουλάχιστον, τιμητικό έπαινο, αν μη τι άλλο για την πλήρη και σφαιρική καταγραφή που μας πρόσφερε με το πολύ ενδιαφέρον έργο του.
82 νεκρούς θρήνησε εκείνη την μαύρη ημέρα το μαρτυρικό χωριό των Λιγκιάδων, το ένα τρίτο περίπου του συνολικού του πληθυσμού. Οι εικόνες δε που αντίκρισαν οι ανυποψίαστοι συντοπίτες επιστρέφοντας και βλέποντας μπροστά στα κατεστραμμένα τους σπίτια να κυλά ποτάμι το αίμα των αγαπημένων τους προσώπων, φρικιαστικές, από αυτές που ριζώνουν βαθιά μέσα στην ψυχή και δεν λευτερώνονται ποτέ, ακόμη κι όταν εκείνη ταξιδέψει. Όσο για τους ελάχιστους που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα νύχια των Γερμανών, οι εφιάλτες από την ανείπωτη τραγωδία, επέστρεφαν ολοζώντανοι μέχρι τα στερνά τους, βυθίζοντας τους και πάλι στην απόγνωση και την οδύνη.
Τα επίσημα έγγραφα του τρίτου Ράιχ, δικαιολόγησαν την ματοβαμμένη έφοδο του στρατού ως πράξη πολέμου, ενάντια σε μια πιθανή αντιστασιακή επίθεση που είχε σαν βάση της το χωριουδάκι. πράξη πολέμου, δηλαδή, ενάντια σε ενενηντάχρονους και μόλις τεσσάρων μηνών αβάπτιστα! Η πραγματικότητα έχει τις ρίζες της ελάχιστες ημέρες πριν το Ολοκαύτωμα, καθώς σε ενέδρα των πατριωτών έχασε την ζωή του ο αντισυνταγματάρχης και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Γιόσεφ Ζάλιμιγκερ. Συνεπώς η απόφαση για τον ολοκληρωτικό αφανισμό του οικισμού, είχε χαρακτήρα εκδικητικό, προς άοπλους και αμάχους, πράξη που εξ ορισμού ορίζει έγκλημα, ακόμη και αν λάβει χώρα σε περίοδο εμπόλεμης ρήξης.
Με τα δραματικά περιστατικά που σημάδεψαν ιστορικά το Μπαλκόνι της Παμβώτιδας, ασχολείται στην τεκμηρίωση του ο ερευνητής - κινηματογραφιστής, με καταγωγή από την περιοχή, Χρύσανθος Κωνσταντινίδης, παραθέτοντας στοιχεία και ντοκουμέντα παρμένα σε δύο διαφορετικές περιόδους. με καταλύτη της αφήγησης του τον Γερμανό φιλέλληνα και βαθύτατα ντροπιασμένο για τα αίσχη των συμπατριωτών του, ιστορικό, Κριστόφ Γκουστάβους, που επιχείρησε μια πρώτη προσέγγιση των επιζώντων της θηριωδίας, τριάντα χρόνια πριν, το 1989. Το υλικό, παρμένο από τις μαρτυρίες που καταγράφηκαν σε κασέτες, συνδυασμένο με τις τωρινές αφηγήσεις των κατοίκων του χωριού που απώλεσαν ανθρώπους δικούς τους στις 3 του Οκτώβρη του 43, στοιχειοθετεί ένα πλήρες, από κάθε άποψη οπτικοακουστικό χρονικό, για όσα έλαβαν χώρα κατά τον αφανισμό των Λιγκιάδων. Αλλά και κατοπινά, αφού οι συνέπειες της ολοκληρωτικής καταστροφής και του πόνου της απώλειας, ρήμαξαν τις ζωές εκείνων που επιβίωσαν.
Η δουλειά του Κωνσταντινίδη είναι προσεγμένη, επιμελής, μελετημένη κατά τρόπο που να αποφεύγει τις υπαρκτές κραυγές εκδίκησης και εξιλέωσης, αλλά και λογικά φορτισμένη συγκινησιακά, ειδικά την στιγμή της εμφάνισης του μοναδικού εν ζωή, ηλικιωμένου πια, που σώθηκε σαν από θαύμα μέσα από τα χαλάσματα. Η ματιά, στο δεύτερο μέρος της αφήγησης, ταξιδεύει και πέρα από τα Ιωάννινα, φτάνοντας μέχρι την Γερμανία και ψάχνοντας νέα στοιχεία για το αν και κατά πόσο τιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι για το μαζικό φονικό. Η απάντηση είναι ακριβώς η ίδια, που ίσχυσε σε όλες τις παρόμοιες, εξίσου πικρές και νοσηρές στιγμές που κατέγραψε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς κανείς δολοφόνος δεν πλήρωσε και όλοι τους στην πορεία πέρασαν ζωή χαρισάμενη, αποδεχόμενοι και τιμές μάλιστα, ως απόστρατοι που δόξασαν το εθνόσημο. Την Σβάστικα δηλαδή, για να γινόμαστε και πιο συγκεκριμένοι. Και όχι την τρίχρωμη, που στόλισε το στεφάνι ντροπής που κατέθεσε στο μνημείο των πεσόντων, ο Γερμανός Πρόεδρος - ανδρείκελο, εκφωνώντας προς τους χαροκαμένους ένα βαρύγδουπο σόρι! Συνοδεία, από ότι είδα, του (τότε) Έλληνα - Γιαννιώτη στην καταγωγή - ομόλογου του, που ούτε δεκάχρονος, όπως υποστηρίζει, παρίστανε το 40', τον Παρτιζάνο στις βουνοκορφές...
Το Μπαλκόνι - Μνήμες Κατοχής, αποτελεί έναν θησαυρό παράδοσης, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής διδασκαλίας. Σε χώρες βεβαίως που η εθνική συνείδηση - και όχι η εθνικόφρων, για να μην συγχέουμε καταστάσεις - είναι ζωντανή και δεν έχει πέσει θύμα βαλτών, από τα ξένα κέντρα αποφάσεων και προδοτικών κυβερνήσεων, που μεταστρέφουν εν μια νυκτί την σαφή λαϊκή ετυμηγορία, καλή ώρα. Υπό αυτές τις δύσκολες έως αβάσταχτες περιστάσεις διατήρησης του πνεύματος και της διάδοσης στις επερχόμενες γενιές, της ιστορίας του τόπου μας, ζωντανών, ο Χρύσανθος δικαιούται έναν, τουλάχιστον, τιμητικό έπαινο, αν μη τι άλλο για την πλήρη και σφαιρική καταγραφή που μας πρόσφερε με το πολύ ενδιαφέρον έργο του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Απριλίου 2018 από την New Star!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική