του John Krasinski. Με τους Emily Blunt, John Krasinski, Noah Jupe, Millicent Simmonds
Μισό κιχ και πέθανες!
του zerVo (@moviesltd)
Η χρονιά που διανύουμε είναι το 1975 όταν ένας ανερχόμενος, ούτε καλά καλά τριάντα χρονώ, μουσάτος ντιρέκτορας, ανατρέπει ολόκληρη την συλλογιστική του κινηματογραφικού τρόμου, αποφεύγοντας κατά το μεγαλύτερο κομμάτι της νέας ταινίας του, να απεικονίσει στο εκράν την φονική απειλή. Χρησιμοποιώντας πανέξυπνα σαν μέσο πίεσης το ίδιο το ένστικτο του φόβου που στην ψυχή του θεατή γεννά η ιδέα και μόνο του αγριεμένου σαρκοφάγου όντος, με κάποιες ελάχιστες υποβρύχιες σκιές, ένα κινούμενο πτερύγιο και συντροφιά τους ανατριχιαστικούς συριστικούς ήχους του σάουντρακ να σκάνε σε προσεγμένα σημεία, κατάφερε να κρατήσει το κοινό του για ένα δίωρο στην κόψη του καθίσματος του, με τα νύχια του καθενός να πιέζουν βαθιά το βελούδο της καρέκλας σε κάθε τρομακτικό πλάνο που έκανε την εμφάνιση του το θηρίο. 43 μόλις χρονάκια κατοπινά, ανάμεσα σε πάμπολλους, διάσημους και μη, που ρίσκαραν και δεν πέτυχαν και πολλά, κινούμενοι πάνω σε αυτό το εμπνευσμένο πατρόν, ο John Krasinski αποδεικνύεται ο καλύτερος μαθητής του ενός και μοναδικού The Beard!
89 ημέρες έχουν διαβεί από την στιγμή που τα τερατόμορφα δολοφονικά όντα έχουν κάνει την εμφάνισή τους από το πουθενά και έχουν σκορπίσει τον θάνατο σε κάθε τους βήμα. Καταφέρνοντας, το βασικό τους ντεσαβαντάζ, την μειωμένη σε μηδενικό βαθμό όραση τους, να το υποκαθιστούν με την εκπληκτικής ευαισθησίας ακοή, βελτιωμένη αίσθηση που τα καθοδηγεί με ακρίβεια στα χνάρια των υποψηφίων θυμάτων τους. Οι μεγαλουπόλεις έχουν αφανιστεί και οι ελάχιστοι επιζώντες αναζητούν την τύχη τους στις αχανείς και ερειπωμένες αγροτικές εκτάσεις της περιφέρειες, εκεί που ελπίζουν πως τα τυφλά θηρία θα χάσουν τα ίχνη τους.
Μεταξύ αυτών και η πενταμελής φαμίλια των Άμποτ, που ψάχνει καταφύγιο στις απέραντες φυτείες καλαμποκιού, κάτω από συνθήκες άκρας σιωπής, μην τυχόν και ο παραμικρός ψίθυρος προκαλέσει τα άλιεν να τους κατασπαράξουν. Με καθοδήγηση από τον ευρηματικό πατέρα Λι που έχει ορκιστεί να προστατέψει τόσο την λατρεμένη - και εγκυμονούσα - σύζυγό του Έβελυν, όσο και τα τρία ανήλικα τέκνα του, τον μικρούλη Μπο, τον ζωηρό Μάρκους και την φιλήσυχη τινέιτζερ, με αρκετά προβλήματα ακοής Ρίγκαν, η οικογένεια θα ψάξει για το καινούργιο της ασφαλές σπιτικό, στην γόνιμη επαρχία της Νέας Υόρκης. Ένα μοιραίο περιστατικό, που θα προκαλέσει τον τραγικό θάνατο του βενιαμίν από την επίθεση του αγνώστου ταυτότητας αρπαχτικού, όμως, θα θέσει σε αμφισβήτηση την συνοχή των εναπομεινάντων στην ζωή, περιπλανώμενων φυγάδων.
Απίθανη ιδέα, αν και όχι πρωτότυπη κινηματογραφικά, αφού η ρίζα της εντοπίζεται κάποιες δεκαετίες πριν, όταν σε μια κατάφυτη ζούγκλα μια ομάδα πάνοπλων πεζοναυτών αποτέλεσε το θήραμα ενός πανούργου κτήνους, που καταλάβαινε με ακρίβεια το που βρίσκονταν χρησιμοποιώντας ως όπλο του τον ανιχνευτή θερμότητας που διέθετε η όραση του. Σαν τύποις φόρο τιμής στον μυθικό Predator, άλλωστε, η μορφή των παρόντων τεράτων δεν απέχει και πολύ από εκείνου, όταν πραγματοποιείται η ολόσωμη αποκάλυψη τους προς το φινάλε του έργου, όταν και αναμένεται η κορύφωση της αντιπαράθεσης. Σε αντίθεση όμως με το - ένα ακόμη - μέγκαχιτ του Schwartz από το 87, που στην ουσία υπήρξε μια καταιγιστική περιπέτεια δράσης, στην περίπτωση του A Quiet Place, έχουμε να κάνουμε με ένα αμιγές horror, όπου οι σχεδόν άοπλοι και με μοναδικό εφόδιο το ότι μάχονται εντός έδρας και σε γνώριμα εδάφη, πολίτες, καλούνται να επιζήσουν σε καθεστώς απόλυτης σιγής. Όπου οι μετακινήσεις, οι επικοινωνίες, οι συνομιλίες πραγματοποιούνται εν πλήρη ησυχία και με το στόμα ραμμένο. Και το αντίθετο, ακόμη κι αν οφείλεται σε απροσεξία, ήδη το έχουν πληρώσει ακριβά οι Άμποτ, που επιβάλλεται πλέον να προτάξουν την εξυπνάδα και την ευφυΐα τους, απέναντι στα σουβλερά δόντια των Πρεντατορς.
Η πρόσφατη απώλεια του αθώου μικρούλη όμως, έχει ανατρέψει και τα δεδομένα στα ενδότερα της φαμίλιας. Ενόσω η χαροκαμένη μητέρα ψάχνει εναγωνίως την μέθοδο σιωπής για να φέρει στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, πνίγοντας προσωπικό πόνο και μωρουδίσιο κλάμα ταυτόχρονα, τα άλλα δύο παιδιά εκτιμούν πως έχουν απολέσει την γονική στοργή, ως ποινή για την ανευθυνότητα τους, που οδήγησε στον χαμό του Μπο. Είναι η στιγμή της δεύτερης, μεσιανής και σε ειδικό βάρος κορυφαίας πράξης του φιλμ, όταν στο ηχοστεγές φρούριο που έχει στήσει ο πατέρας θα εισβάλλουν οι τύπου ράπτορς φαγάνες, την ίδια ώρα που τα ανήλικα βρίσκονται εκεί έξω στα χωράφια, πιστεύοντας πως έχουν εγκαταλειφθεί στην μοίρα τους από τους γονείς τους. Είναι το σημείο που σκηνοθετικά ο Krasinski, ομορφούλης ως ηθοποιός χαμηλών τόνων και φιλοδοξιών κομεντί, πανεύκολα λησμονήσιμος μετά την πτώση των τελικών κρέντιτς, επιδίδεται στο ατομικό του σόλο, στήνοντας ένα αγωνιώδες πινγκ πονγκ, ανάμεσα στο τροποποιημένο δίπατο και το πανύψηλο σιλό, όπου αμφότερα ενδέχεται να αποτελέσουν τον τάφο των παγιδευμένων εντός τους ατόμων. Υπέροχη σεκάνς, εξαιρετικά διαβασμένης δημιουργικής μπαγκέτας, που απελευθερώνει πλήθος συναισθημάτων ανάμεικτης υφής, αισιόδοξα και τρομαγμένα, πονόψυχα και λυτρωτικά, ανακουφισμένα, πλην όμως και αβάσταχτα πληγωμένα...
Στο στήσιμο του αμίλητου, κατεστραμμένου από τον ερχομό των (αόριστων έως μηδενικών σεναριακών πληροφοριών προέλευσης, γέννησης ή εργαστηριακής δημιουργίας) μανιασμένων τεράτων, κόσμου, ο μόλις στο δεύτερο σκηνοθετικό του βήμα δημιουργός, σχεδόν αριστεύει, αποφεύγοντας εντέχνως τις πολυλογάδικες κακοτοπιές και συμπυκνώνοντας την αφήγηση του, σε ένα σκάρτο χρονικά ενενηντάλεπτο, που ουδείς καταλαβαίνει πότε περνά. Σχεδόν βωβή η εξέλιξη, στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του φιλμ, κτίζει το σασπένς της πάνω στα φευγαλέα ξυπόλητα σουρσίματα στο γρασίδι, στο οξύ παίξιμο των ακουστικών, που αναπαραγάγουν τις κιθάρες του Neil Young, στο cilly τρίξιμο των δοντιών των εχθρών που ομοιάζει πλήρως με αυτό του Alien και στις προσεγμένες μέχρι πόντου εφετζίδικες ηχητικές προσθήκες, που απογειώνουν το αίσθημα περικύκλωσης της πλατείας, από τους αεικίνητους ξένους.
Το εύρημα του επιλόγου και της εξόδου της ταινίας στο ταπί, δεν το αποκαλείς και ευκολία, δεν είναι όμως και εξίσου σπουδαία έμπνευση με την εισαγωγική. Προκαλεί δε το ενδεχόμενο ύπαρξης σίκουελ, που προσωπικά μάλλον θα με απογοητεύσει στο μέλλον, καθώς ο τίτλος σίγουρα θα ξεχειλώσει και θα χάσει την σημαντικής δυναμικής (και διδακτικά μεταφορική) αξία του. Εκείνη που ώθησε μια φτωχική σχετικά και ελάχιστου προμόσιον παραγωγή, όπου ο ίδιος ο σκηνοθέτης ανέλαβε τον ένα ενήλικο ρόλο, δίνοντας στην αληθινή του συμβία, με τα τα τόσο εκφραστικά μάτια, Emily Blunt τον έτερο, περιορίζοντας το κόστος στα 17 εκατομμύρια, στον θρίαμβο του πενταπλασιασμού τους σε εισπρακτική ανταπόδοση, μόνο στο πρώτο Σαββατοκύριακο στις ΗΠΑ! Δείγμα κι αυτό της εμπορικής απήχησης όλων όσων το ισάξια συγκινητικό όσο και καθηλωτικά τρομακτικό A Quiet Place, με τόση χάρη και κομψή, χωρίς να οδηγείται σε φτηνές και προκλητικές ακρότητες, δόμηση σερβίρει.
Μεταξύ αυτών και η πενταμελής φαμίλια των Άμποτ, που ψάχνει καταφύγιο στις απέραντες φυτείες καλαμποκιού, κάτω από συνθήκες άκρας σιωπής, μην τυχόν και ο παραμικρός ψίθυρος προκαλέσει τα άλιεν να τους κατασπαράξουν. Με καθοδήγηση από τον ευρηματικό πατέρα Λι που έχει ορκιστεί να προστατέψει τόσο την λατρεμένη - και εγκυμονούσα - σύζυγό του Έβελυν, όσο και τα τρία ανήλικα τέκνα του, τον μικρούλη Μπο, τον ζωηρό Μάρκους και την φιλήσυχη τινέιτζερ, με αρκετά προβλήματα ακοής Ρίγκαν, η οικογένεια θα ψάξει για το καινούργιο της ασφαλές σπιτικό, στην γόνιμη επαρχία της Νέας Υόρκης. Ένα μοιραίο περιστατικό, που θα προκαλέσει τον τραγικό θάνατο του βενιαμίν από την επίθεση του αγνώστου ταυτότητας αρπαχτικού, όμως, θα θέσει σε αμφισβήτηση την συνοχή των εναπομεινάντων στην ζωή, περιπλανώμενων φυγάδων.
Απίθανη ιδέα, αν και όχι πρωτότυπη κινηματογραφικά, αφού η ρίζα της εντοπίζεται κάποιες δεκαετίες πριν, όταν σε μια κατάφυτη ζούγκλα μια ομάδα πάνοπλων πεζοναυτών αποτέλεσε το θήραμα ενός πανούργου κτήνους, που καταλάβαινε με ακρίβεια το που βρίσκονταν χρησιμοποιώντας ως όπλο του τον ανιχνευτή θερμότητας που διέθετε η όραση του. Σαν τύποις φόρο τιμής στον μυθικό Predator, άλλωστε, η μορφή των παρόντων τεράτων δεν απέχει και πολύ από εκείνου, όταν πραγματοποιείται η ολόσωμη αποκάλυψη τους προς το φινάλε του έργου, όταν και αναμένεται η κορύφωση της αντιπαράθεσης. Σε αντίθεση όμως με το - ένα ακόμη - μέγκαχιτ του Schwartz από το 87, που στην ουσία υπήρξε μια καταιγιστική περιπέτεια δράσης, στην περίπτωση του A Quiet Place, έχουμε να κάνουμε με ένα αμιγές horror, όπου οι σχεδόν άοπλοι και με μοναδικό εφόδιο το ότι μάχονται εντός έδρας και σε γνώριμα εδάφη, πολίτες, καλούνται να επιζήσουν σε καθεστώς απόλυτης σιγής. Όπου οι μετακινήσεις, οι επικοινωνίες, οι συνομιλίες πραγματοποιούνται εν πλήρη ησυχία και με το στόμα ραμμένο. Και το αντίθετο, ακόμη κι αν οφείλεται σε απροσεξία, ήδη το έχουν πληρώσει ακριβά οι Άμποτ, που επιβάλλεται πλέον να προτάξουν την εξυπνάδα και την ευφυΐα τους, απέναντι στα σουβλερά δόντια των Πρεντατορς.
Η πρόσφατη απώλεια του αθώου μικρούλη όμως, έχει ανατρέψει και τα δεδομένα στα ενδότερα της φαμίλιας. Ενόσω η χαροκαμένη μητέρα ψάχνει εναγωνίως την μέθοδο σιωπής για να φέρει στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, πνίγοντας προσωπικό πόνο και μωρουδίσιο κλάμα ταυτόχρονα, τα άλλα δύο παιδιά εκτιμούν πως έχουν απολέσει την γονική στοργή, ως ποινή για την ανευθυνότητα τους, που οδήγησε στον χαμό του Μπο. Είναι η στιγμή της δεύτερης, μεσιανής και σε ειδικό βάρος κορυφαίας πράξης του φιλμ, όταν στο ηχοστεγές φρούριο που έχει στήσει ο πατέρας θα εισβάλλουν οι τύπου ράπτορς φαγάνες, την ίδια ώρα που τα ανήλικα βρίσκονται εκεί έξω στα χωράφια, πιστεύοντας πως έχουν εγκαταλειφθεί στην μοίρα τους από τους γονείς τους. Είναι το σημείο που σκηνοθετικά ο Krasinski, ομορφούλης ως ηθοποιός χαμηλών τόνων και φιλοδοξιών κομεντί, πανεύκολα λησμονήσιμος μετά την πτώση των τελικών κρέντιτς, επιδίδεται στο ατομικό του σόλο, στήνοντας ένα αγωνιώδες πινγκ πονγκ, ανάμεσα στο τροποποιημένο δίπατο και το πανύψηλο σιλό, όπου αμφότερα ενδέχεται να αποτελέσουν τον τάφο των παγιδευμένων εντός τους ατόμων. Υπέροχη σεκάνς, εξαιρετικά διαβασμένης δημιουργικής μπαγκέτας, που απελευθερώνει πλήθος συναισθημάτων ανάμεικτης υφής, αισιόδοξα και τρομαγμένα, πονόψυχα και λυτρωτικά, ανακουφισμένα, πλην όμως και αβάσταχτα πληγωμένα...
Στο στήσιμο του αμίλητου, κατεστραμμένου από τον ερχομό των (αόριστων έως μηδενικών σεναριακών πληροφοριών προέλευσης, γέννησης ή εργαστηριακής δημιουργίας) μανιασμένων τεράτων, κόσμου, ο μόλις στο δεύτερο σκηνοθετικό του βήμα δημιουργός, σχεδόν αριστεύει, αποφεύγοντας εντέχνως τις πολυλογάδικες κακοτοπιές και συμπυκνώνοντας την αφήγηση του, σε ένα σκάρτο χρονικά ενενηντάλεπτο, που ουδείς καταλαβαίνει πότε περνά. Σχεδόν βωβή η εξέλιξη, στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του φιλμ, κτίζει το σασπένς της πάνω στα φευγαλέα ξυπόλητα σουρσίματα στο γρασίδι, στο οξύ παίξιμο των ακουστικών, που αναπαραγάγουν τις κιθάρες του Neil Young, στο cilly τρίξιμο των δοντιών των εχθρών που ομοιάζει πλήρως με αυτό του Alien και στις προσεγμένες μέχρι πόντου εφετζίδικες ηχητικές προσθήκες, που απογειώνουν το αίσθημα περικύκλωσης της πλατείας, από τους αεικίνητους ξένους.
Το εύρημα του επιλόγου και της εξόδου της ταινίας στο ταπί, δεν το αποκαλείς και ευκολία, δεν είναι όμως και εξίσου σπουδαία έμπνευση με την εισαγωγική. Προκαλεί δε το ενδεχόμενο ύπαρξης σίκουελ, που προσωπικά μάλλον θα με απογοητεύσει στο μέλλον, καθώς ο τίτλος σίγουρα θα ξεχειλώσει και θα χάσει την σημαντικής δυναμικής (και διδακτικά μεταφορική) αξία του. Εκείνη που ώθησε μια φτωχική σχετικά και ελάχιστου προμόσιον παραγωγή, όπου ο ίδιος ο σκηνοθέτης ανέλαβε τον ένα ενήλικο ρόλο, δίνοντας στην αληθινή του συμβία, με τα τα τόσο εκφραστικά μάτια, Emily Blunt τον έτερο, περιορίζοντας το κόστος στα 17 εκατομμύρια, στον θρίαμβο του πενταπλασιασμού τους σε εισπρακτική ανταπόδοση, μόνο στο πρώτο Σαββατοκύριακο στις ΗΠΑ! Δείγμα κι αυτό της εμπορικής απήχησης όλων όσων το ισάξια συγκινητικό όσο και καθηλωτικά τρομακτικό A Quiet Place, με τόση χάρη και κομψή, χωρίς να οδηγείται σε φτηνές και προκλητικές ακρότητες, δόμηση σερβίρει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Απριλίου 2018 από την UIP!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική