του Stephan Komandarev. Με τους Ivan Barnev, Georgi Kadurin, Borisleva Stratieva, Anna Komandareva, Vassil Vassilev
Με διπλή ταρίφα!
του zerVo (@moviesltd)
Όμορφη χώρα η Βουλγαρία. Όχι δα κι ο νούμερο ένα τουριστικός προορισμός, αλλά με πληθώρα σημείων που αξίζει τον κόπο να επισκεφτείς. Και με εξίσου όμορφους ανθρώπους στην πλειοψηφία τους. Φτωχούς αλλά υπερήφανους. Που μπορεί να είδαν μονομιάς να γκρεμίζεται το καθεστώς που είχαν καλομάθει κάποτε, εκείνο το δίχως ανέσεις αλλά με πρόσωπο κοινωνικό παροχών, προς τέρψη των υποτιθέμενων φιλελευθεριών, για να εξελιχθούν τρεις δεκαετίες μετά στον πρώτο στόχο των απανταχού καιροσκόπων, που εκμεταλλεύονται το διεθνές άνοιγμα της χώρας για στήσουν τις καρχαριοειδείς τους επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα είναι ο πληθυσμός της χώρας να έχει μειωθεί κατά 30 τοις εκατό (από 10 σε 7 μόλις εκατομμύρια, μέσα σε 20 χρόνια!) με τους κρατικούς φορείς να μιλούν για παραμονή των πιο αισιόδοξων στον τόπο, που βλέπουν το μέλλον με πιο ηλιόλουστη θωριά. Ένα ακριβές δείγμα αυτού του θεωρητικού "οπτιμισμού" που έχει καταντήσει την γείτονα σε άντρο διαφθοράς και παρανομίας, παίρνουμε στο σοσιολογικό σπονδυλωτό δράμα Posoki, ελληνιστί Ιστορίες μιας Νύχτας.
Απελπισμένος από την δυσμενή οικονομική τροπή που έχει πάρει η επιχείρηση του, εργαζόμενος περιστασιακά και για να συμπληρώσει το εισόδημα του ως οδηγός ταξί, ο Μίσο, ευρισκόμενος σε απόγνωση από τις ακατάπαυστες απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, με θολωμένο μυαλό και εκτός λογικής, θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τον τραπεζίτη που τον απειλεί, λίγο πριν βάλει τέλος και στην δική του ζωή. Το θλιβερό μαντάτο, αλλά και οι δυσβάσταχτες συνθήκες που όπλισαν το χέρι του οικογενειάρχη, οδηγώντας τον τόσο στο φονικό, όσο και στο απονενοημένο διάβημα, θα γίνουν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, περνώντας μέσα από τις συχνότητες των ερτζιανών και στους δέκτες των συναδέλφων του, που την ίδια ημέρα έχουν βάρδια και ως γνώστες των δεδομένων, θα αντιληφθούν άμεσα το μέγεθος της τραγωδίας.
Το νέο θα ταξιδέψει από άκρου εις άκρο της πρωτεύουσας, σε ώρες που τα κίτρινα μέσα δημόσιας χρήσης παλεύουν για το μεροκάματο, για να συναντήσει κάθε λογής εργαζόμενο που η ανάγκη τον έχει στείλει να ξενυχτά πίσω από το τιμόνι. Ένας μελαγχολικός νεαρός που στην πορεία του θα συναντήσει έναν ταλαιπωρημένο καθηγητή φιλοσοφίας, στις παρυφές της γέφυρας, έτοιμο να σαλτάρει και να δώσει τέρμα στην ζωή του. Ένας αγροίκος και κακότροπος κλεφτάκος που με το τηλεκοντρόλ ανεβάζει το κόμιστρο παράνομα και γι αυτό θα δεχτεί την λεκτική επίθεση του (νομικού στο επάγγελμα) πελάτη, πριν εκείνος αποφασίσει να διεκδικήσει με κάθε τρόπο το ποσόν της κούρσας. Ένας ταλαίπωρος γεράκος που βγάζει δυο λέβα παραπάνω από την σύνταξη και ανήμπορος δεν καταφέρνει να αντισταθεί στις άγριες διαθέσεις των νεαρών αλητών. Μια ζορισμένη ψυχικά γυναίκα με έντονο παρελθόν, που θα δει στο πρόσωπο του ταξιδιώτη που μεταφέρει, τις άσχημες μνήμες να ξυπνούν και θα αντιδράσει βίαια. Ένας καλόβολος και υποτακτικός αυτοκινητιστής, που οδηγεί τον διακεκριμένο καρδιοχειρουργό στην κλινική για να πραγματοποιήσει την τελευταία του επέμβαση, ελάχιστες στιγμές πριν πάρει κι αυτός τον δρόμο της ξενιτιάς.
Ιστορίες του δρόμου, που μέσες άκρες όλο και κάποιος ταξιτζής, σε οποιαδήποτε γωνιά της γης έχει βιώσει και ο ίδιος και δύναται να αφηγηθεί, που ενώνονται μεταξύ τους από την ανακοίνωση του δραματικού πρωινού συμβάντος στο πάντοτε ανοικτό ραδιόφωνο, συνθέτουν το παζλ μιας ταινία με έντονο σοσιολογικό ενδιαφέρον. Ρεαλιστικές εικόνες παρμένες από την καθημερινότητα μιας μεγαλούπολης που σβήνει μέσα στην ίδια της την ματαιοδοξία, παίρνοντας μαζί της και τα όνειρα όσων της κατοικούν, μετατρέποντας τους σε όντα μη ανθρώπινα, με ένστικτα ζωώδη και πρωτόγονα, προκειμένου να επιβιώσουν μέσα στην ζούγκλα που τους περιβάλλει.
Ως ικανότατος ντοκμαντερίστας ο δημιουργός Stephan Koamndarev, φορτώνει την κάμερα στο πόστο του συνοδηγού και με συνεχείς μονοπλανιές, παρακολουθεί ως αυτόπτης μάρτυρας την κάθε γκαζιά του νυχτερινού ταξιτζή, στο ταξίδεμα του στους έρημους δρόμους της Σόφιας. Εκεί δίπλα στα παλιάς κοπής μπλοκ που συνωστίζονται χιλιάδες ψυχές, περικυκλώνοντας με την μελαγχολία τους τα ολόφωτα, πανύψηλα, λαμπερά και βιτρινίσια μολ, που ανορθώθηκαν μονομιάς με την αποχώρηση των...οπισθοδρομικών. Σε αυτό το βολτάρισμα μέσα στην νύχτα, με την καρδιά βαριά από το δράμα του συναδέλφου τους, στην θέση του οποίου λίγο έως πολύ έχει έλθει ο καθένας τους, οι οδηγοί στήνουν τον κινούμενο μικρόκοσμο τους, μέσα στον οποίο εισέρχεται ως πελάτης - ταξιδευτής - συνοδοιπόρος, κάθε καρυδιάς καρύδι, που θα μετατρέψει την ολιγόλεπτη διαδρομή ρουτίνας, με την παρουσία του, σε ένα απρόβλεπτο μονοπάτι έκρηξης συναισθημάτων. Με πομπούς τόσο εκείνον που εργάζεται πίσω από το βολάν, όσο κι αυτόν που κάθεται στις πίσω θέσεις και δέκτες όλους εμάς που αντιλαμβανόμαστε πως ο τόπος που μας χωρίζει μονάχα ένα λεπτό βόρειο σύνορο, δεν νιώθει και πολύ καλά στην υγειά του, μαραζώνει, μαραίνεται, δεν αναπνέει και οσονούπω κι αυτός θα σβήσει κάτω από την βαριά αρβύλα της οικονομικής ανέχειας.
Όμορφα φωτογραφημένη η μεταμεσονύκτια προαστιακή Σόφια, παίζει κι εκείνη με το θλιβερό της, μουντό και συννεφιασμένο πρόσωπο, ρόλο πρωταγωνιστικό πλάι στους στάρινγκ της πικρής, απαισιόδοξης αναφοράς στο κοινωνικοπολιτικό σήμερα της Βουλγαρίας, που παριστάνοντας τους cab drivers, στην ουσία αποδίδουν ρόλο παρατηρητή των τεκταινόμενων στην πολιτεία. Όχι και πρωτότυπη η βασική ιδέα, αφού ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν την έχουμε ξαναδεί στην ιντερνάσιοναλ κινηματογραφία, όμορφα δεμένη όμως η αλληγορία που ενώνει κάθε επιμέρους βινιέτα με την μοντέρνα "δημοκρατική" αλήθεια. Που σχεδόν και αποκλειστικά μόνον αρνητικά φίλινγκς - φόβο, ανασφάλεια, πεσιμισμό, αδυναμία, πόνο, οργή, μανία, ιδιοτέλεια - τρέφει στον κόρφο της. Και οι διέξοδοι προς την ελπίδα, οι φωτισμένες κατευθύνσεις της μαρκίζας δηλαδή, ολοένα και λιγοστεύουν.
Το νέο θα ταξιδέψει από άκρου εις άκρο της πρωτεύουσας, σε ώρες που τα κίτρινα μέσα δημόσιας χρήσης παλεύουν για το μεροκάματο, για να συναντήσει κάθε λογής εργαζόμενο που η ανάγκη τον έχει στείλει να ξενυχτά πίσω από το τιμόνι. Ένας μελαγχολικός νεαρός που στην πορεία του θα συναντήσει έναν ταλαιπωρημένο καθηγητή φιλοσοφίας, στις παρυφές της γέφυρας, έτοιμο να σαλτάρει και να δώσει τέρμα στην ζωή του. Ένας αγροίκος και κακότροπος κλεφτάκος που με το τηλεκοντρόλ ανεβάζει το κόμιστρο παράνομα και γι αυτό θα δεχτεί την λεκτική επίθεση του (νομικού στο επάγγελμα) πελάτη, πριν εκείνος αποφασίσει να διεκδικήσει με κάθε τρόπο το ποσόν της κούρσας. Ένας ταλαίπωρος γεράκος που βγάζει δυο λέβα παραπάνω από την σύνταξη και ανήμπορος δεν καταφέρνει να αντισταθεί στις άγριες διαθέσεις των νεαρών αλητών. Μια ζορισμένη ψυχικά γυναίκα με έντονο παρελθόν, που θα δει στο πρόσωπο του ταξιδιώτη που μεταφέρει, τις άσχημες μνήμες να ξυπνούν και θα αντιδράσει βίαια. Ένας καλόβολος και υποτακτικός αυτοκινητιστής, που οδηγεί τον διακεκριμένο καρδιοχειρουργό στην κλινική για να πραγματοποιήσει την τελευταία του επέμβαση, ελάχιστες στιγμές πριν πάρει κι αυτός τον δρόμο της ξενιτιάς.
Ιστορίες του δρόμου, που μέσες άκρες όλο και κάποιος ταξιτζής, σε οποιαδήποτε γωνιά της γης έχει βιώσει και ο ίδιος και δύναται να αφηγηθεί, που ενώνονται μεταξύ τους από την ανακοίνωση του δραματικού πρωινού συμβάντος στο πάντοτε ανοικτό ραδιόφωνο, συνθέτουν το παζλ μιας ταινία με έντονο σοσιολογικό ενδιαφέρον. Ρεαλιστικές εικόνες παρμένες από την καθημερινότητα μιας μεγαλούπολης που σβήνει μέσα στην ίδια της την ματαιοδοξία, παίρνοντας μαζί της και τα όνειρα όσων της κατοικούν, μετατρέποντας τους σε όντα μη ανθρώπινα, με ένστικτα ζωώδη και πρωτόγονα, προκειμένου να επιβιώσουν μέσα στην ζούγκλα που τους περιβάλλει.
Ως ικανότατος ντοκμαντερίστας ο δημιουργός Stephan Koamndarev, φορτώνει την κάμερα στο πόστο του συνοδηγού και με συνεχείς μονοπλανιές, παρακολουθεί ως αυτόπτης μάρτυρας την κάθε γκαζιά του νυχτερινού ταξιτζή, στο ταξίδεμα του στους έρημους δρόμους της Σόφιας. Εκεί δίπλα στα παλιάς κοπής μπλοκ που συνωστίζονται χιλιάδες ψυχές, περικυκλώνοντας με την μελαγχολία τους τα ολόφωτα, πανύψηλα, λαμπερά και βιτρινίσια μολ, που ανορθώθηκαν μονομιάς με την αποχώρηση των...οπισθοδρομικών. Σε αυτό το βολτάρισμα μέσα στην νύχτα, με την καρδιά βαριά από το δράμα του συναδέλφου τους, στην θέση του οποίου λίγο έως πολύ έχει έλθει ο καθένας τους, οι οδηγοί στήνουν τον κινούμενο μικρόκοσμο τους, μέσα στον οποίο εισέρχεται ως πελάτης - ταξιδευτής - συνοδοιπόρος, κάθε καρυδιάς καρύδι, που θα μετατρέψει την ολιγόλεπτη διαδρομή ρουτίνας, με την παρουσία του, σε ένα απρόβλεπτο μονοπάτι έκρηξης συναισθημάτων. Με πομπούς τόσο εκείνον που εργάζεται πίσω από το βολάν, όσο κι αυτόν που κάθεται στις πίσω θέσεις και δέκτες όλους εμάς που αντιλαμβανόμαστε πως ο τόπος που μας χωρίζει μονάχα ένα λεπτό βόρειο σύνορο, δεν νιώθει και πολύ καλά στην υγειά του, μαραζώνει, μαραίνεται, δεν αναπνέει και οσονούπω κι αυτός θα σβήσει κάτω από την βαριά αρβύλα της οικονομικής ανέχειας.
Όμορφα φωτογραφημένη η μεταμεσονύκτια προαστιακή Σόφια, παίζει κι εκείνη με το θλιβερό της, μουντό και συννεφιασμένο πρόσωπο, ρόλο πρωταγωνιστικό πλάι στους στάρινγκ της πικρής, απαισιόδοξης αναφοράς στο κοινωνικοπολιτικό σήμερα της Βουλγαρίας, που παριστάνοντας τους cab drivers, στην ουσία αποδίδουν ρόλο παρατηρητή των τεκταινόμενων στην πολιτεία. Όχι και πρωτότυπη η βασική ιδέα, αφού ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν την έχουμε ξαναδεί στην ιντερνάσιοναλ κινηματογραφία, όμορφα δεμένη όμως η αλληγορία που ενώνει κάθε επιμέρους βινιέτα με την μοντέρνα "δημοκρατική" αλήθεια. Που σχεδόν και αποκλειστικά μόνον αρνητικά φίλινγκς - φόβο, ανασφάλεια, πεσιμισμό, αδυναμία, πόνο, οργή, μανία, ιδιοτέλεια - τρέφει στον κόρφο της. Και οι διέξοδοι προς την ελπίδα, οι φωτισμένες κατευθύνσεις της μαρκίζας δηλαδή, ολοένα και λιγοστεύουν.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Απριλίου 2018 από την AMA Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική