Μαργκερίτ Ντυράς: Η οδύνη (La douleur) ΠόστερΜαργκερίτ Ντυράς: Η οδύνη

του Emmanuel Finkiel. Με τους Mélanie Thierry, Benoit Magimel, Benjamin Biolay, Shulamit Adar, Grégoire Leprince-Ringuet, Emmanuel Bourdieu


Ο ανυπόφορος πόνος του να περιμένεις...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Έχουμε πόλεμο, μην το γελάς μωρό μου»

Η Marguerite Duras θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας. Το 1984 κέρδισε το βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημά της «Ο Εραστής» (L' Amant) το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1992 από τον Jean-Jacques Annaud με μεγάλη επιτυχία. Εκτός από αναγνωρισμένη πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας, υπήρξε και σκηνοθέτης αλλά και σεναριογράφος. Η τελευταία της ιδιότητα της χάρισε και μία υποψηφιότητα στα Όσκαρ: ήταν υποψήφια στην κατηγορία Πρωτότυπου Σεναρίου για την ταινία του Alain Resnais «Χιροσίμα, Αγάπη Μου» (Hiroshima Mon Amour, 1959).

Μαργκερίτ Ντυράς: Η οδύνη (La douleur) Poster Πόστερ
Το 1985 εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο της La douleur, το οποίο αποτελείται από έξι διαφορετικές ιστορίες. Είναι ιστορίες που προέκυψαν από τα ημερολόγιά της, τα οποία κρατούσε η ίδια κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πάντως, η ίδια τόνιζε πως δεν θυμόταν να έχει γράψει τα ημερολόγια. Γενικώς, επίτηδες μπερδεύει τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Οι μελετητές της έχουν αποτανθεί πως η συγγραφέας καταγράφει εδώ πραγματικά γεγονότα αλλά προσθέτει πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία. Ο σκηνοθέτης Emmanuel Finkiel πήρε δύο από τις ιστορίες του βιβλίου για να δομήσει το σενάριο της ταινίας. Αυτή είναι η δεύτερη συνεχόμενη ταινία του Finkiel μετά το «Je ne suis pas un salaud» του 2015, στο οποίο συνεργάζεται με την Mélanie Thierry. Τούτη η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου, 19ου, φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής.

Η υπόθεση: Όταν ανακαλύπτει δυο παλιά τετράδια σε ένα ξεχασμένο κουτί, η Μαργκερίτ Ντυράς θυμάται το παρελθόν της και τον ανυπόφορο πόνο του να περιμένεις. Στη Ναζιστική Γαλλία του 1944, η νεαρή και ταλαντούχα Μαργκερίτ είναι ενεργό μέλος της Αντίστασης μαζί με τον άντρα της, Ρομπέρ Αντέλμ. Όταν η Γκεστάπο απαγάγει τον Ρομπέρ, η Μαργκερίτ μπαίνει σε έναν απελπισμένο αγώνα να τον φέρει πίσω. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, εξακολουθεί να τον περιμένει – δέσμια του βασανιστηρίου της απουσίας του και πέρα από κάθε ελπίδα.

Η άποψή μας: Πώς μπορεί να αποτυπωθεί η απουσία; Σε εικόνες, όχι σε λέξεις. Πώς μπορεί κανείς να κινηματογραφήσει την αναμονή; Πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης να μας δείξει τον πόνο που προκαλεί η αναμονή; Η αναμονή κατά την οποία ανά πάσα στιγμή περιμένεις κάποιος να σε πληροφορήσει αν ένα αγαπημένο σου πρόσωπο ζει ή έχει πεθάνει; Ο Finkiel κάνει πολύ φιλότιμες προσπάθειες να τα καταφέρει όλα τα παραπάνω. Η προσπάθειά του είναι συγκινητική και άξια συγχαρητηρίων. Είναι προσηλωμένος στο όραμά του και κατά μία έννοια, προσηλωμένος στο όραμα της Ντιράς. Της συγγραφέως που έλεγε πως για το Ολοκαύτωμα φταίνε όλοι. Δεν υπάρχουν αποκλειστικά καλοί και αποκλειστικά κακοί. Όλοι είναι ένοχοι...

Η ταινία ξεκινάει ως μια λίγο πολύ κλασική γαλλική ταινία εποχής, από αυτές που καταπιάνονται με το ανεξάντλητο θέμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τις εκατομμύρια ιστορίες που έχουν προκύψει σε αυτόν. Όσο στην εικόνα βρίσκεται ο συνεργάτης των Γερμανών Ραμπιέ, τα πράγματα είναι λίγο πολύ ευκρινή: πλησιάζει το τέλος του πολέμου, συλλαμβάνεται ο σύζυγος της Ντιράς, ο Ραμπιέ είναι γοητευμένος από τη συγγραφέα, θέλει (ή μήπως όχι;) να τη βοηθήσει, τις δίνει πληροφορίες για τον φυλακισμένο, της ζητάει πληροφορίες για την ομάδα Αντίστασης στην οποία ανήκει και η ίδια, της εξομολογείται τα όνειρά του αμέσως μετά τον πόλεμο να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο. Ναι, είναι λογικά όλα αυτά, κατανοητά. Υπάρχει η περίφημη μπαναλιτέ του κακού. Τα εγκλήματα δεν διαπράχθηκαν (ποτέ δεν διαπράττονται) από τέρατα, από διαβόλους. Όχι. Από ανθρώπους της διπλανής πόρτας διαπράττονται. Που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είναι και η προσωποποίηση του αγγελικού!

Ο Ραμπιέ πχ δεν σκιαγραφείται ως τέρας. Όπως λέει και ο ίδιος «έκανα μια επιλογή και δεν την εγκαταλείπω». Η Ντιράς μέχρι και φιλί του δίνει! Όχι ερωτικό, όχι – περισσότερο είναι μητρικό, φιλικό, φιλί αναγνώρισης του καλού μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο, που εξαιτίας του σκοτώθηκαν δεκάδες πατριώτες! Ένα φιλί του Ιούδα, αλλά όχι προδοσίας, αν με εννοείται. Όταν ο Ραμπιέ φεύγει από την εικόνα, όμως, φτάνουμε στην Απελευθέρωση και αρχίζουν να επιστρέφουν οι κρατούμενοι – κυρίως οι Εβραίοι – από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκεί ο σκηνοθέτης «υποκύπτει» σε μια πιο ποιητική αντιμετώπιση των πάντων. Το γεγονός ότι δεν φροντίζει η μετάβαση να γίνει ομαλά και στο ίδιο ύφος αποτελεί μία από τις αδυναμίες της ταινίας. Δεν νοιάζεται όμως καθόλου γι' αυτό. Με σταθερή την αφήγηση off (είναι η Ντιράς που αφηγείται) υπάρχουν πολλές σκηνές στις οποίες βλέπουμε την Ντιράς - αφηγήτρια ταυτόχρονα με την Ντιράς – υποκείμενο της ιστορίας της.

Το μοντάζ γίνεται πιο «παραισθητικό», τα λόγια εκτός οθόνης κυριαρχούν, τα πλάνα θαρρείς και είναι ποτισμένα με απελπισία. Συνοδοιπόρος του σκηνοθέτη σε αυτό που θέλει να κάνει και τελικά κάνει είναι η πρωταγωνίστρια του, η Mélanie Thierry. Η ερμηνεία της είναι πυρετική και καθόλου ερμηνεία επίδειξης. Είναι εντελώς υποταγμένη στο όραμα του σκηνοθέτη της. Καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και μας πείθει σωματικά για τον πόνο που βιώνει. Τον πόνο του άγνωστου. Τον πόνο του «δεν ξέρω τι έχει γίνει». Τον πόνο που σου αφήνει ως πληγή χαίνουσα μια κατάσταση στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει αυτό που οι αγγλοσάξωνες χαρακτηρίζουν closure. Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την ταινία ως κάτι ανάλογο με τον «Γιο του Σαούλ» αλλά για όσους έμειναν πίσω! Για όσους έζησαν.

Δεν χωράει αμφιβολία πως αυτή είναι μια καλή ταινία. Δεν χωράει όμως επίσης καμία αμφιβολία πως αυτή είναι μια δύσκολη ταινία. Όχι κουλτουριάρικη, ούτε απωθητική, ούτε ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της. Απλώς, είναι μια ταινία που θέλει να πει με το δικό της τρόπο, χωρίς να κολακεύει τον θεατή, την αλήθεια της. Και είναι επίτευγμά της το ότι την λέει χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Κι ας χάνει το μεγάλο κοινό, που θα μπορούσε να πιάσει αν έβαζε λίγο νερό στο κρασί της. Ας είναι.

Μαργκερίτ Ντυράς: Η οδύνη (La douleur) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Απριλίου 2018 από την Weird Wave!