του Αλέξανδρου Σιπσίδη. Με τους Μιχάλη Οικονόμου, Ράσμι Σούκουλη, Δημήτρη Ήμμελο, Τέτη Καλαφάτη, Δημήτρη Καπετανάκο, Γιώργο Αδαμαντιάδη, Φωτεινή Λεβογιάννη, Θέμη Πάνου
Τέσσερις εγκληματίες. Τέσσερις οπτικές γωνίες. Ένα διαμάντι
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Στο τέλος όλα είναι διαφορετικά
O Αλέξανδρος Σιπσίδης γεννήθηκε στη Ρωσία το 1984. Είναι απόφοιτος του ΙΕΚ Ακμή και του Preston University (Λος Άντζελες, ΗΠΑ). Πριν την «Μπλε Βασίλισσα» σκηνοθέτησε τρεις μικρού μήκους ταινίες: «Γάλα», 2008, «Iris», 2010 και «Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός», 2013. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν μέσα σε 18 ημέρες.
H Μπλε Βασίλισσα είναι η πρώτη ταινία στην Ελλάδα που θα προβληθεί σε αποκλειστική διανομή με ενδογλωσσικούς υπότιτλους για κωφούς/ές και βαρήκοους/ες [SDH, Subtitles for the Deaf and Hard of Hearing] με την επιμέλεια και πιστοποίηση της «Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών - Movement of Disabled Artists» προκειμένου να την απολαύσουν όλες και όλοι, χωρίς αποκλεισμούς.
Η υπόθεση: Όλα ξεκινάνε με τη ληστεία της Μπλε Βασίλισσας, ενός από τα πολυτιμότερα διαμάντια του κόσμου, από μια ομάδα μαφιόζων, που δουλεύουν για τον αδίστακτο Άγγελο. Ο Γιάννης, ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του, παροτρύνεται από τη σύζυγό του, Λένα, συμμαχούν με τον ψυχρό εκτελεστή Σταύρο και προδίδουν τον Άγγελο, κλέβοντάς του το δαχτυλίδι, με σκοπό να το πουλήσουν σε έναν μυστηριώδη «Αγοραστή». Ποια, όμως, είναι τα πραγματικά κίνητρα της Λένας; Τι κρύβει ο Σταύρος και ποιος είναι ο ρόλος του Νίκου, του φαινομενικά ήσυχου και αμίλητου οδηγού του Άγγελου; Όλα θα απαντηθούν στο τέλος, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου όπου θα έρθει η κορύφωση, το Δωμάτιο 115. Εκεί, οι διαφορετικές οπτικές των τεσσάρων θα ενωθούν σε μια τελική αναμέτρηση με απρόσμενο φινάλε. Είναι, όμως, αυτό το τέλος της ιστορίας ή πρέπει να μπει και το τελευταίο κομμάτι του παζλ από τον πιο απρόσμενο και συνάμα καθαρτικό κρίκο της αφήγησης;
Η άποψή μας: Να λοιπόν που νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι κατά βάση, Έλληνες κινηματογραφιστές, δοκιμάζουν την τύχη τους στο σινεμά είδους. Ήδη μέσα στη σεζόν είδαμε το ανάλογο (αλλά πολύ ανώτερο) «Do it yourself» του Τσιλιφώνη, ακολουθεί τούτη η ταινία. Και οι δύο, ταινίες που θα μπορούσαν να μπουν στο γενικό πλέγμα του heist movie. Και οι δύο, ταινίες που πρωτοείδαμε στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Και οι δύο, ταινίες γυρισμένες από νέα παιδιά. Και οι δύο, ταινίες με βασικό ήρωα τον Θέμη Πάνου! Και οι δύο, ταινίες με καλογραμμένο σενάριο. Και οι δύο, ταινίες που γυρίστηκαν με λιγοστά χρήματα. Βασική διαφορά: εκεί όπου ο Τσιλιφώνης μάσκαρε την έλλειψη χρημάτων χρησιμοποιώντας όλα όσα μπορούσε να του δώσει η τεχνολογία και το μυαλό του – η εφευρετικότητά του, ο Σιπσίδης εκτέθηκε ακριβώς εξαιτίας αυτής της αναθεματισμένης φτώχειας.
Έδειξε γυμνός, χωρίς ιδέες για να καλύψει τις αδυναμίες του, χωρίς επινοήσεις. Ένας πιο έμπειρος σκηνοθέτης θα αξιοποιούσε πιστεύω καλύτερα το σενάριο. Και με δυο – τρεις διαφοροποιήσεις στο καστ, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πραγματικά θετική έκπληξη. Όχι ότι το τελικό αποτέλεσμα εδώ είναι απαράδεκτο. Όχι ότι μιλάμε για μια κακιά ταινία ή μια ταινία πήχτρα στη δηθενιά ή για μια κουλτουριάρικη παπαριά ολκής. Όχι. Συμπαθέστατη είναι η ταινία, κυλάει σχετικά ομαλά και εντάξει, σε εκνευρίζει το γεγονός ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι πολύ καλύτερο...
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η αφετηρία της ταινίας σε ιντριγκάρει: μέσα σε ένα αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα, δύο τύποι παίζουν ένα παιχνίδι. Πιο καλά, ο ένας από τους δύο θέλει να παρασύρει τον άλλο να παίξουν ένα παιχνίδι. Του αφηγείται μια «μπλε ιστορία». Μια ιστορία δηλαδή, όπου ο αφηγητής δίνει κάποια στοιχεία και αφηγείται το φινάλε της ιστορίας και ζητάει από αυτόν που «παίζει» μαζί του, να βρει τι ακριβώς συνέβη και κυρίως γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Ο παίκτης μπορεί να κάνει ερωτήσεις, στις οποίες ο αφηγητής μπορεί να απαντήσει μόνο με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για τον ορισμό των μπλε ιστοριών, βρήκα αρκετές. Ναι, έχει ενδιαφέρον όλο αυτό. Ωραία, σχεδόν νουάρ εισαγωγή, που σε μπάζει σε ένα ιδιαίτερο κλίμα.
Καταλαβαίνουμε ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου είναι κακοποιοί. Και ετοιμάζονται για μια μεγάλη ληστεία. Κι όντως, κλέβουν ένα από τα μεγαλύτερα διαμάντια του κόσμου, την «Μπλε Βασίλισσα». Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Η σκηνή της ληστείας είναι... για γέλια. Εντάξει, είπαμε να είμαστε αφαιρετικοί και... δει δη χρημάτων, ω Άνδρες Αθηναίοι, αλλά όχι κι έτσι. Το προσπερνάμε. Οι ψυλλιασμένοι καταλαβαίνουν πως ακόμα και ο τίτλος προέκυψε ως πάτσγουορκ: «Μπλε Ιστορίες» από τη μια, «Εννιά Βασίλισσες», η ταινιάρα από την Αργεντινή, πού σύστησε στους Έλληνες τον τιτανομέγιστο Ricardo Darin, από την άλλη. Ok; Ok. Πάμε παρακάτω. Αφού φτάνουμε σε μια φάση όπου εις εκ των πρωταγωνιστών πρέπει να πάει σε μια θυρίδα τραπέζης για να πάρει το διαμάντι, που είναι καλά φυλαγμένο μετά τη ληστεία εκεί, αρχίζουμε να βλέπουμε την ίδια ιστορία από άλλη οπτική γωνία, με τα μάτια ενός άλλου αφηγητή. Πως ήταν το «Γιοζίμπο»; Ένα τέτοιο πράγμα.
Κανένας δεν... αφηγείται βεβαίως. Δεν έχουμε voice over (ευτυχώς, γιατί αν έμπαινε και voice over, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα). Όχι, βλέπουμε το ίδιο γεγονός από το υποκειμενικό βλέμμα καθένα από τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Κάθε νέα αφήγηση γεμίζει τα κενά και φωτίζει στον θεατή το τι συμβαίνει στο τελικό ξεκαθάρισμα. Αλλά. Αλλά... Αλλά και πάλι υπάρχουν προβλήματα. Ένα θα αναφέρω, προσπαθώντας να μην κάνω σπόιλερ. Σου παίρνει καιρό να καταλάβεις πως, άλλο το διαμέρισμα όπου βρίσκεται ο αρχηγός της σπείρας και τα τσιράκια του και άλλο το ξενοδοχείο όπου λαμβάνουν χώρα τα τελικά, συναρπαστικά (χωρίς διάθεση κοροϊδίας) γεγονότα.
Μερικές ερμηνείες δεν κολλάνε, μερικές σκηνές («έχω μόνο ένα τσιγάρο») είναι κακογυρισμένες, γενικώς, είναι μία ταινία με προβλήματα. Δείχνω την συμπάθειά μου. Προτιμώ αυτήν την προβληματική ταινία από άλλες που ξεχειλίζουν από ναρκισσισμό και από ένα τεράστιο, φουσκωμένο εγώ και... τίποτε παραπάνω. Προτιμώ αυτήν την ταινία ενός ανθρώπου, που έχει ολοφάνερα δει πολύ σινεμά, από ταινίες ανθρώπων, που γυρίζουν άψογες τεχνικά ταινίες, χωρίς όμως να έχουν δει σινεμά, χωρίς να έχουν κάτι να πουν, χωρίς ψυχή. Την επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι καλύτερα – ελπίζω...
Η υπόθεση: Όλα ξεκινάνε με τη ληστεία της Μπλε Βασίλισσας, ενός από τα πολυτιμότερα διαμάντια του κόσμου, από μια ομάδα μαφιόζων, που δουλεύουν για τον αδίστακτο Άγγελο. Ο Γιάννης, ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του, παροτρύνεται από τη σύζυγό του, Λένα, συμμαχούν με τον ψυχρό εκτελεστή Σταύρο και προδίδουν τον Άγγελο, κλέβοντάς του το δαχτυλίδι, με σκοπό να το πουλήσουν σε έναν μυστηριώδη «Αγοραστή». Ποια, όμως, είναι τα πραγματικά κίνητρα της Λένας; Τι κρύβει ο Σταύρος και ποιος είναι ο ρόλος του Νίκου, του φαινομενικά ήσυχου και αμίλητου οδηγού του Άγγελου; Όλα θα απαντηθούν στο τέλος, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου όπου θα έρθει η κορύφωση, το Δωμάτιο 115. Εκεί, οι διαφορετικές οπτικές των τεσσάρων θα ενωθούν σε μια τελική αναμέτρηση με απρόσμενο φινάλε. Είναι, όμως, αυτό το τέλος της ιστορίας ή πρέπει να μπει και το τελευταίο κομμάτι του παζλ από τον πιο απρόσμενο και συνάμα καθαρτικό κρίκο της αφήγησης;
Η άποψή μας: Να λοιπόν που νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι κατά βάση, Έλληνες κινηματογραφιστές, δοκιμάζουν την τύχη τους στο σινεμά είδους. Ήδη μέσα στη σεζόν είδαμε το ανάλογο (αλλά πολύ ανώτερο) «Do it yourself» του Τσιλιφώνη, ακολουθεί τούτη η ταινία. Και οι δύο, ταινίες που θα μπορούσαν να μπουν στο γενικό πλέγμα του heist movie. Και οι δύο, ταινίες που πρωτοείδαμε στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Και οι δύο, ταινίες γυρισμένες από νέα παιδιά. Και οι δύο, ταινίες με βασικό ήρωα τον Θέμη Πάνου! Και οι δύο, ταινίες με καλογραμμένο σενάριο. Και οι δύο, ταινίες που γυρίστηκαν με λιγοστά χρήματα. Βασική διαφορά: εκεί όπου ο Τσιλιφώνης μάσκαρε την έλλειψη χρημάτων χρησιμοποιώντας όλα όσα μπορούσε να του δώσει η τεχνολογία και το μυαλό του – η εφευρετικότητά του, ο Σιπσίδης εκτέθηκε ακριβώς εξαιτίας αυτής της αναθεματισμένης φτώχειας.
Έδειξε γυμνός, χωρίς ιδέες για να καλύψει τις αδυναμίες του, χωρίς επινοήσεις. Ένας πιο έμπειρος σκηνοθέτης θα αξιοποιούσε πιστεύω καλύτερα το σενάριο. Και με δυο – τρεις διαφοροποιήσεις στο καστ, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πραγματικά θετική έκπληξη. Όχι ότι το τελικό αποτέλεσμα εδώ είναι απαράδεκτο. Όχι ότι μιλάμε για μια κακιά ταινία ή μια ταινία πήχτρα στη δηθενιά ή για μια κουλτουριάρικη παπαριά ολκής. Όχι. Συμπαθέστατη είναι η ταινία, κυλάει σχετικά ομαλά και εντάξει, σε εκνευρίζει το γεγονός ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι πολύ καλύτερο...
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η αφετηρία της ταινίας σε ιντριγκάρει: μέσα σε ένα αυτοκίνητο, στο πίσω κάθισμα, δύο τύποι παίζουν ένα παιχνίδι. Πιο καλά, ο ένας από τους δύο θέλει να παρασύρει τον άλλο να παίξουν ένα παιχνίδι. Του αφηγείται μια «μπλε ιστορία». Μια ιστορία δηλαδή, όπου ο αφηγητής δίνει κάποια στοιχεία και αφηγείται το φινάλε της ιστορίας και ζητάει από αυτόν που «παίζει» μαζί του, να βρει τι ακριβώς συνέβη και κυρίως γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Ο παίκτης μπορεί να κάνει ερωτήσεις, στις οποίες ο αφηγητής μπορεί να απαντήσει μόνο με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για τον ορισμό των μπλε ιστοριών, βρήκα αρκετές. Ναι, έχει ενδιαφέρον όλο αυτό. Ωραία, σχεδόν νουάρ εισαγωγή, που σε μπάζει σε ένα ιδιαίτερο κλίμα.
Καταλαβαίνουμε ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου είναι κακοποιοί. Και ετοιμάζονται για μια μεγάλη ληστεία. Κι όντως, κλέβουν ένα από τα μεγαλύτερα διαμάντια του κόσμου, την «Μπλε Βασίλισσα». Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Η σκηνή της ληστείας είναι... για γέλια. Εντάξει, είπαμε να είμαστε αφαιρετικοί και... δει δη χρημάτων, ω Άνδρες Αθηναίοι, αλλά όχι κι έτσι. Το προσπερνάμε. Οι ψυλλιασμένοι καταλαβαίνουν πως ακόμα και ο τίτλος προέκυψε ως πάτσγουορκ: «Μπλε Ιστορίες» από τη μια, «Εννιά Βασίλισσες», η ταινιάρα από την Αργεντινή, πού σύστησε στους Έλληνες τον τιτανομέγιστο Ricardo Darin, από την άλλη. Ok; Ok. Πάμε παρακάτω. Αφού φτάνουμε σε μια φάση όπου εις εκ των πρωταγωνιστών πρέπει να πάει σε μια θυρίδα τραπέζης για να πάρει το διαμάντι, που είναι καλά φυλαγμένο μετά τη ληστεία εκεί, αρχίζουμε να βλέπουμε την ίδια ιστορία από άλλη οπτική γωνία, με τα μάτια ενός άλλου αφηγητή. Πως ήταν το «Γιοζίμπο»; Ένα τέτοιο πράγμα.
Κανένας δεν... αφηγείται βεβαίως. Δεν έχουμε voice over (ευτυχώς, γιατί αν έμπαινε και voice over, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα). Όχι, βλέπουμε το ίδιο γεγονός από το υποκειμενικό βλέμμα καθένα από τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Κάθε νέα αφήγηση γεμίζει τα κενά και φωτίζει στον θεατή το τι συμβαίνει στο τελικό ξεκαθάρισμα. Αλλά. Αλλά... Αλλά και πάλι υπάρχουν προβλήματα. Ένα θα αναφέρω, προσπαθώντας να μην κάνω σπόιλερ. Σου παίρνει καιρό να καταλάβεις πως, άλλο το διαμέρισμα όπου βρίσκεται ο αρχηγός της σπείρας και τα τσιράκια του και άλλο το ξενοδοχείο όπου λαμβάνουν χώρα τα τελικά, συναρπαστικά (χωρίς διάθεση κοροϊδίας) γεγονότα.
Μερικές ερμηνείες δεν κολλάνε, μερικές σκηνές («έχω μόνο ένα τσιγάρο») είναι κακογυρισμένες, γενικώς, είναι μία ταινία με προβλήματα. Δείχνω την συμπάθειά μου. Προτιμώ αυτήν την προβληματική ταινία από άλλες που ξεχειλίζουν από ναρκισσισμό και από ένα τεράστιο, φουσκωμένο εγώ και... τίποτε παραπάνω. Προτιμώ αυτήν την ταινία ενός ανθρώπου, που έχει ολοφάνερα δει πολύ σινεμά, από ταινίες ανθρώπων, που γυρίζουν άψογες τεχνικά ταινίες, χωρίς όμως να έχουν δει σινεμά, χωρίς να έχουν κάτι να πουν, χωρίς ψυχή. Την επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι καλύτερα – ελπίζω...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Απριλίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική