του Albert Dupontel. Με τους Albert Dupontel, Nahuel Pérez Biscayart, Laurent Lafitte, Mélanie Thierry, Niels Arestrup, Émilie Dequenne, Kyan Khojandi
Μνημεία πεσόντων – αρπαχτές!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο Εντουάρ πήρε τη μάσκα του!
Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο – ηθοποιός κατά βάση – Albert Dupontel! Και στις έξι ταινίες του υπογράφει ή συνυπογράφει και το σενάριο. Και στις έξι του ταινίες είναι ο ένας από τους πρωταγωνιστές. Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Pierre Lemaitre «Καλή Αντάμωση Εκεί Ψηλά» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μίνωας. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ενώ το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt που αποτελεί το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας. Έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 600.000 αντίτυπα, ενώ βρίσκεται ακόμη στη λίστα με τα ευπώλητα βιβλία, έξι χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία.
Η ταινία Ραντεβού εκεί ψηλά (Au revoir là-haut) ήταν υποψήφια για 13 βραβεία Cesar (τα γαλλικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά τα πέντε: καλύτερης σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και κοστουμιών. Στη Γαλλία την ταινία είδαν γύρω στα δύο εκατομμύρια θεατές και οι εισπράξεις της στη χώρα ξεπέρασαν τα 15 εκατομμύρια ευρώ.
Η υπόθεση: Μαρόκο, Νοέμβριος 1920. Ο Αλμπέρ Μαγιάρ ανακρίνεται σε ένα αστυνομικό τμήμα. Είναι ένας βετεράνος που έχει να αφηγηθεί «μια μεγάλη και περίπλοκη ιστορία» που ξεκινά στις 9 Νοεμβρίου 1918 στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γάλλοι και Γερμανοί είναι σίγουροι πως πλησιάζει επιτέλους το τέλος του πολέμου: είναι κουρασμένοι και θέλουν να ξεμπερδεύουν. Στα χαρακώματα φτάνει η είδηση της Εκεχειρίας. Μόνον που ο στρατόκαβλος υπολοχαγός Πραντέλ, αδιαφορεί. Και διατάζει μιαν άσκοπη επίθεση. Ο Αλμπέρ σχεδόν θάβεται σε μια τρύπα παρέα με ένα άλογο. Θα τον σώσει ο συνφάνταρός του, ο Εντουάρ Περικού.
Μόνο που ο Εντουάρ δεν θα σταθεί τυχερός: ένα βλήμα ανατινάζεται μπροστά του και εξαφανίζει το σαγόνι του! Επιβιώνει όμως. Αλλά θέλει να τον θεωρούν όλοι νεκρό – ιδίως ο πατέρας του, ένας πλούσιος Παριζιάνος, που πάντα τον απέρριπτε για την καλλιτεχνική του φύση. Ο Αλμπέρ τον βοηθά: του παρέχει μια νέα ταυτότητα και τον φροντίζει, καθώς του είναι αιωνίως ευγνώμον. Καθώς ο Πραντέλ σχεδιάζει να κάνει μια περιουσία πάνω στα πτώματα των θυμάτων του πολέμου, ο Αλμπέρ και ο Εντουάρ ετοιμάζουν μια μνημειώδη απάτη με τις οικογένειες των πενθούντων. Πώς θα τελειώσει όμως όλη αυτή η ιστορία;
Η άποψή μας: Καιρό είχαμε να δούμε τόσο χορταστικό σινεμά από Γαλλία μεριά. Στο τσακ και θα είχαμε κάτι του επιπέδου της «Αμελί»! Ο Dupontel τα δίνει όλα στο επίπεδο της εικόνας και η ταινία του είναι ένα χάρμα ιδέσθαι! Η κάμερά του είναι ένας πολύ... κουτσομπόλης παρατηρητής: μπαίνει παντού! Ακολουθεί τους πάντες, δεν καταλαβαίνει νόμους βαρύτητας, ξεκινάει από έξω και εισβάλει μέσα στα σπίτια, ακολουθεί ήρωες σε διαδρόμους, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα την κάθε στιγμή. Και πιάνει στιγμές απίστευτης ομορφιάς ενώ ταυτόχρονα έχει την ικανότητα του... Μέσι να ξεγλιστράει ανάμεσα στο πλήθος: η σκηνή όπου ο Αλμπέρ πηγαίνει στο σπίτι του πατέρα του Εντουάρ και περνάει η κάμερα ανάμεσα στον κόσμο, που προχωράει με απίστευτη γεωμετρική στοίχιση, σαν να τρέχεις με 200 και περνάς με κόκκινο φανάρια, με αμάξια να τρέχουν γύρω σου σταυρωτά αλλά να μην σε ακουμπάνε καν, ε, είναι φανταστική!
Οι σινεφιλικές αναφορές είναι πάμπολλες και σκόρπιες αλλά τρομερά δεμένες με το τελικό φιλμικό αποτέλεσμα. Ο μασκοφόρος Εντουάρ είναι ένα άλλο «Φάντασμα της Όπερας». Οι σκηνές στα χαρακώματα ακολουθούν το τράβελινγκ από το «Σταυροί στο μέτωπο». Ο τραυματίας φαντάρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που δεν μπορεί να επικοινωνήσει, παραπέμπει ευθέως στο «Ο Τζόνυ πήρε το όπλο του» (εκεί χρησιμοποιούσε σήματα Μορς, εδώ τον... μεταφράζει μια πιτσιρίκα). Και κάθε σκηνή είναι η αποθέωση ενός γενναιόδωρου σινεμά, ενός σινεμά που σου λέει ευθέως «φάτε μάτια ψάρια». Στη χαρακτηριολογία δεν τα πάει καλά ο σκηνοθέτης. Αναγκαστικά, θα έλεγε κανείς. Με τόσο φορτωμένη πλοκή, ίντριγκα, ανατροπές, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Οπότε, περισσότερο λειτουργούν ως στερεότυπα. Ιδίως ο κακιασμένος Πραντέλ σκιαγραφείται ωσάν καρικατούρα. Όμως, αυτό είναι κάτι το ελάχιστο, που δεν είναι – και δεν θα έπρεπε να είναι – κάτι που θα αποτρέψει το κοινό από το να απολαύσει την ταινία.
Μια ταινία που μιλάει για την αναζήτηση ταυτότητας. Για την ανάγκη να ζήσει κανείς μέσα στον πόλεμο με κάθε κόστος, αλλά και την ανάγκη να... αποχωρήσει κάποιος όταν αντιλαμβάνεται τη μεγάλη χίμαιρα (η σκηνή του... πετάγματος από το μπαλκόνι είναι απλώς συγκλονιστική). Που μιλάει για το τέλος του πολέμου, μιαν εποχή αβεβαιότητας και μεγάλων ελπίδων, όπου έδρασαν επιτήδειοι, όπως κάνουν πάντα σε εποχές ανάλογες. Που μιλάει για το πόσο κερδοφόρα μπίζνα είναι ο πόλεμος. Που μιλάει για φέρετρα τα οποία κουβαλούν χρήματα. Που μιλάει για τη δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα σε έναν πατέρα κι έναν γιο. Που μιλάει για την ανάγκη αποδοχής. Κι όλα αυτά ενταγμένα σε ένα άψογο αισθητικά πλαίσιο. Και ναι, όπως συμβαίνει καμιά φορά στις ταινίες, κάποιοι καλοί δικαιώνονται και κάποιοι κακοί λαμβάνουν το τέλος που τους αξίζει. Από ερμηνείες ξεχωρίζει ο Nahuel Pérez Biscayart, ο μασκοφόρος στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας Εντουάρ (η μάσκα η φτιαγμένη από χρήματα είναι απίστευτη!). Ένας Αργεντίνος ηθοποιός, που έκλεψε την παράσταση και στο «120 χτύποι το λεπτό». Κι εδώ παίζει ουσιαστικά μόνον με τα μάτια. Τεράστιο επίτευγμα.
Όπως είναι και η ταινία. Μια ταινία μεγαλόπρεπου σινεμά, που λείπει ολοένα και περισσότερο στις μέρες μας.
Η υπόθεση: Μαρόκο, Νοέμβριος 1920. Ο Αλμπέρ Μαγιάρ ανακρίνεται σε ένα αστυνομικό τμήμα. Είναι ένας βετεράνος που έχει να αφηγηθεί «μια μεγάλη και περίπλοκη ιστορία» που ξεκινά στις 9 Νοεμβρίου 1918 στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γάλλοι και Γερμανοί είναι σίγουροι πως πλησιάζει επιτέλους το τέλος του πολέμου: είναι κουρασμένοι και θέλουν να ξεμπερδεύουν. Στα χαρακώματα φτάνει η είδηση της Εκεχειρίας. Μόνον που ο στρατόκαβλος υπολοχαγός Πραντέλ, αδιαφορεί. Και διατάζει μιαν άσκοπη επίθεση. Ο Αλμπέρ σχεδόν θάβεται σε μια τρύπα παρέα με ένα άλογο. Θα τον σώσει ο συνφάνταρός του, ο Εντουάρ Περικού.
Μόνο που ο Εντουάρ δεν θα σταθεί τυχερός: ένα βλήμα ανατινάζεται μπροστά του και εξαφανίζει το σαγόνι του! Επιβιώνει όμως. Αλλά θέλει να τον θεωρούν όλοι νεκρό – ιδίως ο πατέρας του, ένας πλούσιος Παριζιάνος, που πάντα τον απέρριπτε για την καλλιτεχνική του φύση. Ο Αλμπέρ τον βοηθά: του παρέχει μια νέα ταυτότητα και τον φροντίζει, καθώς του είναι αιωνίως ευγνώμον. Καθώς ο Πραντέλ σχεδιάζει να κάνει μια περιουσία πάνω στα πτώματα των θυμάτων του πολέμου, ο Αλμπέρ και ο Εντουάρ ετοιμάζουν μια μνημειώδη απάτη με τις οικογένειες των πενθούντων. Πώς θα τελειώσει όμως όλη αυτή η ιστορία;
Η άποψή μας: Καιρό είχαμε να δούμε τόσο χορταστικό σινεμά από Γαλλία μεριά. Στο τσακ και θα είχαμε κάτι του επιπέδου της «Αμελί»! Ο Dupontel τα δίνει όλα στο επίπεδο της εικόνας και η ταινία του είναι ένα χάρμα ιδέσθαι! Η κάμερά του είναι ένας πολύ... κουτσομπόλης παρατηρητής: μπαίνει παντού! Ακολουθεί τους πάντες, δεν καταλαβαίνει νόμους βαρύτητας, ξεκινάει από έξω και εισβάλει μέσα στα σπίτια, ακολουθεί ήρωες σε διαδρόμους, σε αιφνιδιάζει ευχάριστα την κάθε στιγμή. Και πιάνει στιγμές απίστευτης ομορφιάς ενώ ταυτόχρονα έχει την ικανότητα του... Μέσι να ξεγλιστράει ανάμεσα στο πλήθος: η σκηνή όπου ο Αλμπέρ πηγαίνει στο σπίτι του πατέρα του Εντουάρ και περνάει η κάμερα ανάμεσα στον κόσμο, που προχωράει με απίστευτη γεωμετρική στοίχιση, σαν να τρέχεις με 200 και περνάς με κόκκινο φανάρια, με αμάξια να τρέχουν γύρω σου σταυρωτά αλλά να μην σε ακουμπάνε καν, ε, είναι φανταστική!
Οι σινεφιλικές αναφορές είναι πάμπολλες και σκόρπιες αλλά τρομερά δεμένες με το τελικό φιλμικό αποτέλεσμα. Ο μασκοφόρος Εντουάρ είναι ένα άλλο «Φάντασμα της Όπερας». Οι σκηνές στα χαρακώματα ακολουθούν το τράβελινγκ από το «Σταυροί στο μέτωπο». Ο τραυματίας φαντάρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που δεν μπορεί να επικοινωνήσει, παραπέμπει ευθέως στο «Ο Τζόνυ πήρε το όπλο του» (εκεί χρησιμοποιούσε σήματα Μορς, εδώ τον... μεταφράζει μια πιτσιρίκα). Και κάθε σκηνή είναι η αποθέωση ενός γενναιόδωρου σινεμά, ενός σινεμά που σου λέει ευθέως «φάτε μάτια ψάρια». Στη χαρακτηριολογία δεν τα πάει καλά ο σκηνοθέτης. Αναγκαστικά, θα έλεγε κανείς. Με τόσο φορτωμένη πλοκή, ίντριγκα, ανατροπές, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Οπότε, περισσότερο λειτουργούν ως στερεότυπα. Ιδίως ο κακιασμένος Πραντέλ σκιαγραφείται ωσάν καρικατούρα. Όμως, αυτό είναι κάτι το ελάχιστο, που δεν είναι – και δεν θα έπρεπε να είναι – κάτι που θα αποτρέψει το κοινό από το να απολαύσει την ταινία.
Μια ταινία που μιλάει για την αναζήτηση ταυτότητας. Για την ανάγκη να ζήσει κανείς μέσα στον πόλεμο με κάθε κόστος, αλλά και την ανάγκη να... αποχωρήσει κάποιος όταν αντιλαμβάνεται τη μεγάλη χίμαιρα (η σκηνή του... πετάγματος από το μπαλκόνι είναι απλώς συγκλονιστική). Που μιλάει για το τέλος του πολέμου, μιαν εποχή αβεβαιότητας και μεγάλων ελπίδων, όπου έδρασαν επιτήδειοι, όπως κάνουν πάντα σε εποχές ανάλογες. Που μιλάει για το πόσο κερδοφόρα μπίζνα είναι ο πόλεμος. Που μιλάει για φέρετρα τα οποία κουβαλούν χρήματα. Που μιλάει για τη δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα σε έναν πατέρα κι έναν γιο. Που μιλάει για την ανάγκη αποδοχής. Κι όλα αυτά ενταγμένα σε ένα άψογο αισθητικά πλαίσιο. Και ναι, όπως συμβαίνει καμιά φορά στις ταινίες, κάποιοι καλοί δικαιώνονται και κάποιοι κακοί λαμβάνουν το τέλος που τους αξίζει. Από ερμηνείες ξεχωρίζει ο Nahuel Pérez Biscayart, ο μασκοφόρος στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας Εντουάρ (η μάσκα η φτιαγμένη από χρήματα είναι απίστευτη!). Ένας Αργεντίνος ηθοποιός, που έκλεψε την παράσταση και στο «120 χτύποι το λεπτό». Κι εδώ παίζει ουσιαστικά μόνον με τα μάτια. Τεράστιο επίτευγμα.
Όπως είναι και η ταινία. Μια ταινία μεγαλόπρεπου σινεμά, που λείπει ολοένα και περισσότερο στις μέρες μας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Μαρτίου 2018 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική