του Juan Carlos Medina. Με τους Bill Nighy, Olivia Cooke, Douglas Booth, Daniel Mays, Sam Reid, Maria Valverde, Henry Goodman, Paul Ritter, Morgan Watkins, Peter Sullivan, Eddie Marsan
Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν ήταν ο πρώτος σίριαλ κίλερ του Λονδίνου...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Εσείς, μπορείτε να βρείτε ποιος είναι ο δολοφόνος;
Ο Juan Carlos Medina είναι ένας Ισπανός σκηνοθέτης, που γεννήθηκε το 1977 στο Μαϊάμι της Φλόριντας, στις ΗΠΑ. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και η πρώτη του αγγλόφωνη, μετά το «Μέσα από τα μάτια τους» (Insensibles, 2012). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Σεπτέμβριο του 2016, στο φεστιβάλ του Τορόντο. Πρωταγωνιστής της ταινίας θα ήταν ο Alan Rickman αλλά δεν μπόρεσε τελικά να συμμετάσχει καθώς τον πρόλαβε ο καρκίνος του παγκρέατος, που οδήγησε και στον θάνατό του. Το ρόλο του τελικά πήρε ο Bill Nighy. Η ταινία The Limehouse Golem πάντως είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Rickman.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο του Peter Ackroyd «Dan Leno and the Limehouse Golem» του 1994. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει τόσο φανταστικούς χαρακτήρες, όπως η Λίζι Κρι, όσο και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Karl Marx (!!!), ο Dan Leno και ο George Gissing. Ο φιλόσοφος, ο ηθοποιός και ο συγγραφέας αντίστοιχα, βρίσκονται (σύμφωνα με την υπόθεση τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας) ανάμεσα στους ύποπτους για τους φόνους – ύποπτοι δηλαδή να είναι ένας από αυτούς το Γκόλεμ του Λάιμχαουζ!!!.
Η υπόθεση: Βικτωριανό Λονδίνο, 1880. Ο πιο διάσημος καλλιτέχνης της βρετανικής πρωτεύουσας, Νταν Λίνο, ανεβαίνει στη σκηνή μιας μεγαλοπρεπούς, μπαρόκ αίθουσας μουσικής. Ο ιδιαίτερος καλλιτέχνης εκφωνεί έναν μονόλογο, ενημερώνοντας, έτσι, το αφοσιωμένο κοινό του για τη φρικτή μοίρα μιας νεαρής γυναίκας που κάποτε κοσμούσε τη συγκεκριμένη σκηνή, της αγαπημένης του φίλης Ελίζαμπεθ Κρι. Η νεαρή τραγουδίστρια δικάστηκε και καταδικάστηκε για τη δηλητηρίαση του συζύγου της, Τζον Κρι, ο οποίος βρίσκεται νεκρός την ίδια μέρα που η μεγαλούπολη συνταράσσεται από ένα ακόμα φονικό του «Γκόλεμ του Λάιμχαουζ». Το Λάιμχάουζ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές του Λονδίνου και οι φόνοι που λαμβάνουν χώρα εκεί δεν μπορούν να εξιχνιαστούν, οπότε ο απλός λαός αλλά και οι δημοσιογράφοι δίνουν στο δολοφόνο τη μεταφυσική χροιά του Γκόλεμ, ενός τέρατος της εβραϊκής μυθολογίας.
Ο άσημος επιθεωρητής της αστυνομίας, Τζον Κιλντέαρ, που μένει στάσιμος στην ιεραρχία του σώματος λόγω της φημολογούμενης ομοφυλοφιλίας του, καλείται να λύσει το μυστήριο των δολοφονιών, που πιο διάσημοι συνάδελφοί του δεν κατάφεραν να πετύχουν. Η δράση του Γκόλεμ τον προβληματίζει: σκοτώνει αθώους, χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του πτώματα τόσο παραμορφωμένα που είναι δύσκολο να αναγνωριστούν – πάντα όμως με την διακριτική του υπογραφή… από αίμα. Μπορεί να έχει σχέση η δολοφονία του Τζον Κρι με τη δράση του Γκόλεμ; Θα μπορέσει να σώσει ο Κιλντέαρ την Ελίζαμπεθ από την κρεμάλα; Ή μήπως η αλήθεια είναι κάτι που δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί;
Η άποψή μας: Γοτθικός τρόμος. Ναι ρε φίλε, καλή φάση. Παλιακός ως κατάσταση αλλά πάντα περιζήτητος. Όλοι μας θέλουμε να τρομάζουμε. Να φοβόμαστε αλλά να θέλουμε και να δούμε: είναι όπως όταν συναντιόμαστε με ένα θανατηφόρο δυστύχημα στο δρόμο. Από τη μια, από ένστικτο, δεν θέλουμε να δούμε, από την άλλη, όμως, εκεί, γουρλωμένα τα μάτια, να δούμε. Τούτη η ταινία είχε όλα τα εχέγγυα να αποτελέσει την επιτομή της ταινίας γοτθικού τρόμου! Βασίζεται σε μπεστ σέλερ, μιλάει για κάτι σαν τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, διαθέτει μέσα γαργαλιστικές σφαγές, δολοφονίες και μυστήριο, αλλά και μια παράλληλα εξελισσόμενη ιστορία, πέρα από τη βασική, εκείνη δηλαδή της δράσης του Γκόλεμ. Μάλλον, έχει τρεις ιστορίες: η δράση του Γκόλεμ, η δηλητηρίαση του Τζον Κρι και η πονεμένη ζωή της Λίζι, της Ελίζαμπεθ.
Ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει τη δύναμη της αναπαράστασης. «Όλος ο κόσμος, μια σκηνή». Έτσι ξεκινάει την ταινία, μεταφέροντάς μας σε μια θεατρική σκηνή, έτσι την κλείνει. Κι εδώ αρχίζουν τα ουκ ολίγα προβλήματα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης ποτέ δεν φαίνεται ικανός να ελέγξει το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του σεναρίου του. Προσπαθεί είναι η αλήθεια, αλλά δεν τα καταφέρνει. Οι τρεις ιστορίες εξελίσσονται ταυτόχρονα και μπερδεμένα, ενώ η παράλληλη παρεμβολή της θεατρικής σκηνής δεν βοηθάει την κατάσταση. Ο θεατής παρακολουθεί αποσβολωμένος μία εδώ, μία εκεί, μία γεγονότα, μία αναπαράσταση, και χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον του. Ναι, υπάρχει το whodunnit στοιχείο, αλλά από κάποια στιγμή και μετά εγκαταλείπεις τη μάχη.
Ο ρυθμός της ταινίας δεν είναι ο κατάλληλος και το μοντάζ δεν βοηθάει στην καλύτερη αφήγηση της ιστορίας ή μάλλον των ιστοριών. Ε, ναι λοιπόν, η αφήγηση είναι το πρόβλημα. Ουσιαστικά, το κουβάρι της ταινίας δεν ξεμπλέκει ποτέ! Παρακολουθείς, υπερφορτώνεσαι με πληροφορίες και δεν υπάρχει εκείνη η κορύφωση, που θα βοηθήσει στη μεγαλύτερη απόλαυση των παρεχόμενων δεδομένων. Τι μένει; Ένας στρεβλός φεμινισμός, τα ελάχιστα εξωτερικά γυρίσματα που συντείνουν στην αίσθηση της κυρίαρχης θεατρικότητας στην ταινία και το άκυρο μπλέξιμο στην πλοκή του... Καρλ Μαρξ!
Ο Bill Nighy δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο ως ο παρεξηγημένος επιθεωρητής της αστυνομίας (που τελικά θα λύσει το μυστήριο). Εκείνοι που ξεχωρίζουν είναι ο Eddie Marsan στο ρόλο του «Θείου» και ο Douglas Booth στο ρόλο του Dan Leno. Πολύ κακό για το σχεδόν τίποτα παιδιά...
Η υπόθεση: Βικτωριανό Λονδίνο, 1880. Ο πιο διάσημος καλλιτέχνης της βρετανικής πρωτεύουσας, Νταν Λίνο, ανεβαίνει στη σκηνή μιας μεγαλοπρεπούς, μπαρόκ αίθουσας μουσικής. Ο ιδιαίτερος καλλιτέχνης εκφωνεί έναν μονόλογο, ενημερώνοντας, έτσι, το αφοσιωμένο κοινό του για τη φρικτή μοίρα μιας νεαρής γυναίκας που κάποτε κοσμούσε τη συγκεκριμένη σκηνή, της αγαπημένης του φίλης Ελίζαμπεθ Κρι. Η νεαρή τραγουδίστρια δικάστηκε και καταδικάστηκε για τη δηλητηρίαση του συζύγου της, Τζον Κρι, ο οποίος βρίσκεται νεκρός την ίδια μέρα που η μεγαλούπολη συνταράσσεται από ένα ακόμα φονικό του «Γκόλεμ του Λάιμχαουζ». Το Λάιμχάουζ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές του Λονδίνου και οι φόνοι που λαμβάνουν χώρα εκεί δεν μπορούν να εξιχνιαστούν, οπότε ο απλός λαός αλλά και οι δημοσιογράφοι δίνουν στο δολοφόνο τη μεταφυσική χροιά του Γκόλεμ, ενός τέρατος της εβραϊκής μυθολογίας.
Ο άσημος επιθεωρητής της αστυνομίας, Τζον Κιλντέαρ, που μένει στάσιμος στην ιεραρχία του σώματος λόγω της φημολογούμενης ομοφυλοφιλίας του, καλείται να λύσει το μυστήριο των δολοφονιών, που πιο διάσημοι συνάδελφοί του δεν κατάφεραν να πετύχουν. Η δράση του Γκόλεμ τον προβληματίζει: σκοτώνει αθώους, χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του πτώματα τόσο παραμορφωμένα που είναι δύσκολο να αναγνωριστούν – πάντα όμως με την διακριτική του υπογραφή… από αίμα. Μπορεί να έχει σχέση η δολοφονία του Τζον Κρι με τη δράση του Γκόλεμ; Θα μπορέσει να σώσει ο Κιλντέαρ την Ελίζαμπεθ από την κρεμάλα; Ή μήπως η αλήθεια είναι κάτι που δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί;
Η άποψή μας: Γοτθικός τρόμος. Ναι ρε φίλε, καλή φάση. Παλιακός ως κατάσταση αλλά πάντα περιζήτητος. Όλοι μας θέλουμε να τρομάζουμε. Να φοβόμαστε αλλά να θέλουμε και να δούμε: είναι όπως όταν συναντιόμαστε με ένα θανατηφόρο δυστύχημα στο δρόμο. Από τη μια, από ένστικτο, δεν θέλουμε να δούμε, από την άλλη, όμως, εκεί, γουρλωμένα τα μάτια, να δούμε. Τούτη η ταινία είχε όλα τα εχέγγυα να αποτελέσει την επιτομή της ταινίας γοτθικού τρόμου! Βασίζεται σε μπεστ σέλερ, μιλάει για κάτι σαν τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, διαθέτει μέσα γαργαλιστικές σφαγές, δολοφονίες και μυστήριο, αλλά και μια παράλληλα εξελισσόμενη ιστορία, πέρα από τη βασική, εκείνη δηλαδή της δράσης του Γκόλεμ. Μάλλον, έχει τρεις ιστορίες: η δράση του Γκόλεμ, η δηλητηρίαση του Τζον Κρι και η πονεμένη ζωή της Λίζι, της Ελίζαμπεθ.
Ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει τη δύναμη της αναπαράστασης. «Όλος ο κόσμος, μια σκηνή». Έτσι ξεκινάει την ταινία, μεταφέροντάς μας σε μια θεατρική σκηνή, έτσι την κλείνει. Κι εδώ αρχίζουν τα ουκ ολίγα προβλήματα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης ποτέ δεν φαίνεται ικανός να ελέγξει το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του σεναρίου του. Προσπαθεί είναι η αλήθεια, αλλά δεν τα καταφέρνει. Οι τρεις ιστορίες εξελίσσονται ταυτόχρονα και μπερδεμένα, ενώ η παράλληλη παρεμβολή της θεατρικής σκηνής δεν βοηθάει την κατάσταση. Ο θεατής παρακολουθεί αποσβολωμένος μία εδώ, μία εκεί, μία γεγονότα, μία αναπαράσταση, και χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον του. Ναι, υπάρχει το whodunnit στοιχείο, αλλά από κάποια στιγμή και μετά εγκαταλείπεις τη μάχη.
Ο ρυθμός της ταινίας δεν είναι ο κατάλληλος και το μοντάζ δεν βοηθάει στην καλύτερη αφήγηση της ιστορίας ή μάλλον των ιστοριών. Ε, ναι λοιπόν, η αφήγηση είναι το πρόβλημα. Ουσιαστικά, το κουβάρι της ταινίας δεν ξεμπλέκει ποτέ! Παρακολουθείς, υπερφορτώνεσαι με πληροφορίες και δεν υπάρχει εκείνη η κορύφωση, που θα βοηθήσει στη μεγαλύτερη απόλαυση των παρεχόμενων δεδομένων. Τι μένει; Ένας στρεβλός φεμινισμός, τα ελάχιστα εξωτερικά γυρίσματα που συντείνουν στην αίσθηση της κυρίαρχης θεατρικότητας στην ταινία και το άκυρο μπλέξιμο στην πλοκή του... Καρλ Μαρξ!
Ο Bill Nighy δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο ως ο παρεξηγημένος επιθεωρητής της αστυνομίας (που τελικά θα λύσει το μυστήριο). Εκείνοι που ξεχωρίζουν είναι ο Eddie Marsan στο ρόλο του «Θείου» και ο Douglas Booth στο ρόλο του Dan Leno. Πολύ κακό για το σχεδόν τίποτα παιδιά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Φεβρουαρίου 2018 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική