του Θόδωρου Γιαχουστίδη
68η Berlinale: Τρίτη 20 Φεβρουαρίου
Απόψε έχει Τσάμπιονς Λιγκ!
Απόψε έχει Τσάμπιονς Λιγκ!
Εντάξει, εμείς βγάζουμε τα μάτια μας παρακολουθώντας τόσες και τόσες ταινίες εδώ στο παγωμένο Βερολίνο κι εσείς συνεχίζετε τις ζωές σας, λες και δεν συμβαίνει τίποτε! Δηλαδή, το θεωρείτε σωστό όλο αυτό; Δεν είναι άδικο; Θέλω να πω, να, είχε Τσάμπιονς Λιγκ απόψε κι εσείς είδατε στην τηλεόρασή σας ή στην παρακείμενη καφετέρια τα ματσάκια Τσέλσι – Μπαρτσελόνα (έληξε 1 – 1) και Μπάγερν – Μπεσίκτας (πέντε φάγανε οι τουρκαλάδες), κι έχει κι αύριο Τσάμπιονς Λιγκ κι εμείς εδώ, αντ' αυτών, θα περιμένουμε να μπούμε στις αίθουσες να δούμε κι άλλο αριστούργημα, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι τελικής πτώσης. Τα μάτια μας τα... ξεκουράζουμε λίγο μέσα στις αίθουσες (η αλήθεια είναι αυτή) αλλά δεν μπορείτε να πείτε, διαβάζετε πράγματα και κείμενα από εδώ, σαν να ήσασταν κι εσείς στο Βερολίνο. Για να δούμε τι σας έχω απόψε λοιπόν...
Οι ταινίες από το διαγωνιστικό τμήμα που είδαμε σήμερα ήταν δύο. Και ήταν καλές έως πολύ καλές. Όχι σπουδαίες. Και ξεκινάμε με την πρωινή. Ναι κυρίες και κύριοι, ο νέος Gus Van Sant είναι εδώ κι ευτυχώς είναι πολύ, πολύ καλύτερος από την προηγούμενη φλοπάρα του, το περίφημο «Θάλασσα από δέντρα» - δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά – μόνο προς τα πάνω θα μπορούσε να πάει πχια. Στο Βερολίνο συμμετέχει στο διαγωνιστικό με την ταινία του που έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς. Τίτλος της: «Don’t Worry, He Won’t Get Far on Foot». Στη 17η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας της 32χρονης καριέρας του (μην ξεχνάμε πως όλα ξεκίνησαν το 1986 με το «Mala Noche», το οποίο μάλιστα έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Berlinale εκείνης της χρονιάς!), ο ανεξάρτητος Αμερικάνος σκηνοθέτης δείχνει πως υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να φτιάξει μικρά διαμαντάκια τα οποία μπορούν να αφορούν και μεγαλύτερο κοινό από εκείνο των indie θιασωτών.
Η υπόθεση: 1972, Πόρτλαντ, Όρεγκον. Ο Τζον Κάλαχαν είναι ένας 21χρονος νέος που η λέξη «αλκοολικός» δεν αρκεί για να τον περιγράψει. Το ποτό είναι η πρώτη του σκέψη μόλις ξυπνάει και η τελευταία του πριν κοιμηθεί. Είναι μονίμως μεθυσμένος! Θα συναντήσει έναν... όμοιό του σε ένα πάρτι και θα αποφασίσουν μαζί να γίνουν τύφλα στο Λος Άντζελες! Και γίνονται! Μόνο που ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από το οποίο ο νεότευκτος φίλος του τη βγάζει καθαρή, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, αφήνει τον Τζον τετραπληγικό. Η κατάθλιψη από το γεγονός ότι δεν έχει γνωρίσει τη μητέρα του (μία από τις αιτίες του αλκοολισμού του) μεγεθύνεται εξαιτίας της νέας του απείρως δυσχερέστατης κατάστασης. Η γνωριμία του όμως από τη μια με την όμορφη Άνου και από την άλλη με τον Ντόνι, έναν πάμπλουτο χίπι του οποίου το σπίτι λειτουργεί ως ιδιότυπος χώρος για Ανώνυμους Αλκοολικούς, θα τον οδηγήσουν σε πιο φωτεινά μονοπάτια από ότι είχε συνηθίσει έως εκείνη τη στιγμή. Και τα έξυπνα σκίτσα που σκαρώνει θα τον οδηγήσουν στην αναγνώριση...
Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία στην οποία έπαιξε ο Phoenix ως Joaquin κι όχι ως Leaf όπως είχε «βαπτιστεί» από τους χίπιδες γονείς του, ήταν το «Έτοιμη για όλα» (To Die For, 1995), 23 ολόκληρα χρόνια πριν. Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης; Μα ο Gus Van Sant φυσικά! Και μετά από τόσα χρόνια ξανασυναντιούνται σε αυτήν τη βιογραφική ταινία. Που άνετα μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στις τρεις πιο εμπορικές του συγκεκριμένου ανεξάρτητου σκηνοθέτη! Κι αυτό δεν είναι κακό νέο, ίσα – ίσα, είναι πάρα πολύ καλό νέο.
Ο Van Sant ελέγχει άριστα τα εκφραστικά του μέσα, έχει μια πολύ δυνατή ιστορία έτσι κι αλλιώς να αφηγηθεί και δεν κάνει καμιά κουλαμάρα προκειμένου να την αφηγηθεί λοξά. Στην αρχή «παίζει» λίγο με το μοντάζ, βάζοντας τον Κάλαχαν να λέει τα ίδια λόγια (ιδίως αυτό με τα τρία, συγνώμη, τέσσερα πράγματα που γνωρίζει για τη μητέρα του, τα λέει ίσα με έξι φορές!), σε μοντάζ, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Και η εναλλαγή σκηνών σε κάποιες σκηνές – θέμα μοντάζ κι αυτό – γίνεται με κάπως παιχνιδιάρικο τρόπο. Και εννοείται ότι εντάσσει με έξυπνο τρόπο κάποια από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του Κάλαχαν μέσα στο φιλμικό σώμα, είτε απλά παρουσιάζοντάς μας still είτε δίνοντάς τους ζωή, σαν μικρά ανιμέισον μέσα στην ταινία. Κατά τα άλλα, αφήνει τους ηθοποιούς του να τα βγάλουν πέρα χωρίς σκηνοθετικά κόλπα και φιοριτούρες.
Εντάξει, κάποιοι έχουν εντελώς διακοσμητικούς ρόλους, όπως η Rooney Mara πχ. Με μεγάλη μας ευχαρίστηση βλέπουμε τις ροκ περσόνες Beth Ditto των Gossip και κυρίως την Kim Gordon των Sonic Youth να έχουν μικρούς μα ζουμερούς ρόλους. Δεν πας πουθενά εννοείται χωρίς Udo Kier σε μικρό ρόλο, εδώ με άθλια περούκα η αλήθεια είναι. Ο Jack Black παίζει λίγο κι ευτυχώς είναι αρκετά συγκρατημένος σε σχέση με το παρελθόν. Ο Joaquin Phoenix δεν κάνει κάτι τρομερό: είναι πολύ καλός, ξεχωριστός, φέρνει μια χαρά εις πέρας το ρόλο του. Εκείνος που λάμπει, πολύ μεγάλη έκπληξη αυτή, είναι ο Jonas Hill! Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Στο ρόλο του ομοφυλόφιλου, πλούσιοι χίπι, με τα ξανθά μακριά μαλλιά και τη γενειάδα και την τάση να ξαπλώνει συνήθως, είναι και αγνώριστος και απολαυστικός και λειτουργεί λίγο και ως το ηθικό και ψυχολογικό στήριγμα του βασικού πρωταγωνιστή μας. Μπράβο και πάλι μπράβο. Υπάρχουν δραματικές σκηνές στην ταινία εννοείται, υπάρχουν σκηνές αλά «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», υπάρχουν σκηνές πιώματος και παρακμής, υπάρχουν σκηνές σύγκρουσης και απογοήτευσης και καταρράκωσης για όσα περνάει ο Κάλαχαν, υπάρχει όμως και μπόλικο χιούμορ.
Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η διάθεση θετική κι αν τελικά ψάχναμε να βρούμε τι ακριβώς βγάζει στη βιτρίνα ο σκηνοθέτης, αυτό είναι το θέμα της πίστης. Γενικά. Της πίστης. Σε όλες της τις μορφές. Κλωτσάμε λίγο, αλλά ok, πολύ μικρό το κακό. Εντέλει, ο Van Sant γύρισε ένα πολύ ενδιαφέρον crowd pleaser με βάση ένα θέμα που θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα του πολύ βαριού μελοδράματος. Ευτυχώς, ο Van Sant είναι θετικός. Και φωτεινός. Ίσως μάλιστα λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Ας είναι. Κι αν θέλουμε να το παίξουμε και μάγκες, συναντά τον Nani Moretti του «Αγαπημένου μου ημερολόγιου» στη φράση που ακούγεται πιο συχνά από όλες, σαν μάντρα ένα πράγμα: drink water! Δεν χάνουμε και τίποτε να το κάνουμε συχνότερα...
Η υπόθεση: 1972, Πόρτλαντ, Όρεγκον. Ο Τζον Κάλαχαν είναι ένας 21χρονος νέος που η λέξη «αλκοολικός» δεν αρκεί για να τον περιγράψει. Το ποτό είναι η πρώτη του σκέψη μόλις ξυπνάει και η τελευταία του πριν κοιμηθεί. Είναι μονίμως μεθυσμένος! Θα συναντήσει έναν... όμοιό του σε ένα πάρτι και θα αποφασίσουν μαζί να γίνουν τύφλα στο Λος Άντζελες! Και γίνονται! Μόνο που ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από το οποίο ο νεότευκτος φίλος του τη βγάζει καθαρή, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, αφήνει τον Τζον τετραπληγικό. Η κατάθλιψη από το γεγονός ότι δεν έχει γνωρίσει τη μητέρα του (μία από τις αιτίες του αλκοολισμού του) μεγεθύνεται εξαιτίας της νέας του απείρως δυσχερέστατης κατάστασης. Η γνωριμία του όμως από τη μια με την όμορφη Άνου και από την άλλη με τον Ντόνι, έναν πάμπλουτο χίπι του οποίου το σπίτι λειτουργεί ως ιδιότυπος χώρος για Ανώνυμους Αλκοολικούς, θα τον οδηγήσουν σε πιο φωτεινά μονοπάτια από ότι είχε συνηθίσει έως εκείνη τη στιγμή. Και τα έξυπνα σκίτσα που σκαρώνει θα τον οδηγήσουν στην αναγνώριση...
Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία στην οποία έπαιξε ο Phoenix ως Joaquin κι όχι ως Leaf όπως είχε «βαπτιστεί» από τους χίπιδες γονείς του, ήταν το «Έτοιμη για όλα» (To Die For, 1995), 23 ολόκληρα χρόνια πριν. Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης; Μα ο Gus Van Sant φυσικά! Και μετά από τόσα χρόνια ξανασυναντιούνται σε αυτήν τη βιογραφική ταινία. Που άνετα μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στις τρεις πιο εμπορικές του συγκεκριμένου ανεξάρτητου σκηνοθέτη! Κι αυτό δεν είναι κακό νέο, ίσα – ίσα, είναι πάρα πολύ καλό νέο.
Ο Van Sant ελέγχει άριστα τα εκφραστικά του μέσα, έχει μια πολύ δυνατή ιστορία έτσι κι αλλιώς να αφηγηθεί και δεν κάνει καμιά κουλαμάρα προκειμένου να την αφηγηθεί λοξά. Στην αρχή «παίζει» λίγο με το μοντάζ, βάζοντας τον Κάλαχαν να λέει τα ίδια λόγια (ιδίως αυτό με τα τρία, συγνώμη, τέσσερα πράγματα που γνωρίζει για τη μητέρα του, τα λέει ίσα με έξι φορές!), σε μοντάζ, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Και η εναλλαγή σκηνών σε κάποιες σκηνές – θέμα μοντάζ κι αυτό – γίνεται με κάπως παιχνιδιάρικο τρόπο. Και εννοείται ότι εντάσσει με έξυπνο τρόπο κάποια από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του Κάλαχαν μέσα στο φιλμικό σώμα, είτε απλά παρουσιάζοντάς μας still είτε δίνοντάς τους ζωή, σαν μικρά ανιμέισον μέσα στην ταινία. Κατά τα άλλα, αφήνει τους ηθοποιούς του να τα βγάλουν πέρα χωρίς σκηνοθετικά κόλπα και φιοριτούρες.
Εντάξει, κάποιοι έχουν εντελώς διακοσμητικούς ρόλους, όπως η Rooney Mara πχ. Με μεγάλη μας ευχαρίστηση βλέπουμε τις ροκ περσόνες Beth Ditto των Gossip και κυρίως την Kim Gordon των Sonic Youth να έχουν μικρούς μα ζουμερούς ρόλους. Δεν πας πουθενά εννοείται χωρίς Udo Kier σε μικρό ρόλο, εδώ με άθλια περούκα η αλήθεια είναι. Ο Jack Black παίζει λίγο κι ευτυχώς είναι αρκετά συγκρατημένος σε σχέση με το παρελθόν. Ο Joaquin Phoenix δεν κάνει κάτι τρομερό: είναι πολύ καλός, ξεχωριστός, φέρνει μια χαρά εις πέρας το ρόλο του. Εκείνος που λάμπει, πολύ μεγάλη έκπληξη αυτή, είναι ο Jonas Hill! Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Στο ρόλο του ομοφυλόφιλου, πλούσιοι χίπι, με τα ξανθά μακριά μαλλιά και τη γενειάδα και την τάση να ξαπλώνει συνήθως, είναι και αγνώριστος και απολαυστικός και λειτουργεί λίγο και ως το ηθικό και ψυχολογικό στήριγμα του βασικού πρωταγωνιστή μας. Μπράβο και πάλι μπράβο. Υπάρχουν δραματικές σκηνές στην ταινία εννοείται, υπάρχουν σκηνές αλά «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», υπάρχουν σκηνές πιώματος και παρακμής, υπάρχουν σκηνές σύγκρουσης και απογοήτευσης και καταρράκωσης για όσα περνάει ο Κάλαχαν, υπάρχει όμως και μπόλικο χιούμορ.
Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η διάθεση θετική κι αν τελικά ψάχναμε να βρούμε τι ακριβώς βγάζει στη βιτρίνα ο σκηνοθέτης, αυτό είναι το θέμα της πίστης. Γενικά. Της πίστης. Σε όλες της τις μορφές. Κλωτσάμε λίγο, αλλά ok, πολύ μικρό το κακό. Εντέλει, ο Van Sant γύρισε ένα πολύ ενδιαφέρον crowd pleaser με βάση ένα θέμα που θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα του πολύ βαριού μελοδράματος. Ευτυχώς, ο Van Sant είναι θετικός. Και φωτεινός. Ίσως μάλιστα λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Ας είναι. Κι αν θέλουμε να το παίξουμε και μάγκες, συναντά τον Nani Moretti του «Αγαπημένου μου ημερολόγιου» στη φράση που ακούγεται πιο συχνά από όλες, σαν μάντρα ένα πράγμα: drink water! Δεν χάνουμε και τίποτε να το κάνουμε συχνότερα...
Η δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό είχε την υπογραφή ενός παλιού γνώριμου του φεστιβάλ. Μιλάμε για τον Mani Haghighi και τη νέα του ταινία «Khook» (Pig), μίλια μακριά από την προπροηγούμενή του, το «Ένας δράκος έρχεται», η οποία είχε πάρει επίσης μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου πριν δύο χρόνια. Μιλάμε, ο τύπος έχει τεράστια κάκαλα! Το να γυρίζει μαύρη (;) κωμωδία για τους σκηνοθέτες στο Ιράν που βρίσκονται στη μαύρη λίστα του καθεστώτος και δεν μπορούν να γυρίσουν ταινία εκεί (!!!) δείχνει πως ο μπαγάσας είναι πάρα πολύ μπροστά. Κι αν δεν του ξέφευγε το τελευταίο ημίωρο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα διασκεδαστικότατο αριστούργημα!!!
Η υπόθεση: Ο Χασάν Κασμάι είναι ένας σκηνοθέτης που ζει αλλά δεν εργάζεται στην Τεχεράνη. Βρίσκεται στη μαύρη λίστα από το καθεστώς, καθώς χαρακτηρίζεται «αναρχικός», έχει να γυρίσει δύο χρόνια ταινία και το μόνο που γυρίζει είναι διαφημίσεις. Αυτό τον κάνει πολύ δύστροπο και ευέξαπτο. Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που δυσκολεύουν τη θέση του. Η ηθοποιός Σίβα Μοχατζέβ, που εκείνος ανέδειξε και με την οποία είναι ερωτευμένος, ετοιμάζεται να γυρίσει ταινία με άλλον σκηνοθέτη, που ο Χασάν θεωρεί ατάλαντο. Με τη γυναίκα του έχει απομακρυνθεί, η κόρη του είναι έτοιμη να κόψει κι εκείνη τα δεσμά μαζί του και η μάνα του, που δεν μιλάει φαρσί αλλά μόνον τούρκικα, έχει αρχίσει και τα χάνει! Υπάρχει και μια τρελή που τον πολιορκεί.
Κυρίως όμως υπάρχει ένας σίριαλ κίλερ, ο οποίος αποκεφαλίζει σκηνοθέτες – συναδέλφους και φίλους του Χασάν, σκαλίζοντας πάνω στο μέτωπό τους τη λέξη «γουρούνι». Ε, αυτό βγάζει έξω φρενών τον Χασάν. Γιατί ο δολοφόνος δεν τον έχει πλησιάσει τον ίδιο; Δεν είναι ο Χασάν ο πιο διάσημος σκηνοθέτης στο Ιράν; Όταν από μια σειρά παρεξηγήσεων ο Χασάν κατηγορηθεί πως αυτός είναι ο σειριακός δολοφόνος, θα πρέπει να βρει τρόπο ώστε να γυρίσει το όλο κλίμα υπέρ του...
Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία του Haghighi που είδα ήταν το «Ένας δράκος έρχεται» και πάλι εδώ, στο Βερολίνο. Και είχα πάθει μεγάλη πλάκα! Ο τύπος είναι τεράστιο ταλέντο! Έμπλεξε μυθοπλασία με ντοκιμαντέρ, ψευδοντοκιμαντέρ για να είμαστε πιο ακριβείς, έβαλε και τον εαυτό του σε πλάνα, να υποδύεται τον... εαυτό του και προσέφερε κάτι τόσο οπτικά συναρπαστικό, που όμοιό του δεν είχα δει από το Ιράν, για να λέμε τη μαύρη αλήθεια! Βέβαια, ήταν δύσκολο να ακολουθήσεις όλον αυτόν τον φιλμικό γρίφο νοηματικά, πόσο μάλλον να τον λύσεις. Ας είναι. Εδώ, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και κατανοητά, αν και πάλι τις κάνει τις αποκοτιές του ο τύπος! Πάμε πάλι: γυρίζει πχ μια ταινία στην Ελλάδα ποιος να πω, ο Οικονομίδης και βάζει να αποκεφαλίζονται συνάδελφοί του όπως ο Λάνθιμος, ο Μακρίδης, ο Ζερβός και ο Σμαραγδής ξέρω'γω. Ε, ήδη έχεις την πρώτη ύλη για μια εξαιρετική μαύρη κωμωδία!
Ο Haghighi «φωνάζει» πως θέλει να τον αρπάξουν στη Δύση, στο Χόλιγουντ, γιατί όχι, και να κάνει λοξές ταινίες: κωμωδίες, δράματα, περιπέτειες, γουατέβα. Αν δείτε κάποια στιγμή την ταινία στην Ελλάδα (απ' όσο γνωρίζω έχει αγοραστεί) προσέξτε τη σκηνή της διαφήμισης που γυρίζει ο σκηνοθέτης μας! Λειτουργεί και ως σημείο της ταινίας όπου πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Κάνει διαφήμιση εντομοκτόνου, όπου όμορφες γυναίκες (καλά, τι να λέμε, οι Ιρανές είναι θεές!!!) ντυμένες... κατσαρίδες, εισπνέουν υποτίθεται το εντομοκτόνο και πεθαίνουν κάνοντας εμετό ένα μπλε πράγμα σαν μαργαριτάρια! Εισαγωγής από Αυστρία και πανάκριβο!!! Ήδη μας βάζει στο κλίμα ο σκηνοθέτης της ταινίας. Ο σκηνοθέτης στην ταινία, τώρα, είναι περιβόλι! Φοράει μπλούζες heavy metal και hard rock συγκροτημάτων, όπως AC/DC και Black Sabbath, ακούει ανάλογη μουσική (θεϊκή η σκηνή όπου παίζει το «Hells Bells» υποτίθεται με μια ρακέτα του τένις που φωσφορίζει!!!), τα βάζει με όλους και με όλα, τρώγεται με τα ρούχα του, είναι ερωτευμένος, είναι νευριασμένος, είναι έτοιμος να σκάσει. Τα σχόλιά του για έναν συγκεκριμένο σκηνοθέτη, που τον θεωρεί ατάλαντο και θέλει να πάρει ως πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του, είναι τουλάχιστον βιτριολικά και αστεία. Η μάνα του είναι θεά!
Γενικά, το κλίμα ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ελαφρύ σουρεαλισμό! Το κεφάλι του ενός από τους σκηνοθέτες που αποκεφαλίζονται είναι του ίδιου του Haghighi! Μάλιστα, στην κηδεία του κάνουν cameo εμφάνιση όλοι οι διάσημοι ηθοποιοί του Ιράν, σαν να λέμε, στην κηδεία του Οικοδομίδη στην αντίστοιχη ελληνική ταινία σκάνε μύτη ο Πουλίκας και ο Φραγκούλης, ο Λίτσης και η Ναυπλιώτου, τέτοιο πράγμα! Βασικός στόχος της ταινίας, τι άλλο: να καυτηριάσει το πρόβλημα της λογοκρισίας στη χώρα του. Δεν διάβασα πολλά για τα «γύρω γύρω» της ταινίας αλλά αν ο τύπος τη γύρισε στο Ιράν, με χρήματα που πήρε από κανένα υπουργείο Παιδείας της χώρας, είναι ημίθεος! Καυστικός, φρενήρης, αδυσώπητος, με γλαφυρή ματιά στην κινηματογραφική βιομηχανία, χάνει λίγο τον παλμό, τον ρυθμό, την ένταση, σαν να λέμε ξεφουσκώνει η ταινία γύρω στη μισή ώρα πριν το φινάλε.
Επανέρχεται όμως στο ίδιο το φινάλε. Ναι ρε φίλε, φέρτε likes, για αυτά δεν ζούμε όλοι στη σημερινή εποχή του facebook και του instangram; Ωραιότατος!
Η άποψή μας: Γενικά τούτη η μέρα ήταν αρκετά καλή σε ότι αφορά τις ταινίες που είδαμε. Όπως τούτη εδώ η ισπανική. Ένα στιβαρό δράμα, αργό αλλά όχι βαρετό, με σασπένς και εξαιρετικές ερμηνείες, που σε κρατάει σε αγωνία μέχρι το φινάλε. Δεν αποφεύγει τις αστοχίες, αλλά το περνάει το καράβι με επιτυχία στην απέναντι πλευρά. Τα ζητήματα που θίγει είναι αρκετά. Κυρίως όμως αυτό: πώς μπορεί ένας γονέας να εγκαταλείψει το παιδί του; Είναι δυνατόν να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να τον στιγματίζει το συγκεκριμένο γεγονός; Κι εκείνο το παιδί, το εγκαταλελειμμένο; Πώς μπορεί να τα βγάλει πέρα; Αυτή η απόρριψη δεν γίνεται ένα οργανικό πράγμα που όχι απλά το κουβαλάει μέσα του αλλά το καθορίζει; Εννοείται μέχρι την ενήλικη ζωή;
Ο Salazar παίρνει το χρόνο του. Αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν, αποκαλύπτοντάς μας κάποια πράγματα αλλά όχι ολόκληρη την εικόνα. Ναι, αναρωτιέται ο θεατής: γιατί τόσα χρόνια μετά η Κιάρα (που βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν της Κιάρα Μαστρογιάνι – ναι, κάνει και κινηματογραφοφιλικές αναφορές ο σκηνοθέτης στην ταινία του) αναζητά τη μητέρα της; Γιατί θέλει να περάσει μαζί της 10 ημέρες; Θέλει χρήματα; Θέλει να την κάνει να νιώσει άσχημα; Θέλει να την κάνει να νιώσει μητέρα ξανά; Να της ξυπνήσει το μητρικό της φίλτρο απέναντι στην ίδια; Δεν σας αποκαλύπτω το λόγο που τελικά θέλει τη μάνα της γιατί είναι μέγα σπόιλερ. Ο Salazar ξέρει και τη φύση να φωτογραφίζει κατά πως πρέπει και από τους ηθοποιούς να βγάζει σπουδαίες ερμηνείες. Το βασικό γυναικείο πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι άψογο κυριολεκτικά. Και ναι, ισχύει το ashes to ashes, dust to dust αλλά εδώ ο σκηνοθέτης το πάει ένα βήμα παραπέρα. Μέσα στη μήτρα της μητέρας μας κολυμπάμε μέσα στον αμνιακό σάκο, σε ένα υγρό περιβάλλον. Κι όλη μας η προσπάθεια είναι να επιστρέψουμε σε αυτήν, τη μήτρα, στο υγρό, εκεί που αισθανόμαστε ασφαλείς.
Είπαμε, δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έχει θετικό πρόσημο.
Η άποψή μας: Είναι τρελό πόσες πολλές ταινίες μπορούν να γυριστούν στην Ιταλία με θέμα τη μαφία! Και οι μπαγάσες οι ούνα φάτσα ούνα ράτσα, μετά από ένα διάστημα μετριοτήτων, επανήλθαν δριμύτεροι, με ταινίες συγκλονιστικές κυριολεκτικά. Όπως τούτη εδώ! Που δεν σταματάει να θέτει ερωτήματα και ηθικά διλήμματα στον θεατή. Που ξεκινάει ως ανεμοστρόβιλος και σε σφυροκοπάει μέχρι το εξαιρετικό φινάλε! Αρχικά, νομίζεις πως θα δεις μια ταινία για τις συνέπειες ενός hit and run σε δυο αμούστακα αγόρια, τους υπεύθυνους για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας, έτοιμα όμως να αρπάξουν τη ζωή που θεωρούν ότι τους ανήκει και να τη ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μετά, οι σκηνοθέτες κάνουν μια στροφή: εντάξει παιδιά, μαφιόζο φάγατε, δεν τρέχει και τίποτε, έτσι κι αλλιώς σημαδεμένος ήταν, γλιτώσατε και τις σφαίρες που θα ξοδευόταν για τη δολοφονία του!
Η δολοφονία ενός ανθρώπου, λοιπόν, λειτουργεί εντέλει ως... λαχείο για τα δύο παιδιά! Μιας που έστω και κατά λάθος θα βρεθούν να δουλεύουν στο οργανωμένο έγκλημα. Είναι μειράκια αλλά αρχίζουν να βγάζουν καλά φράγκα. Και κατά πως φαίνεται δεν τους νοιάζει ο τρόπος! Αλλάζουν, αναισθητοποιούνται, δεν χαμπαριάζουν τίποτε! Όταν ο πιο ευαίσθητος Μίρκο δείχνει να επηρεάζεται ψυχοσωματικά πχιά από την όλη κατάσταση, ο Μανόλο του λέει: «είναι επειδή σκέφτεσαι – μην σκέφτεσαι». Ναι, μην σκέφτεσαι. Γιατί αν σκεφτείς δεν θα μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις. Ο χαρακτήρας των δύο παιδιών έχει να κάνει και με το με ποιον γονέα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Μανόλο χαίρεται που ο γιος του ανεβαίνει στη μαφία, βγάζει λεφτά, μπορεί επιτέλους να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η μητέρα του Μίρκο, όμως, δεν χαίρεται καθόλου. Ξέρει ότι τα χρήματα είναι βρώμικα. Τα χρειάζεται αλλά δεν τα θέλει. Όλα αυτά τα παρουσιάζουν οι δύο σκηνοθέτες με τη μορφή του επείγοντος, με τρομερή αυθεντικότητα, με γνώση των κωδίκων του είδους, με καθαρή ματιά και είπαμε με συνεχές σφυροκόπημα του θεατή: εσύ τι θα έκανες στη θέση τους; Μάλλον έχουν δει και τον «Δεκαπενταύγουστο» του Γιάνναρη γιατί στο φινάλε πάνε να κλείσουν με κάτι ανάλογο.
Όχι όμως. Στην ταινία τους δεν υπάρχει χώρος για σωτηρία, για μετάνοια, για άφεση αμαρτιών. Και το μικρό φινάλε μετά το φινάλε, λίγο ή πολύ καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γεγονότα, μας οδηγεί σε συνάντηση των δύο γονέων: του πατέρα του Μανόλο και της μητέρας του Μίρκο. Λένε διάφορα, και κάποια στιγμή ρωτάει ο πατέρας του Μανόλο: «και τι θα φάτε για μεσημεριανό»; Για να πάρει την απάντηση: «Αυτά που έχουμε». Αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε τη στάση ζωής που κρύβει η τόσο μικρή αλλά τόσο γενναία αυτή φράση. Εύγε στους Ιταλούς. Μπράβο τους.
ΥΓ: Πριν ολοκληρώσω το κείμενο αυτής της ανταπόκρισης, είδα σε δημοσιογραφική προβολή την ταινία του διαγωνιστικού τμήματος «Mein Bruder heisst Robert und ist ein Idiot» σαν να λέμε «Τον αδελφό μου τον λένε Ρόμπερτ και είναι ηλίθιος». Ε, υπάρχουν μερικές ταινίες που σε βγάζουν από τα ρούχα σου και σε κάνουν έξω φρενών. Αυτή είναι μια τέτοια. Η πιο σκανδαλώδης ταινία του φεστιβάλ. Θα διαβάσετε γι' αυτήν στην επόμενή μας ανταπόκριση! Τα λέμε!
Η υπόθεση: Ο Χασάν Κασμάι είναι ένας σκηνοθέτης που ζει αλλά δεν εργάζεται στην Τεχεράνη. Βρίσκεται στη μαύρη λίστα από το καθεστώς, καθώς χαρακτηρίζεται «αναρχικός», έχει να γυρίσει δύο χρόνια ταινία και το μόνο που γυρίζει είναι διαφημίσεις. Αυτό τον κάνει πολύ δύστροπο και ευέξαπτο. Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που δυσκολεύουν τη θέση του. Η ηθοποιός Σίβα Μοχατζέβ, που εκείνος ανέδειξε και με την οποία είναι ερωτευμένος, ετοιμάζεται να γυρίσει ταινία με άλλον σκηνοθέτη, που ο Χασάν θεωρεί ατάλαντο. Με τη γυναίκα του έχει απομακρυνθεί, η κόρη του είναι έτοιμη να κόψει κι εκείνη τα δεσμά μαζί του και η μάνα του, που δεν μιλάει φαρσί αλλά μόνον τούρκικα, έχει αρχίσει και τα χάνει! Υπάρχει και μια τρελή που τον πολιορκεί.
Κυρίως όμως υπάρχει ένας σίριαλ κίλερ, ο οποίος αποκεφαλίζει σκηνοθέτες – συναδέλφους και φίλους του Χασάν, σκαλίζοντας πάνω στο μέτωπό τους τη λέξη «γουρούνι». Ε, αυτό βγάζει έξω φρενών τον Χασάν. Γιατί ο δολοφόνος δεν τον έχει πλησιάσει τον ίδιο; Δεν είναι ο Χασάν ο πιο διάσημος σκηνοθέτης στο Ιράν; Όταν από μια σειρά παρεξηγήσεων ο Χασάν κατηγορηθεί πως αυτός είναι ο σειριακός δολοφόνος, θα πρέπει να βρει τρόπο ώστε να γυρίσει το όλο κλίμα υπέρ του...
Η άποψή μας: Η πρώτη ταινία του Haghighi που είδα ήταν το «Ένας δράκος έρχεται» και πάλι εδώ, στο Βερολίνο. Και είχα πάθει μεγάλη πλάκα! Ο τύπος είναι τεράστιο ταλέντο! Έμπλεξε μυθοπλασία με ντοκιμαντέρ, ψευδοντοκιμαντέρ για να είμαστε πιο ακριβείς, έβαλε και τον εαυτό του σε πλάνα, να υποδύεται τον... εαυτό του και προσέφερε κάτι τόσο οπτικά συναρπαστικό, που όμοιό του δεν είχα δει από το Ιράν, για να λέμε τη μαύρη αλήθεια! Βέβαια, ήταν δύσκολο να ακολουθήσεις όλον αυτόν τον φιλμικό γρίφο νοηματικά, πόσο μάλλον να τον λύσεις. Ας είναι. Εδώ, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και κατανοητά, αν και πάλι τις κάνει τις αποκοτιές του ο τύπος! Πάμε πάλι: γυρίζει πχ μια ταινία στην Ελλάδα ποιος να πω, ο Οικονομίδης και βάζει να αποκεφαλίζονται συνάδελφοί του όπως ο Λάνθιμος, ο Μακρίδης, ο Ζερβός και ο Σμαραγδής ξέρω'γω. Ε, ήδη έχεις την πρώτη ύλη για μια εξαιρετική μαύρη κωμωδία!
Ο Haghighi «φωνάζει» πως θέλει να τον αρπάξουν στη Δύση, στο Χόλιγουντ, γιατί όχι, και να κάνει λοξές ταινίες: κωμωδίες, δράματα, περιπέτειες, γουατέβα. Αν δείτε κάποια στιγμή την ταινία στην Ελλάδα (απ' όσο γνωρίζω έχει αγοραστεί) προσέξτε τη σκηνή της διαφήμισης που γυρίζει ο σκηνοθέτης μας! Λειτουργεί και ως σημείο της ταινίας όπου πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Κάνει διαφήμιση εντομοκτόνου, όπου όμορφες γυναίκες (καλά, τι να λέμε, οι Ιρανές είναι θεές!!!) ντυμένες... κατσαρίδες, εισπνέουν υποτίθεται το εντομοκτόνο και πεθαίνουν κάνοντας εμετό ένα μπλε πράγμα σαν μαργαριτάρια! Εισαγωγής από Αυστρία και πανάκριβο!!! Ήδη μας βάζει στο κλίμα ο σκηνοθέτης της ταινίας. Ο σκηνοθέτης στην ταινία, τώρα, είναι περιβόλι! Φοράει μπλούζες heavy metal και hard rock συγκροτημάτων, όπως AC/DC και Black Sabbath, ακούει ανάλογη μουσική (θεϊκή η σκηνή όπου παίζει το «Hells Bells» υποτίθεται με μια ρακέτα του τένις που φωσφορίζει!!!), τα βάζει με όλους και με όλα, τρώγεται με τα ρούχα του, είναι ερωτευμένος, είναι νευριασμένος, είναι έτοιμος να σκάσει. Τα σχόλιά του για έναν συγκεκριμένο σκηνοθέτη, που τον θεωρεί ατάλαντο και θέλει να πάρει ως πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του, είναι τουλάχιστον βιτριολικά και αστεία. Η μάνα του είναι θεά!
Γενικά, το κλίμα ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ελαφρύ σουρεαλισμό! Το κεφάλι του ενός από τους σκηνοθέτες που αποκεφαλίζονται είναι του ίδιου του Haghighi! Μάλιστα, στην κηδεία του κάνουν cameo εμφάνιση όλοι οι διάσημοι ηθοποιοί του Ιράν, σαν να λέμε, στην κηδεία του Οικοδομίδη στην αντίστοιχη ελληνική ταινία σκάνε μύτη ο Πουλίκας και ο Φραγκούλης, ο Λίτσης και η Ναυπλιώτου, τέτοιο πράγμα! Βασικός στόχος της ταινίας, τι άλλο: να καυτηριάσει το πρόβλημα της λογοκρισίας στη χώρα του. Δεν διάβασα πολλά για τα «γύρω γύρω» της ταινίας αλλά αν ο τύπος τη γύρισε στο Ιράν, με χρήματα που πήρε από κανένα υπουργείο Παιδείας της χώρας, είναι ημίθεος! Καυστικός, φρενήρης, αδυσώπητος, με γλαφυρή ματιά στην κινηματογραφική βιομηχανία, χάνει λίγο τον παλμό, τον ρυθμό, την ένταση, σαν να λέμε ξεφουσκώνει η ταινία γύρω στη μισή ώρα πριν το φινάλε.
Επανέρχεται όμως στο ίδιο το φινάλε. Ναι ρε φίλε, φέρτε likes, για αυτά δεν ζούμε όλοι στη σημερινή εποχή του facebook και του instangram; Ωραιότατος!
Η πρώτη του ταινία, το «Ιστορίες παπουτσιών» (Piedras, 2002) είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale εκείνης της χρονιάς. Μάλιστα, η ταινία είχε και εμπορική διανομή στη χώρα μας! 16 χρόνια και δύο ταινίες μετά, επιστρέφει στο Βερολίνο με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του. Μιλάμε για τον Ισπανό Ramón Salazar και την ταινία του «La enfermedad del domingo» (Sunday’s Illness), με την οποία λαμβάνει μέρος στο τμήμα Panorama Special. Τόσο σε αυτήν όσο και σε όλες τις προηγούμενες ταινίες του, ο σκηνοθέτης υπογράφει και τα σενάρια.
Η υπόθεση: Η Άναμπελ είναι μια πετυχημένη γυναίκα καριέρας παντρεμένη με έναν πλούσιο σύζυγο και μητέρα μιας ενήλικης κόρης. Μετά το πέρας ενός εορταστικού γεύματος στην υπέροχη βίλα της θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με μια 40χρονη γυναίκα, η οποία δούλεψε εκείνο το βράδυ ως μέλος του κέτερινγκ. Η γυναίκα είναι η Κιάρα και είναι επίσης κόρη της Άναμπελ, μια κόρη που την εγκατέλειψε όταν ήταν 8 χρονών εδώ και πάνω από 30 χρόνια! Η Κιάρα κάνει μια παράξενη πρόταση στην Άναμπελ: να την ακολουθήσει σε ένα απομακρυσμένο σπίτι στα βουνά της Γαλλίας και να περάσουν μαζί 10 ημέρες. Μόνον αυτό! Ούτε χρήματα ζητάει ούτε κάτι άλλο και υπόσχεται πως δεν θα την ενοχλήσει ξανά ποτέ. Η Άναμπελ δέχεται. Οι μέρες περνάνε χωρίς να γίνεται κάτι συγκλονιστικό. Σε κάποια ξεσπάσματά της η Κιάρα κατηγορεί τη μητέρα της. Τελικά, αποκαλύπτει το σκοπό της. Και η Άναμπελ καλείται να πάρει την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής της...
Η υπόθεση: Η Άναμπελ είναι μια πετυχημένη γυναίκα καριέρας παντρεμένη με έναν πλούσιο σύζυγο και μητέρα μιας ενήλικης κόρης. Μετά το πέρας ενός εορταστικού γεύματος στην υπέροχη βίλα της θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με μια 40χρονη γυναίκα, η οποία δούλεψε εκείνο το βράδυ ως μέλος του κέτερινγκ. Η γυναίκα είναι η Κιάρα και είναι επίσης κόρη της Άναμπελ, μια κόρη που την εγκατέλειψε όταν ήταν 8 χρονών εδώ και πάνω από 30 χρόνια! Η Κιάρα κάνει μια παράξενη πρόταση στην Άναμπελ: να την ακολουθήσει σε ένα απομακρυσμένο σπίτι στα βουνά της Γαλλίας και να περάσουν μαζί 10 ημέρες. Μόνον αυτό! Ούτε χρήματα ζητάει ούτε κάτι άλλο και υπόσχεται πως δεν θα την ενοχλήσει ξανά ποτέ. Η Άναμπελ δέχεται. Οι μέρες περνάνε χωρίς να γίνεται κάτι συγκλονιστικό. Σε κάποια ξεσπάσματά της η Κιάρα κατηγορεί τη μητέρα της. Τελικά, αποκαλύπτει το σκοπό της. Και η Άναμπελ καλείται να πάρει την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής της...
Ο Salazar παίρνει το χρόνο του. Αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν, αποκαλύπτοντάς μας κάποια πράγματα αλλά όχι ολόκληρη την εικόνα. Ναι, αναρωτιέται ο θεατής: γιατί τόσα χρόνια μετά η Κιάρα (που βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν της Κιάρα Μαστρογιάνι – ναι, κάνει και κινηματογραφοφιλικές αναφορές ο σκηνοθέτης στην ταινία του) αναζητά τη μητέρα της; Γιατί θέλει να περάσει μαζί της 10 ημέρες; Θέλει χρήματα; Θέλει να την κάνει να νιώσει άσχημα; Θέλει να την κάνει να νιώσει μητέρα ξανά; Να της ξυπνήσει το μητρικό της φίλτρο απέναντι στην ίδια; Δεν σας αποκαλύπτω το λόγο που τελικά θέλει τη μάνα της γιατί είναι μέγα σπόιλερ. Ο Salazar ξέρει και τη φύση να φωτογραφίζει κατά πως πρέπει και από τους ηθοποιούς να βγάζει σπουδαίες ερμηνείες. Το βασικό γυναικείο πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι άψογο κυριολεκτικά. Και ναι, ισχύει το ashes to ashes, dust to dust αλλά εδώ ο σκηνοθέτης το πάει ένα βήμα παραπέρα. Μέσα στη μήτρα της μητέρας μας κολυμπάμε μέσα στον αμνιακό σάκο, σε ένα υγρό περιβάλλον. Κι όλη μας η προσπάθεια είναι να επιστρέψουμε σε αυτήν, τη μήτρα, στο υγρό, εκεί που αισθανόμαστε ασφαλείς.
Είπαμε, δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έχει θετικό πρόσημο.
Τα αδέλφια Fabio και Damiano D’Innocenzo γεννήθηκαν στη Ρώμη το 1988, είναι δηλαδή 30 χρονών και είναι ομοζυγωτοί δίδυμοι! Πέρασαν την εφηβεία τους στα περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας ζωγραφίζοντας, γράφοντας ποιήματα και τραβώντας φωτογραφίες. Χωρίς να έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία ή γενικώς κινηματογράφο, έχουν γυρίσει βιντεοκλίπς, τηλεταινίες κι έχουν σκηνοθετήσει κι ένα θεατρικό έργο. Το ντεμπούτο τους στις μεγάλου μήκους ταινίες ονομάζεται «La terra dell’abbastanza» (Boys Cry) και προβάλλεται στο τμήμα Panorama.
Η υπόθεση: Ο Μίρκο κι ο Μανόλο είναι παιδικοί φίλοι που ζουν στη Ρώμη, σπουδάζουν σε τεχνικές σχολές τα πρωινά και τα βράδια δουλεύουν ως ντελίβερι πίτσας. Μια νύχτα, τελειώνοντας τη βάρδιά τους θα παρασύρουν με το αμάξι τους έναν άνθρωπο και θα τον εγκαταλείψουν. Δεν τους έχει δει κανείς. Και ο πατέρας του Μανόλο τους λέει να μην ανησυχούν και πως όλα θα πάνε καλά. Κι όντως, έτσι πάνε. Γιατί, ο άνθρωπος που σκότωσαν ήταν ένας πρώην μαφιόζος, προστατευόμενος μάρτυρας και μία από τις συμμορίες τον είχε ήδη βάλει στο μάτι για να τον ξεπαστρέψει. Ο πατέρας του Μανόλο, που πήγαινε σχολείο με κάποια από τα μέλη της συμμορίας, λέει πως το παιδί του σκότωσε τον μάρτυρα.
Έτσι, ο Μανόλο αρχικά και ο Μίρκο αργότερα, γίνονται κι αυτοί μέλη (δοκιμαστικά) της συμμορίας. Η καριέρα τους περιλαμβάνει μια δολοφονία με όπλα αυτήν τη φορά, ως βάπτισμα του πυρός κι εμπλοκή σε εμπόριο λευκής σαρκός, παιδοφιλία και διακίνηση ναρκωτικών. Ο Μίρκο δεν μπορεί να το χειριστεί άνετα όλο αυτό και η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο βίαιη. Κι όταν μία αποστολή που αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι, η οποία θα τους ανεβάσει στην ιεραρχία της συμμορίας, πηγαίνει στραβά, ο Μίρκο καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις...
Η υπόθεση: Ο Μίρκο κι ο Μανόλο είναι παιδικοί φίλοι που ζουν στη Ρώμη, σπουδάζουν σε τεχνικές σχολές τα πρωινά και τα βράδια δουλεύουν ως ντελίβερι πίτσας. Μια νύχτα, τελειώνοντας τη βάρδιά τους θα παρασύρουν με το αμάξι τους έναν άνθρωπο και θα τον εγκαταλείψουν. Δεν τους έχει δει κανείς. Και ο πατέρας του Μανόλο τους λέει να μην ανησυχούν και πως όλα θα πάνε καλά. Κι όντως, έτσι πάνε. Γιατί, ο άνθρωπος που σκότωσαν ήταν ένας πρώην μαφιόζος, προστατευόμενος μάρτυρας και μία από τις συμμορίες τον είχε ήδη βάλει στο μάτι για να τον ξεπαστρέψει. Ο πατέρας του Μανόλο, που πήγαινε σχολείο με κάποια από τα μέλη της συμμορίας, λέει πως το παιδί του σκότωσε τον μάρτυρα.
Έτσι, ο Μανόλο αρχικά και ο Μίρκο αργότερα, γίνονται κι αυτοί μέλη (δοκιμαστικά) της συμμορίας. Η καριέρα τους περιλαμβάνει μια δολοφονία με όπλα αυτήν τη φορά, ως βάπτισμα του πυρός κι εμπλοκή σε εμπόριο λευκής σαρκός, παιδοφιλία και διακίνηση ναρκωτικών. Ο Μίρκο δεν μπορεί να το χειριστεί άνετα όλο αυτό και η συμπεριφορά του γίνεται ολοένα και πιο βίαιη. Κι όταν μία αποστολή που αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι, η οποία θα τους ανεβάσει στην ιεραρχία της συμμορίας, πηγαίνει στραβά, ο Μίρκο καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις...
Η δολοφονία ενός ανθρώπου, λοιπόν, λειτουργεί εντέλει ως... λαχείο για τα δύο παιδιά! Μιας που έστω και κατά λάθος θα βρεθούν να δουλεύουν στο οργανωμένο έγκλημα. Είναι μειράκια αλλά αρχίζουν να βγάζουν καλά φράγκα. Και κατά πως φαίνεται δεν τους νοιάζει ο τρόπος! Αλλάζουν, αναισθητοποιούνται, δεν χαμπαριάζουν τίποτε! Όταν ο πιο ευαίσθητος Μίρκο δείχνει να επηρεάζεται ψυχοσωματικά πχιά από την όλη κατάσταση, ο Μανόλο του λέει: «είναι επειδή σκέφτεσαι – μην σκέφτεσαι». Ναι, μην σκέφτεσαι. Γιατί αν σκεφτείς δεν θα μπορείς να ζήσεις με τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις. Ο χαρακτήρας των δύο παιδιών έχει να κάνει και με το με ποιον γονέα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Μανόλο χαίρεται που ο γιος του ανεβαίνει στη μαφία, βγάζει λεφτά, μπορεί επιτέλους να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Η μητέρα του Μίρκο, όμως, δεν χαίρεται καθόλου. Ξέρει ότι τα χρήματα είναι βρώμικα. Τα χρειάζεται αλλά δεν τα θέλει. Όλα αυτά τα παρουσιάζουν οι δύο σκηνοθέτες με τη μορφή του επείγοντος, με τρομερή αυθεντικότητα, με γνώση των κωδίκων του είδους, με καθαρή ματιά και είπαμε με συνεχές σφυροκόπημα του θεατή: εσύ τι θα έκανες στη θέση τους; Μάλλον έχουν δει και τον «Δεκαπενταύγουστο» του Γιάνναρη γιατί στο φινάλε πάνε να κλείσουν με κάτι ανάλογο.
Όχι όμως. Στην ταινία τους δεν υπάρχει χώρος για σωτηρία, για μετάνοια, για άφεση αμαρτιών. Και το μικρό φινάλε μετά το φινάλε, λίγο ή πολύ καιρό αφού έχουν ολοκληρωθεί τα γεγονότα, μας οδηγεί σε συνάντηση των δύο γονέων: του πατέρα του Μανόλο και της μητέρας του Μίρκο. Λένε διάφορα, και κάποια στιγμή ρωτάει ο πατέρας του Μανόλο: «και τι θα φάτε για μεσημεριανό»; Για να πάρει την απάντηση: «Αυτά που έχουμε». Αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε τη στάση ζωής που κρύβει η τόσο μικρή αλλά τόσο γενναία αυτή φράση. Εύγε στους Ιταλούς. Μπράβο τους.
ΥΓ: Πριν ολοκληρώσω το κείμενο αυτής της ανταπόκρισης, είδα σε δημοσιογραφική προβολή την ταινία του διαγωνιστικού τμήματος «Mein Bruder heisst Robert und ist ein Idiot» σαν να λέμε «Τον αδελφό μου τον λένε Ρόμπερτ και είναι ηλίθιος». Ε, υπάρχουν μερικές ταινίες που σε βγάζουν από τα ρούχα σου και σε κάνουν έξω φρενών. Αυτή είναι μια τέτοια. Η πιο σκανδαλώδης ταινία του φεστιβάλ. Θα διαβάσετε γι' αυτήν στην επόμενή μας ανταπόκριση! Τα λέμε!