του Θόδωρου Γιαχουστίδη
68η Berlinale: Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου
Δεν έχει λαγάνες στο Βερολίνο...
Δεν έχει λαγάνες στο Βερολίνο...
Καθαρά Δευτέρα στο Βερολίνο. Για εμάς εδώ δεν είναι αργία. Αν ήμουν Ελλάδα θα ετοιμαζόμουν να πάω σε κάποιο μέρος στην εξοχή – καιρού επιτρέποντος – για να πετάξουμε χαρταετό με τη μικρή μου. Και να 'σου η φασολάδα και δώστου τα τουρσιά και μετά ο χαλβάς, το καλύτερο τμήμα αυτής της γιορτής. Μπα, εμείς, εδώ, τη δουλειά μας. Οι Έλληνες διανομείς έχουν αγοράσει τα πάντα όλα – θα γκρινιάζει και πάλι ο Ηλίας Φραγκούλης – μέσα στις αίθουσες συνάδελφοι από όλο τον κόσμο πέφτουν διακριτικά στην αγκαλιά του Μορφέα – η λέξη «ύπνος» έχει περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα και στο mall που βρίσκεται δίπλα στο κέντρο του φεστιβάλ τα φαγάδικα είναι γεμάτα, καθότι το πλαστικό σχεδόν μεν αλλά φτηνό δε και γρήγορα φαγητό καλύπτει τις ανάγκες των φεστιβαλιστών και με το παραπάνω.
Δυο ταινίες σήμερα κι ας μην μακρηγορούμε. Κατευθείαν στο παρασύνθημα λοιπόν. Δεν ξυπνήσαμε νωρίς και χάσαμε την πρώτη πρωινή προβολή του φιλμ «Utøya 22. juli» του Erik Poppe, μια ταινία από τη Νορβηγία που περιγράφει με ένα μονοπλάνο την δολοφονική επίθεση του μαλάκα Μπρέιβικ σε μια κατασκήνωση παιδιών. Θα παλέψω να τη δω στις επαναληπτικές προβολές. Ελπίζω να τα καταφέρω. Επίσης, πολύ θα ήθελα να δω (αστειεύομαι) τη δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό σήμερα. Μιλάω για την ταινία «Ang Panahon ng Halimaw» ένα μιούζικαλ (!!!) του παλαβού Φιλιππινέζου Lav Diaz, διάρκειας τεσσάρων ωρών! Ρε τον μπαγάσα.
Δυο ταινίες σήμερα κι ας μην μακρηγορούμε. Κατευθείαν στο παρασύνθημα λοιπόν. Δεν ξυπνήσαμε νωρίς και χάσαμε την πρώτη πρωινή προβολή του φιλμ «Utøya 22. juli» του Erik Poppe, μια ταινία από τη Νορβηγία που περιγράφει με ένα μονοπλάνο την δολοφονική επίθεση του μαλάκα Μπρέιβικ σε μια κατασκήνωση παιδιών. Θα παλέψω να τη δω στις επαναληπτικές προβολές. Ελπίζω να τα καταφέρω. Επίσης, πολύ θα ήθελα να δω (αστειεύομαι) τη δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό σήμερα. Μιλάω για την ταινία «Ang Panahon ng Halimaw» ένα μιούζικαλ (!!!) του παλαβού Φιλιππινέζου Lav Diaz, διάρκειας τεσσάρων ωρών! Ρε τον μπαγάσα.
Οπότε, πρώτη προβολή της ημέρας ήταν το «3 Tage in Quiberon» (3 Days in Quiberon) της Emily Atef. Γεννημένη στο Βερολίνο αυτή η δημιουργός που είναι γερμανικής, γαλλικής και ιρανικής καταγωγής, μεγάλωσε στο Βερολίνο, το Λος Άντζελες και το Παρίσι και δούλεψε στο χώρο του θεάτρου στο Λονδίνο. Το 2001 άρχισε να σπουδάζει σκηνοθεσία στην Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «Das Fremde in mir» πήρε μέρος στην Εβδομάδα Κριτικής, όπου και βραβεύτηκε, ενώ προβλήθηκε και στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα. Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της...
Η υπόθεση: 1981. Η διασημότερη Ευρωπαία ηθοποιός, Romy Schneider, βρίσκεται στο παραθαλάσσιο θέρετρο της Βρετάνης, το Κιμπερόν, προκειμένου να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για τον επόμενο ρόλο της. Αλλά και να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ, προκειμένου να διεκδικήσει την κηδεμονία του γιου της, Ντάβιντ. Είναι αναστατωμένη, της λείπει ο γιος της και είναι να δώσει μια συνέντευξη στο περιοδικό Stern, όπου δουλεύει ως φωτογράφος ένας πολύ καλός της φίλος, ο Robert Lebeck. Για ψυχολόγική υποστήριξη καλεί κοντά της την παιδική της φίλη, Hilde Fritsch, η οποία βρισκόταν πάντα δίπλα της. Τη συνέντευξη είναι να πάρει ο ρεπόρτερ Michael Jürgs. Ο δημοσιογράφος είναι καλός και χρησιμοποιεί όλα τα κόλπα προκειμένου να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα από την Schneider. Κι εκείνη, σε μια πολύ ευαίσθητη φάση της ζωής της ξεγυμνώνεται ψυχολογικά, παρά τις αντιρρήσεις της φίλης της και παρά το γεγονός πως όσα λέει μπορεί και να της στοιχίσουν...
Η άποψή μας: Τι γυναίκα ήταν η Romy Schneider ρε παιδιά! Τι ομορφιά, τι χάρη! Και πως κατόρθωσε (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να αποτινάξει από πάνω της το ρόλο της πριγκίπισσας Σίσι, που την έκανε διάσημη παγκοσμίως και να γίνει μια ηθοποιάρα, τόσο εύθραυστη, τόσο σπουδαία, που συγκλόνισε σε ταινιάρες όπως το αριστούργημα εις τους αιώνες των αιώνων «Σημασία έχει να αγαπάς»; Τούτη η όμορφη ταινία, η τόσο γλυκιά, η τόσο ήρεμη, η τόσο αποκαλυπτική, μας αφήνει ως θεατές να ρίξουμε μια ματιά σε αυτήν τη γυναίκα. Όχι στην σταρ. Στη γυναίκα. Όχι σκανδαλοθηρικά. Όχι. Αγαπησιάρικα. Και χωρίς αγιογραφίες.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Emily Atef ήθελε να κάνει κάτι σαν το «Jackie» του Larain, αλλά όχι, εδώ η σκηνοθέτιδα αγαπά την ηρωίδα της. Αγαπάει τον άνθρωπο Schneider. Η οποία στη συγκεκριμένη συνέντευξη είπε κάτι που έκανε φοβερή εντύπωση: «Είμαι μια δυστυχισμένη γυναίκα 42 ετών και με λένε Romy Schneider». Γιατί ο κόσμος την αναγνώριζε ως Σίσι! Πίστευε ότι η Schneider δεν είχε προσωπική ζωή – όχι, ήταν η Σίσι, μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Κι όμως, η Schneider καθόλου δεν ήταν έτσι. Εκνευριζόταν μάλιστα που την είχαν σταμπάρει ανεξίτηλα γι’ αυτόν της το ρόλο. Είχε όμως κι άλλα προβλήματα. Έπινε πολύ. Έπαιρνε πολλά χάπια. Είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στην προσωπική της ζωή, με άνδρες με τους οποίους δεν στέριωνε. Είχε οικονομικά προβλήματα. Και το κυριότερο: ένιωθε άσχημα πιστεύοντας πως δεν είναι καλή μητέρα. Κι αυτό την έτρωγε μέσα της σαν σαράκι.
Η συνέντευξη κράτησε τρεις μέρες. Με διακοπές. Με πράγματα που ειπώθηκαν και δεν έπρεπε να ειπωθούν. Με φλερτ. Με τραγούδι, ποτό και ξενύχτια. Με πολλά πολλά τσιγάρα. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου του 1981 και προκάλεσε πάταγο. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Lebeck ήταν μαγικές. Για να το προχωρήσουμε και λίγο παραπάνω από εκεί που σταματάει η ταινία: στις 15 Ιουλίου του 1981 ο γιος της Ντάβιντ, σκοτώθηκε από τη μυτερή καγκελόπορτα στο σπίτι του πατέρα του! Και στις 29 Μαΐου του 1982 η Schneider πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 43 ετών! Τι είναι λοιπόν η ταινία;
Ένα πορτρέτο μιας διάσημης γυναίκας που ήταν δυστυχισμένη. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ούτε σε βαθιές ψυχαναλύσεις μπαίνει ούτε βαθυστόχαστα προσπαθεί να μεταφέρει το θέμα της στον θεατή. Με χρήση ασπρόμαυρης φωτογραφίας (όπως ακριβώς και οι φωτό που δημοσιεύτηκαν στο Stern), είναι σαν να βρισκόμαστε παρέα με αυτήν τη γυναίκα, σαν να τη γνωρίζουμε καλύτερα, σαν να βρεθήκαμε μια μέρα τυχαία για φαϊ, καθίσαμε παρέα, διασκεδάσαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε, είπαμε τα μυστικά μας και μετά χωρίσαμε. Δεν είναι αρκετό αυτό; Πάρα πολύ αν με ρωτάτε. Η ταινία βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία και σίγουρα σε κρατάει σε εγρήγορση καθώς όσα ακούς, όσα βλέπεις, είναι τρομερά ενδιαφέροντα. Πως καμιά φορά παρίστασαι σε μια κουβέντα που δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ; Ε, κάπως έτσι. Βοηθάει πάρα πολύ και η παρουσία της Marie Bäumer στο βασικό ρόλο.
Και μοιάζει στη Schneider αλλά κυρίως βγάζει με το βλέμμα, τις κινήσεις, τη στάση του σώματος, μια μελαγχολία. Δεν κοπιάρει τη μεγάλη ηθοποιό, τη ζωντανεύει με τον πρέποντα τρόπο. Ωραία ταινία.
Η υπόθεση: 1981. Η διασημότερη Ευρωπαία ηθοποιός, Romy Schneider, βρίσκεται στο παραθαλάσσιο θέρετρο της Βρετάνης, το Κιμπερόν, προκειμένου να ηρεμήσει, να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για τον επόμενο ρόλο της. Αλλά και να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ, προκειμένου να διεκδικήσει την κηδεμονία του γιου της, Ντάβιντ. Είναι αναστατωμένη, της λείπει ο γιος της και είναι να δώσει μια συνέντευξη στο περιοδικό Stern, όπου δουλεύει ως φωτογράφος ένας πολύ καλός της φίλος, ο Robert Lebeck. Για ψυχολόγική υποστήριξη καλεί κοντά της την παιδική της φίλη, Hilde Fritsch, η οποία βρισκόταν πάντα δίπλα της. Τη συνέντευξη είναι να πάρει ο ρεπόρτερ Michael Jürgs. Ο δημοσιογράφος είναι καλός και χρησιμοποιεί όλα τα κόλπα προκειμένου να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα από την Schneider. Κι εκείνη, σε μια πολύ ευαίσθητη φάση της ζωής της ξεγυμνώνεται ψυχολογικά, παρά τις αντιρρήσεις της φίλης της και παρά το γεγονός πως όσα λέει μπορεί και να της στοιχίσουν...
Η άποψή μας: Τι γυναίκα ήταν η Romy Schneider ρε παιδιά! Τι ομορφιά, τι χάρη! Και πως κατόρθωσε (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να αποτινάξει από πάνω της το ρόλο της πριγκίπισσας Σίσι, που την έκανε διάσημη παγκοσμίως και να γίνει μια ηθοποιάρα, τόσο εύθραυστη, τόσο σπουδαία, που συγκλόνισε σε ταινιάρες όπως το αριστούργημα εις τους αιώνες των αιώνων «Σημασία έχει να αγαπάς»; Τούτη η όμορφη ταινία, η τόσο γλυκιά, η τόσο ήρεμη, η τόσο αποκαλυπτική, μας αφήνει ως θεατές να ρίξουμε μια ματιά σε αυτήν τη γυναίκα. Όχι στην σταρ. Στη γυναίκα. Όχι σκανδαλοθηρικά. Όχι. Αγαπησιάρικα. Και χωρίς αγιογραφίες.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Emily Atef ήθελε να κάνει κάτι σαν το «Jackie» του Larain, αλλά όχι, εδώ η σκηνοθέτιδα αγαπά την ηρωίδα της. Αγαπάει τον άνθρωπο Schneider. Η οποία στη συγκεκριμένη συνέντευξη είπε κάτι που έκανε φοβερή εντύπωση: «Είμαι μια δυστυχισμένη γυναίκα 42 ετών και με λένε Romy Schneider». Γιατί ο κόσμος την αναγνώριζε ως Σίσι! Πίστευε ότι η Schneider δεν είχε προσωπική ζωή – όχι, ήταν η Σίσι, μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Κι όμως, η Schneider καθόλου δεν ήταν έτσι. Εκνευριζόταν μάλιστα που την είχαν σταμπάρει ανεξίτηλα γι’ αυτόν της το ρόλο. Είχε όμως κι άλλα προβλήματα. Έπινε πολύ. Έπαιρνε πολλά χάπια. Είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στην προσωπική της ζωή, με άνδρες με τους οποίους δεν στέριωνε. Είχε οικονομικά προβλήματα. Και το κυριότερο: ένιωθε άσχημα πιστεύοντας πως δεν είναι καλή μητέρα. Κι αυτό την έτρωγε μέσα της σαν σαράκι.
Η συνέντευξη κράτησε τρεις μέρες. Με διακοπές. Με πράγματα που ειπώθηκαν και δεν έπρεπε να ειπωθούν. Με φλερτ. Με τραγούδι, ποτό και ξενύχτια. Με πολλά πολλά τσιγάρα. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου του 1981 και προκάλεσε πάταγο. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Lebeck ήταν μαγικές. Για να το προχωρήσουμε και λίγο παραπάνω από εκεί που σταματάει η ταινία: στις 15 Ιουλίου του 1981 ο γιος της Ντάβιντ, σκοτώθηκε από τη μυτερή καγκελόπορτα στο σπίτι του πατέρα του! Και στις 29 Μαΐου του 1982 η Schneider πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 43 ετών! Τι είναι λοιπόν η ταινία;
Ένα πορτρέτο μιας διάσημης γυναίκας που ήταν δυστυχισμένη. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ούτε σε βαθιές ψυχαναλύσεις μπαίνει ούτε βαθυστόχαστα προσπαθεί να μεταφέρει το θέμα της στον θεατή. Με χρήση ασπρόμαυρης φωτογραφίας (όπως ακριβώς και οι φωτό που δημοσιεύτηκαν στο Stern), είναι σαν να βρισκόμαστε παρέα με αυτήν τη γυναίκα, σαν να τη γνωρίζουμε καλύτερα, σαν να βρεθήκαμε μια μέρα τυχαία για φαϊ, καθίσαμε παρέα, διασκεδάσαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε, είπαμε τα μυστικά μας και μετά χωρίσαμε. Δεν είναι αρκετό αυτό; Πάρα πολύ αν με ρωτάτε. Η ταινία βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία και σίγουρα σε κρατάει σε εγρήγορση καθώς όσα ακούς, όσα βλέπεις, είναι τρομερά ενδιαφέροντα. Πως καμιά φορά παρίστασαι σε μια κουβέντα που δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ; Ε, κάπως έτσι. Βοηθάει πάρα πολύ και η παρουσία της Marie Bäumer στο βασικό ρόλο.
Και μοιάζει στη Schneider αλλά κυρίως βγάζει με το βλέμμα, τις κινήσεις, τη στάση του σώματος, μια μελαγχολία. Δεν κοπιάρει τη μεγάλη ηθοποιό, τη ζωντανεύει με τον πρέποντα τρόπο. Ωραία ταινία.
And now for something compelely different. Ναι, το ομολογώ και το ξαναγράφω για 100η φορά (νομίζω πως θα υπάρξει και 101η): δεν μου αρέσουν τα ντοκιμαντέρ. Όταν όμως το θέμα είναι έστω λοξά το ποδόσφαιρο και σκηνοθέτης είναι ο σπουδαίος Ρουμάνος Corneliu Porumboiu, ε, τρέχεις μιλάμε με τα χίλια. Κι ευτυχώς! Το τελικό αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Κι αυτό επειδή το ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Fotbal infinit» από το τμήμα Forum του φεστιβάλ, εντέλει μιλούσε για πολλά περισσότερα πράγματα πέρα από το ποδόσφαιρο...
Η υπόθεση: Ο Λορέντιου Τζίγκινα είναι ένας φίλος του σκηνοθέτη από τα παιδικά τους χρόνια. Είναι ένας γραφειοκράτης, που δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία, βαρετή και ρουτινιάρικη. Οπότε, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός πως αντί να κάνει τη δουλειά του γουστάρει να μιλάει με τον σκηνοθέτη επί παντός επιστητού. Κατά βάση θέλει να φέρει την επανάσταση στο ποδόσφαιρο! Αλλά εκτός από το ποδόσφαιρο έχει πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για πολλά πράγματα και η διαδρομή του στην επαγγελματική του ζωή είναι εξίσου ενδιαφέρουσα...
Η άποψή μας: Είναι μερικοί άνθρωποι – περιβόλια! Βλέποντας το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ φαντάστηκα κάποιος Έλληνας σκηνοθέτης να κάνει ανάλογο ντοκιμαντέρ για τον Αλέφαντο ξέρω’γω (πάντα το κάνω αυτό, δεν ξέρω γιατί, προσπαθώ να δω έξυπνες ιδέες μεταφερμένες στα καθ’ ημάς). Κι εκεί όπου ο Λορέντιου μιλάει ασταμάτητα και λέει πράγματα όπως να γίνει το γήπεδο ποδοσφαίρου οκτάγωνο από παραλληλόγραμμο (!!!), να χωρίζει κάθε ομάδα σε δύο υποομάδες, να ψάχνει να βρει έξυπνες λύσεις για να απαλλαγεί από τον βραχνά του οφσάιντ, να την ψάχνει γενικώς, να στέλνει τις ιδέες του παντού στον κόσμο και να κλείνει ραντεβού με σημαίνοντες κι όχι τόσο σημαίνοντες ανθρώπους του ποδοσφαίρου, ε, θα γουστάραμε να βλέπαμε τον Αλέφα να κάνει τακτική με τους περίφημους κεφτέδες του!
Κι όλα ξεκίνησαν ο Λορέντιου τραυματίστηκε παίζοντας ποδόσφαιρο καθώς τον περικύκλωσαν πολλοί αντίπαλοι την ώρα που ο ίδιος προστάτευε τη μπάλα! Κι έσπασε το πόδι του! Και δεν έγιανε το πόδι. Και στο εργοστάσιο που δούλευε, παραμονή πρωτοχρονιάς ή χριστουγέννων (δεν θυμάμαι) επειδή περπατούσε αργά λόγω του πονεμένου του ποδιού, δεν πρόλαβε το λεωφορείο και χρειάστηκε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του! Αργά! Έκανε τρία χιλιόμετρα σε 5 ώρες ένα πράγμα! Θεούλης! Κι όχι μόνον αυτό. Μας λέει πως πήγε στην Αμερική να δουλέψει αρχικά σε κάτι που δεν θυμάμαι αλλά μετά να μαζεύει πορτοκάλια στη Φλόριντα! Αλλά δεν τον προσέλαβαν γιατί ενώ είχαν προχωρήσει όλα έτσι όπως έπρεπε, έγινε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους κι όλα πήγαν πίσω!
Ο σκηνοθέτης βρίσκεται μέσα σε κάθε πλάνο! Αφήνει τον φίλο του να μιλάει και από καμιά φορά τον ρωτάει κιόλας για αποσαφηνίσεις. Έχει πολύ πλάκα όλο αυτό. Κινηματογραφεί και προκύπτουν απρόοπτα, όπως η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας στο γραφείο του Λορέντιου. Γενικά, μέσα στην κάτι παραπάνω από μία ώρα που κρατάει η ταινία, την κάνεις λαχείο. Και στα τελευταία 10 λεπτά το πράγμα πάει σε διαφορετική κατεύθυνση. Γιατί αυτός ο μέσος άνθρωπος, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως και χαζούλης, ίσως να μην τον παίρναμε και πολύ στα σοβαρά, αφού μιλάει (όπως και ο εξίσου απολαυστικός πατέρας του) για μερικές φωτογραφίες από το γάμο του, μας αποτελειώνει με την κατακλείδα του ντοκιμαντέρ. Όπου δεν τον βλέπουμε πλέον – μόνον τον ακούμε. Βλέπουμε υποκειμενικά πλάνα από ένα κινούμενο με πολύ χαμηλή ταχύτητα αμάξι στην ρουμανική ύπαιθρο. Και μας λέει πως οι ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στη Βίβλο, με τον καιρό, έχουν αλλάξει σημασία. Έχουν γίνει τιμωρητικές ενώ δεν γράφτηκαν με αυτόν τον τρόπο. Μιλάει και σε μαγεύει ο μπαγάσας. Κι έχει κάτι να πει.
Και ο Porumboiu τα κατάφερε και πάλι: έφτιαξε μια ταινία που πέρα από την επιφανειακή ελαφράδα της έχει κάτι να πει. Κάτι απολύτως σημαντικό. Άντε, αύριο πάλι!
Η υπόθεση: Ο Λορέντιου Τζίγκινα είναι ένας φίλος του σκηνοθέτη από τα παιδικά τους χρόνια. Είναι ένας γραφειοκράτης, που δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία, βαρετή και ρουτινιάρικη. Οπότε, δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός πως αντί να κάνει τη δουλειά του γουστάρει να μιλάει με τον σκηνοθέτη επί παντός επιστητού. Κατά βάση θέλει να φέρει την επανάσταση στο ποδόσφαιρο! Αλλά εκτός από το ποδόσφαιρο έχει πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για πολλά πράγματα και η διαδρομή του στην επαγγελματική του ζωή είναι εξίσου ενδιαφέρουσα...
Η άποψή μας: Είναι μερικοί άνθρωποι – περιβόλια! Βλέποντας το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ φαντάστηκα κάποιος Έλληνας σκηνοθέτης να κάνει ανάλογο ντοκιμαντέρ για τον Αλέφαντο ξέρω’γω (πάντα το κάνω αυτό, δεν ξέρω γιατί, προσπαθώ να δω έξυπνες ιδέες μεταφερμένες στα καθ’ ημάς). Κι εκεί όπου ο Λορέντιου μιλάει ασταμάτητα και λέει πράγματα όπως να γίνει το γήπεδο ποδοσφαίρου οκτάγωνο από παραλληλόγραμμο (!!!), να χωρίζει κάθε ομάδα σε δύο υποομάδες, να ψάχνει να βρει έξυπνες λύσεις για να απαλλαγεί από τον βραχνά του οφσάιντ, να την ψάχνει γενικώς, να στέλνει τις ιδέες του παντού στον κόσμο και να κλείνει ραντεβού με σημαίνοντες κι όχι τόσο σημαίνοντες ανθρώπους του ποδοσφαίρου, ε, θα γουστάραμε να βλέπαμε τον Αλέφα να κάνει τακτική με τους περίφημους κεφτέδες του!
Κι όλα ξεκίνησαν ο Λορέντιου τραυματίστηκε παίζοντας ποδόσφαιρο καθώς τον περικύκλωσαν πολλοί αντίπαλοι την ώρα που ο ίδιος προστάτευε τη μπάλα! Κι έσπασε το πόδι του! Και δεν έγιανε το πόδι. Και στο εργοστάσιο που δούλευε, παραμονή πρωτοχρονιάς ή χριστουγέννων (δεν θυμάμαι) επειδή περπατούσε αργά λόγω του πονεμένου του ποδιού, δεν πρόλαβε το λεωφορείο και χρειάστηκε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του! Αργά! Έκανε τρία χιλιόμετρα σε 5 ώρες ένα πράγμα! Θεούλης! Κι όχι μόνον αυτό. Μας λέει πως πήγε στην Αμερική να δουλέψει αρχικά σε κάτι που δεν θυμάμαι αλλά μετά να μαζεύει πορτοκάλια στη Φλόριντα! Αλλά δεν τον προσέλαβαν γιατί ενώ είχαν προχωρήσει όλα έτσι όπως έπρεπε, έγινε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους κι όλα πήγαν πίσω!
Ο σκηνοθέτης βρίσκεται μέσα σε κάθε πλάνο! Αφήνει τον φίλο του να μιλάει και από καμιά φορά τον ρωτάει κιόλας για αποσαφηνίσεις. Έχει πολύ πλάκα όλο αυτό. Κινηματογραφεί και προκύπτουν απρόοπτα, όπως η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας στο γραφείο του Λορέντιου. Γενικά, μέσα στην κάτι παραπάνω από μία ώρα που κρατάει η ταινία, την κάνεις λαχείο. Και στα τελευταία 10 λεπτά το πράγμα πάει σε διαφορετική κατεύθυνση. Γιατί αυτός ο μέσος άνθρωπος, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως και χαζούλης, ίσως να μην τον παίρναμε και πολύ στα σοβαρά, αφού μιλάει (όπως και ο εξίσου απολαυστικός πατέρας του) για μερικές φωτογραφίες από το γάμο του, μας αποτελειώνει με την κατακλείδα του ντοκιμαντέρ. Όπου δεν τον βλέπουμε πλέον – μόνον τον ακούμε. Βλέπουμε υποκειμενικά πλάνα από ένα κινούμενο με πολύ χαμηλή ταχύτητα αμάξι στην ρουμανική ύπαιθρο. Και μας λέει πως οι ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στη Βίβλο, με τον καιρό, έχουν αλλάξει σημασία. Έχουν γίνει τιμωρητικές ενώ δεν γράφτηκαν με αυτόν τον τρόπο. Μιλάει και σε μαγεύει ο μπαγάσας. Κι έχει κάτι να πει.
Και ο Porumboiu τα κατάφερε και πάλι: έφτιαξε μια ταινία που πέρα από την επιφανειακή ελαφράδα της έχει κάτι να πει. Κάτι απολύτως σημαντικό. Άντε, αύριο πάλι!