του Θόδωρου Γιαχουστίδη
68η Berlinale: Κυριακή 18 Φεβρουαρίου
Καλώς μας ήρθες πάλι τρελό μας καρναβάλι
Καλώς μας ήρθες πάλι τρελό μας καρναβάλι
Δεν ξέρω τι γίνεται ρε παιδιά. Σε διαφορετικό timezone έχουν εδώ στη Γερμανία το καρναβάλι; Τι να πω, δεν βλέπω κανέναν... μασκαρά! Ευτυχώς! Νιώθω πολύ τυχερός που εξαιτίας του φεστιβάλ δεν θα υποβληθώ στα μαρτύρια του καρναβαλιού! Βαριέμαι αφόρητα. «Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις, κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς», που έλεγαν και οι Τρύπες. Τίποτα. Μόνο αν ζεις στην Πάτρα ή στην Ξάνθη ή είσαι παιδί μέχρι 13 ετών, ε, ναι, τότε αξίζει τον κόπο να μασκαρευτείς. Δημοσίως και εξωστρεφώς. Γιατί ιδιωτικά και από μέσα μας, όλοι μας τον κάνουμε τον καραγκιόζη. Τι να κάνεις; Το ψωμί να βγαίνει...
Σήμερα, καθότι το κείμενο θα γράφετε σε συνέχειες, στα κενά ανάμεσα στις προβολές, αυτή η δεύτερη παράγραφος θα έχει μάλλον μπόλικες μεταβολές. Ένα έχω να πω: σίγουρα θα αναφερθούμε σε παραπάνω από δύο ταινίες, σε αντίθεση δηλαδή με ότι κάναμε ως σήμερα, θα είναι ταινίες κατά βάση (αν όχι αποκλειστικά) από το διαγωνιστικό τμήμα και κάτι μου λέει πως σήμερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Γιατί, ειδικά στο διαγωνιστικό, μέχρι τώρα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. Σημείωση: μετά το πέρας της ημέρας, οι ταινίες ήταν τέσσερις, αυτές θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, είναι όλες από το διαγωνιστικό και η νύχτα συνεχίζει να είναι βαθιά...
Σήμερα, καθότι το κείμενο θα γράφετε σε συνέχειες, στα κενά ανάμεσα στις προβολές, αυτή η δεύτερη παράγραφος θα έχει μάλλον μπόλικες μεταβολές. Ένα έχω να πω: σίγουρα θα αναφερθούμε σε παραπάνω από δύο ταινίες, σε αντίθεση δηλαδή με ότι κάναμε ως σήμερα, θα είναι ταινίες κατά βάση (αν όχι αποκλειστικά) από το διαγωνιστικό τμήμα και κάτι μου λέει πως σήμερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Γιατί, ειδικά στο διαγωνιστικό, μέχρι τώρα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. Σημείωση: μετά το πέρας της ημέρας, οι ταινίες ήταν τέσσερις, αυτές θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω, είναι όλες από το διαγωνιστικό και η νύχτα συνεχίζει να είναι βαθιά...
Πρώτη πρωινή προβολή ήταν το «La prière» (The Prayer) του Cédric Kahn. Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 52χρονος Γάλλος δημιουργός, ο οποίος ξεκίνησε την ενασχόλησή του στο σινεμά ως μοντέρ, μετά δούλεψε ως σεναριογράφος και ακολούθως ως σκηνοθέτης, ενώ συχνά πυκνά τον βλέπουμε και σε ρόλους ηθοποιού σε ταινίες συναδέλφων του. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτεται την Berlinale συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα, μετά το «Feux rouges» του 2004. Την είχα δει τότε την ταινία εδώ – πρέπει να ήταν η πρώτη μου φορά στο Βερολίνο, στο φεστιβάλ. Ααα, ωραία χρόνια, πιο ανέμελα, δεν είχαμε και κρίση, ας είναι...
Η υπόθεση: Ο Τομά είναι ένας 22χρονος τζάνκι. Βρέθηκε πολύ κοντά στο να τα τινάξει την τελευταία φορά που έκανε χρήση, καθώς προέκυψε overdose. Μια ακόμα ευκαιρία θα την έχει: πηγαίνει σε μια απομονωμένη κοινότητα στα γαλλικά βουνά, όπου νέοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να ξεπεράσουν τους εθισμούς τους από το ποτό και τα ναρκωτικά. Η κοινότητα, που χωρίζεται σε «ανδρών» και «γυναικών», βρίσκεται υπό την υψηλή επιστασία ενός καθολικού ιερέα. Και το καθημερινό πρόγραμμα περιλαμβάνει προσευχή, βαριές χειρωνακτικές εργασίες και πράγματα που ευνοούν μια ατμόσφαιρα αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν όλοι να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής εκεί πέρα. Και ο Τομά στην αρχή δυσκολεύεται πάρα πολύ, όντας και ατίθασος. Στο τσακ είναι να τα παρατήσει και να ξανακυλήσει. Έως ότου συναντά ένα κορίτσι στο παρακείμενο χωριό. Παίρνει δύναμη, κουράγιο και θάρρος και νιώθει πως καινούργιες προοπτικές ανοίγονται μπροστά του. Αυτός, ο έχων αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις για την ύπαρξη του Θεού, όχι μόνο πηγαίνει καλύτερα σε ότι αφορά την αποτοξίνωσή του, αλλά εντέλει επιθυμεί να γίνει ιερέας! Είναι τελικά αυτή η δεύτερη ευκαιρία που αποζητούσε;
Η άποψή μας: Δεν ανακαλύπτει την Αμερική ο Cédric Kahn. Ούτε την πυρίτιδα. Δεν κάνει καν μια εξαιρετική ταινία. Ναι. Αλλά αυτό που καταφέρνει είναι να αφηγηθεί την ιστορία που θέλει να πει έντιμα, κατανοητά, στρωτά και – το καλύτερο – χωρίς να διαλέγει πλευρά. Χωρίς να προπαγανδίζει. Πολύ σημαντικό. Και σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που με την εξαίρεση του Wes Anderson, έως τώρα η αλήθεια είναι πως δεν θέλγει με τις επιλογές του, τουλάχιστον αυτή είναι μια ταινία την οποία δεν σιχαίνεσαι που την είδες. Η πορεία του νεαρού Τομά είναι λίγο έως πολύ προβλέψιμη για όσους έχει τύχει να δουν λίγες παραπάνω ταινίες από αυτές που βλέπει ο μέσος όρος των θεατών. Στην αρχή ο Τομά αντιμετωπίζει τον πόνο της αποτοξίνωσης, μετά είναι θυμωμένος με όλους και όλα, μετά έρχεται σε κόντρα με την εξουσία και τον ίδιο του τον εαυτό, μετά θέλει να το σκάσει, μετά «μπαίνει στη σειρά», μετά απλώς μιμείται χωρίς να πιστεύει, μετά πιστεύει και μετά καλείται να επιλέξει. Θα υπάρξουν οι haters που, λογικό είναι, θα υποστηρίξουν: «καλά, θεραπεύεται η εξάρτηση μέσω της προσευχής; Μέσω της θρησκείας;».
Δεν μπορώ να ξέρω κάτι τέτοιο, να το επιβεβαιώσω ή να το διαψεύσω. Και είναι βασικό να το πω κι αυτό: δηλώνω αγνωστικιστής. Αλλά δεν μπορώ να κοροϊδέψω (θα ήταν πολύ εύκολο, πιστέψτε με) την πίστη. Θεωρώ πως όταν κάποιος πιστεύει βαθιά και ειλικρινά και το κάνει για τον εαυτό του κι όχι για το θεαθήναι, και παράλληλα διάγει βίο σε αντιστοιχία ακριβώς με αυτήν του την πίστη, αυτό όχι μόνον δεν είναι μεμπτό, είναι και τρομερά αισιόδοξο και γέρνει την πλάστιγγα προς τη σωστή πλευρά. Τους μουτζαχεντινισμούς δεν αντέχω, από όποια πλευρά κι αν προέρχονται. Ο Τομά «θεραπεύεται» (και μπορείτε να διαβάσετε την λέξη κι εκτός εισαγωγικών). Γιατί αυτό που βρίσκει δεν είναι (απαραίτητα) ο Θεός. Είναι η πίστη, αρχικά. Και είναι κυρίως η αγάπη. Η ταινία διαθέτει μπόλικες δραματικές σκηνές (λογικό είναι αυτό), διαθέτει και κάποιες αρκούντως αστείες. Πχ, το ανέβασμα μιας θεατρικής (ανα)παράστασης της Ανάστασης του Λαζάρου, δεν μπορεί παρά να κάνει τους θεατές να γελάσουν δυνατά. Επίσης, το ανέκδοτο με τα καρφιά και τη διαφήμισή τους μέσω του εσταυρωμένου Χριστού, δηλώνει πως μερικά πράγματα διαδίδονται το ίδιο σε όλες τις χώρες του κόσμου: το ήξερα το ανέκδοτο με τα «καρφιά Καραμήτσου» εδώ και 30 χρόνια (και λίγα λέω) και φαντάζομαι ότι κυκλοφορεί ίδιο σε παραλλαγές σε όλες τις χώρες του κόσμου...
Εν κατακλείδι, αυτή δεν είναι μια ταινία που θα αλλάξει τη ζωή σας. Αυτή είναι μια μέτρια ταινία. Είναι όμως καλοφτιαγμένη, χωρίς υστερίες, χωρίς υπερβολές, χωρίς προσηλυτισμούς. Κι ίσως ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα σε θεατές που το έχουν ανάγκη...
Η υπόθεση: Ο Τομά είναι ένας 22χρονος τζάνκι. Βρέθηκε πολύ κοντά στο να τα τινάξει την τελευταία φορά που έκανε χρήση, καθώς προέκυψε overdose. Μια ακόμα ευκαιρία θα την έχει: πηγαίνει σε μια απομονωμένη κοινότητα στα γαλλικά βουνά, όπου νέοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να ξεπεράσουν τους εθισμούς τους από το ποτό και τα ναρκωτικά. Η κοινότητα, που χωρίζεται σε «ανδρών» και «γυναικών», βρίσκεται υπό την υψηλή επιστασία ενός καθολικού ιερέα. Και το καθημερινό πρόγραμμα περιλαμβάνει προσευχή, βαριές χειρωνακτικές εργασίες και πράγματα που ευνοούν μια ατμόσφαιρα αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν όλοι να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής εκεί πέρα. Και ο Τομά στην αρχή δυσκολεύεται πάρα πολύ, όντας και ατίθασος. Στο τσακ είναι να τα παρατήσει και να ξανακυλήσει. Έως ότου συναντά ένα κορίτσι στο παρακείμενο χωριό. Παίρνει δύναμη, κουράγιο και θάρρος και νιώθει πως καινούργιες προοπτικές ανοίγονται μπροστά του. Αυτός, ο έχων αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις για την ύπαρξη του Θεού, όχι μόνο πηγαίνει καλύτερα σε ότι αφορά την αποτοξίνωσή του, αλλά εντέλει επιθυμεί να γίνει ιερέας! Είναι τελικά αυτή η δεύτερη ευκαιρία που αποζητούσε;
Η άποψή μας: Δεν ανακαλύπτει την Αμερική ο Cédric Kahn. Ούτε την πυρίτιδα. Δεν κάνει καν μια εξαιρετική ταινία. Ναι. Αλλά αυτό που καταφέρνει είναι να αφηγηθεί την ιστορία που θέλει να πει έντιμα, κατανοητά, στρωτά και – το καλύτερο – χωρίς να διαλέγει πλευρά. Χωρίς να προπαγανδίζει. Πολύ σημαντικό. Και σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που με την εξαίρεση του Wes Anderson, έως τώρα η αλήθεια είναι πως δεν θέλγει με τις επιλογές του, τουλάχιστον αυτή είναι μια ταινία την οποία δεν σιχαίνεσαι που την είδες. Η πορεία του νεαρού Τομά είναι λίγο έως πολύ προβλέψιμη για όσους έχει τύχει να δουν λίγες παραπάνω ταινίες από αυτές που βλέπει ο μέσος όρος των θεατών. Στην αρχή ο Τομά αντιμετωπίζει τον πόνο της αποτοξίνωσης, μετά είναι θυμωμένος με όλους και όλα, μετά έρχεται σε κόντρα με την εξουσία και τον ίδιο του τον εαυτό, μετά θέλει να το σκάσει, μετά «μπαίνει στη σειρά», μετά απλώς μιμείται χωρίς να πιστεύει, μετά πιστεύει και μετά καλείται να επιλέξει. Θα υπάρξουν οι haters που, λογικό είναι, θα υποστηρίξουν: «καλά, θεραπεύεται η εξάρτηση μέσω της προσευχής; Μέσω της θρησκείας;».
Δεν μπορώ να ξέρω κάτι τέτοιο, να το επιβεβαιώσω ή να το διαψεύσω. Και είναι βασικό να το πω κι αυτό: δηλώνω αγνωστικιστής. Αλλά δεν μπορώ να κοροϊδέψω (θα ήταν πολύ εύκολο, πιστέψτε με) την πίστη. Θεωρώ πως όταν κάποιος πιστεύει βαθιά και ειλικρινά και το κάνει για τον εαυτό του κι όχι για το θεαθήναι, και παράλληλα διάγει βίο σε αντιστοιχία ακριβώς με αυτήν του την πίστη, αυτό όχι μόνον δεν είναι μεμπτό, είναι και τρομερά αισιόδοξο και γέρνει την πλάστιγγα προς τη σωστή πλευρά. Τους μουτζαχεντινισμούς δεν αντέχω, από όποια πλευρά κι αν προέρχονται. Ο Τομά «θεραπεύεται» (και μπορείτε να διαβάσετε την λέξη κι εκτός εισαγωγικών). Γιατί αυτό που βρίσκει δεν είναι (απαραίτητα) ο Θεός. Είναι η πίστη, αρχικά. Και είναι κυρίως η αγάπη. Η ταινία διαθέτει μπόλικες δραματικές σκηνές (λογικό είναι αυτό), διαθέτει και κάποιες αρκούντως αστείες. Πχ, το ανέβασμα μιας θεατρικής (ανα)παράστασης της Ανάστασης του Λαζάρου, δεν μπορεί παρά να κάνει τους θεατές να γελάσουν δυνατά. Επίσης, το ανέκδοτο με τα καρφιά και τη διαφήμισή τους μέσω του εσταυρωμένου Χριστού, δηλώνει πως μερικά πράγματα διαδίδονται το ίδιο σε όλες τις χώρες του κόσμου: το ήξερα το ανέκδοτο με τα «καρφιά Καραμήτσου» εδώ και 30 χρόνια (και λίγα λέω) και φαντάζομαι ότι κυκλοφορεί ίδιο σε παραλλαγές σε όλες τις χώρες του κόσμου...
Εν κατακλείδι, αυτή δεν είναι μια ταινία που θα αλλάξει τη ζωή σας. Αυτή είναι μια μέτρια ταινία. Είναι όμως καλοφτιαγμένη, χωρίς υστερίες, χωρίς υπερβολές, χωρίς προσηλυτισμούς. Κι ίσως ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα σε θεατές που το έχουν ανάγκη...
Το «Figlia mia» (Daughter of Mine) της Laura Bispuri από τη γειτονική Ιταλία είναι επιτέλους η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού που άξιζε να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, τρία χρόνια μετά την πρώτη της, το «Ορκισμένη παρθένα» (Vergine giurata), με την οποία είχε πάρει μέρος και πάλι στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Και στις δύο ταινίες υπάρχει κάτι ακόμα που τις ενώνει, πέρα από τη σκηνοθέτιδα: η πρωταγωνίστρια, Alba Rohrwacher.
Η υπόθεση: Η Βιτόρια είναι μια 10χρονη κοκκινομάλλα που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, το οποίο δεν έχει αλλοιωθεί από την επέλαση του τουρισμού. Είναι καλοκαίρι κι έχει πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Μια μέρα σε ένα ροντέο συναντά την Αντζέλικα, μια εντελώς χύμα και με συμπεριφορά τελείως διαφορετική από τις κοινωνικές συμβάσεις γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει καθόλου ως χαρακτήρας με την Τίνα, την μητέρα της Βιτόρια, που είναι (υπέρ)προστατευτική, συντηρητική, στοχοπροσηλωμένη και την αγαπάει όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Αυτό που δεν γνωρίζει η Βιτόρια είναι πως τις δύο γυναίκες, την Αντζέλικα και την Τίνα, τις ενώνει ένα μυστικό. Η Τίνα συμπαραστέκεται στην Αντζέλικα. Τη βοηθάει και την επισκέπτεται συχνά στο παρατημένο της αγροτόσπιτο, μακριά σχετικά από το χωριό, όπου η Αντζέλικα ζει με τη σκύλα της, δυο άλογα, ένα γουρούνι και μερικές κότες.
Όταν τα χρέη της Αντζέλικα φτάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε να κινδυνεύει να χάσει τη φάρμα της, αποφασίζει να πουλήσει τα ζώα της και να φύγει. Όμως, η Βιτόρια την επισκέπτεται ολοένα και συχνότερα, καθώς έλκεται από το ελεύθερο πνεύμα αυτής της γυναίκας – αερικό. Αυτή είναι μια σχέση που η Τίνα δεν θέλει να τη βλέπει να εξελίσσεται. Φοβάται τις συνέπειες από την αποκάλυψη του μυστικού. Πάντως, η Βιτόρια περνάει πολύ καλά καθώς, μαζί με την Αντζέλικα, ανακαλύπτει από την αρχή την περιοχή της...
Η άποψή μας: Με την κυριαρχία των ψηφιακών καμερών είναι πλέον πολύ σπάνιο να βλέπεις μια ταινία που η υφή της να είναι «κινηματογραφική» με την παλιακή έννοια. Να είναι με κόκκο, να είναι οργανικά δεμένη με τη συνολική κατασκευή, να αποπνέει έναν ρομαντισμό ρε παιδί μου. Στη διεύθυνση φωτογραφίας λοιπόν η ταινία παίρνει άριστα. Γιατί μας μπάζει στο καλοκαίρι της Σαρδηνίας, μακριά από τουριστικά πλάνα, αλλά το νιώθεις κοιτώντας τις εικόνες πως ναι, κάνει ζέστη, πως οι άνθρωποι ιδρώνουν, πως οι γρανίτες λιώνουν. Πάντα λοιπόν, κατά τη συνολική αποτίμηση μιας ταινίας έχει ενδιαφέρον να σταθείς στο τι λέει η ταινία αλλά και πως το λέει. Στα χέρια άλλου, «εμπορικού» σκηνοθέτη, το όλο θέμα θα μας έδινε ένα καθαρόαιμο μελόδραμα.
Θέλω να πω (ακολουθεί σπόιλερ, αλλά μέχρι να βγει η ταινία στις ελληνικές αίθουσες αν και εφόσον αγοραστεί από ελληνική εταιρία διανομής, θα το έχετε ξεχάσει!!!): γρήγορα καταλαβαίνεις ότι η Valeria Golino δεν μπορούσε να κάνει παιδί και πήρε το μωρό που γέννησε η Alba Rohrwacher αμέσως μετά τη γέννα! Η μία είναι καθωσπρέπει σύζυγος, η άλλη είναι μια sui generis περσόνα, που δεν χωράει στο συμβατικό τρόπο συμπεριφοράς, είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη, της αρέσει να πίνει πολύ και δεν θεωρεί χυδαίο να πουλάει το κορμί της για να την κεράσουν ένα ποτό ακόμα. Οπότε, μελόδραμα. Φανταστείτε τη δυναμική: η κόρη καταλαβαίνει ποια είναι η πραγματική της μητέρα, όλα κινηματογραφούνται υπερβολικά, η μουσική γίνεται γλυκερή, έχουμε αλλεπάλληλα close-up, τι θα γίνει; Ποια θα διαλέξει η μικρή; Θα δοθεί μήπως... σολομώντεια λύση; Ναι, τόσο παλιό το υλικό όσο η Βίβλος! Ναι, αλλά εδώ έρχεται η σκηνοθέτιδα για να πάει το πράγμα σε πιο... καλλιτεχνικά μονοπάτια – και το γράφω αυτό με πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό και καθόλου υποτιμητικά. Δίνει χώρο και στους τρεις βασικούς γυναικείους χαρακτήρες να αναπτυχθούν (η αλήθεια είναι πως οι άντρες στην ταινία είναι... οπτικά εφέ – ακόμα κι ο έρημος ο Udo Kier έχει και δεν έχει ρόλο), να σκιαγραφηθούν σε βάθος, να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Η κοκκινομάλλα πιτσιρίκα εννοείται ότι έλκεται από την πραγματική της μητέρα πριν μάθει ότι είναι η πραγματική της μητέρα. Γιατί είναι ελεύθερη, γιατί δεν την νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, γιατί απολαμβάνει ότι έχει τη στιγμή που το έχει. Αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει εννοείται και τη φροντίδα και την πραγματική αγάπη που της δείχνει η γυναίκα που επί τόσα χρόνια ήταν όντως η πραγματική της μητέρα!
Η Valeria Golino έχει μεγαλώσει, έχει παχύνει, αλλά είναι πάντοτε όμορφη, πάντοτε γλυκιά, πάντοτε ελκυστική και αγαπησιάρικια στα μάτια των θεατών. Το τέρας υποκριτικής, όμως, είναι η Alba Rohrwacher. Είναι τρομερή ηθοποιός η άτιμη και πετυχαίνει κάτι που δύσκολα ακόμα και πιο φτασμένες από εκείνην συναδέλφισσές της δεν μπορούν: εξαφανίζεται στο ρόλο. Το όλο θέμα με τα χέλια ενέχει συμβολικό χαρακτήρα, το φινάλε είναι κατά πως πρέπει ανοικτό και ο θεατής μετά το άναμμα των φώτων στην αίθουσα έχει απολαύσει μια ταινία ωραία και ενδιαφέρουσα. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, ε; Δεν είναι και μεγάλο, αλλά είναι κάτι...
Η άποψή μας: Μάλλον έχω παραμεγαλώσει και δεν μπορώ εύκολα να πιάσω το... αστείο. Πώς βρέθηκε τούτη η ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale; Είναι να απορείς. Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τι θέλει να μας πει η ταινία; Η εύκολη απάντηση είναι: πρόκειται για το πορτρέτο μιας γυναίκας που αλλιώς έζησε τη ζωής της μέχρι ένα σημείο κι αλλιώς πρέπει να μάθει να ζει εφεξής. Οκ, μας κάνει. Επίσης, κάτι προσπαθεί να ψελλίσει για το στεγαστικό πρόβλημα στη Σουηδία, με τις τιμές των διαμερισμάτων προς ενοικίαση να έχουν φτάσει στα ύψη. Fair enough. Πώς θα χαρακτηρίζαμε κατασκευαστικά την ταινία; Άντε, ας το πω, για να μην αδικήσω τους δημιουργούς: επιτηδευμένα κακή!
Τα close up θαρρείς και γίνονται όχι για να δούμε μέχρι και τους πόρους του δέρματος των ηθοποιών, αλλά για να μπούμε μέχρι το μυαλό τους, να δούμε τι σκέφτονται. Αν σκέφτονται. Επιφάνεια... Η φωτογραφία είναι κατασκότεινη, σε σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις σε πολλά σημεία παρά μόνον σκιές. Οι γωνίες λήψεις είναι πάντα οι χειρότερες δυνατές. Αμ το μοντάζ; Το μοντάζ... Πεταγόμαστε από τη μία σκηνή στην άλλη, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Ιδεολογικά τώρα: οι σκηνοθέτες λοιπόν μάλλον ενδιαφέρονται απλά να μας συστήσουν αυτήν τη γυναίκα. Όχι να τη συμπαθήσουμε. Όχι να ταυτιστούμε μαζί της. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμπαθήσεις έναν κατά βάση αντιπαθητικό, εγωιστή χαρακτήρα. Που στο φινάλε πάει τα πράγματα πολύ, πολύ μακριά (σε σημείο απαράδεκτο, δηλαδή, έλεος κάπου). Και η αλήθεια είναι πως κανένας χαρακτήρας στην ταινία δεν είναι συμπαθητικός: όλοι αντιπαθητικοί! Μα υπάρχει κοινωνικός σχολιασμός, θα τολμήσουν να ψελλίσουν κάποιοι. Οκ, εύγε. Χαμένος όμως μέσα στην απεραντοσύνη της προβοκάτσιας! Τι να σου κάνει και ο έρημος ο Wim Mertens με τις υπέροχες μελωδίες του, που ακούγονται εντελώς παράταιρες, σε ένα επίσης ότι να 'ναι σάουντρακ; Χαμένος μένει. Πάμε λίγο και στα... αστεία. Ο αδελφός της πρωταγωνίστριας δεν μιλάει καλά. Δεν τον καταλαβαίνει κανείς όταν μιλάει, παρά μόνον η ίδια. Σιχαίνομαι την πολιτική ορθότητα αλλά ήμαρτον, δεν μπορείς να γελάσεις με αυτό! Μόνο όταν εμφανίζεται ο γηραιός Λεξ, ο δικηγόρος που έγινε μουσικός παραγωγός, κάτι φαίνεται να ζωντανεύει, κάτι φαίνεται να τραβάει την προσοχή σου. Ιδίως το... κονσέρτο με πολυβόλα μέσω του οποίου σχηματίζει μια καρδιά σε μια ξύλινη πόρτα, ε, δεν μπορείς να πεις, έχει πλάκα. Αλλά η πρωταγωνίστρια (η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός της ταινίας και θεία του Petersén!), που δεν λέω, τα δίνει όλα (κι ας είναι αυτή μόλις η τρίτη της κινηματογραφική εμφάνιση!) και εκτίθεται ποικιλοτρόπως (δεν είναι συχνό το φαινόμενο να βλέπουμε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας να κάνουν σεξ στον κινηματογράφο, αν και η συγκεκριμένη σκηνή είναι μια από τις χειρότερες που έχουμε δει ποτέ στη ζωή μας, καθώς πέρα όλων των άλλων, η κυρία κάθεται κάπου στο στήθος του εραστή της, ούτε στα γεννητικά του όργανα ούτε στο στόμα του!) ε, δεν μπορεί οι σκηνοθέτες να μας κάνουν να γελάσουμε δείχνοντάς μας την να πυροβολεί διαρκώς ωσάν τον Τσακ Νόρις!
Νομίζω πως η ταινία μοιάζει σε πολλά με το «Damsel» κι ας έχουν εντελώς διαφορετική αφετηρία και κατάληξη. Ναι μωρέ, πλάκα κάνουμε και είμαστε και λίγο λοξοί, και λατρεύουμε τον Lynch ξερωγώ και είμαστε και πολύ προχώ και avant garde και δεν ξέρετε εσείς κοινοί θνητοί θεατές. Το ξαναλέω: δεν το έπιασα το αστείο. Αν ο στόχος ήταν να υπάρχει αστείο...
Η άποψή μας: Να την πω την αμαρτία μου: τη βρήκα συμπαθέστατη τούτη την ταινία, εγώ, ένας κομουνιστής, παρά το γεγονός ότι είναι κατά βάση αντικομουνιστική. Ή καλύτερα, ιδεολογικά μπερδεμένη. Απλά, ο σκηνοθέτης, έξυπνα ποιών, δεν μας παρουσιάζει τη Σοβιετική Ένωση ως μια κοινωνία φόβου και τρομοκρατίας. Εντάξει, υπήρχαν απαγορεύσεις, το πρόβλημα όμως εντέλει ήταν καθαρά... γραφειοκρατικό! Αν δεν έγραφες αυτά που ήθελε το καθεστώς, απλά δεν υπήρχες. Ούτε σε φυλάκιζαν ούτε σε βασάνιζαν. Απλά, βρισκόσουν στο περιθώριο. Ο German ευτυχώς καταφεύγει πολλές φορές στη βοήθεια του χιούμορ για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Ιδίως εκείνο το μοτίβο με τον τύπο που πουλάει παράνομα «δυτικά» βιβλία, τον οποίο κοροϊδεύει ο Ντοβλάτοφ λέγοντάς του πως είναι πράκτορας της KGB και πως θέλει λίστα με όλους τους πελάτες που αγοράζουν αντίτυπα της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ, έχει πλάκα.
Έχουμε μεγάλα, υπέροχα δομημένα μονοπλάνα να κυριαρχούν στην ταινία, με μια εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας. Και παρά το γεγονός ότι οι ρυθμοί δεν χαρακτηρίζονται καταιγιστικοί κι ότι από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές του ίδιου θέματος, με αναγκαστικές επαναλήψεις, ο θεατής δεν κουράζεται – κι ας μιλάμε για ταινία δύο ωρών και βάλε! Ο σκηνοθέτης στην τελική, επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του ακαδημαϊκά, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό. Κακό είναι άλλο: το γεγονός πως εκτός Ρωσίας (άρα και στην Ελλάδα) δεν υπάρχει γνώση για όλο το λογοτεχνικό κίνημα στην ΕΣΣΔ εκείνων των χρόνων. Τα μισά ονόματα και βάλε δεν τα γνωρίζουμε. Ούτε και τον Ντοβλάτοφ τον γνωρίζαμε, να πούμε την αμαρτία μας. Μέσω της ταινίας συστηθήκαμε. Αλλά, γενικώς, και με αυτά κάνει πλάκα ο Ντοβλάτοφ (και μέσω αυτού ο σκηνοθέτης), καθώς συστήνεται πχ σε μια όμορφη νεαρή ως... Φραντς Κάφκα, για να υποδηλώσει η ταινία την άγνοια πολλών σοβιετικών για την τέχνη γενικότερα. Είπαμε, ενδιαφέρον φιλμ. Με μια καλά κρυμμένη αλλά εντέλει όχι τελείως έπαρση από μέρους του ηθοποιού. Και με έναν πρωταγωνιστή που στην τελική δεν μαθαίνουμε ποτέ κάτι περισσότερο για τον χαρακτήρα του, δεν έχουμε κάποια εμβάθυνση. Ένας όμορφος άντρας ήταν, που ήθελε όσο τίποτε άλλο να εκδοθεί και αντιμετώπιζε κάθε αναποδιά όχι με στωικότητα αλλά με ειρωνεία.
Παρ' όλα αυτά, η ταινία αξίζει τον κόπο. Κι εδώ επιτρέψτε μου μια υποσημείωση σεξιστική και κατηγορείστε με, με χάσταγκ metoo. Τι θεάρες είναι αυτές οι Ρωσίδες ρε παιδιά; Μικρό ρόλο κρατάει πχ η πανέμορφη Elena Lyadova, που πρωταγωνιστούσε στο «Λεβιάθαν» του Andrey Zvyagintsev. Αλλά ψαχτείτε εσείς οι αρσενικοί και για το όνομα Svetlana Khodchenkova! Δεν περιγράφω άλλο!
Η υπόθεση: Η Βιτόρια είναι μια 10χρονη κοκκινομάλλα που μεγαλώνει σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, το οποίο δεν έχει αλλοιωθεί από την επέλαση του τουρισμού. Είναι καλοκαίρι κι έχει πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Μια μέρα σε ένα ροντέο συναντά την Αντζέλικα, μια εντελώς χύμα και με συμπεριφορά τελείως διαφορετική από τις κοινωνικές συμβάσεις γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει καθόλου ως χαρακτήρας με την Τίνα, την μητέρα της Βιτόρια, που είναι (υπέρ)προστατευτική, συντηρητική, στοχοπροσηλωμένη και την αγαπάει όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Αυτό που δεν γνωρίζει η Βιτόρια είναι πως τις δύο γυναίκες, την Αντζέλικα και την Τίνα, τις ενώνει ένα μυστικό. Η Τίνα συμπαραστέκεται στην Αντζέλικα. Τη βοηθάει και την επισκέπτεται συχνά στο παρατημένο της αγροτόσπιτο, μακριά σχετικά από το χωριό, όπου η Αντζέλικα ζει με τη σκύλα της, δυο άλογα, ένα γουρούνι και μερικές κότες.
Όταν τα χρέη της Αντζέλικα φτάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε να κινδυνεύει να χάσει τη φάρμα της, αποφασίζει να πουλήσει τα ζώα της και να φύγει. Όμως, η Βιτόρια την επισκέπτεται ολοένα και συχνότερα, καθώς έλκεται από το ελεύθερο πνεύμα αυτής της γυναίκας – αερικό. Αυτή είναι μια σχέση που η Τίνα δεν θέλει να τη βλέπει να εξελίσσεται. Φοβάται τις συνέπειες από την αποκάλυψη του μυστικού. Πάντως, η Βιτόρια περνάει πολύ καλά καθώς, μαζί με την Αντζέλικα, ανακαλύπτει από την αρχή την περιοχή της...
Η άποψή μας: Με την κυριαρχία των ψηφιακών καμερών είναι πλέον πολύ σπάνιο να βλέπεις μια ταινία που η υφή της να είναι «κινηματογραφική» με την παλιακή έννοια. Να είναι με κόκκο, να είναι οργανικά δεμένη με τη συνολική κατασκευή, να αποπνέει έναν ρομαντισμό ρε παιδί μου. Στη διεύθυνση φωτογραφίας λοιπόν η ταινία παίρνει άριστα. Γιατί μας μπάζει στο καλοκαίρι της Σαρδηνίας, μακριά από τουριστικά πλάνα, αλλά το νιώθεις κοιτώντας τις εικόνες πως ναι, κάνει ζέστη, πως οι άνθρωποι ιδρώνουν, πως οι γρανίτες λιώνουν. Πάντα λοιπόν, κατά τη συνολική αποτίμηση μιας ταινίας έχει ενδιαφέρον να σταθείς στο τι λέει η ταινία αλλά και πως το λέει. Στα χέρια άλλου, «εμπορικού» σκηνοθέτη, το όλο θέμα θα μας έδινε ένα καθαρόαιμο μελόδραμα.
Θέλω να πω (ακολουθεί σπόιλερ, αλλά μέχρι να βγει η ταινία στις ελληνικές αίθουσες αν και εφόσον αγοραστεί από ελληνική εταιρία διανομής, θα το έχετε ξεχάσει!!!): γρήγορα καταλαβαίνεις ότι η Valeria Golino δεν μπορούσε να κάνει παιδί και πήρε το μωρό που γέννησε η Alba Rohrwacher αμέσως μετά τη γέννα! Η μία είναι καθωσπρέπει σύζυγος, η άλλη είναι μια sui generis περσόνα, που δεν χωράει στο συμβατικό τρόπο συμπεριφοράς, είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη, της αρέσει να πίνει πολύ και δεν θεωρεί χυδαίο να πουλάει το κορμί της για να την κεράσουν ένα ποτό ακόμα. Οπότε, μελόδραμα. Φανταστείτε τη δυναμική: η κόρη καταλαβαίνει ποια είναι η πραγματική της μητέρα, όλα κινηματογραφούνται υπερβολικά, η μουσική γίνεται γλυκερή, έχουμε αλλεπάλληλα close-up, τι θα γίνει; Ποια θα διαλέξει η μικρή; Θα δοθεί μήπως... σολομώντεια λύση; Ναι, τόσο παλιό το υλικό όσο η Βίβλος! Ναι, αλλά εδώ έρχεται η σκηνοθέτιδα για να πάει το πράγμα σε πιο... καλλιτεχνικά μονοπάτια – και το γράφω αυτό με πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό και καθόλου υποτιμητικά. Δίνει χώρο και στους τρεις βασικούς γυναικείους χαρακτήρες να αναπτυχθούν (η αλήθεια είναι πως οι άντρες στην ταινία είναι... οπτικά εφέ – ακόμα κι ο έρημος ο Udo Kier έχει και δεν έχει ρόλο), να σκιαγραφηθούν σε βάθος, να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Η κοκκινομάλλα πιτσιρίκα εννοείται ότι έλκεται από την πραγματική της μητέρα πριν μάθει ότι είναι η πραγματική της μητέρα. Γιατί είναι ελεύθερη, γιατί δεν την νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, γιατί απολαμβάνει ότι έχει τη στιγμή που το έχει. Αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει εννοείται και τη φροντίδα και την πραγματική αγάπη που της δείχνει η γυναίκα που επί τόσα χρόνια ήταν όντως η πραγματική της μητέρα!
Η Valeria Golino έχει μεγαλώσει, έχει παχύνει, αλλά είναι πάντοτε όμορφη, πάντοτε γλυκιά, πάντοτε ελκυστική και αγαπησιάρικια στα μάτια των θεατών. Το τέρας υποκριτικής, όμως, είναι η Alba Rohrwacher. Είναι τρομερή ηθοποιός η άτιμη και πετυχαίνει κάτι που δύσκολα ακόμα και πιο φτασμένες από εκείνην συναδέλφισσές της δεν μπορούν: εξαφανίζεται στο ρόλο. Το όλο θέμα με τα χέλια ενέχει συμβολικό χαρακτήρα, το φινάλε είναι κατά πως πρέπει ανοικτό και ο θεατής μετά το άναμμα των φώτων στην αίθουσα έχει απολαύσει μια ταινία ωραία και ενδιαφέρουσα. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, ε; Δεν είναι και μεγάλο, αλλά είναι κάτι...
Πάμε στην τρίτη σημερινή ταινία από το διαγωνιστικό. Τίτλος της: «Toppen av ingenting» ή στα αγγλικά «The Real Estate». Είναι μια ταινία από τη Σουηδία την οποία σκηνοθέτησαν οι Axel Petersén και Måns Månsson, οι οποίοι είχαν κι άλλα πόστα στην ταινία. Πχ, το σενάριο το έγραψε ο Axel Petersén και τη διεύθυνση φωτογραφίας υπογράφει ο Måns Månsson. Αυτή ήταν μία ταινία για την οποία, πριν προβληθεί, είχαμε ακούσει πολλά καλά πράγματα. Αντισυμβατική κωμωδία, φρέσκια κινηματογραφική ματιά, τέτοια. Ε, καλό είναι πρώτα να βλέπεις και μετά να μιλάς. Και βεβαίως, να μην πιστεύεις πάντα όσα ακούς.
Η υπόθεση: Η Νότζετ είναι μια 68χρονη γυναίκα που έζησε μέσα στην πολυτέλεια και τη χλιδή όλη της τη ζωή. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ και να κοπιάσει για οτιδήποτε: ο πατέρας της πάντα φρόντιζε να μην της λείπει τίποτε! Μετά το θάνατό του, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Η στρόφιγγα με τα χρήματα κλείνει. Ως κληρονομιά, της αφήνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Στοκχόλμης. Η Νότζετ επιστρέφει από έναν ανέφελο βίο στην Ισπανία πίσω στην πατρίδα της. Κι ενώ θεωρεί ότι τα πράγματα που θα συναντήσει θα είναι απολύτως τακτοποιημένα και οργανωμένα, καλείται να αντιμετωπίσει το απόλυτο χάος! Ο ετεροθαλής αδελφός της και ο αλκοολικός γιος του έχουν παραμελήσει (ή καλύτερα, δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου) με τις ευθύνες τους ως φροντιστές του κτιρίου – κι όπου μπόρεσαν έβγαλαν και κάποια εξτραδάκια σε χρήματα, παρανόμως.
Το κτίριο έχει τα κακά του χάλια και οι ενοικιαστές είναι άνθρωποι που δεν έχουν συμβόλαια, άρα όλα είναι στον αέρα. Η Νότζετ ζητάει συμβουλές από έναν παλιό της φίλο, τον Λεξ, πρώην δικηγόρο και νυν μουσικό παραγωγό (!), που οργανώνει ένα γκαλά για τους άστεγους. Ο Λεξ της προτείνει να πουλήσει το κτίριο σε ένα μεσιτικό γραφείο και άμεσα, πριν μπλοκάρουν οι ένοικοι τις διαδικασίες. Κάτι όμως που φαίνεται εύκολο στα χαρτιά αποδεικνύεται ένας απόλυτος εφιάλτης. Και για πρώτη φορά στη ζωή της η Νότζετ πρέπει να πολεμήσει για κάτι...
Η υπόθεση: Η Νότζετ είναι μια 68χρονη γυναίκα που έζησε μέσα στην πολυτέλεια και τη χλιδή όλη της τη ζωή. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ και να κοπιάσει για οτιδήποτε: ο πατέρας της πάντα φρόντιζε να μην της λείπει τίποτε! Μετά το θάνατό του, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Η στρόφιγγα με τα χρήματα κλείνει. Ως κληρονομιά, της αφήνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Στοκχόλμης. Η Νότζετ επιστρέφει από έναν ανέφελο βίο στην Ισπανία πίσω στην πατρίδα της. Κι ενώ θεωρεί ότι τα πράγματα που θα συναντήσει θα είναι απολύτως τακτοποιημένα και οργανωμένα, καλείται να αντιμετωπίσει το απόλυτο χάος! Ο ετεροθαλής αδελφός της και ο αλκοολικός γιος του έχουν παραμελήσει (ή καλύτερα, δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου) με τις ευθύνες τους ως φροντιστές του κτιρίου – κι όπου μπόρεσαν έβγαλαν και κάποια εξτραδάκια σε χρήματα, παρανόμως.
Το κτίριο έχει τα κακά του χάλια και οι ενοικιαστές είναι άνθρωποι που δεν έχουν συμβόλαια, άρα όλα είναι στον αέρα. Η Νότζετ ζητάει συμβουλές από έναν παλιό της φίλο, τον Λεξ, πρώην δικηγόρο και νυν μουσικό παραγωγό (!), που οργανώνει ένα γκαλά για τους άστεγους. Ο Λεξ της προτείνει να πουλήσει το κτίριο σε ένα μεσιτικό γραφείο και άμεσα, πριν μπλοκάρουν οι ένοικοι τις διαδικασίες. Κάτι όμως που φαίνεται εύκολο στα χαρτιά αποδεικνύεται ένας απόλυτος εφιάλτης. Και για πρώτη φορά στη ζωή της η Νότζετ πρέπει να πολεμήσει για κάτι...
Τα close up θαρρείς και γίνονται όχι για να δούμε μέχρι και τους πόρους του δέρματος των ηθοποιών, αλλά για να μπούμε μέχρι το μυαλό τους, να δούμε τι σκέφτονται. Αν σκέφτονται. Επιφάνεια... Η φωτογραφία είναι κατασκότεινη, σε σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις σε πολλά σημεία παρά μόνον σκιές. Οι γωνίες λήψεις είναι πάντα οι χειρότερες δυνατές. Αμ το μοντάζ; Το μοντάζ... Πεταγόμαστε από τη μία σκηνή στην άλλη, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Ιδεολογικά τώρα: οι σκηνοθέτες λοιπόν μάλλον ενδιαφέρονται απλά να μας συστήσουν αυτήν τη γυναίκα. Όχι να τη συμπαθήσουμε. Όχι να ταυτιστούμε μαζί της. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμπαθήσεις έναν κατά βάση αντιπαθητικό, εγωιστή χαρακτήρα. Που στο φινάλε πάει τα πράγματα πολύ, πολύ μακριά (σε σημείο απαράδεκτο, δηλαδή, έλεος κάπου). Και η αλήθεια είναι πως κανένας χαρακτήρας στην ταινία δεν είναι συμπαθητικός: όλοι αντιπαθητικοί! Μα υπάρχει κοινωνικός σχολιασμός, θα τολμήσουν να ψελλίσουν κάποιοι. Οκ, εύγε. Χαμένος όμως μέσα στην απεραντοσύνη της προβοκάτσιας! Τι να σου κάνει και ο έρημος ο Wim Mertens με τις υπέροχες μελωδίες του, που ακούγονται εντελώς παράταιρες, σε ένα επίσης ότι να 'ναι σάουντρακ; Χαμένος μένει. Πάμε λίγο και στα... αστεία. Ο αδελφός της πρωταγωνίστριας δεν μιλάει καλά. Δεν τον καταλαβαίνει κανείς όταν μιλάει, παρά μόνον η ίδια. Σιχαίνομαι την πολιτική ορθότητα αλλά ήμαρτον, δεν μπορείς να γελάσεις με αυτό! Μόνο όταν εμφανίζεται ο γηραιός Λεξ, ο δικηγόρος που έγινε μουσικός παραγωγός, κάτι φαίνεται να ζωντανεύει, κάτι φαίνεται να τραβάει την προσοχή σου. Ιδίως το... κονσέρτο με πολυβόλα μέσω του οποίου σχηματίζει μια καρδιά σε μια ξύλινη πόρτα, ε, δεν μπορείς να πεις, έχει πλάκα. Αλλά η πρωταγωνίστρια (η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός της ταινίας και θεία του Petersén!), που δεν λέω, τα δίνει όλα (κι ας είναι αυτή μόλις η τρίτη της κινηματογραφική εμφάνιση!) και εκτίθεται ποικιλοτρόπως (δεν είναι συχνό το φαινόμενο να βλέπουμε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας να κάνουν σεξ στον κινηματογράφο, αν και η συγκεκριμένη σκηνή είναι μια από τις χειρότερες που έχουμε δει ποτέ στη ζωή μας, καθώς πέρα όλων των άλλων, η κυρία κάθεται κάπου στο στήθος του εραστή της, ούτε στα γεννητικά του όργανα ούτε στο στόμα του!) ε, δεν μπορεί οι σκηνοθέτες να μας κάνουν να γελάσουμε δείχνοντάς μας την να πυροβολεί διαρκώς ωσάν τον Τσακ Νόρις!
Νομίζω πως η ταινία μοιάζει σε πολλά με το «Damsel» κι ας έχουν εντελώς διαφορετική αφετηρία και κατάληξη. Ναι μωρέ, πλάκα κάνουμε και είμαστε και λίγο λοξοί, και λατρεύουμε τον Lynch ξερωγώ και είμαστε και πολύ προχώ και avant garde και δεν ξέρετε εσείς κοινοί θνητοί θεατές. Το ξαναλέω: δεν το έπιασα το αστείο. Αν ο στόχος ήταν να υπάρχει αστείο...
Και κλείνουμε την χορταστικότατη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ακόμα ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα. Τίτλος της: «Dovlatov». Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 42χρονος Ρώσος δημιουργός Aleksey German Jr. Να θυμίσουμε εδώ πως με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Το τελευταίο τρένο» (Posledniy poezd, 2003) είχε κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση: Νοέμβριος 1971, Λένινγκραντ. Η χώρα γιορτάζει άλλη μία επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ηγέτης της χώρας είναι ο Μπρέζνιεφ. Και η χώρα δεν φαίνεται να προχωράει προς τα εμπρός, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ είναι ένας νεαρός συγγραφέας που βιώνει στο πετσί του τη λογοκρισία από το καθεστώς. Τα γραπτά του δεν αρέσουν στους ιθύνοντες, το μυθιστόρημά του δεν προχωράει, τα ποιήματά του δεν δημοσιεύονται και υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, καθώς δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να μπορέσει να εκδοθεί, αλλά για να εκδοθεί πρέπει να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων!
Είναι χωρισμένος, έχει μια μικρή κόρη στην οποία θέλει να αγοράσει μια γερμανική κούκλα, ζει με τη μητέρα του και γράφει σε μια μικρή συνδικαλιστική εφημερίδα πράγματα που δεν τον ικανοποιούν. Υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους κάνει παρέα και είναι ουσιαστικά απαγορευμένοι. Ένας από αυτούς είναι ο φίλος του, ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Βλέπουμε τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας βδομάδας. Από τις συνεντεύξεις που παίρνει για την καθέλκυση ενός πλοίου μέχρι την ανακάλυψη 30 νεκρών παιδιών κατά τη διάρκεια εργασιών, παιδιά που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου...
Η υπόθεση: Νοέμβριος 1971, Λένινγκραντ. Η χώρα γιορτάζει άλλη μία επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ηγέτης της χώρας είναι ο Μπρέζνιεφ. Και η χώρα δεν φαίνεται να προχωράει προς τα εμπρός, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ είναι ένας νεαρός συγγραφέας που βιώνει στο πετσί του τη λογοκρισία από το καθεστώς. Τα γραπτά του δεν αρέσουν στους ιθύνοντες, το μυθιστόρημά του δεν προχωράει, τα ποιήματά του δεν δημοσιεύονται και υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, καθώς δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, για να μπορέσει να εκδοθεί, αλλά για να εκδοθεί πρέπει να γίνει μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων!
Είναι χωρισμένος, έχει μια μικρή κόρη στην οποία θέλει να αγοράσει μια γερμανική κούκλα, ζει με τη μητέρα του και γράφει σε μια μικρή συνδικαλιστική εφημερίδα πράγματα που δεν τον ικανοποιούν. Υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους κάνει παρέα και είναι ουσιαστικά απαγορευμένοι. Ένας από αυτούς είναι ο φίλος του, ο ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Βλέπουμε τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας βδομάδας. Από τις συνεντεύξεις που παίρνει για την καθέλκυση ενός πλοίου μέχρι την ανακάλυψη 30 νεκρών παιδιών κατά τη διάρκεια εργασιών, παιδιά που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου...
Έχουμε μεγάλα, υπέροχα δομημένα μονοπλάνα να κυριαρχούν στην ταινία, με μια εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας. Και παρά το γεγονός ότι οι ρυθμοί δεν χαρακτηρίζονται καταιγιστικοί κι ότι από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές του ίδιου θέματος, με αναγκαστικές επαναλήψεις, ο θεατής δεν κουράζεται – κι ας μιλάμε για ταινία δύο ωρών και βάλε! Ο σκηνοθέτης στην τελική, επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του ακαδημαϊκά, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό. Κακό είναι άλλο: το γεγονός πως εκτός Ρωσίας (άρα και στην Ελλάδα) δεν υπάρχει γνώση για όλο το λογοτεχνικό κίνημα στην ΕΣΣΔ εκείνων των χρόνων. Τα μισά ονόματα και βάλε δεν τα γνωρίζουμε. Ούτε και τον Ντοβλάτοφ τον γνωρίζαμε, να πούμε την αμαρτία μας. Μέσω της ταινίας συστηθήκαμε. Αλλά, γενικώς, και με αυτά κάνει πλάκα ο Ντοβλάτοφ (και μέσω αυτού ο σκηνοθέτης), καθώς συστήνεται πχ σε μια όμορφη νεαρή ως... Φραντς Κάφκα, για να υποδηλώσει η ταινία την άγνοια πολλών σοβιετικών για την τέχνη γενικότερα. Είπαμε, ενδιαφέρον φιλμ. Με μια καλά κρυμμένη αλλά εντέλει όχι τελείως έπαρση από μέρους του ηθοποιού. Και με έναν πρωταγωνιστή που στην τελική δεν μαθαίνουμε ποτέ κάτι περισσότερο για τον χαρακτήρα του, δεν έχουμε κάποια εμβάθυνση. Ένας όμορφος άντρας ήταν, που ήθελε όσο τίποτε άλλο να εκδοθεί και αντιμετώπιζε κάθε αναποδιά όχι με στωικότητα αλλά με ειρωνεία.
Παρ' όλα αυτά, η ταινία αξίζει τον κόπο. Κι εδώ επιτρέψτε μου μια υποσημείωση σεξιστική και κατηγορείστε με, με χάσταγκ metoo. Τι θεάρες είναι αυτές οι Ρωσίδες ρε παιδιά; Μικρό ρόλο κρατάει πχ η πανέμορφη Elena Lyadova, που πρωταγωνιστούσε στο «Λεβιάθαν» του Andrey Zvyagintsev. Αλλά ψαχτείτε εσείς οι αρσενικοί και για το όνομα Svetlana Khodchenkova! Δεν περιγράφω άλλο!