του Θόδωρου Γιαχουστίδη
68η Berlinale: Σάββατο 17 Φεβρουαρίου
Ένας φίλος ήρθ’ απόψε απ’ τα παλιά!
Ένας φίλος ήρθ’ απόψε απ’ τα παλιά!
Δεν σας είπα τα πιο ωραία. Πριν από την χθεσινή προβολή του «Black 47» είδα τον συνάδελφο Χρήστο Μήτση. Γνωστός ΑΕΚτζής ο Χρήστος, μου έδωσε προβάδισμα ως ΠΑΟΚτζή για το πρωτάθλημα, σε ότι αφορά το κύπελλο, όμως, μου βγήκε λίγο από αριστερά: «Θα το παλέψουμε», μου είπε, «και ο τελικός πρέπει να γίνει στο ΟΑΚΑ». Δεν κώλωσα: «Εννοείται, να γίνει στο ΟΑΚΑ, να κατεβούμε κάτω καμιά 500 χιλιάδες ΠΑΟΚάρες, να τελειώνει και το παραμύθι των φίλων Αρειανών», ότι και καλά δηλαδή ετοίμασαν τη μεγαλύτερη οπαδική μετακίνηση στην Ελλάδα για τον δικό τους τελικό κυπέλλου, πριν πολλά πολλά χρόνια, με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Ε, τελειώνει η ταινία, υπάρχει ένα μικρό κενό, μπαίνω στην επόμενη αίθουσα για να δω το «The Happy Prince» και βλέπω... τον Βασίλη Κεχαγιά! Ο Θεσσαλονικιός συνάδελφος και φίλος, με εξέπληξε ευχάριστα με την παρουσία του! Κι εννοείται πως παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει λίγα λεπτά από το πέρας της προηγούμενης ταινίας, γνώριζε με λεπτομέρειες τη στιχομυθία μας με τον Χρήστο. Βλέπετε, ο Βασίλης και ο Χρήστος συνδέονται και με φιλία αλλά είναι και οδοντίατροι που σπούδασαν μαζί στη Θεσσαλονίκη. Και ο Βασίλης είναι γνωστός Αρειανός! Οπότε το τι είπε ο στόμας του σε σχέση με τα δικά μου λεγόμενα, πραγματικά δεν μπορούμε να τα μεταφέρουμε σε κείμενο ανταπόκρισης από φεστιβάλ! Γεια σου ρε Βασίλη!!!! Ο οποίος κλασικά ήθελε σήμερα (Σάββατο) να δει κι έναν ποδοσφαιρικό αγώνα από κοντά, λάιβ. Για κακή του τύχη, η Χέρτα Βερολίνου έπαιξε χθες, Παρασκευή, εντός έδρας (τον «ήπιε» μάλιστα από την Μάιντζ)! Οπότε, συμβιβάστηκε να δει αγώνα της Ουνιόν Βερολίνου, ομάδα β’ εθνικής Γερμανίας, που έπαιζε καταμεσήμερο, στις 13.00! Σαν τον ΑΡΗ ένα πράγμα. Μουάχαχαχαχα!
Ξεκίνημα ημέρας σε ότι αφορά τις ταινίες με την καινούργια δουλειά του Christian Petzold ονόματι «Transit». Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του και μόλις η τρίτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η μούσα του (με την οποία είναι – ή μήπως ήταν; – ζευγάρι), η Nina Hoss. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος ο Petzold βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Anna Seghers. Και στην αρχή (κι όχι στο τέλος, όπως γίνεται συνήθως) αφιερώνει την ταινία στον Harun Farocki, έναν από τους πλέον πειραματικούς Γερμανούς σκηνοθέτες. Ίσως γι’ αυτό και η ταινία του είναι περισσότερο εγκεφαλική απ’ ότι συνήθως...
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Θέλω να πω, πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας τσουβαλιάζει πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ!
Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό; Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος!
Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει. Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, δίνει πάρα πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει.
Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ο Γκέοργκ το σκάει για τη Μασσαλία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στη βαλίτσα του έχει μεταξύ των άλλων το δακτυλογραφημένο, τελευταίο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βάιντελ, ο οποίος αυτοκτόνησε από τον φόβο ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο συγγραφέας άφησε πίσω του και μερικά γράμματα αλλά κι ένα πιστοποιητικό της πρεσβείας του Μεξικού για να βγάλει βίζα. Δανειζόμενος την ταυτότητα του Βάιντελ ο Γκέοργκ προσπαθεί με τα χαρτιά που έχει στα χέρια του να βρει εισιτήριο για ένα από τα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι κι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για εκεί όπου ο πόλεμος δεν αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα. Όσο χρόνο περιμένει να βρει την ευκαιρία του και να φύγει, γίνεται φίλος με έναν πιτσιρικά, τον Ιντρίς, τον γιο ενός παλιού του συντρόφου, του Χάινζ, ο οποίος έχει πεθάνει στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τα σχέδιά του θα αλλάξουν όταν συναντήσει τη μυστηριώδη Μαρί. Ποια είναι η Μαρί; Μα η χήρα του αυτόχειρα συγγραφέα. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «tough cookie». Ο σκηνοθέτης συνεχίζει να ασχολείται με το θέμα της ταυτότητας, κάτι που είχε μετουσιώσει σε μια εξαιρετική ταινία, την προηγούμενή του, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα». Εδώ, όμως, λίγο ξεφεύγει! Θέλω να πω, πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας τσουβαλιάζει πάρα πολλά και σημαντικά ακόμα θέματα. Και ο... χωροχρόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερος. Θέλω να πω, τα πάντα μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σωστά; Ναι, αλλά η υπόθεση διαδραματίζεται στο σήμερα! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες: το μιλιταριστικόν του πράγματος το επωμίζεται η αστυνομία, η περίφημη γερμανική Polizei! Οι δρόμοι είναι σημερινοί, υπάρχουν γκράφιτι στους τοίχους, ο πιτσιρικάς όταν γνωρίζει τον Γκέοργκ του μιλάει για το πόσο πολύ οι Γερμανοί αγαπούν τους τερματοφύλακές τους και πως ξέρει γερμανικές λέξεις όπως σκατά (σάισε) και Μπορούσια Ντόρμουντ!
Λίγο μπερδευτικό δεν είναι όλο αυτό; Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε! Κι έρχεται τώρα η σειρά της κοπέλας. Της Μαρί. Που την υποδύεται η πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Δεν γνωρίζει για το θάνατο του συζύγου της, αλλά φλερτάρει ανοιχτά με τον Γκέοργκ, που δανείζεται ως άλλος Ρίπλεϊ την ταυτότητα του εκλιπόντος!
Μου φαίνεται πως αυτήν τη φορά ο ταλαντούχος Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να κουβαλήσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, να κάνει κάτι πολύ φιλόδοξο χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο αν το κοινό θα ακολουθήσει. Κάτι εξόχως εγκεφαλικό, πολυδιάστατο, αλλά... «tough cookie». Και με χαρακτηριστικά στοιχεία νουάρ, έτσι; Με πιο φανερό την αφήγηση off. Που, πάντως, δίνει πάρα πολλά στοιχεία και αντί να βοηθάει τον θεατή να αντιληφθεί, υπάρχουν στιγμές που τον μπερδεύει.
Πάντως, ο Petzold στο φινάλε, γίνεται πιο ξεκάθαρος: «We’re on the road to nowhere» μας τραγουδάνε οι Talking Heads του Byrne. Δεν έχει άδικο: σήμα κινδύνου κρούει. Το στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί είναι αν οι θεατές δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία.
Η άλλη ταινία από το διαγωνιστικό που είδαμε ήταν το πολυακουσμένο και γεμάτο anticipation «Damsel» των αδελφών David & Nathan Zellner. Μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς και ήρθε στη γερμανική πρωτεύουσα για να κερδίσει – υποτίθεται – τις εντυπώσεις, κουβαλώντας μαζί της (σας τα γράφαμε και εχθές) το διάσημο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Robert Pattinson και Mia Wasikowska. Η προηγούμενη σκηνοθετική δουλειά, όπου credit σκηνοθέτη έχει μόνον ο ένας αδελφός, ο Ντέιβιντ, ήταν το «Kumiko, the Treasure Hunter» (2014) με το οποίο συμμετείχαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση: Ο νεαρός και ρομαντικός ονειροπόλος Σάμιουελ Αλαμπάστερ ξεκινάει ένα ταξίδι στην Άγρια Δύση. Στόχος του: να βρει τον έρωτα της ζωής του, την Πηνελόπη, και να την παντρευτεί. Μαζί του κουβαλάει το δαχτυλίδι των αρραβώνων, μια κιθάρα, ένα άλογο – μινιατούρα ακόμα και για πόνι, ονόματι Μπάτερσκοτς και προσλαμβάνει έναν κακομοίρη, τον Πάρσον Χένρι, προκειμένου να τον βοηθήσει κι αφού εντέλει βρουν την Πηνελόπη, να είναι εκείνος που θα τους παντρέψει. Αυτό που δεν λέει ευθύς εξαρχής στον Πάρσον είναι όλη η αλήθεια. Πως δηλαδή, θα πρέπει να αποσπάσουν την Πηνελόπη από τον απαγωγέα της – ενδεχομένως και δια της βίας! Κατά πως φαίνεται, ο απαγωγέας κρατάει την Πηνελόπη ουσιαστικά φυλακισμένη σε μια απομονωμένη καλύβα στη μέση του πουθενά. Μόνο που όταν τελικά όντως ανακαλύπτουν την καλύβα και βρίσκουν την Πηνελόπη αντιλαμβάνονται, ιδίως ο Πάρσον, πως η αλήθεια κάθε άλλο αυτή που του αποκάλυψε ο Σάμιουελ είναι...
Η άποψή μας: Όσο πραγματικά καλή κι ενδιαφέρουσα μας είχε προκύψει η περσινή Berlinale τόσο σε αβαθή νερά μετριότητας κινείται έως τώρα η εφετινή. Θέλω να πω, wtf ρε μάγκες; Τι είναι αυτά; Και συγκεκριμένα, εδώ: τι στην ευχή ήταν αυτό το πράγμα που κληθήκαμε να παρακολουθήσουμε; Μια λοξή ματιά στο γουέστερν; Τα δύο αδέλφια που υπογράφουν τη σκηνοθεσία θα έπρεπε να δουν 800 φορές το «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» πριν επιχειρήσουν κάτι ανάλογο. Θέλω να πω, εντάξει, το μικροσκοπικό πόνι είναι μια χαριτωμενιά, αλλά για πόσο μπορείς να... χαμογελάς με την παρουσία του; Προσπαθώ να θυμηθώ μία σκηνή όπου πραγματικά γέλασα και η μόνη που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι εκείνη της δολοφονίας ενός έρημου τύπου (δεν έχει καν σημασία να σας πω ποιος είναι στην υπόθεση – όχι επειδή είναι σπόιλερ αλλά επειδή ακριβώς... δεν έχει σημασία!), ο οποίος ενώ κατουράει αμέριμνος, σημαδεύοντας με τα τσίσα του το κούτσουρο που χρησιμοποιεί για να κόβει ξύλα, δέχεται μια σφαίρα στο κεφάλι και βεβαίως, παρά το γεγονός ότι πέφτει χάμω, νεκρός, συνεχίζει να κατουράει!
Γουάου σε λέω! Αν δεν ήθελαν να αποδομήσουν το γουέστερν αλλά να αποτίσουν έναν φόρο τιμής στο είδος, και πάλι αποτυγχάνουν παταγωδώς τα αδέλφια! Αν στόχος τους ήταν να μας δείξουν τη δύναμη της αγάπης, που μας κινητοποιεί να κάνουμε τεράστιες υπερβάσεις, το μήνυμά τους απλώς δεν ακούγεται! Κι αν όλο αυτό έγινε ως φεμινιστικός ύμνος, εντάξει, έχουν πάρει πολύ λάθος δρόμο! Ακόμα και η στιβαρή συνήθως Wasikowska, αν και διαθέτει τον πιο δυνατό ρόλο, είναι αμήχανη, καθώς δεν πιστεύει αυτά που λέει. Για τον Pattinson τι να πούμε, κρίμα το παλικάρι, πολύ κρίμα. Όπως κρίμα για την (αν μη τι άλλο) ενδιαφέρουσα αρχική, εισαγωγική σκηνή με τον πάστορα, που είναι έτοιμος να τα παρατήσει και τον ιεροκήρυκα, που νέος και άβγαλτος, είναι έτοιμος να κάνει το καθήκον του. Ναι, η άμαξα άργησε: μήπως ήταν και λεωφορείο του ΟΑΣΘ;
Όχι παιδιά, όχι, μεγάλη απογοήτευση, μια ταινία που προσπαθεί πολύ να πει κάποια πράγματα και καταλήγει να μην πει απολύτως τίποτε ή ότι λέει είναι ασυνάρτητο. Είναι να απορείς...
Η υπόθεση: Ο νεαρός και ρομαντικός ονειροπόλος Σάμιουελ Αλαμπάστερ ξεκινάει ένα ταξίδι στην Άγρια Δύση. Στόχος του: να βρει τον έρωτα της ζωής του, την Πηνελόπη, και να την παντρευτεί. Μαζί του κουβαλάει το δαχτυλίδι των αρραβώνων, μια κιθάρα, ένα άλογο – μινιατούρα ακόμα και για πόνι, ονόματι Μπάτερσκοτς και προσλαμβάνει έναν κακομοίρη, τον Πάρσον Χένρι, προκειμένου να τον βοηθήσει κι αφού εντέλει βρουν την Πηνελόπη, να είναι εκείνος που θα τους παντρέψει. Αυτό που δεν λέει ευθύς εξαρχής στον Πάρσον είναι όλη η αλήθεια. Πως δηλαδή, θα πρέπει να αποσπάσουν την Πηνελόπη από τον απαγωγέα της – ενδεχομένως και δια της βίας! Κατά πως φαίνεται, ο απαγωγέας κρατάει την Πηνελόπη ουσιαστικά φυλακισμένη σε μια απομονωμένη καλύβα στη μέση του πουθενά. Μόνο που όταν τελικά όντως ανακαλύπτουν την καλύβα και βρίσκουν την Πηνελόπη αντιλαμβάνονται, ιδίως ο Πάρσον, πως η αλήθεια κάθε άλλο αυτή που του αποκάλυψε ο Σάμιουελ είναι...
Η άποψή μας: Όσο πραγματικά καλή κι ενδιαφέρουσα μας είχε προκύψει η περσινή Berlinale τόσο σε αβαθή νερά μετριότητας κινείται έως τώρα η εφετινή. Θέλω να πω, wtf ρε μάγκες; Τι είναι αυτά; Και συγκεκριμένα, εδώ: τι στην ευχή ήταν αυτό το πράγμα που κληθήκαμε να παρακολουθήσουμε; Μια λοξή ματιά στο γουέστερν; Τα δύο αδέλφια που υπογράφουν τη σκηνοθεσία θα έπρεπε να δουν 800 φορές το «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» πριν επιχειρήσουν κάτι ανάλογο. Θέλω να πω, εντάξει, το μικροσκοπικό πόνι είναι μια χαριτωμενιά, αλλά για πόσο μπορείς να... χαμογελάς με την παρουσία του; Προσπαθώ να θυμηθώ μία σκηνή όπου πραγματικά γέλασα και η μόνη που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι εκείνη της δολοφονίας ενός έρημου τύπου (δεν έχει καν σημασία να σας πω ποιος είναι στην υπόθεση – όχι επειδή είναι σπόιλερ αλλά επειδή ακριβώς... δεν έχει σημασία!), ο οποίος ενώ κατουράει αμέριμνος, σημαδεύοντας με τα τσίσα του το κούτσουρο που χρησιμοποιεί για να κόβει ξύλα, δέχεται μια σφαίρα στο κεφάλι και βεβαίως, παρά το γεγονός ότι πέφτει χάμω, νεκρός, συνεχίζει να κατουράει!
Γουάου σε λέω! Αν δεν ήθελαν να αποδομήσουν το γουέστερν αλλά να αποτίσουν έναν φόρο τιμής στο είδος, και πάλι αποτυγχάνουν παταγωδώς τα αδέλφια! Αν στόχος τους ήταν να μας δείξουν τη δύναμη της αγάπης, που μας κινητοποιεί να κάνουμε τεράστιες υπερβάσεις, το μήνυμά τους απλώς δεν ακούγεται! Κι αν όλο αυτό έγινε ως φεμινιστικός ύμνος, εντάξει, έχουν πάρει πολύ λάθος δρόμο! Ακόμα και η στιβαρή συνήθως Wasikowska, αν και διαθέτει τον πιο δυνατό ρόλο, είναι αμήχανη, καθώς δεν πιστεύει αυτά που λέει. Για τον Pattinson τι να πούμε, κρίμα το παλικάρι, πολύ κρίμα. Όπως κρίμα για την (αν μη τι άλλο) ενδιαφέρουσα αρχική, εισαγωγική σκηνή με τον πάστορα, που είναι έτοιμος να τα παρατήσει και τον ιεροκήρυκα, που νέος και άβγαλτος, είναι έτοιμος να κάνει το καθήκον του. Ναι, η άμαξα άργησε: μήπως ήταν και λεωφορείο του ΟΑΣΘ;
Όχι παιδιά, όχι, μεγάλη απογοήτευση, μια ταινία που προσπαθεί πολύ να πει κάποια πράγματα και καταλήγει να μην πει απολύτως τίποτε ή ότι λέει είναι ασυνάρτητο. Είναι να απορείς...